Wishful thinking

Ακόμα και μη ειδικοί γιατροί μού έλεγαν στην αρχή της πανδημίας ότι «αυτό» θα κρατήσει το λιγότερο δύο χρόνια, αν είμαστε τυχεροί και υπάρξουν εμβόλια.

Δύο χρόνια δεν είναι λίγα.

Παρόλ’ αυτά εξαρχής η κυβέρνηση παρουσίαζε κάθε τρεις και λίγο μια εικόνα ότι η πανδημία έληξε. Είτε αξιωματικώς (για να ανοίξει ο τουρισμός) είτε με αφορμή τα εμβόλια.

Παράλληλα τα κανάλια, που ζουν από διαφημίσεις τις οποίες βλέπουν όσοι από το ’89 καταναλώνουν τα τρομολαγνικά τους δελτία, φρόντιζαν να κοψοχολιάσουν τους πάντες σχετικά με το Άστρα Ζένεκα και, κατ’ επέκταση, με όλα τα εμβόλια.

Γιατί όμως η κυβέρνηση παρουσίαζε μια εικόνα σύμφωνα με την οποία «όπου να ‘ναι τελειώνουμε» αν όχι «τελειώσαμε»; Γιατί τόσο έντονο wishful thinking; Γιατί τόσα ασυνάρτητα μέτρα εγκλεισμού και επιτήρησης;

Γιατί βεβαίως δεν ήθελε επ’ ουδενί να στηρίξει το ΕΣΥ μεσοπρόθεσμα, πολλώ μάλλον μακροπρόθεσμα.Βασικός άξονας της πολιτικής της ΝΔ είναι η εκχώρηση (είτε με ΣΔΙΤ είτε άμεσα) των υπηρεσιών υγείας σε μεγάλους (πολύ μεγάλους) παρόχους, τα έχει πει ο Talos / Τάλως. Αν στο μεταξύ έσκασε και μια πανδημία, τόσο το χειρότερο για όσους χρειάζονται τις υπηρεσίες του ΕΣΥ.

Σε έναν κόσμο στον οποίο η οικονομία θα παραπαίει κάθε τόσο και στον οποίο η κατανάλωση είτε θα περιορίζεται είτε θα δαιμονοποιείται, η υγεία, η ενέργεια και το νερό είναι άριστες επενδύσεις: αποτελούν δηλαδή ιδανικές πηγές εκμετάλλευσης από το μεγάλο κεφάλαιο (το μικρό πεθαίνει). Όπερ έδει δείξαι.

Το πλασάρισμα των εμβολίων ως οριστικής λύσης είχε λοιπόν αυτή τη λειτουργία: «τι να κάνετε τους γιατρούς και τις ΜΕΘ και όοοολα αυτά αφού θα σας θωρακίσουν τα εμβόλια;»

Δεδομένου ότι η χολέρα του αντιεμβολιασμού, ένας από τους σοβαρούς κινδύνους για το μέλλον εκατομμυρίων ανθρώπων, προϋπάρχει της πανδημίας, όχι, τα πράγματα δεν θα πήγαιναν καλά.

Επιπλέον τα πράγματα δεν θα πήγαιναν καλά σε μια κοινωνία η οποία εδώ και 200 χρόνια δυσπιστεί απέναντι στο κράτος και η οποία εδώ και τριαντατόσα χρόνια βρίσκεται στα νύχια καναλαρχών (δελτία Σταρ, Σκάι κτλ.), τσαρλατάνων (όπως λιακοπουλέοι και γεωργιάδηδες, βελόπουλοι και ψευδοπροφήτες) και σκοταδιστών φασιστικών αποχρώσεων και μη.

Η κυβέρνηση μπορεί και να το ήξερε αυτό (κάνει δημοσκοπήσεις), μπορεί και τα στελέχη της, παγιδευμένα σε έναν κόσμο όπου Αθήνα είναι το Κολωνάκι και μεσαία τάξη οι κάτοικοι Πολιτείας-Κεφαλαρίου-Εκάλης, να μην πήραν πρέφα. Σημασία έχει ότι δεν ήθελαν να στηρίξουν τη δημόσια υγεία κι ότι διαθέτουν το ιδεολογικό εργαλείο της ατομικής ευθύνης που τελειοποιήθηκε ιδανικά επί Μνημονιοκρατίας ώστε να φταιν μόνον οι πολίτες για το θανατικό.

Καλά δεν θα πήγαινε αυτό. Πεθαίνει πολύς κόσμος και θα πεθάνει κι άλλος.

Γλυκειά η ζωή κι ο θάνατος μαυρίλα

Η Θάνατος του Γκάιμαν

Έχει ξαναγίνει της μόδας η κουβέντα για το πόσο συμφιλιωμένη με τον θάνατο είναι η λεγόμενη καθ’ ημάς Ανατολή, μια τερπνή φαντασιακή κατηγορία που καθρεφτίζει οριενταλιστικές φαντασιώσεις, στην οποία ωστόσο θα πρέπει να περιλαμβάνεται η στερεοτυπική εικόνα που εμείς οι κατά βάθος Δυτικοί της καθ’ ημάς αυτής Ανατολής έχουμε για τους Ινδούς. Όλα αυτά σε αντίθεση με κάποια «Δύση» που κάνει Χαλογουίν και έχει κομψά νεκροταφεία κτλ.

Τέλος πάντων, ας μπούμε στο ψητό.

Πέντε ομάδες ανθρώπων είναι συμφιλιωμένες με τον θάνατο: οι αδαείς, όσοι είναι υπό την επήρεια ναρκωτικών, οι καταιγιστικά θρησκόληπτοι, οι εντελώς δυστυχισμένοι και όσοι έχουνε χορτάσει τη ζωή.

Οι αδαείς δεν φοβούνται τον θάνατο γιατί είναι αδαείς. Δεν νιώθουν τον έρωτα, δεν καταλαβαίνουν συναισθήματα και δεν υποψιάζονται πώς να δουλεύει ο κόσμος και τι να είναι ψέμα και τι συλλογική απάτη. Εννοείται ότι δεν τους απασχολεί ο θάνατος: εξ ορισμού είμαστε συμφιλιωμένοι με κάτι που δεν μας απασχολεί, όπως π.χ. εγώ με το πρωτάθλημα βόλεϊ.

Όσοι είναι υπό την επήρεια, έστω κι αλκοόλ, ω μα δεν είναι αυτοί ιδανικοί ήρωες; Δεν χρειάζεσαι τζούρες για να γίνεις ασασίνος; Δεν σε καθιστούν ατρόμητο φονιά αλλά και πρόθυμο σφάγιο τα κρυσταλάκια; Άλλοτε δεν χρειάζεται καν κάποια ψυχοτρόπος ουσία, αρκεί αυτό το φτηνό υποκατάστατο καύλας που λέγεται πολεμικό ιδεώδες. Αιματηρές αηδίες για ανθρώπους που είτε εξανδραποδίστηκαν νωρίς είτε επιθυμούν την έκσταση του αίματος αντί οργασμών και χαράς.

Οι θρησκόληπτοι; Ε αυτοί περιμένουν να τελειώσει η πρόβα να πάνε να παίξουν στη σκηνή της αιωνιότητας τη στατική και ατελεύτητη παράσταση της ένωσης με κάποιο υπερβατικό θείο, λες κι η ανθρώπινη φύση μπορεί να αντέξει οτιδήποτε έστω και δύο τάξεις μεγέθους πιο δυνατό από την ίδια ― πολλώ μάλλον ένα απόλυτο κι υπερβατικό ον και τη μέθεξη μαζί του.

Οι εντελώς δυστυχισμένοι. Εδώ σιωπώ γεμάτος θλίψη και σεβασμό: όταν η ζωή σου είναι χειρότερη από την εκμηδένιση, ιδίως όταν είναι μόνο πόνος, δεν μπορεί κανείς να σχολιάσει τίποτε.

Όσοι έχουν χορτάσει τη ζωή; Πόσοι είναι; Και στα δικά μας.

Ορθόδοξο βίωμα

Han Hoogerbrugge, από το βίντεο για το Love etc. των Pet Shop Boys

Η Ορθοδοξία είναι κάτι μεταρσιωτικό και κατανυκτικό κυρίως («κυρίως» λέω) για όσους κάνουν τουρισμό σε αυτή και για όσους τη βλέπουν απ’ έξω, αντιμετωπίζοντάς την ως φολκλόρ και όχι ως τρόπο καθημερινής ζωής.

Ως τρόπος ζωής σχετίζεται με π.χ. το γεγονός ότι η εν πολλοίς ανεμβολίαστη Λάρισα των 100.000 έχει τα μισά κρούσματα ημερησίως από την Αθήνα των 3.500.000.

Εντελώς πικρά και σε διαστροφή του μηνύματος της Ορθοδοξίας, η καθημερινή ζωή των μη θεολογούντων ορθοδόξων είναι λατρεία θανάτου.

Αυτή παρατήρηση εντάσσεται σε μια γενικότερη προβληματική, κατά την οποία η Ορθοδοξία είναι η γνήσια κι ανόθευτη εκδοχή της χριστιανικής πίστης.

Ο ορθόδοξος αυτός εξεψιοναλισμός συνίσταται σε ένα «γουάου, πόσο ανόθευτη κι αναστάσιμη και χριστοεκκλησιοκεντρική είναι η Πίστη μας σε αντίθεση με όσα πρεσβεύουν οι Δυτικοί» ενδεχομένως θα είχε μια πλακίτσα αν

α. Δεν ήταν επινοημένος από 4-5 ψιλο-οριενταλιστές δυτικούς θεολόγους (και π.χ. τον Μπερντιάγιεφ)·

β. Δεν ήταν η Ορθοδοξία τους τελευταίους 6 αιώνες κάτι μεταξύ γιουσουφακιού του μεγαλορωσισμού, παίγνιου των εθνικισμών και χρυσοποίκιλτου μανδύα του Φαναριού και του ελληνικού κράτους·

γ. Δεν είχε τόσο ιλιγγιώδη απόσταση από το καθημερινό βίωμα (cosy neorthodox keyword) των πιστών, που αναλώνεται στην ιδεολογικοποιημένη καχυποψία και στη λατρεία της ιδιοσυστασίας.