… σε όσα έγραφα χτες ακολουθεί πιο κάτω. Και στο Cinzano που πίνει αμήχανα το ερωτόπληκτο ζεύγος της εκεί φωτογραφίας.
Με αφορμή ένα ποστάκι του ακίνδυνου (τον ελπιδοφόρο και τον ανεμπόδιστο τους ψάχνουμε ακόμα):
Έλεγα λοιπόν χτες (στο ΙΙ.) ότι η αυθεντία της μόρφωσης και της διανόησης, στην Ελλάδα και αλλού, αισθάνεται ότι νομιμοποιείται να ασχημονεί και να λοιδωρεί. Επίσης έλεγα ότι η αυθεντία αυτή είναι, όπως ανέκαθεν συμβαίνει τόσες πολλές φορές, κίβδηλη. Με άλλα λόγια, το παίζουν σοφοί και παντογνώστες (υπό τον μανδύα «πανεπιστημιακός», «συγγραφέας», «ερευνητής» ή όποιον άλλο) πολλοί που κανονικά θα έπρεπε να κάτσουνε να βγάλουν κανα χαρτί πρώτα (όχι με τον ταχύρρυθμο τρόπο της Νατάσας, γιατί κινδυνεύεις να τα ξεχάσεις όλα εύκολα).
Ταυτόχρονα, και εδώ μπαίνουμε στο πνεύμα όσων παραθέτει ο ακίνδυνος, υπάρχει η αντίληψη ότι η πλεμπάγια, ο κοσμάκης, οι αμόρφωτοι δεν μπορούνε να έχουν άποψη για μια σειρά ζητημάτων που αφορούν την κοινωνική και πολιτική ζωή, τη ζωή τους.
Κατ’ αρχήν, να υπογραμμίσω μαζί με τον Τσόμσκυ (δεν έχω την παραπομπή, ρε παιδιά, συγγνώμη) ότι η εκπαίδευση τείνει να νεκρώνει τη δίψα μας για μάθηση προς όφελος της αναπαραγωγής ιδεολογίας. Παγκοσμίως. Με άλλα λόγια, όλες οι χοντρομαλακίες (που θα έλεγε κι ο J95) του κόσμου έχουνε διατυπωθεί από προϊόντα των πανεπιστημιακών συστημάτων, τα ίδια προϊόντα που πειθήνια και ανεύθυνα ή κυνικά υπηρετούν τυράννους, εκμεταλλευτές και καταπιεστές.
Προσέξτε! Αυτό δε συνεπάγεται και το αντίστροφο, δηλαδή ότι ντε και καλά ό,τι λένε τα προϊόντα των πανεπιστημιακών συστημάτων είναι παπαριές. Όχι! Ωστόσο, ρόλος της εκπαίδευσης, και δη της ανώτατης (δημόσιας και ιδιωτικής), όπου καταλήγουν δυσανάλογα πολλά μέλη των ελίτ, είναι και να αναπαράγει:
α. την κατά τόπους ιδεολογία,
β. επιπλέον, τον μηχανισμό παραγωγής ιδεολογίας,
γ. την αλαζονεία του ειδικού-επιστήμονα-μανδαρίνου.
Σχετικά με αυτή την αλαζονεία, οι πραγματικοί επιστήμονες (υποσύνολο όσων έχουν ασχοληθεί με την έρευνα), ξέρουν ότι η μέθη του ‘wir müssen wissen, wir werden wissen‘ πρέπει απαρέκκλιτα να συνοδεύεται από έντονη συναίσθηση των ορίων της επιστήμης και γενικότερα της γνώσης. Αυτή η συναίσθηση είναι απαραίτητο να ενυπάρχει ακόμα εντονότερη σε όσους καταπιάνονται με τις ‘περιγραφικές’ επιστήμες, αυτές δηλαδή που δεν μπορούν να κάνουνε προβλέψεις βάσει των θεωριών τους. Εν ολίγοις, όσοι ασχολούνται με επιστήμες που δεν προβλέπουν αλλά κατασκευάζουνε μοντέλα, όπως οι ανθρωπιστικές, οι πολιτικές και οι κοινωνικές, καλό είναι να είναι σεμνότεροι από τους φυσικούς επιστήμονες, λόγου χάρη, πολλώ μάλλον που κι αυτοί με τη σειρά τους έχουνε διαπράξει κολοσσιαία λάθη.
Αποτελεί λοιπόν μεγάλη ειρωνεία (ή αγώνας υπεραναπληρωτικός) το ότι πολλοί διανοούμενοι και (κατ’ όνομα) θεράποντες των περιγραφικών αυτών επιστημών φρονούν ότι γνώμες για ζητήματα κουλτούρας, κοινωνίας, πολιτικής και οικονομίας (όπου και η παροιμιώδης ταμπακιέρα) δεν μπορούν να προέρχονται από αμύητους. Μερικοί από αυτούς θεωρούν ότι, τελικά, τέτοια ζητήματα είναι εξίσου δύσκολο να συζητηθούν και να αναλυθούν από μη-ειδικούς με θέματα που αφορούν την ιστορία, την ψυχολογία, την ανατομία, τη φυσιολογία ή ακόμα και τις φυσικές επιστήμες.
Αυτό είναι σφάλμα. Στην πραγματικότητα, σε δημόσιες (δηλαδή μη τεχνικές) συζητήσεις για την κοινωνία, το περιβάλλον, την οικονομία, τη δημοκρατία, την ανάπτυξη και την πολιτική εν γένει, το βασικό πλεονέκτημα όσων έχουν καταρτιστεί στις περιγραφικές επιστήμες είναι η συστηματική πρόσβαση σε (πολύ) περισσότερα δεδομένα, όχι η εμπέδωση σύνθετων θεωρητικών συστημάτων. Απεναντίας, σε μια συζήτηση για τη σχιζοφρένεια, την ανάπτυξη του παιδιού, την πρωτεϊνοσύνθεση, την ηλιακή ακτινοβολία ή τους υπεραγωγούς, οι εκάστοτε ειδικοί / επιστήμονες μπορούν να εκφέρουν μια σαφώς πιο έγκυρη γνώμη από, λόγου χάρη, εμένα σε μια δημόσια κουβέντα
- και επειδή έχουνε πρόσβαση σε περισσότερες πληροφορίες αλλα
- κυρίως επειδή η θεωρία τούς επιτρέπει να έχουν βαθειά κατανόηση των ζητημάτων, πέρα από το επίπεδο της απλής περιγραφής. Για παράδειγμα, τρέχουσες θεωρίες για τη βιοχημεία του εγκεφάλου χοντρικά προβλέπουν ότι η φαρμακευτική αγωγή βοηθάει σε διαταραχές όπως η σχιζοφρένεια ή η κατάθλιψη αλλά όχι στην κοινή δυστυχία.
Τα παραπάνω όμως δεν ισχύουν σε μια συζήτηση για την αστυνόμευση, τις συντάξεις ή τις αμυντικές δαπάνες. Εκεί η θεωρία δε θα βοηθήσει να φωτιστεί το θέμα είτε διότι δεν υπάρχει θεωρία είτε διότι δεν μπορεί να κάνει προβλέψεις.
Τελικά, ο σκοπός της έκκλησης να αφήσουμε την οικονομία ή την εξωτερική πολιτική στους ‘ειδικούς’ και να κλείσουμε τα αυτιά μας στις φωνές των αδαών και των μαζών (άρα, χοντρικά, των φτωχών και μη προνομιούχων) είναι βεβαίως… Και εν κατακλείδι, είναι πάντοτε ενδιαφέρον το ερώτημα ποιος αφήνει τους πολλούς να παραμένουν αδαείς κι ανενημέρωτοι: συνήθως όσοι έχουνε αποστολή (επαγγελματική ή άλλη) να τους ‘διαφωτίσουν’.
Συμπλήρωμα του συμπληρώματος, 23.ΙΙΙ: Μεταφέρω αυτούσιο απόσπασμα από ένα σημαντικό σχόλιο του π2, το οποίο ξεκαθαρίζει και διορθώνει κάποια σημεία πιο πάνω (η χαρά του να μπλογκάρεις):
Τα ίδια τα δεδομένα από μόνα τους σπανίως λένε κάτι· χωρίς τεχνικές ανάγνωσης αυτών των δεδομένων, ερμηνείας τους, τοποθέτησής τους σ’ ένα συγκεκριμένο πλαίσιο, είναι πολύ εύκολο τα «γυμνά» δεδομένα να οδηγήσουν σε παρερμηνείες. Σε όλες τις επιστήμες η κύρια δουλειά των επιστημόνων δεν είναι τα δεδομένα, είναι η ερμηνεία τους και η άντληση ευρύτερων συμπερασμάτων που με τη σειρά τους βοηθούν στην ερμηνεία και άλλων δεδομένων.
Βεβαίως, κι ευχαριστώ πολύ για την επισήμανση: δεδομένα και γεγονότα χωρίς κάποια θεωρία δεν υπάρχουν. Φυσικά, θεωρία και παραδοχές δε συνεπάγονται ‘ιδεολογική μεροληψία’ — χρειάζονται προσοχή αυτά τα πράματα ρε γμτ…