Τρεις ερωτήσεις

Ο αγώνας για κοινωνική δικαιοσύνη και η προοπτική μιας αταξικής κοινωνίας είναι αφέλεια. Η πίστη στις αγορές, στον οικονομισμό, στην αναπτυξιακή μεγαλοψυχία των πλουσίων είναι ρεαλισμός;
Οι νεοφιλελεύθεροι θέλουν να μας πείσουν ότι ο κατακρημνισμός της απολυταρχίας, η κατάργηση της δουλοκτησίας και δουλοπαροικίας, τα ανθρώπινα δικαιώματα και η μερική διάβρωση της πατριαρχίας είναι ό,τι καλύτερο μπορούσαμε να πετύχουμε; Ότι μέχρι εδώ πάει το αίτημα για ελευθερία κι όχι πιο πέρα; Θεωρούν ότι ο καπιταλισμός και οι ατελείς δημοκρατίες μας είναι ο κολοφώνας της ανθρώπινης προόδου;
Θέλω να μάθω ποια είναι τα αιτήματα των «Παραιτηθείτε» μενουμευρωπαϊστών. Με σαφήνεια και ακρίβεια. Εκτός και αν προτίθενται να ξεκινήσουν από το Σύνταγμα μια εξέγερση γνήσιας ταξικής οργής, α λα παρισινά μπανλιέ το 2005 ή α λα Δεκέμβρης του 2008, οπότε εντάξει.

Atque in Ecclesia nulla salus

OLYMPUS DIGITAL CAMERA
Δύο μυθιστορήματα επιστημονικής φαντασίας που θα έπρεπε να έχουνε κάνει πολύ ντόρο είναι τα (αμετάφραστα στα ελληνικά) A canticle for Leibowitz (1960) του Walter M. Miller Jr. και The Sparrow (1996) της Mary Doria Russell. Για το πρώτο έχω γράψει εδώ τρεις αράδες. Πρόκειται για αμφίθυμο και πολύ πονηρό βιβλίο, βαθιά καθολικό μα βαθύτερα απαισιόδοξο: αφηγείται μια ανοικονόμητη σάγκα για την Καθολική Εκκλησία και το μέλλον του κράτους μετά τον πυρηνικό πόλεμο, με σκηνές που σου μένουν — και δεν το λέω με την καλή έννοια, εννοώ που σε στοιχειώνουν: ποτέ πια δεν θα μου ξαναφανεί αθώα πόρτα που ανοίγει προς τα έξω. Η σύλληψη της Ιστορίας στο βιβλίο είναι αντιχριστιανική αλλά εντελώς καθολική (αφήνω τον αναγνώστη να ανακαλύψει πώς είναι αυτό εφικτό), ενώ ο γενικότερος προβληματισμός πάνω στην Ιστορία και στην ανθρώπινη φύση είναι επιπέδου Σολάρις (και του βιβλίου του Σ. Λεμ και της ταινίας) αλλά και του «Αναρχικού των δύο κόσμων» (The Dispossessed) της Ούρσουλα Λε Γκεν. Το Sparrow είναι πολύ διαφορετικό βιβλίο. Δοσμένο σαν περιπέτεια και χρονικό ανακάλυψης, είναι μια απαισιόδοξη εκδοχή του Contact του Σέιγκαν. Η υπόθεση πάει ως εξής: εντοπίζουμε εξωγήινους μέσα από ραδιοφωνικές εκπομπές τους, τραγουδούν μαγευτικά, οι ηγέτες και οι διεθνείς οργανισμοί δεν ξέρουν τι να κάνουνε· οπότε η Καθολική Εκκλησία επωφελείται από την αδράνεια και στέλνει στη ζούλα δική της αποστολή στον πλανήτη των ασμάτων με επικεφαλής ένα Ιησουίτη γλωσσολόγο. Ακολουθεί ένα πολύ ενήλικο βιβλίο, ώριμο και πικρό, που μπορεί να διαβαστεί και ως μια ελεγεία για το πόσο μικρός κι άσπλαχνος είναι ο Θεός μας μέσα σε ένα τόσο αχανές και, τελικά, υπερβατικό σύμπαν: Matthew ten, verse twenty-nine: «Not one sparrow can fall to the ground without your Father knowing it.»
But the sparrow still falls. Γραμμένο με τον τρόπο των περιπετειών και των ευπώλητων page turner, περνάει το βαρύθυμο μήνυμά του υπαινικτικά. Παράλληλα σε βάζει στη διαδικασία να αναλογιστείς πόσο στενοί (αλλά και απελευθερωτικοί) είναι οι περιορισμοί της ανθρώπινης φύσης. Υπάρχει και κριτική στην εξουσία, που γίνεται αντιληπτή σαν φεουδαρχία, κριτική που δεν γίνεται ανοιχτά παρά μέσα από την αποτύπωση των συνεπειών της, ιδίως στον πλανήτη των τραγουδιστών. Ανεξάρτητα από τις πεποιθήσεις των συγγραφέων τους, το μήνυμα και των δύο βιβλίων οδηγεί στην παράφραση γνωστού τσιτάτου που έβαλα με τα κολλυβολατινικά μου για τίτλο: ούτε μέσα στην Εκκλησία υπάρχει σωτηρία.

Δέκα θεϊκοί τίτλοι βιβλίων

Cheri Samba -- Amour et pasteque.jpg
Cheri Samba — Amour et pasteque

Ιδέα που λάνσαρε ο Theodoros Rakopoulos στο Facebook. Χωρίς σειρά, αυθόρμητα κι από μνήμης και σίγουρα όχι τοπ τεν.
Η λέξη για τον κόσμο είναι «δάσος» – Ούρσουλα λε Γκεν
Δεν νομίζω ότι χρειάζεται να δικαιολογήσω το γιατί.
Γκιακ – Δ. Παπαμάρκος
Because Arvanitika. Γιατί ακούγεται σαν απόχρεμψη, αλλά σημαίνει αίμα. Γιατί φέρνει σε μια διάθεση Στήβεν Κινγκ α λα βαλκανικά λίγο έξω από τα Καμένα Βούρλα.
Ολόγυμνη με ψυχικές χειροπέδες – Βενετία Πιτσιλαδή-Σούαρτ
Σε έναν κόσμο που έχει πουλήσει την ψυχή του στο παστίς, την παρωδία, την κειμενική παρενδυσία, την ειρωνεία τριών επιπέδων και το τρολάρισμα, θέλει αρετή και τόλμη να εκποιητίσεις το «ο γυμνός με τα χέρια στις τσέπες»: τόσο γυμνή που και οι χειροπέδες της ψυχικές είναι.
Αργώ – Γ. Θεοτοκάς
Μεροληπτώ: για μένα ό,τι ονομάζεται «Αργώ» είναι θεϊκό. Όπως το ταξίδι και η περιπλάνηση και οι χαμένες γενιές που πάνε μέχρι την Κολχίδα, πετυχαίνουν και μετά ηττώνται και σκορπούν.
Θα υπογράφω Λουί Ρέα Γαλανάκη
Ποιος μιλάει; Πώς λέγεται; Γιατί «Λουί»;
Στου γλυτωμού το χάζι – Θεόδωρος Ντόρρος
Όποιος μπορεί να σκαρφιστεί τέτοιον τίτλο, να μου στείλει ίνμποξ, να γίνουμε φίλοι, να διαβάζουμε Εμπειρίκο και Εγγονόπουλο και τις άλλες γραφές και να πίνουμε τζιν με πάγο. Δεσμεύομαι.
Θα βρείτε τα οστά μου υπό βροχήν – Θανάσης Βαλτινός
Γιατί μας αρέσει να μας μιλάν οι πεθαμένοι. Στο «Με λένε Κόκκινο» του Παμούκ, αρχίζουν να μιλάνε από το πρώτο κεφάλαιο. Εδώ ήδη από τον τίτλο.
Οι Πανθέοι – Τάσος Αθανασιάδης
Γιατί τα «Δυναστεία» είναι για τους άτολμους. Γιατί λαλούντα ονόματα έχει κι ο Όμηρος και γιατί ο Νίκος Φώσκολος δεν ήταν ούτε ο πρώτος, ούτε μεμονωμένο φαινόμενο. Γιατί ο στόμφος είναι η μόνη στέρεη πεζογραφική μας συνισταμένη και άμα λάχει ξεκινάμε κι από τον τίτλο.
Το αμάρτημα της μητρός μου – Γ. Βιζυηνός
Γιατί νομίζεις ότι ξέρεις ποιο είναι το αμάρτημα, γιατί διαβάζεις αυτό το θαύμα έξι κι εφτά κι οχτώ φορές. Γιατί πατάς τα τριαντακάτι και μετά αντιλαμβάνεσαι ότι δεν ξέρεις ποιο είναι, ενώ ο τίτλος λειτουργεί μαζί με το κείμενο και συνδιαλέγεται μαζί του: δεν το ονομάζει.
Νάφε και μέμνασο απιστείν – Sraosha
Ο πρώτος τίτλος που επιλέχθηκε ώστε να μην μπορεί να ζητήσει ο πελάτης το βιβλίο από τον βιβλιοπώλη, χωρίς καν το βιβλίο να λέγεται «Το μεγάλο βιβλίο του πέους» ή κάτι τέτοιο.

Θεσσαλονίκη

Είναι μια πόλη που με μπερδεύει. Όχι με δυσάρεστο τρόπο, αλλά με μπερδεύει.

Κάποιες φορές μού φαίνεται στενή, σκονισμένη κι όλο θόρυβο: με πνίγει και θέλω να πάω πίσω στην Αθήνα.

Άλλες φορές με κάνει να νιώθω χαρά σχεδόν παιδική.

Τελικά μου αρέσει γιατί, σαν την Αθήνα, έχει κρυμμένες χάρες μέσα σε απροσδόκητες γωνιές κι εσοχές. Εντελώς απροσδόκητες. Κάνεις μια έτσι, στρίβεις σε μια γωνία και τσουπ! Κάτι μαγικό και καλοδεχούμενο. Η πρώτη ανάγνωση της Σαλονίκης δεν αποκαλύπτει και τίποτε συναρπαστικό. Στις επαναλήψεις βγαίνουν όλα. Ιδίως ο κόσμος της.

Την πρωτοπάτησα 24 χρονών, ψαρωμένος που δεν είχα ζήσει εκεί τη φοιτητική ζωή μου — όπως ήταν απαραίτητο για οποιονδήποτε νέο ήθελε να κάνει κάτι σπουδαίο και ελαφρώς εναλλακτικό στη ζωή του, τότε, το μακρινό 1997. Σεξ, U2, σάντουιτς με γύρο, μετά πίσω στο τραίνο.

Ξανάρθα την επόμενη χρονιά, με τον πατέρα μου αυτή τη φορά, που είχε να δει την πόλη από τις αρχές της δεκαετίας του ’60. Πήγαμε στη ‘Μυροβόλο Σμύρνη’, δεν του άρεσε το φαΐ όσο τότε, πήγε να δει τη θεια του τον Βορρά, διανυκτερεύσαμε σε έναν γαμιστρώνα στο Βαρδάρι προς 7.000 τη βραδιά.

Έκτοτε έχω ξαναπάει καμμιά ντουζίνα φορές. Όπως είπα, κάθε φορά είναι αλλιώς, διαφορετική. Η Σαλονίκη είναι από τις πόλεις όπου οι ξένοι έρχονται για να αναγνωρίσουν κάτι συγκεκριμένο: σλάβοι ντουγρού στα βυζαντινά και τις ορθοδοξίες, ισραηλινοί για ίχνη σεφαραδίτικα, Τούρκοι γιατί «μοιάζει με την Πόλη», χωριάτες για ψώνια κτλ. Δεν είναι πόλη για βόλτα, δεν είναι από τις πόλεις όπου θα περιπλανηθείς άσκοπα: καλό είναι να πηγαίνεις κάπου συστημένος, αλλιώς σε περιμένει πολλή ανηφόρα. Άσε που είναι γεμάτη παπάδες και μοναχούς. Παπαδιστάν σκέτο, αθωνοκρατούμενο· στην ψυχή, λέμε.

Έχει όμως εκτυφλωτικές γυναίκες, ωραίες και θεωρητικές και λιμπιστερές. Πολλές φορές στέκομαι και τις κοιτάζω να περνούν, ενεός κι αγγελοκρουσμένος με μούτρα μαλάκα Μπενίνι.

Δύο πράματα με συναρπάζουν στη Θεσσαλονίκη: η εμμονή των Σαλονικιών με τη γενεαλογία ως συστατικό της ταυτότητας του καθενός, παρότι είναι η πόλη όπου ήρθαν οι -ογλούδες και οι -όβοι κι έγιναν κυρίως -ιδαίοι. Στην Αθήνα είσαι αυτός που είσαι, κάποιος ή κανείς, στη Θεσσαλονίκη σε ακολουθεί η γενεαλογία σου: είσαι Πολίτης, Πόντιος, Μπαγιάτης ή, αν είσαι Άρης, είσαι κι ολίγον Εβραίος. Μαυραγορίτης και δοσίλογος και ρουφιάνος δεν είναι κανείς, πάντως.

Το δεύτερο που με συναρπάζει είναι η κουβέντα για την «ερωτική» Θεσσαλονίκη. Μάλλον αθηναϊκή μαλακία. Γιατί ερωτική; Ενδεχομένως από τον καιρό που έρχονταν οι πικραμένοι, πολλοί Αθηναίοι ανάμεσά τους, για να γαμήσουν; Επειδή είχε πολλούς τουρκόσπορους, οι οποίοι, ως γνωστόν, ήταν εξώλης και προώλης και σέξι επειδή πλένονταν κάθε Σάββατο κι όχι κάθε Πασχαλιά; Οφείλω να ξαναομολογήσω ότι η Σαλονίκη η μόνη πόλη του στην οποία έχω πάει όπου σχεδόν κάθε γυναίκα που περπατάει στον δρόμο έχει κάτι ελκυστικό και περιπόθητο, κάτι διαφορετικό και με τον δικό της τρόπο η καθεμία. Μας το είχε πει και ο Ψωμιάδης στο περίπου, άλλωστε, όμως αυτή είναι μια ξεχωριστή ιστορία.

Μνήμη θανάτου

στη Μαρία Κενανίδου, με πολλές ευχαριστίες

Τα κανάλια του λαϊφστάιλ είναι γεμάτα εκπομπές σχετικά με την επιβίωση. Δεν είναι τυχαίο, αφού η επιβίωση και η αποθέωσή της θεματικά διατρέχουν το αμερικάνικο σινεμά. Βλέπουμε εκπομπές με σκληρούς άντρες που επιβιώνουν στην τάιγκα, σκληρά ζευγάρια που επιβιώνουνε γυμνά σε τροπικά ερημονήσια, βλέπουμε και τον Bear Grylls να επιβιώνει παντού. Όλοι αυτοί φτιάχνουνε καταφύγια, παλεύουνε με σαρκοβόρα, τρώνε σκορπιούς και κάμπιες, φτιάχνουνε καταφύγια, κυνηγούν σκιούρια και μυρμηγκοφάγους κτλ.

Σε πολλές από αυτές οι εκπομπές η μοναχική επιβίωση θεωρείται το απαύγασμα του πρωτογονισμού, σχεδόν προβάλλεται ως η αρχέγονη κατάσταση του ανθρώπου, την οποία έχει αλλοιώσει ο πολιτισμός κτλ κτλ κτλ. Βεβαίως αυτό είναι πλάνη: ο πρωτόγονος άνθρωπος, όπως και ο σύγχρονος, όταν βρεθεί μονάχος πεθαίνει. Και δεν χρειάζεται καν να αναμετρηθεί με αράχνες, αμμοθύελλες, κουνούπια κι ορμητικά ποτάμια: όταν βρεθεί μονάχος πεθαίνει.

Ως μονήρης άνθρωπος, που απολαμβάνει την ησυχία και το ημίφως και εργάζεται ιδανικά μέσα τους, αντιλαμβάνομαι πλήρως την ανάγκη για μόνωση. Και όντως, αν είσαι γεμάτος και ξέρεις ότι οι δικοί σου άνθρωποι είναι καλά και βρίσκονται κάπου καλά και δεν σου λείπουνε, δεν αισθάνεσαι πάντοτε μοναξιά. Όμως είναι πλάνη η ιδέα ότι είμαστε μόνοι στην αρχέγονη κατάστασή μας, ότι αποτελούμε μονάδες που σε δεύτερο χρόνο επιλέγουμε να συναγελαστούμε με τους άλλους. Εικάζουνε μάλιστα μερικοί ότι αναπτύξαμε γλώσσα επειδή ήμασταν κοινωνικό είδος και ότι χάρη σε αυτό το εξελικτικό γεγονός (προϊόν φυσικής επιλογής ή παρενέργεια άσχετων μεταλλάξεων) μπορούμε και σκεφτόμαστε. Μπορεί να είναι και έτσι. Σαφώς οι πρόγονοί μας και τα πρωτεύοντα ξαδέρφια μας είναι κοινωνικά ζώα, όμως σημασία έχει ότι οι άνθρωποι κοινωνικά ευτυχούμε και όχι αλλιώς.

Μιλώντας για σκέψη, θεμέλιο της πλατωνικής σκέψης και αγαπημένο τσιτάτο όσων την ξεσήκωσαν είναι η μνήμη θανάτου. Για αιώνες, η μνήμη θανάτου έγινε ο άξονας του στοχασμού μας. Η μνήμη του δικού μας θανάτου: με αυτή μας παραμυθιάζουν κάποιοι μονοθεϊσμοί και μας απειλούν άλλοι, με αυτή μας αφιονίζει κάθε ηδονισμός της πλάκας και μας τσιτώνουν οι ευλογοφανείς μηδενισμοί και κυνισμοί. Κι όμως, η αρχή της σοφίας δεν είναι να θυμάμαι εγώ ότι εγώ θα πεθάνω. Στη χειρότερη περίπτωση η μνήμη του δικού μου θανάτου είναι πνευματικό γκρανγκινιόλ, ενώ στην καλύτερη μαστούρα ανελέητη που σου προκαλεί η ενατένιση του τέλους της δικής σου ύπαρξης.

Η αρχή της σοφίας είναι να θυμάμαι ότι οι άλλοι, οι δικοί μου, θα πεθάνουν ή ότι πέθαναν. Αυτή είναι η μνήμη θανάτου που έχουμε ανάγκη για να γίνουμε πνευματικά όντα αλλά κανένα σύστημα ιδεών και πεποιθήσεων δεν την επικαλείται, παρά πασχίζουν όλα τους να την καταπνίξουν με παραμύθια, παραμυθίες και παρηγοριές — προσμένοντας τη λήθη του θανάτου που βαφτίζουμε «αποδοχή«.

Αν το να θυμάσαι τον θάνατο των άλλων, όσων αγάπησες, είναι η αρχή της σοφίας, ποια είναι η συνέχειά της; Ο πόνος; Με τίποτα: σε γδέρνει, σε διαβρώνει και σ’ αδειάζει. Η αποταγή και η απάθεια; Όχι, ούτε, αφού είναι άρνηση, απώθηση κι οργή μασκαρεμένες σε γαλήνη.

Συνέχεια και μαθητεία στη σοφία παρέχει η μνήμη της ευτυχίας, η ανάμνηση των μικρών οργασμικών θανάτων και όλων όσων μας έφεραν μέχρι αυτούς· είναι τα λεπτά ανοχύρωτης γυμνότητας στα οποία υπήρξαμε ελεύθερα γυμνοί και μετά από τα οποία σκεπαστήκαμε και ντυθήκαμε λόγω ψύχρας ή λόγω ρολογιού· είναι η άκρα σιωπή με τους ανθρώπους που αγαπήσαμε ή που, έστω, συντονιστήκαμε μαζί τους για μια βραδιά, μια εβδομάδα, μια τριετία ή μιας ζωή. Είναι η ανάπαυση ανάμεσα στους άλλους, τους δικούς μας άλλους.

Οι χαρές μας είναι η μόνη μας δύναμη. Κι έτσι, ενώ πολλοί βικτωριανοί και νεοβικτωριανοί του σήμερα αναρωτιόντουσαν κι αναρωτιούνται πώς μπορεί να συμβιβάζεται η αρετή ή η «καλοσύνη» και το να είσαι σεξουαλικά ενεργός, σήμερα πια ξέρουμε ότι ο δύσκολος συμβιβασμός είναι μεταξύ καλοσύνης και του να έχεις εξουσία. Κι όσοι το ξέρουμε αυτό ξέρουμε ότι ο θησαυρός μας είναι οι άλλοι: οι αρπαχτές, οι έρωτες, τα ταίρια, τα παιδιά, οι φίλοι, οι γονείς, οι συνεργάτες, οι συνοδοιπόροι. Αυτοί είναι ο δρόμος μας προς τη σοφία, αυτοί είναι το έρμα μας, αυτοί είναι οι μόνοι χορηγοί κάποιας γεύσης αθανασίας.

Οι δάσκαλοι της ισορροπίας

στον Χρήστο Μαράκο
 

Κάποιοι γράφουνε με προθυμία ποίηση γιατί θεωρούν ότι η ποίηση είναι εύκολη υπόθεση: ξεμπερδεύεις με λίγους στίχους και δεν χρειάζεται να γεμίζεις σελίδες, παρά μόνον να τις διακοσμείς με μισή παράγραφο από αράδες που σπας αυθαιρετα στη μέση, όπως τα μακαρόνια οι γιαγιάδες. Αρκεί να διανθίζεις τους στίχους σου με καλολογία και μια-δυο σπάνιες λέξεις — όχι πιο πολλές, για να μην αποξενώνεται ο αναγνώστης.

Άλλοι γράφουνε πεζογραφία ακριβώς επειδή η πεζογραφία είναι εύκολη υπόθεση: λες μια ιστορία και δεν χρειάζεται να βασανίζεις κάθε λέξη, κάθε φράση, κάθε πρόταση. Αρκεί να υπάρχει ρυθμός και να μιλάς για κάτι που αγγίζει τους ανθρώπους, όπως ο απλοειδής έρωτας, η γλυκειά ειρκτή της οικογένειας και η παραμυθία της παράδοσης — χωρίς όμως να γίνεσαι δοκίμιο κι εγκυκλοπαίδεια.

Και οι μεν και οι δε σκουπίδια γράφουν. Το μυστικό βρίσκεται στην ισορροπία: μεταξύ επιγραμματικότητας και ρυθμού. Η ισορροπία επιτυγχάνεται κάπου μεταξύ επιτήδευσης και οικειότητας, στον χώρο όπου αυτο που ξέρεις κι εκείνο που δεν περιμένεις κι αυτό που θα σε μετακινήσει θα διαπλεχθούν και θα συστραφούν, ώστε να σε αφήσουν σαν αναγνώστη κάπου όπου είσαι παλιός γνώριμος αλλά όπου δεν θυμάσαι το τοπίο και το σκηνικό να είναι ακριβώς έτσι — όπως στα συναρπαστικότερα όνειρά μας.

Έβλεπα βίντεο κλιπ από τη δεκαετία του ’80. Τότε που ο κόσμος, λέει η Ζ., ξόδευε λεφτά για να γυρίσει σωστά και με βαρβάτο σκηνοθέτη ένα βίντεο στη Βολιβία ή στην έρημο της Αυστραλίας αλλά δεν τον πολυένοιαζε εάν ο σταρ που τραγουδούσε είχε καμμιά τρίχα αδέσποτη ή πόρους που δεν κάλυπτε το μεϊκάπ. Τότε που γυριζόντουσαν πολιτικότατα βίντεο κλιπ, ανοιχτά queer βίντεο κλιπ και όταν η Τίνα Τέρνερ περπάταγε με τις πουτάνες της Νέας Υόρκης, ενώ ο Πρινς το ’92 έτριβε το μικρόφωνο στον κώλο του χωρίς να τον νοιάζει αν πέσουν οι πωλήσεις. Σε αυτό, ακόμα και τα ξεφτιλισμένα έιτιζ είναι μπροστά από εμάς.

Εμείς πια θεωρούμε ισορροπία να στήνουμε το υπομόχλιο κάτω απο το σημείο που ισαπέχει από τα δύο άκρα. Βεβαίως πρώτα φροντίζουμε να επινοήσουμε δύο άκρα, μετράμε τη μεταξύ τους απόσταση, διαιρούμε διά 2 και αυτό είναι. Άλλωστε, «η πόλωση και τα αντιθετικά ζεύγη είναι πάντα η εύκολη λύση: ερμηνεύεις κάτι ψάχνοντας να βρεις το αντίθετό του και, αν δεν υπάρχει, το επινοείς. Όμως, από τη στιγμή που κάτι διαθέτει το αντίθετό του, μπορείς να υποκριθείς ότι έχεις εξουδετερώσει αυτό το κάτι, μέσω συμψηφισμού, αφού δύο αντίρροπα διανύσματα αλληλοεξουδετερώνονται. Βεβαίως η άσκηση αυτή αποτελεί σοφιστεία, αφού στον πραγματικό κόσμο των επιχειρημάτων και του Πολιτικού τα διανύσματα δεν είναι ούτε αντίρροπα ούτε ισομεγέθη.»

Τα διανύσματα δεν είναι ούτε αντίρροπα, ούτε ισομεγέθη. Άλλο το βάρος και οι δυνάμεις από τη μια πλευρά, άρα και το μήκος του διανύσματος, άλλο από την άλλη. Επίπλέον, δεν είναι όλα τα διανύσματα αντίρροπα, αφού υπάρχουν και άλλες γωνίες πέραν από αυτές των 180 μοιρών. Υπάρχουνε κι άλλες διαστάσεις πέρα από τις δύο: ο κόσμος δεν είναι μοντέλο απλό, ο κόσμος είναι δάσος.

Η ισορροπία είναι πολύ σπουδαία υπόθεση αλλά και πολύ δύσκολη. Και κάθε ισορροπία είναι ασταθής και φευγαλέα. Το ζήτημα δεν είναι να στήσει κανείς μια ζωή, ένα έργο ή ένα κείμενο σαν πυραμίδα ή σαν τον πύργο του Άιφελ, με μια βάση πελώρια να υποστηρίζει μια κορυφή σημειακή. Αυτό είναι τόσο εύκολο, που γίνεται ευτελές. Κι ισορροπία δεν υπάρχει στην ευτέλεια.

Το θέμα είναι να είσαι και να μην είσαι, να μιλάς και να μη φαίνεται πως μιλάς εσύ, να δείχνεις κάτι και να μοιάζει ότι το πράγμα φαίνεται από μόνο του. Να αισθάνεται κάποιος ότι λες και δείχνεις όσα σκέφτεται και όσα νιώθει, ενώ τα σκέφτεται και τα νιώθει μόνο και μόνο επειδή εσύ του τα είπες και του τα έδειξες.

Ισορροπία έχεις επιτύχει όταν τέρπεις χωρίς να μαρτυρείς την πρόθεσή σου να τέρψεις, όταν δεν συγχέεις αλλά και δεν ορίζεις, άμα ξέρεις να παίρνεις στα σοβαρά ό,τι κάνεις κι ό,τι φτιάχνεις και ό,τι θες, αλλά όχι τον εαυτό σου. Ισορροπείς όταν πια βλέπεις να συστρέφονται τα πράγματα και να συναντούν τον εαυτό τους χωρίς να νιώθει ίλιγγο ή αγανάκτηση όποιος τα ιχνηλατεί.

Ισορροπία τέλος σημαίνει να θυμάσαι ότι η αφοσίωση δεν προϋποθέτει αποκλειστικότητα και ότι η θέρμη δεν συνεπάγεται φανατισμό και μονομέρεια. Μπορεί να είσαι της γης αλάτι ή μπορεί να βάζεις αλάτι όπου χρειάζεται, αλλά σκοπός σου δεν είναι να λυσσάξει ο άλλος παρά να μη σαπίσει. Ισορροπία θα πει να μην είσαι πολυθεϊστής και τσαπατσούλης αλλά και να μην αφήσεις το ξυράφι του Όκκαμ να σου ξυρίσει τα αυτιά. Η ισορροπία εξυπακούει όχι την αταραξία ή την απαθή ακινησία, αλλά την ταχυδακτυλουργικά γρήγορη και χειρουργικά ακριβή κίνηση.

Δεν μπορώ να το θέσω καλύτερα από έναν σπουδαίο δάσκαλο.

Η ατζέντα κι η πορνεία

Πριν τρία χρόνια έγραφα:

Η ατζέντα […] ποδηγετείται από την επίμονη προβολή θέσεων και απόψεων που δεν είναι καινούργιες και δεν είναι πρωτότυπες και δεν είναι καθόλου μα καθόλου ορθολογικές (πρέπει γρήγορα κάποιος να αποκαταστήσει τον ορθολογισμό και τον διαφωτισμό στον ελληνικό δημόσιο λόγο, προς το παρόν τον καπηλεύονται κακοί μαθητές του Νίκου Δήμου ή, χειρότερα, καλοί μαθητές της Άυν Ραντ). Η παλιά κακή χρονογραφία του αθηναϊκού τύπου ξαναζεί και παίρνει το αίμα της πίσω τροφοδοτώντας τις διαδικτυακές συζητήσεις: με τις εικοτολογίες της, με τον καζουισμό της, με την ευλογοφάνειά της. Κείμενα που γενικώς στηλιτεύουν και ειδικώς λοιδωρούν, που κατασκευάζουν ιστορίες («αφηγήματα» λέγονται πια) και μετά τα εγκαταλείπουν, που ανάγουν το ‘ναι μεν αλλά’ σε επιχείρημα: αυτά συζητιούνται, κοινοποιούνται, ανακυκλώνονται, αναιρούνται, αποδομούνται, αλλά τελικά χρησιμοποιούνται ως πηγές και παρατίθενται.

Δύο μήνες πιο πριν, συνόψιζα το γενικότερο ζήτημα ως εξής:

Σε παιχνίδια με ασυγκρίτως πιο βαθειές και μακροχρόνιες συνέπειες, όπως η πολιτική, όποιος ορίζει την ατζέντα και τη θεματολογία του δημόσιου διαλόγου κρατάει γερά και το πλεονέκτημα στο παιχνίδι και τις τύχες εκατομμυρίων ανθρώπων.

Πίστευα λοιπόν και πιστεύω ότι πρέπει να θέτουμε εμείς την ατζέντα του τι συζητιέται στην κοινωνία.

Πιστεύω ότι πρέπει να θέτουμε εμείς τα θέματα επί τάπητος αλλά και την οπτική γωνία και τους όρους που θα συζητηθούν.

Εμείς, οι οποιοι εμείς· αρκεί που δεν είμαστε ο Τράγκας, ο Χατζηνικολάου, τα σαπρόφυτα της Καθημερινής, η ομάδα αλήθειας, οι νεοφιλελεύθεροι κομισάριοι και οι νεοσυντηρητικοί ινστρούχτορες ή ― εσχάτως ― οι Συριζαίοι επί πληρωμή.

Επιπλέον, όχι μόνον δεν πρέπει να συρόμαστε στο να συζητάμε με όρους έκθεσης ιδεών του Μανδραβέλη ή μέσα στο πλαίσιο της πρωτοφασιστικής χυδαιότητας του Τράγκα και του Χίου, αλλά πρέπει να έχουμε απαράθραυστη επίγνωση του επαρχιωτισμού και της στενομυαλιάς που σταδιακά κατακλύζουν τον «ελεύθερο κόσμο». Λέει π.χ. ο Τσόμσκυ στο βιβλίο του The Common Good (σ. 43, έμφαση δική μου):

The smart way to keep people passive and obedient is to strictly limit the spectrum of acceptable opinion, but allow very lively debate within that spectrum – even encourage the more critical and dissident views. That gives people the sense that there’s free thinking going on, while all the time the presuppositions of the system are being reinforced by the limits put on the range of the debate.

Αυτό σημαίνει ότι πολλές φορές είναι αναγκαίο να σκεφτούμε και να μιλήσουμε πασχίζοντας να αντιληφθούμε τι δεν βλέπουμε, τα δικά μας τυφλά σημεία, αλλά και να γίνουμε προκλητικοί. Όπως λέει ο Ηλίας Πετρόπουλος στον Κουραδοκόφτη:

Πιστεύω πως, η πρόκληση, και ο αναπόφευκτος σκανδαλισμός, εξαναγκάζουν τους αναγνώστες να χρησιμοποιήσουν τη σκέψη τους. Οι αναγνώστες είναι υποχρεωμένοι να εντοπίσουν το προβληματάκι, που, κάθε φορά, κρύβεται μέσα στα κείμενα.

Ας πιάσουμε λοιπόν τη σεξουαλική εργασία, αυτό που αποκαλούμε πορνεία. Ξεκινάω με τρεις θέσεις, επιγραμμάτικα δοσμένες, που προσωπικά θεωρώ αυτονόητες:

Είναι χαρακτηριστικό ότι ήδη πολλοί αναγνώστες θα έχουν ξενιστεί. Είναι επίσης χαρακτηριστικό ότι η φωνή των εργαζομένων του σεξ (αυτή π.χ.), συνδικαλισμένη ή μη, αγνοείται συστηματικά από τους νομοθέτες και από κάποιους θεωρητικούς, που τους θεωρούν συλλήβδην θύματα της πατριαρχίας και του καπιταλισμού, αλλοτριωμένους και χωρίς την agency για την οποία γενικώς κόπτονται.

Αντί όμως να πιάσουμε τη συζήτηση από εκεί που «μας επιτρέπεται» κατά Τσόμσκυ, να την πιάσουμε από αλλού. Να κάνουμε πως αλλάζουμε την ατζέντα. Θα εισαγάγω ένα πολύ ειδικό θέμα και θα το αφήσω ανοιχτό και μετέωρο.

Θα παρακάμψω την πλαισίωση του θέματος «πορνεία» με όρους ποινικοποίησης, οικονομισμού και υγιεινισμού, όπως επίσης και την έμφαση σε όσους δυστύχησαν μέσα από την εργασία του σεξ ― φανταστείτε λ.χ. να συζητούσαμε για τους ανθρακωρύχους αποκλειστικά με όρους καρκίνων, δυστυχημάτων κι ανεργίας.

Μεγάλο μέρος ανθρώπων που καταλήγουν να γίνουν εργαζόμενοι του σεξ (συνοδοί, πόρνες, πουτάνες, τσόλια, εκδιδόμενες / -οι, βίζιτες, μασατζούδες, τεκνά, εταίρες — ή όπως αλλιώς θα αυτοπροσδιοριζόντουσαν) διαθέτουν αξιοσημείωτα έντονη και οξυμένη ενσυναίσθηση. Αυτό κάποτε βοηθάει στη δουλειά τους, δίνοντάς τους τη δυνατότητα να προσφέρουν αυτό που τα αμερικανάκια της τσόντας λένε girlfriend / boyfriend experience, ενώ άλλοτε γίνεται πηγή άγχους και δυστυχίας, γιατί έρχεσαι πολύ κοντά στους ανθρώπους με τρόπους που τελικά δεν θέλεις. Παρόμοιες καταστάσεις βιώνουν βεβαίως και μεγάλο μέρος ανθρώπων που καταλήγουν να γίνουνε γιατροί ή δάσκαλοι — με τη διαφορά ότι τα δικά τους επαγγέλματα δεν είναι στιγματισμένα.

Τι θα μπορούσαν να κάνουνε λοιπόν οι εργαζόμενες και εργαζόμενοι του σεξ που τους διακρίνει ανεπτυγμένη ενσυναίσθηση; Ενδεχομένως θα μπορούσαν να γίνουνε θεραπεύτριες και θεραπευτές του σεξ.

Κι εδώ μπορεί να ανοίξει μια συζήτηση. Και οι καινούργιες συζητήσεις φέρνουν αλλαγές, αν και απελπιστικά αργά και πολύ βασανιστικά.

Ο σιωπηλός ο άνθρωπος

Άραγε εμείς που διστάζουμε να πούμε ανοιχτά, με θράσος και με ευφράδεια, τι αισθανόμαστε, εμείς που σφιγγόμαστε κάπως και που μας διακρίνει αυτό που λένε restraint, εμείς άραγε δεν νιώθουμε τόσα πολλά τόσο βαθιά όσο οι φαφλατάδες και οι αερολόγοι και οι μεγαλαυχούντες;

Μήπως το ότι δεν θέλουμε να κοπρίσουμε τον κόσμο με ακόμα περισσότερο μπούλσιτ και με λόγια μεγάλα και σάπια συνεπάγεται το ότι δεν μπορούμε να εκφράσουμε τα συναισθήματά μας; Θα τολμάγατε να πείτε ότι δεν έχουμε συναισθήματα ή, έστω, ότι δεν είναι τρικυμιώδη, αβυσσαλέα ή και τα δύο; Νομίζετε πως είμαστε ρηχοί κι ακίνητοι, κατοπτρικές λιμνοθάλασσες;

Άραγε νομίζετε ότι έχουμε περιορισμένο πεδίο εμπειρίας, φτωχό vécu και αρετή που καταπνίγει την τόλμη μας; Πιστεύετε πράγματι ότι τα έχουμε όλα συμμαζεμένα και τακτοποιημένα, όλη την — κατά τη γνώμη σας — μινιμαλιστική διακόσμηση της ψυχής και της λαχτάρας μας;

Είστε τόσο εθισμένοι στους ψευτοσαιξπηρικούς μονολόγους, σε βλέμματα στοχευμένα και ζυγοσταθμισμένα μπροστά σε καθρέφτες, σε μεγάλες θεαμάτικες εκρήξεις; Θεωρείτε ότι ο πόνος σφυροκοπάει και η απελπισία κραυγάζει; Ότι αυτό ξέρουνε να κάνουνε και μόνο;

Είπε ο Ουίλλιαμ Μπλέικ: Those who control their passions do so because their passions are weak enough to be controlled (Όσοι τιθασεύουν τα πάθη τους το καταφέρνουν επειδή τα πάθη τους είναι αρκούντως αδύναμα). Κι εγώ λέω: Άντε και γαμήσου, Ουίλλιαμ Μπλέικ, που έβλεπες αγγέλους να καβαλάνε τα κλαριά των δέντρων: ο σιωπηλός ο άνθρωπος ζει μέσα του το διαρκές αγγελόκρουσμα.