Πόθεν και πώς

 

Στα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης το βασικό θέμα σήμερα είναι η δήλωση πόθεν έσχες της Κωνσταντίνας Κούνεβα.
Η κυρία Κούνεβα υπήρξε θύμα επίθεσης με βιτριόλι τον Δεκέμβριο του 2008, η οποία την άφησε με βαρειά αναπηρία. Όσοι δεν γεννηθήκαμε χτες γνωρίζουμε ότι η σκληρότητα και η βαρβαρότητα σε δολοφονικές επιθέσεις προστίθενται ως άρτυμα για να παραδειγματίσουν και να εκφοβίσουν· θυμηθείτε λ.χ. τα θεάματα με φρικιαστικές εκτελέσεις που διοργανώνουν οι μαφιόζοι ή το Daesh.
Η επίθεση κατά της Κούνεβα έγινε κατ’ εντολήν όσων ενοχλούνταν από τη συνδικαλιστική της δράση. Δεδομένου ότι ζούμε σε μια χώρα όπου ο συνδικαλισμός ελέω ΠΑΣΟΚ και ΝΔ αποτελεί αναπόσπαστο εξάρτημα της μηχανής διαφθοράς, αν η συνδικαλιστική δράση σου ενοχλεί τόσο πολύ ώστε να σε βιτριολίσουν για εκφοβισμό, σίγουρα κάτι πάρα πολύ καλό κάνεις ως συνδικαλιστής.
Η κυρία Κούνεβα δήλωσε ότι έχει καταθέσεις 340.000 ευρώ, πηγή των οποίων είναι οι δωρεές που έχει δεχθεί εδώ και οχτώ χρόνια. Σημειωτέον ότι το ποσό ύψους περίπου 250.000 ευρώ που της επιδικάστηκε ως αποζημίωση δεν το εισέπραξε ακόμα.
Κάποιοι ρωτούν γιατί δεν διέθεσε τα χρήματα αυτά σε όσους έχουν ανάγκη, εφόσον την ιατροφαρμακευτική της περίθαλψη εικάζουμε ότι την καλύπτει η ασφάλισή της ως ευρωβουλεύτριας. Αναρωτιέμαι αν η ασφάλιση που παρέχει η ΕΕ στους ευρωβουλευτές είναι διά βίου, ίσως θα έπρεπε κάποιος να μας διαφωτίσει. Οι ανάγκες για περίθαλψη και υποστήριξη ενός ΑμεΑ όπως η κυρία Κούνεβα είναι πάντως υπόθεση που θα την αφορά και μετά το πέρας της βουλευτικής θητείας της.
Άλλοι αναρωτιούνται γιατί η κυρία Κούνεβα αγόρασε δύο ακίνητα από το 2008 και μετά. Δεν ξέρω, ενδεχομένως επειδή έχει οικογένεια. Αυτό που γνωρίζω πάντως είναι πως κι εγώ όταν κληρονόμησα 55.000 ευρώ το 2008 έσπευσα να τα ρίξω σε 69 τετραγωνικά στον δεύτερο όροφο. Τέτοια είναι τα αντανακλαστικά της εργατικής τάξης, σπεύδουμε να εξασφαλίσουμε στέγη και την οικογένειά μας, αφού δεν σκαμπάζουμε από μαργιόλικα tax breaks και από σκιώδεις επενδύσεις όπως ο μέσος γόνος, πολιτικός ή μη. Το έχει επισημάνει και η κυρία Λυμπεράκη, άλλωστε.
Επί της πολιτικής ουσίας:
Αν η επίθεση στο πρόσωπο της κυρίας Κούνεβα αποτελεί κίνηση απαξίωσης του συνδικαλισμού, είναι ατυχής: υπάρχουνε τόσοι και τόσοι προσφορότεροι στόχοι, όπως οι κομματικοεξαρτημένοι συνδικαλιστές, κάτι καρεκλοκένταυροι υποταγμένοι σε συμφέροντα κι εργοδότες.
Αν η απόπειρα διασυρμού της Κούνεβα γίνεται ώστε να πληγεί ο Σύριζα, προτείνω να επιτεθεί κανείς στην αδυναμία ή απροθυμία του κόμματος
  • να τερματίσει τη Μνημονιοκρατία ή έστω
  • να υποταγεί στην τρόικα με αξιοπρέπεια ή έστω
  • να προχωρήσει σε κοινωνικές αλλαγές και ρήξεις που δεν κοστίζουνε χρήματα ή έστω
  • να εμποδίσει στελέχη του να συμπεριφέρονται όπως οι σκληρυμένοι παλαιοπασόκοι.
Πάντως να αφήσουμε ήσυχη μια ηρωική συνδικαλίστρια που έμεινε ανάπηρη από εγκληματική επίθεση όσων έκτοτε χρησιμοποιούν λ.χ. τη ναζιστική συμμορία για να λύνουν εργατικές διαφορές· επίσης να αφήσουμε ήσυχη μια ξένη εργάτρια η οποία προσπαθεί να εξασφαλίσει την δική της περίθαλψη και αποκατάσταση ενώ μεριμνά για τους δικούς της ανθρώπους. Έστω και αν παραμένει εκπρόσωπος του Σύριζα στην Ευρωβουλή.

Το Κακό και το Χειρότερο στη Συρία

Κανονικά το θέμα το έχει καλύψει ο Μιχάλης Παναγιωτάκης. Ας προσθέσω όμως αυτά:

Το ότι πρέπει να προσηλώσουμε το βλέμμα στα εγκλήματα πολέμου που διαπράττονται στην Υεμένη, στο Αφγανιστάν, στο Πακιστάν και στο Ιράκ δεν συνεπάγεται ότι θα αποστρέψουμε το βλέμμα από τη σφαγή στο Χαλέπι και από τα εγκλήματα πολέμου του Άσαντ.

Το ότι οι Αμερικάνοι και η παρέα τους αλλά και οι Ρώσοι είναι ιμπεριαλιστές εγκληματίες δεν σημαίνει ότι ο Ασάντ δεν είναι αιμοσταγής τύραννος.

Το ότι ένας από τους εχθρούς του Άσαντ είναι το Daesh δεν συνεπάγεται ότι ο Άσαντ βρίσκεται εις τόπον Ρούζβελτ: άλλωστε, ένας άλλος εχθρός του είναι π.χ. οι Κούρδοι.

Γενικά, δεν υπάρχει είτε-είτε· νόμιζα ότι αυτά λύθηκαν μετά το ρεσιτάλ άκριτης σερβολαγνίας στον πόλεμο της Βοσνίας, ιδίως μετά το φιάσκο των Ελλήνων αντι-ιμπεριαλιστών που αρνούνταν ότι έγινε τίποτε περιωπής στη Σρεμπρενίτσα.

Επίσης, όσοι πολέμησαν τον ναζισμό στο πλευρό των ιμπεριαλιστών, των σταλινικών και των αποικιοκρατών δεν είχαν όλοι την ψευδαίσθηση ότι τάσσονται με το Καλό εναντίον του Κακού, πολλοί ήξεραν ότι υπερασπίζονται το Κακό απέναντι στο αδιανόητα Χειρότερο:

They who in folly or mere greed
Enslaved religion, markets, laws,
Borrow our language now and bid Us
to speak up in freedom’s cause.
It is the logic of our times,
No subject for immortal verse—
That we who lived by honest dreams
Defend the bad against the worse.
(Cecil Day-Lewis)

Τέλος, όσοι απλώς παίρνουμε θέση σε κάτι που μας φαίνεται ντέρμπυ, θα έπρεπε να είμαστε λίγο πιο συνετοί. Θα έπρεπε τουλάχιστον να αναγνωρίζουμε πόσο δύσκολο είναι εν έτει 2016 να ξεχωρίσουμε το Κακό από το Χειρότερο στη Συρία.

 

Πέρα από τη μνήμη

Πρέπει να το πάρω απόφαση πως κάποια πράγματα θα λέγονται ξανά και ξανά: ενδεχομένως αυτό να είναι το σωστό. Πρέπει μάλλον να κρατάμε με την πρωτοτυπία μια σχέση σαν αυτή που ιδανικά θα έχουμε με το αλκοόλ: να βασιζόμαστε σε αυτήν να μας χαλαρώσει και να μας κινητοποιήσει αλλά να μην εξαρτώμαστε από αυτήν. Άλλωστε οι ιδέες, πρωτότυπες ή μη, τελικά αποτελούν κι αυτές υλικό: δεν είναι αυτές καθεαυτές σπουδαίες, παρά σπουδαίο μπορεί να γίνει τι φτιάχνεις με αυτές, πώς τις δένεις μαζί και πώς τις στήνεις.

Φαντάζομαι μια κατάσταση όπου μνήμη συγκεκριμένων γεγονότων, εγκυκλοπαιδικών πληροφοριών και κάθε λογής βιωμένων λεπτομερειών δεν υπάρχει καθόλου ή σχεδόν καθόλου. Φαντάζομαι λοιπόν μια κατάσταση όπου είμαστε όλοι καθαρά οι εαυτοί μας και όπου οι γνώσεις μας και η προσωπική ιστορία μας έχουνε καταβυθιστεί μεγαλοπρεπώς μέσα στο ασυνείδητο, ή μάλλον όπου η προσωπική ιστορία και οι γνώσεις μας καταβυθίζονται μέσα σε αυτό με τον ρυθμό που δημιουργείται και που αποκτιούνται.

Φαντάζομαι λοιπόν πως για τα περισσότερα που πρέπει να θυμηθείς αναγκάζεσαι να ανατρέξεις σε αρχεία, ημερολόγια, φωτογραφίες, βίντεο, κείμενα ή το ταμείο της φλυαρίας και της μνήμης που λέγεται διαδίκτυο. Με δυο λόγια, φαντάζομαι μια όλο σφρίγος άνοια, μια αμνησία που θα μας κρατάει προσηλωμένους στο παρόν και δεν θα μας επιτρέπει να αναπολήσουμε ή να νοσταλγήσουμε τίποτα εκτός από αισθήσεις, διαθέσεις και συναισθήματα: φαντάζομαι μια κατάσταση όπου όλα τα συμβάντα, το πότε και πώς και το πού, υπάρχουν μόνον σαν φευγαλέα φώτα στην άβυσσο του ασυνείδητου.

Αν και σε καθεστώς αμνησίας, όποιος βρίσκεται σε αυτή την κατάσταση παραμένει απολύτως ο εαυτός του. Οι έρωτες είναι εντυπωμένοι μέσα του και χαραγμένοι πάνω του — συνήθως υπό τη μορφή ρυτίδων, ή ξαναερωτεύεται ξανά και ξανά και ξανά τους ίδιους ανθρώπους, τις ίδιες φυσιογνωμίες, τις ίδιες ιδιοτροπίες, πλάτες, χαρακτήρες, γάμπες, ιδιοσυγκρασίες, φρύδια, παλάμες, γέλια, ιδρώτες… Οι διαθέσεις, οι ευαισθησίες και ο χαρακτήρας, ό,τι βρίσκεται στη σύγκλιση του έμφυτου και της προσωπικής μας ιστορίας (έστω και με τις λεπτομέρειες λησμονημένες), θα χτυπάνε και θα ξυπνάνε ξανά και ξανά με τις ίδιες αφορμές. Ο τρόπος να σκέφτεται και να πλησιάζει τα ζητήματα του βίου και τα αιτήματα εκτός του βίου θα παραμένει ως έχει: όσοι είναι της πρακτικής οδού θα είναι πάντα πρακτικοί, οι παρορμητικοί παρορμητικοί και οι τολμητές τολμητές.

Στα όνειρα θα αναδίδονται στιγμιαία λεπτομέρειες και περιστατικά, που όμως θα είναι ίδια κι απαράλλαχτα με έντονες επιθυμίες, ο πληθυσμός κάποιας πόλης στο Κεντάκυ, που όμως κάλλιστα θα μπορούσε να είναι είτε μια λάθος εκτίμηση είτε ο πληθυσμός κάποιας πόλης που απλώς φαντάστηκες ένα βράδυ του Ιουνίου.

Σημασία δεν έχει η μνήμη, σημασία έχει ο εαυτός μας, η ψυχή μας: η φτιαξιά μας και το πώς μας έχει πλάσει η προσωπική μας ιστορία. Σημασία έχει η δημιουργικότητα και τι την ενεργοποιεί. Κάθε φορά που θα υπάρχει η κατάλληλη αφορμή, θυμόμαστε δεν θυμόμαστε, θα γράψουμε μουσική καυλάντες ή ποιήματα, θα ζωγραφίσουμε, θα τσαπίσουμε τον μπαξέ και θα περιποιηθούμε τις γλάστρες, θα μαγειρέψoυμε ή θα χορέψουμε, θα κουτσομπολέψουμε, θα παίξουμε κιθάρα ή το σωστό τραγούδι, θα βρούμε τον τρόπο, θα παίξουμε το τέλειο μπασκετάκι. Κάθε φορά κι αλλιώτικα, κι ας γυρίζουμε στα ίδια.

Το Κλικ κι ο Διάολος

Κανα δυο χρόνια αφού τελείωσα το ken, ήθελα να γράψω ακόμα ένα μυθιστόρημα, αλλά σύντομο, σχεδόν νουβέλα. Η υπόθεση θα ήταν ως εξής:

Ο Διάολος κατεβαίνει στην Ελλάδα και χτυπάει την πόρτα ενός ημιάνεργου μοντέλου. Ο μοντέλος ενσαρκώνει όλο το δυνάμει της Ελλάδας του λάιφ στάιλ, μείον τα λεφτά: φυτοζωεί σε μια γκαρσονιέρα, αγκαλιά με το πορτφόλιό του, τον ζουν με χαρτζηλίκια διάφορες ώριμες κυρίες κι ώριμοι κύριοι· αυτός όμως πάνοτε ονειρεύεται να ζήσει το όνειρο της ισχυρής Ελλάδας: κόκα, απενοχοποίηση α λα Μαλβίνα, αποστασιοποιημένη αλλά συνεπής εντρύφηση στον κόσμο της πίστας, fashion, κουραδομαγκιά, φράγκα, γκόμενες, παλάτια — άντε και καλά κρεβάτια.

Ο Διάολος χτυπάει την πόρτα του μοντέλου την ημέρα που κλείνει τα σημαδιακά και προφητικά τριάντα, άρα ενώ ήδη έχει αρχίσει να πηγαίνει για απόσυρση ως μοντέλο. Ο Διάολος του χτυπάει πρωί εφτά η ώρα το κουδούνι, μπαίνει σπίτι του σαν κύριος και του συστήνεται με ένα εντελώς τετριμμένο ονοματεπώνυμο (το έψαχνα), την ώρα που ο ήρωάς μας μισοξυπνάει κακήν κακώς μέσα στο χανγκόβερ και την μπίχλα μετά από τα μύρια όσα. Ανάβει τσιγάρο και του εξηγεί ότι ψάχνει να προσλάβει έναν Αντίχριστο και ότι οι κυνηγοί ταλέντων του κατέληξαν σε αυτόν.

Του εξηγεί τον ρόλο και το job το description του Αντιχρίστου, υπενθυμίζοντάς του την κινηματογραφική τριλογία που δεν έχει δει και παραθέτοντάς του αποσπάσματα από την Αποκάλυψη την οποία αγνοεί. Του λέει ότι μέθοδοι τύπου «Μωρό της Ροζμαρί» ή εικονογραφίες θηρίων με κέρατα δέκα και κεφαλές επτά ανήκουν σε άλλες εποχές, μεσαιωνικές, ιπποτικές κι ηρωικές. Του ζητάει αφενός να μη μεγαλοπιάνεται, γιατί ο ίδιος δεν είναι ο Εωσφόρος παρά κάποιος δαίμονας του τομέα Ανθρώπινου Δυναμικού, αφετέρου να μην έχει προσδοκίες παγκόσμιας κυβέρνησης, απόλυτης εξουσίας κτλ, γιατί αποστολή του είναι να γίνει όχι το ανάποδο του Χριστού και μεσσίας σατανικός παρά ένας θεϊκός Τομ Φορντ, μια αρσενική Κέιτ Μος.

Ο μοντέλος τον περνάει για κάποιον που το έσκασε από ψυχιατρείο και, όπως είναι οι συμβάσεις της μυθοπλασίας, αντί να τον πετάξει έξω, του πιάνει την κουβέντα. Από τον Διάολο μαθαίνει ότι οι δαίμονες δεν έχουνε να κάνουνε με το Απόλυτο Κακό ή με τις Δυνάμεις της Φύσης, παρά είναι κάτι τύποι σαν χαντακωμένοι μικροεπενδυτές που θέλουνε να κάνουνε το μπαμ στο κοσμικο χρηματιστήριο ή στις κοσμικές στήλες του σύμπαντος: τους απασχολεί να φανούν και να δειχτούν και όχι να σφετεριστούν την εξουσία του Ονόματος (έτσι αποκαλούνε τον Θεό), το Οποίο είναι απόμακρο, μπλαζέ και μπαϊλντισμένο ούτως ή άλλως.

Ακολουθούσαν σχεδιάσματα κωμικής βλασφημίας. Υπάρχει ένας διάλογος στον οποίο ο μοντέλος αναρωτιέται πώς οι δαίμονες ανέχονται να τους λατρεύουν οι σατανιστές με σφαγές και ανθρωποθυσίες, αφού κατά βάθος είναι εταιρικά στελέχη που θέλουνε νε πληρωθούν σε μετοχές και μικροεπενδυτές που θέλουν να τζογάρουν. Ο Διάολος ανάβει τσιγάρο, σιάζει την κουστουμιά και απαντάει ότι εδώ το ανέχεται ο Πρίγκηπας της Ειρήνης και Υιός του Ανθρώπου κι ότι ομελέτα χωρίς να σπάσεις αβγά δεν φτιάχνεται.

Η υπόθεση συνεχίζεται με ένα όραμα λίγο σαν αυτό του Χριστού στην έρημο και σαν αυτό του Φάουστ: ο Διάολος αναρπάζει τον μοντέλο, τον παίρνει και τον σηκώνει, και του δείχνει το Ντουμπάι, μεγάλες πίστες και την ανθρωπογεωγραφία τους, boardrooms. Του λέει ότι διάλεξε Έλληνα γιατί κανείς λαός δεν έχει τόσο μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του — εκτός από τους Εβραίους που ήδη τους καβάτζωσε το Όνομα. Στην προσπάθειά του να τον πείσει να πει το Ναι, τον δελεάζει με το οτι θα τον κάνει αόρατο και θα τον κάνει αναπόδραστα ορατό: ότι θα του δώσει και ασυλία και την προσοχή των καναλιών και της μηχανής του λάιφ στάιλ. Τον εξορκίζει να το κάνει και να πει το ναι για την Ελλάδα και για το μεγαλείο της, για να ξαναγίνει η Ελλάδα το κέντρο του κόσμου όπως επί Ωνάση, «Ποτέ την Κυριακή» και συρτακίου.

Εγκατέλειψα τον σχεδιασμό του μυθιστορήματος όταν το Κλικ έγινε Nitro (νομίζω, μπορεί και να αναχρονίζω) και όταν διάβασα τον «Μαιτρ και τη Μαργαρίτα» του Μπουλγκάκοφ· εκεί έμαθα ότι το να φέρεις τον Διάολο στον σύγχρονο κόσμο έχει ξαναγίνει κι έχει ξαναγίνει καλύτερα κι ότι το αποτέλεσμα είναι ανιαρό: πρέπει να είμαι ο μόνος που την πάλεψε να διαβάσει το δεύτερο μέρος του «αριστουργήματος» του Ρώσου. Η χαριστική βολή στο εγχείρημα δόθηκε όταν είδα για τρίτη φορά τον «Δικηγόρο του διαβόλου», οπότε και αντιλήφθηκα ότι ο Διάολός μου έμοιαζε υπερβολικά με τον Αλ Πατσίνο.