Ας ξεκινήσουμε με τα πολύ βασικά, τίποτε δεν πρέπει πια να θεωρείται δεδομένο.
Το παρακάτω είναι ένα ποίημα του Κ. Π. Καβάφη γραμμένο το 1920:
Νέοι τῆς Σιδῶνος (400 μ.Χ.)
Ὁ ἠθοποιός πού ἔφεραν γιά νά τούς διασκεδάσει
ἀπήγγειλε καί μερικά ἐπιγράμματα ἐκλεκτά.Ἡ αἴθουσα ἄνοιγε στον κῆπο ἐπάνω
κ’ εἶχεν μιάν ἐλαφρά εὐωδία ἀνθέων
πού ἑνώνονταν μέ τά μυρωδικά
τῶν πέντε ἀρωματισμένων Σιδωνίων νέων.Διαβάσθηκαν Μελέαγρος, καί Κριναγόρας, καί Ριανός.
Μά σάν ἀπήγγειλεν ὁ ἠθοποιός,
«Αἰσχύλον Εὐφορίωνος Ἀθηναῖον τόδε κεύθει –»
(τονίζοντας ἴσως ὑπέρ τό δέον
τό «ἀλκήν δ’ εὐδόκιμον», τό «Μαραθώνιον ἄλσος»),
πετάχθηκε εὐθύς ἕνα παιδί ζωηρό,
φανατικό γιά γράμματα καί φώναξε«Ἆ δέν μ’ ἀρέσει τό τετράστιχον αὐτό.
Ἐκφράσεις τοιούτου εἴδους μοιάζουν κάπως σάν λιποψυχίες.
Δῶσε -κηρύττω- στό ἔργον σου ὅλην τήν δύναμί σου,
ὅλην τήν μέριμνα, καί πάλι τό ἔργον σου θυμήσου
μές στήν δοκιμασίαν, ἤ ὅταν ἡ ὥρα σου πιά γέρνει.
Ἒτσι ἀπό σένα περιμένω κι ἀπαιτῶ.
Κι ὄχι ἀπ’ τόν νοῦ σου ὁλότελα νά βγάλεις
τῆς Τραγωδίας τόν Λόγον τόν λαμπρό –
τί Ἀγαμέμνονα, τί Προμηθέα θαυμαστό,
τί Ὀρέστου, τί Κασσάνδρας παρουσίες,
τί Ἑπτά ἐπί Θήβας – καί γιά μνήμη σου νά βάλεις
μ ό ν ο πού μές στῶν στρατιωτῶν τές τάξεις, τόν σωρό
πολέμησες καί σύ τόν Δᾶτι καί τόν Ἀρταφέρνη.»
Όταν πήγαινα σχολείο οι (πραγματικά άξιοι) φιλόλογοι τόνιζαν ότι δεν είναι σαφές «με ποιανού το μέρος είναι ο ποιητής». Προτού προχωρήσω, αφενός ο ποιητής δεν έχει ανάγκη να είναι με το μέρος κανενός, αφετέρου αν είναι γερός ποιητής το ποίημα θα πάει πέρα και από τις συμπάθειες και από τις πεποιθήσεις του.
Αλλά ας πούμε ότι μας νοιάζει εδώ με ποιον είναι ο ποιητής: με τους νέους της Σιδώνος, ηδυπαθώς μεν αρωματισμένα και φανατικά για γράμματα τεκνά αλλά με κάποια ροπή στον στόμφο; ή είναι με τον άνθρωπο της αυστηρής τέχνης ποιητή των Περσών (οι οποίοι αποσιωπώνται από τον προπετή επικριτή του…) που έβαλε τον συλλογικό αγώνα πάνω από το έργο του και επέλεξε να τον θυμούνται γι’ αυτόν;
Η απάντηση πρέπει είναι σύνθετη, αφού η όχι και πολύ λεπτή ειρωνεία με την οποία αποδίδεται η πομπώδης αξιολόγηση του Αισχύλου εκ μέρους κάποιου ανώνυμου σιδώνιου νεαρού συνυπάρχει με τον υπαινιγμό της επιθυμίας εκ μέρους του ποιητή για ακριβώς αυτόν τον νεαρό. Τέλος, αυτός ο ανώνυμος νεαρός μιλάει περισσότερο σαν θρασύ οξμπριτζιανό κολλεγιόπαιδο σύγχρονο με τον ποιητή, άρα μάλλον πιο ρεαλιστικά επιθυμητό: μεταφράστε στα αγγλικά τη γνώμη του για τον Αισχύλο και θα πεισθείτε.
Το θέμα μας είναι άλλο: οι νέοι της Σιδώνος όχι του 400 ή του 1920 (ή του 1971) αλλά του 2020. Ταγμένοι με πεποίθηση και νηφαλιότητα στο πλευρό της αυθεντίας και της εξουσίας, είναι «νέα παιδιά που φωνάζανε χρόνια για την κατάντια του ελληνικού κράτους και την ανάγκη ανασυγκρότησης μιας Ελλάδας που δεν τρώει τα παιδιά της, και μπλα μπλα μπλα, το μόνο που ήθελαν ήταν μια διαβεβαίωση ότι εξακολουθούν να είναι προνομιούχοι και ασφαλείς», όπως γράφει ο Στέργιος Χατζηκυριακίδης. Η ταύτισή τους με ό,τι θεωρούν αυθεντία και με τους φορείς της εξουσίας απορρέει από την ανάγκη τους να διατηρήσουν τα όποια προνόμιά τους, και δη αβάδιστα.
Σλόγκαν τους είναι το καλλιμάχειο «σικχαίνω πάντα τὰ δημόσια». Οι νέοι της Σιδώνος του 2020 περιφρονούν οτιδήποτε συλλογικό· συντάσσονται με κάτι ελαφρώς λιπαρούς και παλαιάς κοπής παραμυθάδες μπούμερ ως προς τη δοξασία ότι τίποτα συλλογικό δεν τελεσφορεί ποτέ, ότι οι επαναστάσεις καταντούν τυραννίες αφού προδοθούν, ότι το δημόσιο είναι χυδαίο και το ιδιωτικό βαρύτιμο και μυρωμένο. Φαίνεται να μην ξέρουν ότι τίποτε από όσα κάνουν τον κόσμο μας ελλιπώς κι επισφαλώς ελεύθερο και πολιτισμένο κερδήθηκαν μές στῶν διαδηλωτῶν τές τάξεις, τόν σωρό.
Θέλω να ελπίζω ότι δεν θα φάω καμμιά χελώνα κατακέφαλα τώρα κοντά γιατί δεν έχω δώσει ακόμα στό ἔργον μου ὅλην τήν δύναμί μου, ὅλην τήν μέριμνα: θέλω να ελπίζω ότι έχω χρόνο ακόμα. Όσο όμως και να αγαπώ τη δουλειά μου (για την οποία δεν μιλάω ποτέ εδώ, και μια χαρά το καταφέρνω εδώ και 15 χρόνια), όσο και να θυμάμαι μές στήν δοκιμασίαν, αν με ρωτήσει κάποιος για τι νιώθω περήφανος, θα μνημονεύσω όταν μές στῶν διαδηλωτῶν τές τάξεις, τόν σωρό πολέμησα καί ἐγώ χειρότερους από τόν Δᾶτι καί τόν Ἀρταφέρνη, έστω και χωρίς όπλα, έστω και σε μια μικρή και ανώνυμη πόλη.
Αυτό που ξέρουμε 100 χρόνια μετά το 1920 είναι πως ούτε αρωματισμένοι νέοι, ούτε φανατισμός για γράμματα, ούτε άλλα πολλά και σαφώς σημαντικότερα μπορούν να υπάρξουν για πολύ σε έναν κόσμο ατομικών προνομίων και νηφάλιων προνομιούχων. Οι νέοι της Σιδώνος, με τη ρητορική τους προπέτεια και τον όλο βεβαιότητες κατακριτικό στόμφο τους επιμένουν να το παραγνωρίζουν.