
Οργίζομαι κι αγανακτώ κάθε φορά που προβάλλεται σε επανάληψη το βολικό κι αθάνατο ψέμα για το πόσο αγνό και άσπιλο είναι το ελληνικό παρελθόν μας, πόσο όμορφες ήταν των Ελλήνων οι κοινότητες και πόσο ευθείς και γνήσιοι οι άνθρωποι, μακριά από την πολυπλοκότητα των πόλεων και πριν τις επιπλοκές της νεωτερικότητας. Απελπίζομαι όταν νέοι άνθρωποι αναμασούν αβελτηρίες ότι τάχα παλιά ο κόσμος είχε πλούσια αισθήματα, ενώ η εποχή μας δεν νιώθει. Γελάω πικρά με τον άκρατο θαυμασμό για τον «παλιό ελληνικό κινηματογράφο», δηλαδή την αποθέωση της μανιέρας και την πιστή αναπαραγωγή κάθε λογής παραβιαστικής και κακοποιητικής μικροψυχιάς που έχει φυτρώσει σε αυτόν τον τόπο.
Δεν θα υποκριθώ, όπως δεν υποκρίθηκα ποτέ, ότι αυτά που θα πω είναι αποκλειστικότητες του ελληνικού παρελθόντος, δεν παύει όμως αυτό το παρελθόν να με αφορά και όχι τόσο πολύ τι αντίστοιχο γινόταν ή τι γίνεται αλλού.
Η εικόνα που έχουμε για το παρελθόν μας χρωματίζεται, ή μάλλον μπογιατίζεται άτσαλα με μπαντανόβουρτσα, από την άγνοια, από τη νοσταλγία και από την επιλεκτική ανάγνωση των πηγών και των όποιων μαρτυριών. Διατηρούμε την πίστη μας σε ένα αόριστο παρελθόν, ένα παρελθόν ένδοξο ή τουλάχιστον τίμιο απέναντι σε ένα παρόν που θέλουμε να θεωρούμε κίβδηλο και ψεύτικο: όπως κίβδηλο και ψεύτικο ήταν το παρόν της σημιτικής Ελλάδας, για όσους το ζούσαν τότε· όπως κίβδηλο και ψεύτικο ήταν το παρόν του ΠΑΣΟΚ, για όσους το ζούσαν τότε· όπως κίβδηλο και ψεύτικο ήταν το παρόν της Μεταπολίτευσης, για όσους το ζούσαν τότε· όπως κίβδηλο και ψεύτικο ήταν το παρόν της Χούντας, για όσους το ζούσαν τότε· όπως κίβδηλο και ψεύτικο ήταν το παρόν της μετεμφυλιακής Ελλάδας, για όσους το ζούσαν τότε ― και πάει λέγοντας.
Μου κάνει αλγεινή, πολύ αλγεινή, εντύπωση ότι άνθρωποι που δεν είναι πλήρως αποσυνδεδεμένοι από την ελληνική επαρχία την εξιδανικεύουν τόσο παραμορφωτικά. Με τρελαίνει να μιλάνε για τους απλούς αγνούς ανθρώπους μικρών κοινωνιών όπου το «κρύψε να περάσουμε» είναι αναγκαίος κι αναπόφευκτος κανόνας ζωής. Απορώ που ελάχιστοι δείχνουν να διακρίνουν ότι τα τραχιά αγροτοποιμενικά ήθη υπαγόρευαν αλληλεγγύη, μπρατιμιές, καλοσύνες και τις όποιες αβροφροσύνες με όλους εκτός από τους σαπέρα, τους ξενομερίτες, τους ζαβούς, τους ξενομπάτες, τους κουρλούς και ζουρλούς και κάθε λογής τρελούς, τις πουτάνες και ζωντοχήρες, τους Οβριούς, τους Γύφτους κτλ. κτλ. κτλ. Δεν καταλαβαίνω πώς απλώς παραγνωρίζεται τόση συσσωρευμένη μνήμη που αφορά τη μικρή καθημερινή βαρβαρότητα του ελληνικού παρελθόντος και όσων λειψάνων του επιζούν στην ελληνική επαρχία και στην ελληνική πόλη.
Είναι λίγο της μόδας να θυμάται κανείς είτε την αγραμματοσύνη και τη μισαλλοδοξία είτε τον γενικότερο μισανθρωπικό σνομπισμό: της Δεξιάς των χωροφυλάκων και των δημογερόντων από τη μια και της όποιας αστικής τάξης επικάθησε ποτέ σε αυτόν τον τόπο από την άλλη. Όλα αυτά δεκτά. Από την άλλη, όπως έλεγε και ο Πάνος Θεοδωρίδης πριν χρόνια, δεσποτικός πάτερ φαμίλιας ήταν και ο δεξιός, δεσποτικός πάτερ φαμίλιας και ο ΕΑΜ, ΕΔΑ, ΠΑΣΟΚ. Πέτρες πέταγαν στο σπίτι του τρελού του χωριού (συνήθως κάποιου δύστυχου με βαρειά ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή ή ελαφρώς αυτιστικότερου από τους συγχωριανούς του) και οι βασιλικοί και οι δημοκράτες ή συνοδοιπόροι. Δεν παραγνωρίζω την όποια εκπολιτιστική επίδραση του ΚΚΕ στην ελληνική επαρχία, αλλά καλό είναι να θυμόμαστε τα όρια της επίδρασης αυτής.
Δεν καταλαβαίνω πώς θέλουμε να λησμονούμε ένα παρελθόν τίγκα στους αποκλεισμούς, στους φιλήδονους παιδεραστές, ρασοφόρους ή μη, στις παρθενορραφές και στα νυφοπάζαρα, στην υποκρισία και στα έκθετα βρέφη, στους παιδονόμους, στους ακτήμονες, στις συντριπτικές δεσποτικές σχέσεις μέσα στην οικογένεια, στις ψυχοκόρες και στα δουλάκια που κατέληγαν να κάθονται στον κύριο, στα «μας ρεζίλεψες», στα ξεφωνήματα και στις «στέρφες», στις «γεροντοκόρες» και στις «φαρμακομούνες» ― ενώ συνεχίζουμε να αναπλάθουμε ή να επινοούμε φαντασιακές εκδηλώσεις κοινοτισμού κι αλληλεγγύης όπως «χορούς κυκλωτικούς κι άλλους τόσο ελεύθερους σαν ποταμούς» ή να τσακώνουμε την εικόνα ότι κάθε λογής πανηγύρια αποτελούσαν κάποιου είδους συμπεριληπτικό δείπνο στο τέλος των Αστερίξ.
Να το θέσω απλά: το λάδι του χωριού ήταν γεμάτο μούργα κι ένας θεός ξέρει τι άλλο, μία στις πέντε φορές έβγαινε μάπα και μπορεί να αρρώσταινες. Το λάδι που τρώμε σήμερα, με τις προδιαγραφές του και την αυστηρότερα επιτηρούμενη παραγωγή και συσκευασία είναι πάντοτε ασφαλές να το ταΐσεις στο παιδί σου. Απλώς δεν είναι τόσο νόστιμο όσο εκείνο το ύποπτο πράμα που η στέρηση καθιστούσε λαχταριστό.
Κι εδώ βρίσκεται η έννοια-κλειδί: πολλή από τη νοσταλγία για το υπέροχο εκείνο παρελθόν αρωματίζεται από την ανάμνηση της κάθε λογής ανελέητης στέρησης εκείνων των εποχών. Στη νοσταλγία κάποιων παλιότερων γενεών συνεπικουρούν η άγνοια και η στρεβλή ανάγνωση των πηγών. Περιμένω καρτερικά κι εγώ την εποχή που θα πουλάω τρέλα και νοσταλγία για το πόσο υπέροχα ήταν τα νάιντιζ, ή και όχι.