
Παντού κατηχητικά
Νομίζω ότι πια βρισκόμαστε πια σε μια εποχή στην οποία υπερβολικά πολλοί μιλάνε σαν κατηχητές. Ούτε καν σαν καθοδηγητές της ΚΝΕ, οι οποίοι τέλος πάντων υπόσχονταν δικαιοσύνη και αλλαγή του κόσμου και στηρίζονταν στον «επιστημονικό» μαρξισμό-λενινισμό. Κατηχητές. Επικαλούνται κάποιο δόγμα και αποσκοπούν στον σωφρονισμό των αντιφρονούντων κουνώντας επιδεικτικά το δάχτυλο σαν υβρίδια γυμνασιάρχη και χωροφύλακα, ενώ παραμερίζουν κάθε αντεπιχείρημα ως υποτυπώδεις προφάσεις εν αμαρτίαις.
Ζούμε ακόμα μια έξαρση του διδακτισμού. Ο πατερναλισμός δεν είναι πια μανιέρα, παρά αποτελεί τρόπο σκέψης και οργάνωσης πολλών συζητήσεων. Είτε μιλάει κανείς με νηφάλια δεξιά περσόνα, μόνο ιδιοκτήτη του ορθού λόγου και ρέκτη του λεπτού χιούμορ, είτε με ουσιοκρατικών τάσεων φεμινίστρια, που θέλει να βγει να θερίσει με σαλπιγγόσχημο δρεπάνι ζώντες και νεκρούς για το συνεχιζόμενο έγκλημα της πατριαρχίας, είτε με σχεδόν μηδενιστή μπλαζέ αριστερό που απαξιώνει ως σοσιαλδημοκρατία και κρυόκωλο ημίμετρο κάθε συλλογική προσπάθεια που δεν είναι αμιγώς επαναστατική, μία είναι η σταθερά: διδακτισμός και άγιος ο θεός. Κι όποιος διαφωνεί μαζί τους είναι αφελής κι αν δεν είναι αφελής είναι ανόητος κι αν δεν είναι ανόητος είναι εγκάθετος κι αν δεν είναι εγκάθετος είναι απανθρωποποιημένο βουβάλι, αρουραίος, κάπρος ή και ύαινα.
Καχυποψία κι αμηχανία προκαλεί κάθε διαλεκτική απόπειρα, κάθε ένδειξη πολυφωνίας, κάθε αναπαράσταση που περιέχει αποστασιοποίηση, αμφιβολία, κριτική: κάθε τι μη κυριολεκτικό. Αυτό είναι ιδιαίτερα επώδυνο στην περίπτωση της νηφάλιας δεξιάς περσόνας, η οποία ρε διάολε αν μη τι άλλο εξαργύρωσε μέρος του προνομίου της σε προπόνηση στο αμφίσημο, στο μεταιχμιακό και στο αμφίθυμο. Ε, χάλια κι εκεί: ό,τι επιχειρεί να αναιρέσει την ιδεοληπτική βεβαιότητα ότι η νηφάλια δεξιά περσόνα βρίσκεται a priori αγκυρωμένη στον ορθολογισμό, στη νηφαλιότητα και στη μεσότητα αντιμετωπίζεται σκωπτικά, περιφρονητικά, απαξιωτικά ή και ολυμπίως αγανακτισμένα ― εξαρτάται από τον βαθμό εκνευρισμού που της προκαλεί το μακρινό ενδεχόμενο απώλειας κάποιου μικρού αλλά σημαίνοντος προνομίου της.
Αλλά δυστυχώς το κακό πάει πολύ πέρα από τις νηφάλιες δεξιές περσόνες και τις κάθε λογής κεντρώες ονειρώξεις τους.
Pepé le Pew
Είμαι από τους τελευταίους cis ανθρώπους χωρίς μήτρα που θα καταφερθώ κατά των «υπερβολών» του φεμινισμού, η γενική μου στάση είναι «και πολύ λίγα μάς κάνουν». Ταυτόχρονα είμαι αρκετά μεγάλος για να θυμάμαι την ΕΣΣΔ και μπορώ κάλλιστα να ανακαλέσω πώς ένα κίνημα που γίνεται αυταρχικό πάει και βγάζει τα ματάκια όχι μόνον του θεσμισμένου εαυτού του αλλά και κάθε υποκειμένου που προσπαθεί ή προσπάθησε να χειραφετήσει, στο παρόν και στο μέλλον.
Ο γάμος του φεμινισμού με τη φιλελεύθερη λογοκρισία θα αποβεί ολέθριος για τον πρώτο. Τα έχουμε ξαναπεί αυτά, και εννοείται ότι ο πληθυντικός δεν είναι της μεγαλοπρέπειας. Σκεφτείτε ας πούμε τον Pepé le Pew, που είχε την τύχη αθώων όπως ο Γούντυ Άλλεν, όχι τόσο αθώων όπως ο Κέβιν Σπέισι και μάλλον καθαρμάτων όπως ο τοπικός θεατρικός δερβέναγας και η σκιώδης παρέα του: όσα καρτούν τον έχουν ως χαρακτήρα δεν θα παίζονται, λέει.
Υπενθυμίζω λοιπόν ότι η δημιουργική αφήγηση δεν είναι ιστορίες του Κατηχητικού με δίδαγμα ή μυθιστορήματα της Ζωής και του Σωτήρος με ενάρετους χαρακτήρες διάφορων εκδοχών. Ο μεφίτης Πεπέ ήταν όντως παραβιαστικός και οριακά κακοποιητικός αλλά παρουσιαζόταν ακριβώς ως τέτοιος: δεν προβλήθηκε ποτέ ως γκόμενος ή ως πρότυπο μαγκιάς παρά ως ένας βρωμερός βλαξ που είναι έτοιμος να πηδήξει μια γατούλα με άσπρη ρίγα και δη το επιδιώκει με τρόπο παραβιαστικό και γλιτσιάρικο. Επίσης, συνήθως καταλήγει με μια τηγανιά στο κεφάλι, όπως αξίζει σε κάθε σεξιστή, και με το πουλί στο χέρι (μαζί πρέπει να πηγαίνουν αυτά). Όπως έγραφε κάποιος στο Facebook, ο Πεπέ είναι πρότυπο εραστή όσο ο Έλμερ Φαντ είναι πρότυπο κυνηγού ή ο Κογιότε πολυμήχανου αρπακτικού.
Αν θα ήθελε κάποιος να προσάψει κάτι στον Πεπέ ως χαρακτήρα είναι ότι αποτελεί ξενοφοβική καρικατούρα του λίγδα Γάλλου. Σε κάθε περίπτωση, δεν χρειάζεται και δεν πρέπει και δεν γίνεται να σχετιζόμαστε με κάθε «καλό» χαρακτήρα σε μια αφήγηση.
Άλλο ταύτιση (που κι αυτή δεν χρειάζεται), άλλο η προσδοκία ή και η απαίτηση το έργο «να χωράει στην εμπειρία του αναγνώστη ή να την αντανακλά». Αν η ταύτιση, δυναμική και ενεργητική διαδικασία, είναι αποτέλεσμα του να χρησιμοποιεί ο αναγνώστης ή θεατής το έργο σαν καθρέφτη του, η σχετισιμότητα μοιάζει με σέλφι: επιβεβαιώνει κολακευτικά τον σολιψισμό του θεατή ή αναγνώστη, του λέει αυτό που θέλει να ακούσει και του δείχνει τον εαυτό του με τον τρόπο που θέλει να τον βλέπει.
Διαφημιστές
Η φάση Κατηχητικό συναντάει τη φάση διαφήμιση και μαζί γεύονται την ολοκλήρωση: «Θα δείξω μόνον ό,τι έχω να προωθήσω. Θα προβάλω το μήνυμα. Δεν θέλω τίποτε που να συσκοτίζει το μήνυμα. Δεν θέλω να μπω μέσα στο μυαλό του παιδεραστή Χάμπερτ Χάμπερτ. Θέλω τα σωστά πρότυπα, τα σωστά μηνύματα, τα κατάλληλα συναισθήματα, που βεβαίως θα είναι θετικά κι αισιόδοξα.» Και ναι, στον εικοστό αιώνα ο σοσιαλιστικός ρεαλισμός και η σοβιετική προπαγάνδα συνάντησε μυστικά τη μεγάλη μηχανή της διαφήμισης για να πουλήσει καθεμιά τα δικά της: η μεν μια επανάσταση που πωρώθηκε κι αγκυλώθηκε σε ένα ανελεύθερο γραφειοκρατικό καθεστώς, η δε τσιγάρα και μπιφτέκια κι αμάξια και διεφθαρμένους πολιτικούς.
Η κληρονομιά τους είναι η κυριολεξία, η μονοκρατορία του μηνύματος. Τίποτε αμφίσημο, τίποτε διαλεκτικό, τίποτε που να βασίζεται στην απορία, τίποτε που να το κινεί η αμφιβολία ― εκτός αν έχει καλό τέλος και καταλήγει σε πακτωμένη βεβαιότητα.
Το τελέσφορο μήνυμα είναι το μονοσήμαντο μήνυμα και δεν χρειάζονται ούτε λεπτές αποχρώσεις ούτε αμφισημίες ούτε αυτή η μονολεκτικώς αμετάφραστη μαλακία, το nuance. Nuance δεν θα πει ούτε σχετικισμός, ούτε ίσες αποστάσεις, ούτε επιπόλαιος αγνωστικισμός παρά να γνωρίζεις ότι τα πολυπαραγοντικά ζητήματα είναι πολυπαραγοντικά και ότι δεν είναι τα πάντα με ευκρίνεια περιγεγραμμένα κι ότι αν είσαι πολύ τυχερός μέσα στις γκρίζες ζώνες θα βρεις στην καλύτερη περίπτωση μια ή δύο φλέβες άσπρου και μαύρου (που έλεγε κι ο Κουάιν).