
(ξεκίνησε ως σχόλιο-απάντηση στη Μαντάμ εδώ.)
Η αναλυτική κατηγορία ‘οργανικός διανοούμενος’ δεν υπάρχει μόνο μέσα στο μυαλό του έγκλειστου Γκράμσι, αποτελεί απεναντίας ένα ιδανικό εργαλείο προσέγγισης του πώς σκέφτονται και λειτουργούν οι διανοούμενοι και οι λεγόμενοι άνθρωποι του πνεύματος.
Δεν υπαινίσσομαι ότι όλοι μας πρέπει να είμαστε μαχητικοί, γενναίοι και αγέρωχοι. Ούτε μπορούμε, ούτε χρειάζεται. Δε λέω ότι θα πάμε να γίνουμε ιερομόναχοι της επανάστασης, φορώντας ένα σακί, τρώγοντας Κάββουρα και Σάββα και πίνοντας άμστελ και χασίσια. Αντιλαμβάνομαι ότι όσο πιο ελκυστική γίνεται η ζωή, τόσο λιγότερο θες να τη θυσιάσεις. Όσο ευχερέστερη γίνεται η ασφάλεια, η ησυχία, η ζεστασιά, τόσο δυσκολότερο είναι να κατεβεί κανείς στον δρόμο.
Το αστείο όμως είναι όμως ότι ειδικά οι διανοούμενοι / λεγόμενοι άνθρωποι του πνεύματος έχουν τα λιγότερα να χάσουν από όλους τους υπόλοιπους: κανείς δε θα απολύσει τον συγγραφέα Χ επειδή επικρίνει την εξουσία (μια εξαίρεση ήταν ο Περικλής Κοροβέσης, που τράβηξε κάμποσα όταν του καταλόγισαν ότι ήταν ο αρχηγός της 17Ν), δε γίνεται να παυθεί ο καθηγητής Ψ για την όποια πολιτική του δράση (βεβαίως, ίσως χάσει το τραίνο της προαγωγής γιατί σεκλέτισε τις νεολαίες, τις γερουσίες και τους Εφόρους), δεν περιμένουν στη γωνία τον καλλιτέχνη Ω για να του κάψουν τη BMW με ποτάσα, ακουαφόρτε ή βιτριόλι. Κι όμως, δεν είναι αυτοί που βγαίνουν μπροστά — είναι ο κάθε υπάλληλος, εργάτης, ντελιβεράς κτλ.
Επιπλέον, δε χρειάζεται ο Χ, ο Ψ και ο Ω να είναι (γκουχμ) αριστεροί. Δε χρειάζεται καν να κατέβουνε στον δρόμο: αρκεί να πούνε μια κουβέντα, να γράψουν δυο λέξεις, να κάνουν ένα χάπενινγκ: έτσι και το ανασφαλές και αδηφάγο εγώ τους θα ταΐζαν και και τη σπάθη του Δικαίου θα κραδαίναν προς εκταμίευση δόξας κι υστεροφημίας.
Απεναντίας, βλέπουμε μια κάστα ανθρώπων με τη δυνατότητα να δημοσιεύουν αλλά με προβληματική κατάρτιση και ελλειμματική καλλιέργεια (όχι απαραιτήτως, ωστόσο), να ξιφουλκεί με σθένος και ορμή υπέρ της συγχρονης εκδοχής της καταστολής του σώματος, κατά της ελευθερίας, υπέρ της ιδιώτευσης, κατά της στοιχειώδους αλληλεγγύης, υπέρ του δικαιώματος στο κέρδος αλλά κατά του δικαιώματος στη ζωή και στην αξιοπρέπεια. Διακατέχονται όχι πια από ψυχαναγκαστική επιθυμία για αρχάρια νεαρά κορμάκια και παρτούζες, αλλά από μια τρελή λαγνεία για την εξουσία, τον κυνισμό, τον σχετικισμό που παριστάνει τον ορθολογισμό. Είτε αυτοί οι άνθρωποι δεν καταλαβαίνουν ότι σήμερα ‘οι άλλοι’ αύριο εγώ, είτε πιστεύουν ότι η προστασία που τους παρέχει η παρδαλή οιονεί τήβεννος του διανοούμενου / πνευματικού ανθρώπου είναι απροσμάχητη. Θα έπρεπε να τσεκάρουν τα πτυχία και την καλλιέργεια του ιρακινού μπακαλόγατου, της Μολδαβής παραδουλεύτρας τους, του Αιγύπτιου μπογιατζή και της Λετονής που πηδάνε επί χρήμασι: κάποιοι από αυτούς — όχι όλοι, κάποιοι — ξέρουνε έως και πέντε γράμματα παραπάνω από αυτούς. Θα έπρεπε να θυμούνται ότι δεν καταρρέουν μόνον οι οικονομίες των άλλων, δεν αποσυναρμολογούνται μόνον οι κοινωνίες των άλλων.
Τέλος, έχω ξαναπεί για τους διανοούμενους της Τουρκίας. Αξιοθαύμαστοι άνθρωποι, σε μια χώρα όπου κάστανα δε χαρίζονται: θυμηθείτε απλώς και μόνο το τέλος του Χικμέτ και τη φυγάδευση και αφάνεια του Παμούκ (χωρίς να πούμε τίποτε για τους εκατοντάδες εκτοπισμένους, φυλακισμένους, δολοφονημένους — γιατί έθιξαν είτε τον κεμαλισμό, είτε το Ισλάμ, είτε τον τουρκισμό: εμάς τουλάχιστον οι δαίμονές μας είναι ένας λιγότερος και λιγότερο δραστήριοι). Κι αν νομίζετε ότι συγκρίνω ανόμοια μεγέθη, κι αν νομίζετε ότι η Δημοκρατία μας ενθαρρύνει τη σιωπή και το consensus, θυμηθείτε τη θανατερή σιωπή της Επταετίας. Αναλογιστείτε τη ντεκαφεϊνέ εκδοχή της που μάς έρχεται. Θεωρήστε ότι κινδυνολογώ και άντε να πάτε σε καμμιά ταβέρνα με άλλους καλλιεργημένους ανθρώπους να συζητήσετε τα δεινά των Αμερικάνων, τη μονοκόμματη αφέλεια των Ρώσων, τον ασφυκτικό κομφορμισμό των Κινέζων, τη γενικευμένη χαζομάρα των Ισπανών, την τοτεμική διαφθορά των Ιταλών. Ως εδώ, όλα καλά.