Τόσο χάλια, πια;

ή «Προ πάντων ψυχραιμία.»

Γράφω εξ αφορμής πρόσφατων αγανακτισμένων σημειωμάτων του κρεϊζιμόνκυ (που απηχεί και παραθέτει Δήμου) καθώς και της Σοφίας Nervosa. Παραπονιούνται πως ζούμε στον Μεσαίωνα στην Ελλάδα, πως η Αναγέννηση και ο Διαφωτισμός αργούνε, πως μας κυβερνούν οι παπάδες (οι δεσποτάδες, μάλλον, μακάρι να μας κυβερνούσαν οι παπάδες — που λέει ο λόγος). Κατ’ επέκταση: η Ελλάδα είναι βαθύτατα συντηρητική (έως και οπισθοδρομική) κοινωνία, με ρατσιστικά αντανακλαστικά.

Δεν είμαι ιστορικός (ο Rakasha τα παίζει αυτά στα δάχτυλα: όταν μιλήσει ούτος εκείνος, όλα θα ξεκαθαρίσουνε), όμως έχω κάποιες παρατηρήσεις (ένα σχόλιο που έκανα στο πάντα ενδιαφέρον Don’t Kiss the Frog σε διευρυμένη μορφή):

1. Μεσαίωνας: ο Μεσαίωνας ήτανε μια χαρά εποχή, από πολλές απόψεις. Ωστόσο, για να μην παριστάνω τον εξωγήινο, μπαίνω στην ουσία. Κατ’ αρχήν, να επισημάνω πως χώρες όπως η Ισπανία και η Πορτογαλία, αλλά και κομμάτια της Ιταλίας, της Μεσευρώπης και αλλού, μοιάζουνε σαν να πέρασαν από τον Μεσαίωνα στο μπαρόκ κατευθείαν. Τις καθιστά αυτό πιο πεφωτισμένες από την Ελλάδα; Πρέπει να αφήσουμε τα γενικευτικά σχήματα και να κοιτάξουμε και την πρόσφατη ιστορία: η Φινλανδία γνώρισε Αναγέννηση και Διαφωτισμό; Μάλλον όχι με τη μορφή που τον γνώρισε η Γαλλία. Είναι η Φινλανδία οπισθοδρομική; Ε, όχι.

2. Παπάδες: η ύπαρξη επίσημης θρησκείας δεν είναι αφ’ εαυτής σημάδι σκοταδισμού και γνόφου αγνοίας (αν και εμένα δε μ’ αρέσει, άσχετο): Δανία, Ισλανδία και Νορβηγία έχουν επίσημη θρησκεία τον Ευαγγελικό Λουθηρανισμό. Μάλιστα, όσοι Δανοί πολίτες δηλώνουν Λουθηρανοί, πληρώνουν έξτρα ειδικό φόρο προς συντήρηση της Ευαγγελικής Εκκλησίας (ωστόσο, ελάχιστοι δηλώνουν άθεοι ή «άλλο», ακόμη και εάν όντως άθεοι ή «άλλο», για το φιλότιμο!). Η Ισπανία, η Ιρλανδία, η Πορτογαλία, η Ιταλία και το κρατίδιο της Βαυαρίας δεν έχουν επίσημη θρησκεία: εκεί ωστόσο η επιρροή της επίσημης Εκκλησίας στην πολιτική και κοινωνική ζωή είναι ισχυρότατη και, εν πολλοίς, αποπνικτική. Ανεκδοτολογικότερα: δεν έχω συναντήσει πολλές ελληνίδες ευνουχισμένες από μονογαμικά κηρύγματα θρησκευτικού χαρακτήρα, ισπανίδες και ιταλίδες πάμπολλες. Τέλος, κανείς δεσπότης δεν τόλμησε (κι ούτε πια πρόκειται να το τολμήσει, ευτυχώς!) να παροτρύνει ανοιχτά το ποίμνιο να ψηφίσει τον τάδε ή τον δείνα εάν θέλει να πράξει το «χριστιανικό καθήκον» του, όπως είθισται στην Ισπανία, στην Ιρλανδία και την Ιταλία ή και (πρόσφατα) στη Βρετανία.

3. Συντηρητισμός-ξενοφοβία: από πού να αρχίσει κανείς. Από όσα είπα παραπάνω για τις ιταλίδες και τις ισπανίδες; Από τους Αυστριακούς, βαθύτατα συντηρητικούς και ξενόφοβους; Από τους Ισλανδούς και τους Δανούς, σχεδόν εξίσου συντηρητικούς και ξενόφοβους, αν και πιο διακριτικούς; Από τους Τσιγγανοφάγους Τσέχους, Σλοβάκους και άλλους; (εκεί πάντως έφτασαν όλα τα σωστά προϊόντα: Αναγέννηση, Τριακονταετής Πόλεμος, μπαρόκ, Διαφωτισμός, κομμουνισμός…). Να αρχίσω λοιπόν από τους Ελβετούς, που με πρόσφατο δημοψήφισμα αρνήθηκαν ακόμα μια φορά την ελβετική υπηκοότητα σε παιδιά μεταναστών.

Τι φταίει στην Ελλάδα; Γιατί η Ελλάδα είναι όντως χάλια. Νομίζω πως φταίει (πέρα από τη ζοφερά αιμοδιψή μας ιστορία κατά τον 20ο αιώνα) η έλλειψη counter culture (ελληνιστί;). Κάποτε αυτόν τον ρόλο τον έπαιζε η αριστερά. Η αριστερά όμως πια έχει παραδοθεί αμαχητί στον αντιευρωπαϊσμό-πατριωτισμό, στο αξιακό-ιδεολογικό σύστημα Ζουράρι-Γιανναρά-Μίκη καθώς και κάτι λάβρους αντισιωνιστές. Εδώ δεν επεκτείνομαι: βλέπε το Ιστολόγιο, το Περιγλώσσιο, τον anti-Frog, ένα δικό μου πρόσφατο — και άλλους πολλούς.

Και τώρα περιμένουμε να μιλήσει και ο Rakasha.

Ω θεοί!

Καλοκαίρι 2003. Λεωφορείο από Κάθισμα προς Λευκάδα. Πήχτρα, δρόμοι στενοί, με στροφές και παρκαρισμένα αυτοκίνητα στα πιο απίθανα σημεία, Ιταλοί μάλλον 😉

Στον Άγιο Νικήτα μπαίνει μια παρέα. Ένας απ’ αυτούς φοράει μαύρα γυαλιά και την πετσέτα του σαν χιτώνα. Προχωρούνε μέσα στην πολυκοσμία, κατά μήκος του διαδρόμου του λεωφορείου. Ξεκινάμε και στο πρώτο, αναπόφευκτο, φρενάρισμα, ο ‘αρχαίος’ σηκώνει το χέρι. Με επιτονισμό Χάρυ Κλυν και εκφορά Παξινού-Κλυταιμνήστρα ανακράζει:

Ω θεοί!

Απίστευτο γέλιο μέσα στο λεωφορείο, οι ξένοι κοιτάνε σαστισμένοι. Η ατάκα επαναλαμβάνεται σε κάθε στροφή, φρενάρισμα, είσοδο κι άλλων υπεράριθμων επιβατών. Φτάνουμε στη Λευκάδα ξέπνοοι.

Roma locuta, causa finita

Στον Thomas, εξ αφορμής του ‘My Vocation‘.

Θυμήθηκα σήμερα το βίντεο κλιπ του «Why does my heart» του Moby. Πιο συγκεκριμένα, θυμήθηκα να το βλέπω πρωί στo μικρό χαζοκούτι που είχαμε στη γκαρσονιέρα (κι έχουμε ακόμη), ένα βίντεο κλιπ όπου ο little idiot (βλέπε κάτωθι) προσπαθεί να ανέβει στα αστέρια.

little idiot

Θυμάμαι την αναίτια πίκρα που αυτός ο ‘βλαμμένος’ τυπάκος με τα δυσανάλογα μεγάλα όνειρα (και μάτια) με έκανε να αισθάνομαι πρωί-πρωί, άνεργο και χωρίς μέλλον πίσω από το πέτασμα που, κατά τον Όμηρο, το κρύβει από τα μάτια μας.

Παίχτε μπάλα ρεεεεε

Δεν αναφέρομαι στο επικείμενο ματς με την Αλβανία. Η ελληνική ψυχή θα επικρατήσει και πάλι, όπως και άλλοτε. Γιατί, ως γνωστόν, μόνον οι Έλληνες έχουν ψυχή. Οι κουτόφραγκοι την ξεπούλησαν στο λατινικό ράτσιο (τόσο διαφορετικό από τον λόγο τον ελληνικό), οι Ασιάτες έχουνε περίσσευμα ψυχής και το εκτονώνουν σε αδελφοκτόνους πολέμους και βαρβαρικά έθιμα. Τα έχει πει αυτά κι ο Αριστοτέλης. Και οι Αλβανοί; Αυτοί είναι οι μπάσταρδοι αδερφοί μας, στην καλύτερη περίπτωση. Στη χειρότερη; Μπάσταρδοι απλώς. Δέστε πόσο κομφορμιστική είναι η εθνικοφροσύνη: σε κρίνει από το αν η μανούλα σου ήτανε παντρεμένη με τον μπαμπά σου. Η μητέρα η δικιά μας, που βγάζει μαυροτσούκαλα τουρκόσπορα και γασμούλα ξανθογάλανα, καθώς και όλα τα ενδιάμεσα σχέδια και χρώματα, τον είχε τελικά στεφανωθεί τον συγχωρεμένο;

Όχι λοιπόν, θα σας πω για μια είδηση που μισοάκουσα τρώγοντας σουβλάκια: ό,τι δεν έπιασα να το συμπληρώσετε, σας παρακαλώ, να μην παραπληροφορούμε. Η ομάδα της Βουλής των Ελλήνων δεν έπαιξε σε ματς με την Τουρκία γιατί αυτοί οι διάολες (που λένε και τα Ημισκούμπρια) κάλεσαν την ομάδα των «Σκοπίων» ως Μακεδονία. Οι βουλευτές μας επισήμαναν ότι κάτι τέτοια οδηγούνε τα Σκόπια σε απομόνωση. Ναι.

Λοιπόν, έχουμε και λέμε.

Τι θα είχε γίνει στην Ελλάδα αν κάποιοι γείτονες μας αποκαλούσαν Αθήνα (με το ιστορικό επιχείρημα πως οι Αρχαίοι Έλληνες είναι όλοι νεκροί); Αλλά εμείς έχουμε τα λεφτά (όχι αυτοί), εμείς είμαστε στην ΕΕ (ας ανήκανε κι αυτοί στη Δύση, τιτοϊκοί βρομορεβιζιονιστές), και θα λέμε τη Δημοκρατία της Μακεδονίας και Σκόπια και Τέτοβο και Μοναστήρι και Βαρδαρία, και όπως γουστάρουμε — κι άσε τον υπόλοιπο κόσμο στην πλάνη του.

Έτσι, επειδή γουστάρουμε λέγαμε τους Αλβανούς του Κοσσυφοπεδίου ‘Αλβανόφωνους’ (μάλλον μην τυχόν και πικαριστούν οι Σέρβοι αδερφοί και πάνε να ξεπλύνουνε τα ντόλαρς σε άλλη βρύση), κι επειδή γουστάρουμε ονομάζουμε όσους Τούρκους της Θράκης Μουσουλμάνους. (Αλήθεια, η Συνθήκη της Λωζάννης πώς αποκαλεί τους συμπατριώτες μου στην Πόλη; Να ξέρω, αφού εμείς με τη Συνθήκη της Λωζάννης συμπλέουμε.) Δε λες πάλι καλά που δεν έχουμε γνώμη για το πώς πρέπει οι Μολδαβοί (πόρνες και ξεβράκωτοι εξ ορισμού σχεδόν) να αποκαλούνε τη χώρα τους; Κι ευτυχώς το Λουξεμβούργο είναι πιο φραγκωμένο από εμάς, μπορεί να κάναμε λόμπυ με το Vlaams Blok για να τους την πέσουμε… Πάντως, εν κατακλείδι, ωραίο αλλά και εύκολο είναι να δικαιώνεις την ιστορία σου εις βάρος των φτωχών.

Άντε, Ελλάς ολέ ολέεεεεε.

[Ενθύμια]

«[…]
Ξύπνησα γύρω στις εννιά, µάλλον αναδύθηκα µέσα από έναν βαρύ ύπνο. Πάλι έχασα το πρωινό και µπήκα έτσι κι αλλιώς για µπάνιο. Στο µυαλό µου επικρατούσε νηνεµία, µια ήρεµη ακίνητη θάλασσα βαρειά ακόµα από το αλάτι του ύπνου. Ντύθηκα, πήρα µαζί και τον χαρτοφύλακά που µού έκανε δώρο ο µπαµπάς αφού θυµήθηκα να βάλω µέσα και το δοκίµιο της διπλωµατικής. Βγήκα στον δρόµο, σήµερα αντί για πνιγηρή ζέστη είχε έναν ανοιξιάτικα έκπαγλο ουρανό µε ελαφρύ αεράκι, γι’ αυτό ο κόσµος κυκλοφορούσε µε κοντοµάνικα και καλτσωµένα σαντάλια (ηµερολογιακά είναι ακόµη καλοκαίρι και δεν έχει χιονιά), η αλήθεια είναι πως ούτε εγώ θα µπορούσα να πω πως ο καιρός ήτανε δυσάρεστος. Τα φύλλα των δέντρων (που δεν έχει ποτέ αρκετή ζέστη ώστε να τσιτσιριστούν και να σβήσουν νεκρά) θρόιζαν και σηκώνοντας το βλέµµα είδα τη σηµαία του Βατικανού τεράστια να κυµατίζει έξω από την καθολική εστία. Τα παραταγµένα δέντρα σηµατοδοτούσαν την πορεία προς τον τρούλλο του Κολλεγίου, leafy Bloomsbury, όπως µάς το διαφήµιζε ο οδηγός…

Η κεντρική βιβλιοθήκη βρίσκεται ακριβώς κάτω απ’ αυτόν τον τρούλλο. Έδειξα την κάρτα µου στον αγουροξυπνηµένο κι ήδη πηγµένο φύλακα κι ανέβηκα τα σκαλιά. Ακριβώς κάτω από τον τρούλλο, ένα γλυπτό όπου κάποιο τεκνό λογχίζει και ποδοπατάει κάποιον γέροντα, κλασσικά γυµνοί κι οι δύο. ‘Ο Αρχάγγελος Μιχαήλ καταβάλλει τον Εωσφόρο’. Δεν ήξερα πως είχανε τόση διαφορά ηλικίας αυτοί οι δύο, κανονικά δεν θα έπρεπε… Ωραίο γλυπτό πάντως, έτσι ακαδηµαϊκό. Έφερα γύρω του δυο-τρεις βόλτες. Ο τελευταίος ρόγχος του µιχαηλαγγελικού ιδεώδους, να σαρκώσουµε την πνευµατική ρώµη µέσα από το σωµατικό σφρίγος, να πλάσουµε οµορφιά ώστε να παραστήσουµε αρετή. Ένας ρόγχος παγωµένος και κρυσταλλιασµένος κάτω από τον κολλεγιακό τρούλλο, για τους εκλεκτούς.

flaxman

Μπήκα µέσα στην αίθουσα της βιβλιοθήκης, ξυλεπένδυση, ρολόι, ωραία ψηλά παράθυρα. Αφού βρήκα κάτι εισαγωγικά βιβλία και κάποια έργα αναφοράς που έψαχνα, τα κουβάλησα γύρω γύρω στους διαδρόµους µέχρι που βρήκα θέση. Η αίθουσα µύριζε κάτι ακαθόριστο, ίσως αυτή είναι η µυρωδιά της πολυκαιρίας, που λέει κι ο Ιούλιος Βερν. Ακούµπησα κάποια µικρότερου σχήµατος βιβλία πάνω στο αναλόγιο µπροστά µου κι άρχισα τις αναγνωριστικές αναγνώσεις.

Νύσταζα τώρα αρκετά και ήµουνα και χωρίς καφέ. Είχα κουβαλήσει από τα ράφια και µια σειρά τεσσάρων τόµων µε διάσηµες κατόψεις και τοµές, ‘Architectural Wonders’ λεγόταν, ώστε κάποια στιγµή να κάνω διάλειµµα ξεφυλλίζοντάς τους. Δυστυχώς η ώρα ήτανε δώδεκα και έντεκα ακόµα, πολύ νωρίς για διάλειµµα, όµως είχα βαρεθεί τα θεωρητικά κείµενα και τις συζητήσεις της ανοικειωτικής λειτουργίας του µεταµοντέρνου κτίσµατος όπως εντάσσεται και δεν εντάσσεται µέσα στην µοντερνιστική πόλη. Έτσι αποφάσισα να πάρω µια προκαταβολή από το ‘Architectural Wonders’. Έσπρωξα λοιπόν προς τις άκρες της περιοχής µου όσα περισσότερα ‘χρήσιµα’ βιβλία µπορούσα, τακτοποιώντας πεντ’ έξι σε µια παγόδα στα δεξιά µου και µπουκώνοντας τα υπόλοιπα πάνω στο αναλόγιο µπροστά µου. Άνοιξα λοιπόν έναν από τους τόµους του διαλείµµατος και άνοιξε στον Άγιο Πέτρο. Θυµήθηκα την εκδροµή στη Ρώµη που είχαµε πάει µε τη Σχολή από τη Θεσσαλονίκη, το πρωινό που βγήκαµε από το ξενοδοχείο.

Περιπλανηθήκαµε χωρίς να ξέρουµε ιταλικά, περπατήσαµε χωρίς χάρτη, χαθήκαµε αφού κανείς δεν ήξερε αγγλικά και τελικά βγήκαµε στον Τίβερη, περάσαµε µια γέφυρα και περπατούσαµε κατά µήκος της όχθης, του ‘Lungotevere’. Περάσαµε µπροστά από ένα τερατώδες πέτρινο ψευδοκλασσικιστικό µπάχαλο, το Palazzo di Giustizia ήταν, και αφού γλιτώσαµε από ζουρλαµένα αυτοκίνητα που ερχόντουσαν από παντού, στο βάθος αντικρίσαµε τον τρούλλο του Αγίου Πέτρου να υψώνεται κάτω από τα σύννεφα, µέσα σε µια ελαφριά καταχνιά, κάτω από έναν λόφο µε γλυπτά δέντρα αλλά σαν να ήτανε στην κορυφή της πόλης και περιβεβληµένος τον θόρυβο της πόλης. Η πόλη µύριζε, µύριζε όπως µυρίζουν εκ των υστέρων όλες οι ευτυχισµένες αναµνήσεις, στατικές και εξιδανικευµένες, κι ας έζεχνε σαπίλα το ποτάµι.

Σταθήκαµε ολόκληρο το γκρουπ, φοιτητές µε µάρσιπους και σακκίδια και παπούτσια αθλητικά µε φθαρµένες µύτες, έλληνες επαρχιώτες, Σαλονικιοί κι επαρχιώτες, να ατενίζουµε έκθαµβοι µε τα µάτια µισόκλειστα από τον ήλιο πίσω από τα σύννεφα το ποτάµι και τις γέφυρές του και την πόλη γύρω από τον τρούλλο, ασθµαίνοντας από το µεγαλείο. Αριστερά µια γέφυρα µε µπαρόκ αγάλµατα στα παραπέτα της, άγγελοι και άγιοι αγκυλωµένοι στον χρόνο. […] Ο κόσµος έστεκε ακίνητος, αφού δεν χρειαζότανε να πάει πουθενά.

Η Ρώµη έµοιαζε εκείνη την αποκρυσταλλωµένη στιγµή λοιπόν ο τόπος αιωνίων διακοπών, µεγαλείο και έκσταση, θαύµασµα και φως γλυκερό αλλά δελεαστικό. Μας περίµεναν κατόπιν πάµπολλες τουρτόσχηµες εκκλησίες και στενοί βρόµικοι δρόµοι και η σκόνη της πόλης και όλη η µαγεία τους για την οποία µάς προετοίµαζε διακριτικά το εκπαιδευτικό σύστηµα και τα διαβάσµατά µας. Δεν ήµασταν οι τουρίστες της φοιτητικής εκδροµής, παρά ταξιδευτές και οδοιπόροι, περιηγητές µε παρελθόν και αναρίθµητες παραστάσεις, µαγεµένοι από τον Άγιο Πέτρο πάνω από τον Τίβερη και τις γέφυρες όχι γιατί είχαµε δει τη Σαλονίκη και τη Λάρισα και τις Σέρρες και την Κοµοτηνή (εγώ), παρά γιατί γι’ αυτό η Ρώµη υπάρχει και χτιζόταν και υπέστη το 1527 και τους άπλυτους επιδροµείς, ερηµώσεις και µεγάλα σχέδια, άναρχη δόµηση και προγραµµατική πολεδόµηση – για να γοητεύει τους πολυταξιδεµένους και τους κοσµογυρισµένους […]»

Αναγνωστικά Ανάλεκτα

Η φυγή της Σώτης Τριανταφύλλου. Καλά κάνει και γράφει πολλά, τα έχουμε ανάγκη. Ίσως η καλύτερη ελληνίδα πεζογράφος (συμπεριλαμβάνοντας φυσικά και τους άντρες πεζογράφους). Μελό το αφήγημα; Αν είναι έτσι τα μελό, δωσε κι εμένα μπάρμπα.

Ελληνική αϋπνία του Μισέλ Φάις. Ο Φάις γράφει καλά (σώωωπα), αν και υπερβολικά πυκνά ενίοτε και με τρόπο στριφνά υπαινικτικό. Μ’ αρέσει το ξεφλούδισμα που κάνει στον Βιζυηνό, κι ας κακολογεί τον μεγάλο Ροΐδη. Δύο από τις ανθολογημένες λέξεις του Βιζυηνού που μας προσφέρει: ζώπηρον, νέρτερος.

Ο Σολωμός του Αλεξίου. Σολωμός: ανεκδιήγητος (και με τις δύο έννοιες) κι ανεξάντλητος. Διαβάστε φωναχτά:

Αλλ’ ήλιος αλλ’ αόρατος αιθέρας κοσµοφόρος
από το µαύρο σύγνεφο κι από τη µαύρη πίσσα
ο στύλος φανερώνεται…
…µ’ απάνου τη σηµαία

Τι να γράψουν μετά κι οι Έλληνες σουρρεαλιστές; Άσε δε ο Ελύτης.