Νέοι της Σιδώνος (2020 μ.Χ.)

P1030063

Ας ξεκινήσουμε με τα πολύ βασικά, τίποτε δεν πρέπει πια να θεωρείται δεδομένο.

Το παρακάτω είναι ένα ποίημα του Κ. Π. Καβάφη γραμμένο το 1920:

Νέοι τῆς Σιδῶνος (400 μ.Χ.)

Ὁ ἠθοποιός πού ἔφεραν γιά νά τούς διασκεδάσει
ἀπήγγειλε καί μερικά ἐπιγράμματα ἐκλεκτά.

Ἡ αἴθουσα ἄνοιγε στον κῆπο ἐπάνω
κ’ εἶχεν μιάν ἐλαφρά εὐωδία ἀνθέων
πού ἑνώνονταν μέ τά μυρωδικά
τῶν πέντε ἀρωματισμένων Σιδωνίων νέων.

Διαβάσθηκαν Μελέαγρος, καί Κριναγόρας, καί Ριανός.
Μά σάν ἀπήγγειλεν ὁ ἠθοποιός,
«Αἰσχύλον Εὐφορίωνος Ἀθηναῖον τόδε κεύθει –»
(τονίζοντας ἴσως ὑπέρ τό δέον
τό «ἀλκήν δ’ εὐδόκιμον», τό «Μαραθώνιον ἄλσος»),
πετάχθηκε εὐθύς ἕνα παιδί ζωηρό,
φανατικό γιά γράμματα καί φώναξε

«Ἆ δέν μ’ ἀρέσει τό τετράστιχον αὐτό.
Ἐκφράσεις τοιούτου εἴδους μοιάζουν κάπως σάν λιποψυχίες.
Δῶσε -κηρύττω- στό ἔργον σου ὅλην τήν δύναμί σου,
ὅλην τήν μέριμνα, καί πάλι τό ἔργον σου θυμήσου
μές στήν δοκιμασίαν, ἤ ὅταν ἡ ὥρα σου πιά γέρνει.
Ἒτσι ἀπό σένα περιμένω κι ἀπαιτῶ.
Κι ὄχι ἀπ’ τόν νοῦ σου ὁλότελα νά βγάλεις
τῆς Τραγωδίας τόν Λόγον τόν λαμπρό –
τί Ἀγαμέμνονα, τί Προμηθέα θαυμαστό,
τί Ὀρέστου, τί Κασσάνδρας παρουσίες,
τί Ἑπτά ἐπί Θήβας – καί γιά μνήμη σου νά βάλεις
μ ό ν ο πού μές στῶν στρατιωτῶν τές τάξεις, τόν σωρό
πολέμησες καί σύ τόν Δᾶτι καί τόν Ἀρταφέρνη.»

Όταν πήγαινα σχολείο οι (πραγματικά άξιοι) φιλόλογοι τόνιζαν ότι δεν είναι σαφές «με ποιανού το μέρος είναι ο ποιητής». Προτού προχωρήσω, αφενός ο ποιητής δεν έχει ανάγκη να είναι με το μέρος κανενός, αφετέρου αν είναι γερός ποιητής το ποίημα θα πάει πέρα και από τις συμπάθειες και από τις πεποιθήσεις του.

Αλλά ας πούμε ότι μας νοιάζει εδώ με ποιον είναι ο ποιητής: με τους νέους της Σιδώνος, ηδυπαθώς μεν αρωματισμένα και φανατικά για γράμματα τεκνά αλλά με κάποια ροπή στον στόμφο; ή είναι με τον άνθρωπο της αυστηρής τέχνης ποιητή των Περσών (οι οποίοι αποσιωπώνται από τον προπετή επικριτή του…) που έβαλε τον συλλογικό αγώνα πάνω από το έργο του και επέλεξε να τον θυμούνται γι’ αυτόν;

Η απάντηση πρέπει είναι σύνθετη, αφού η όχι και πολύ λεπτή ειρωνεία με την οποία αποδίδεται η πομπώδης αξιολόγηση του Αισχύλου εκ μέρους κάποιου ανώνυμου σιδώνιου νεαρού συνυπάρχει με τον υπαινιγμό της επιθυμίας εκ μέρους του ποιητή για ακριβώς αυτόν τον νεαρό. Τέλος, αυτός ο ανώνυμος νεαρός μιλάει περισσότερο σαν θρασύ οξμπριτζιανό κολλεγιόπαιδο σύγχρονο με τον ποιητή, άρα μάλλον πιο ρεαλιστικά επιθυμητό: μεταφράστε στα αγγλικά τη γνώμη του για τον Αισχύλο και θα πεισθείτε.

Το θέμα μας είναι άλλο: οι νέοι της Σιδώνος όχι του 400 ή του 1920 (ή του 1971) αλλά του 2020. Ταγμένοι με πεποίθηση και νηφαλιότητα στο πλευρό της αυθεντίας και της εξουσίας, είναι «νέα παιδιά που φωνάζανε χρόνια για την κατάντια του ελληνικού κράτους και την ανάγκη ανασυγκρότησης μιας Ελλάδας που δεν τρώει τα παιδιά της, και μπλα μπλα μπλα, το μόνο που ήθελαν ήταν μια διαβεβαίωση ότι εξακολουθούν να είναι προνομιούχοι και ασφαλείς», όπως γράφει ο Στέργιος Χατζηκυριακίδης. Η ταύτισή τους με ό,τι θεωρούν αυθεντία και με τους φορείς της εξουσίας απορρέει από την ανάγκη τους να διατηρήσουν τα όποια προνόμιά τους, και δη αβάδιστα.

Σλόγκαν τους είναι το καλλιμάχειο «σικχαίνω πάντα τὰ δημόσια». Οι νέοι της Σιδώνος του 2020 περιφρονούν οτιδήποτε συλλογικό· συντάσσονται με κάτι ελαφρώς λιπαρούς και παλαιάς κοπής παραμυθάδες μπούμερ ως προς τη δοξασία ότι τίποτα συλλογικό δεν τελεσφορεί ποτέ, ότι οι επαναστάσεις καταντούν τυραννίες αφού προδοθούν, ότι το δημόσιο είναι χυδαίο και το ιδιωτικό βαρύτιμο και μυρωμένο. Φαίνεται να μην ξέρουν ότι τίποτε από όσα κάνουν τον κόσμο μας ελλιπώς κι επισφαλώς ελεύθερο και πολιτισμένο κερδήθηκαν μές στῶν διαδηλωτῶν τές τάξεις, τόν σωρό.

Θέλω να ελπίζω ότι δεν θα φάω καμμιά χελώνα κατακέφαλα τώρα κοντά γιατί δεν έχω δώσει ακόμα στό ἔργον μου ὅλην τήν δύναμί μου, ὅλην τήν μέριμνα: θέλω να ελπίζω ότι έχω χρόνο ακόμα. Όσο όμως και να αγαπώ τη δουλειά μου (για την οποία δεν μιλάω ποτέ εδώ, και μια χαρά το καταφέρνω εδώ και 15 χρόνια), όσο και να θυμάμαι μές στήν δοκιμασίαν, αν με ρωτήσει κάποιος για τι νιώθω περήφανος, θα μνημονεύσω όταν μές στῶν διαδηλωτῶν τές τάξεις, τόν σωρό πολέμησα καί ἐγώ χειρότερους από τόν Δᾶτι καί τόν Ἀρταφέρνη, έστω και χωρίς όπλα, έστω και σε μια μικρή και ανώνυμη πόλη.

Αυτό που ξέρουμε 100 χρόνια μετά το 1920 είναι πως ούτε αρωματισμένοι νέοι, ούτε φανατισμός για γράμματα, ούτε άλλα πολλά και σαφώς σημαντικότερα μπορούν να υπάρξουν για πολύ σε έναν κόσμο ατομικών προνομίων και νηφάλιων προνομιούχων. Οι νέοι της Σιδώνος, με τη ρητορική τους προπέτεια και τον όλο βεβαιότητες κατακριτικό στόμφο τους επιμένουν να το παραγνωρίζουν.

Paradise Circus

Photo 12-2-20, 21 10 47

Ποτέ ποτέ ποτέ δεν έπαψα να έχω επίγνωση πόσο προνομιούχος είμαι. Είμαι παιδί αγρότισσας και τεχνικού αλλά υπήρξα προνομιούχος και μετά έγινα ακόμα πιο προνομιούχος. Όχι προνομιούχος όπως οι γόνοι, οι καημένοι γόνοι που τους βαραίνει το βαρύ όνομα κάποιου βαρετού αλλά πολύ πολύ σημαντικού μπαμπά· όχι προνομιούχος όπως όσοι ζουν από ενοίκια και μετοχές και θέλουν να αφήσουν έργο πίσω τους, ενίοτε ματαιοπονώντας· όχι προνομιούχος όπως οι όντως προνομιούχοι ― αλλά προνομιούχος πάντως.

Τα προνόμια σου επιτρέπουν να πετάς λίγο πιο εύκολα από όταν είσαι σκλάβος, γυναίκα, φτωχός, πρεκάριος, πούστης κτλ. Όμως όλοι θέλουμε να πετάμε. Όλοι. Ακόμα και αυτός που περιφρονούμε και βδελυσσόμαστε σαν καλοί φαρισαίοι που είμαστε. Ακόμα και αν δεν ήταν το Ενσαρκωμένο Απόλυτο, ο Εβραίος Προφήτης ενός ασυνάρτητου κόσμου που δεν ήθελε ακριβώς να προσαρμοστεί στην ειρήνη του Καίσαρα και Αυγούστου ήξερε πολύ καλά τι έλεγε όταν μίλαγε για φαρισαίους και κρόσια ευσεβείας. Και είχε δίκιο ότι οι τσούλες κι οι κάγκουρες προάγουσιν ημάς εις την Βασιλείαν των Ουρανών, έχουν πιο δυνατή από εμάς και πιο ανεμπόδιστη την ανάγκη να πετάμε. Οι τσούλες και οι κάγκουρες, αυτοί που δεν είναι προνομιούχοι, αυτοί για τους οποίος το πέταγμα στα ουράνια είναι δύσκολο.

Όμως εγώ είμαι προνομιούχος και δεν έχω τον θεό μου.

Ο θεός της Ελλάδας βεβαίως δεν είχε τίποτε άλλο στην νου του μηγαρίς ελευθερία και γλώσσα. Αυτό με τη γλώσσα, τι να πω, δεν ξέρω, η γλώσσα είναι σαν αυτές τις υπέροχες εργαλειοθήκες με 37 κατσαβίδια και 23 γαλλικά κλειδιά και 2-3 κάβουρες κι έναν καλό βερνιέρο ― γιατί να έχεις εκεί τον νου σου; Για να κάνεις τη δουλειά του νου σου την έχεις τη γλώσσα. Αλλά ελευθερία, ε ναι. Ναι. Ναι και πάντα ναι. Εκεί είχα πάντα κι εγώ τον νου μου: περισσότερη ελευθερία, καλύτερη ελευθερία, βαθύτερη ελευθερία, ιλαρότερη ελευθερία, πνευματικότερη ελευθερία. Πώς να το πω αλλιώς: να πετάμε πιο ψηλά και πιο μακριά, σαν ακροβάτες που δεν φοβούνται τη βαρύτητα ή μάλλον που έχουν αποδεχτεί τι μπορεί να τους κάνει η βαρύτητα αλλά επιμένουν να πετούν και να πιάνονται ο ένας από τον άλλο καθώς πέφτουν στο κενό.

Και τι άλλο είχα πάντοτε στον νου. Τα σώματα. Τη χαρά των σωμάτων. Ναι, ο νους μας πάει στην ανεκλάλητη χαρά της καύλας, στον μονότονο κι αναπόδραστα ιμερικό παλινδρομικό χορό της και όσα τον συνοδεύουν, αλλά δεν είναι μόνον αυτή· δεν είναι αυτή η μόνη χαρά στις πολλές και διαφορετικές εκδοχές της και στο πώς τη χρωματίζει ο χρόνος, η νοσταλγία, η προσμονή ή ― κάποτε ― η βαθιά λαχτάρα για έναν άνθρωπο που άργησε να έρθει εκεί όπου θα μπορούσαμε να τον συναντήσουμε: σε μια κλειστή στοά, σε μια υπαίθρια σκακιέρα, σε μια οικεία ή ξένη πόλη όλο υποσχέσεις.

Δεν είναι μόνον αυτή η χαρά των σωμάτων. Είναι και η θάλασσα, για όσους στέργετε την κολλώδη αλμύρα της και την απατηλή δροσιά της που σας περικλείει, είναι και το εγερτήριο φίλημα της πρωινής ψύχρας και η στεγνή παγωνιά των βουνών (εκεί κλίνω εγώ, αλλά μη σας νοιάζει) και το να στέκεσαι ζωντανός πάνω σε μια κορφή και να λες πολύ αμερικάνικα στον θάνατο που όλους μας καρτερεί «not today». Είναι να ξέρεις στο πετσί σου και στο χορτάτο από ύπνο και έρωτα δέρμα σου ότι μία είναι η ημέρα που ζούμε και θα τη ζήσουμε ξανά και ξανά και όσο πιο ευφρόσυνα γίνεται. Θα είμαστε για ακόμα μια μέρα μαγεμένα παιδιά στο τσίρκο του εφήμερου παραδείσου της μικρής ζωής μας.

Είμαι ο Σραόσα

2011-12-04 00.28.09

Αυτές τις μέρες το ζώδιο της κρύας θαμπής φωτιάς, ο μόνος όρθιος στην αυλή του Αχούρα Μάζντα, ο μπλογκάς που διαβάζουν μόνον 500 άνθρωποι αλλά όλοι τους έφτιαξαν συγκροτήματα, κλείνει 15 χρόνια.

Αντί να ξαναλέω τα επετειακά, απλώς θα πω ότι πλέον ο Σραόσα είναι παραπάνω από ψευδώνυμο, από μια απλή μάσκα. Για το μεγαλύτερο πλέον μέρος της ενήλικης ζωής μου ο Σραόσα αποτελεί τρόπο ύπαρξης για μένα. Ένας τρόπος για να μπορώ να είμαι περισσότερο αυτό που αλλού επιβάλλεται να είμαι λιγότερο.

Θεοπτία

20140813_223531-1

Αποθρασύνθηκαν οι χριστέμποροι που ανέκαθεν διαφεντεύουν τις κρίσεις και τις ευαισθησίες των απλών ανθρώπων, όσων δηλαδή δεν ζούνε στις αριστερές φούσκες δικαιοσύνης και ισηγορίας ή στον βλαχοδεξιό θαυμαστό κόσμο της εταιρικής ευθύνης και των πασαλειμμάτων τουριστικής Ευρώπης.

Βγαίνουν οι χρυσοποίκιλτοι που χωρίζονται στη φατρία των επιχειρηματικώς υποκριτών και στη φατρία των αποστεγνωμένων μισανθρώπων και κραδαίνοντας τις μιαρές πατερίτσες τους, ράβδους που επιστέφουν δράκοντες οι οποίοι τάχα αποστρέφονται ένα μικροσκοπικό σταυρουδάκι στη μέση τους, προγκάν τα πρόβατά τους: όσοι δεν θέλουν να είναι πελατάκια των ελεεινών νεκροταφείων τους δεν θα διαβάζονται, όσες κάνουν έκτρωση είναι φόνισσες ― ω! δείτε πώς ευθυγραμμίστηκε η πούρα και ρωμέικη Ορθοδοξία της Συνόδου με τις πιετιστικές και προτεσταντίζουσες θρησκευτικές οργανώσεις, λάβροι νεορθόδοξοι θεολόγοι!

Και φυσικά η διανοούμενη αριστερά που ζει στον κόσμο της σοσιαλιστικής κουκουρούκου και των απεδαφικοποιήσεων από μπενγιαμινική σκοπιά, όταν δεν έχει παραδοθεί στην τσελιγκάδικη καφρίλα του Κόμματος, γράφει με όλο εκ του ασφαλούς παρρησία στα νεορηγάδικα μερμελίνια της τι λέει η Σύνοδος· ταυτόχρονα η φω μπουρζουά ακολουθία του Κούλη, πλούσιες κληρονόμες από ΒΠ και δεξιές αδερφές και κάτι γραβατωμένοι λαδέμποροι και στιλπνοί μπαρμπάδες, σταυροκοπιέται ανακουφισμένη που έχει αρκετά λεφτά και πάλι να διάγει τον υποκριτικό πλην όμως πρακτικό βίο της.

Στο μεταξύ, και με ευθύνη των θεοκάπηλων, σε μια κοινωνία που δεν μπορείς ούτε γκομενικό σκηνικό να στήσεις χωρίς μια Σμύρνη να καίγεται και πρόσφυγες να θαλασσοπνίγονται, συνήθως ως μουσική υπόκρουση νταλαριανή σε  κάποιον φασέικο καφενέ ή σε ταβερνείο σκέτη ελληνικότης, οι πρόσφυγες και οι έγκλειστοι στη Μόρια είναι λέει εχθροί μας και εισβολείς.

Ό,τι τοπικιστική και μισαλλόδοξη και καχύποπτη καβαλίνα αποπατήθηκε ποτέ σε αυτόν τον τόπο από καταβολής Μαυροκορδάτου και Κωλέττη και πώς τον έλεγαν τον άλλο τον λεχρίτη αναγεννάται και πάλι από την κοπρώδη τέφρα της για να πνίξει ανυπεράσπιστους ανθρώπους που πέρασαν μέσα από ανομολόγητες φρίκες και διαβήκαν τη θανάσιμη τάφρο του Fortress Europe για να φτάσουν στην Ελλάδα του φωτός, όπου θα εύχεται τον θάνατό τους κάθε κακαράντζα και κάθε αρχιδομούρης, όπου θα τους ταΐζει το ελληνικό κράτος μούχλα και σαπίλα, όπου θα κρυώνουν εξαθλιωμένοι και θα πεθαίνουν αβοήθητοι σε δομές, κλειστές ή μισάνοιχτες, παραδομένοι στην απόγνωση.

Άνθρωποι που μεγαλώσαμε με ιστορίες προσφυγιάς διώκουμε τους πρόσφυγες, όταν δεν εκτονώνουμε τη λυσσώδη μισανθρωπία μας στους Εβραίους (ω ναι, δεν υπήρξαμε ντιπ για ντιπ αντισημίτες, περιμέναμε κάποια μάλλον πλαστή έρευνα να μας το πει), στον Αλβανό, στον διπλανό.

Όχι δεν θεωρώ ότι είμαστε κακοί γιατί είμαστε Έλληνες, ούτε τίποτα τέτοιο. Βλέπουμε σε ολόκληρη την Ευρώπη κοινωνίες που παρήγαν πολιτισμό να κατρακυλούν στη βαρβαρότητα και να κυλιούνται μέσα στα σκατά με μπρίο και ω πόση μα πόση περηφάνεια: μαζί με την Ουγγαρία και την Πολωνία και άλλους πάμε κι εμείς. Ποιος φταίει; το ελληνικό ντιενέι, που δεν βγάλαμε Διαφωτισμό και τέτοιες μαλακίες; Όχι. Το άλας που μωράνθηκε φταίει. Και βέβαια άλας δεν είναι και δεν ήταν ποτέ οι δεσποτάδες (υπάλληλοι της πιο άτεγκτης εξουσίας είναι αυτοί, θεράποντες του προτύπου κάθε αυταρχισμού) αλλά όσοι έχουμε την ευθύνη να είμαστε το άλας. Τη δουλεία στο Ηνωμένο Βασίλειο την κατάργησαν πέντε άνθρωποι και δέκα βλαμμένοι κουάκεροι: αυτοί ήταν το άλας. Εδώ;

Εδώ η Μάγδα Φύσσα πάλευε σχεδόν μόνη. Εδώ δεν γίνονται μαζικές διαδηλώσεις για την Τοπαλούδη, γιατί βεβαίως οι γυναίκες πρέπει να είναι ή θύματα ή παρθένες εκτός κι αν πρόκειται να ξεσκιστούν μαζί μας και μόνον μαζί μας ― οπότε και πάλι προς το «θύματα» τις κόβω, υποψήφιες για εθισμό σε ψυχοφάρμακα που θα παίρνουν από μόνες τους. Μιλώντας για γυναίκες, οι βιαστές δικαιούνται μια δεύτερη και μια τρίτη ευκαιρία, ακόμα και αν σκότωσαν το θύμα τους για να τελειώνουν· η γυναίκα που πήγε και άνοιξε τα πόδια της δεν δικαιούται καμμία ευκαιρία γιατί η έκτρωση είναι φόνος και να το φορτωθεί τώρα το κουτσούβελο κι όλα κομπλέ: θείο δώρο.

Βέβαια οκέι, η γυναίκα τέλος πάντων δικαιούται να υπάρχει. Και, εδώ που τα λέμε, και ο πούστης δικαιούται να υπάρχει, ιδίως άμα είναι ο Μάνος Χατζιδάκις ή καμμιά δεξιά αδερφή ντυμένη μέσα στο καμπ του χρήματός της ή κάποιος 100% άντρας που δεν σπάει η φωνή του ξέρω γω και πάει μόνο με πολύ άντρες ― και ποιος δεν λαχτάρησε ένα μουστακαλίδικο τσιμπουκάκι μωρέ; Αυτοί που δεν δικαιούνται να υπάρχουν είναι κάτι κραγμένες φτερούδες που τσιρίζουν και κουνιούνται και βάφονται και προκαλούν. Αυτά τα σαμοβάρια δικαιούσαι να τα σφάξεις ατιμωρητί μέρα μεσημέρι στην πάροδο της Πατησίων γιατί σου χαλάνε την αισθητική.

Την αισθητική του Βελόπουλου, των μακεδονικών συλλαλητηρίων, του εμπορίου ιερών λειψάνων, των εκκενωμένων καταλήψεων, των φαλλικών κενών ουρανοξυστών στο Ελληνικό, των τοξικών αποβλήτων στις Σκουριές, του πατριωτικού κι ευσεβούς ΣΥΡΙΖΑ, του οριακά δυσπραξικού πρωθυπουργού που πήρε το κράτος όλο πάνω του αφού το στόκαρε μετακλητούς και πάει διακοπές, την αισθητική του οργανωμένου εγκλήματος και του τηλεοπτικού ψεύδους, των συλλαλητηρίων για τον ΠΑΟΚ και των πολιτευτών και λοιπών παραγόντων του ΟΣΦΠ, των AirB’n’B και των χιψτεροφαγείων με φαλάφελ πεντάευρου.

Pape Satàn, pape Satàn aleppe!
Pape Satàn, pape Satàn aleppe!
Pape Satàn, pape Satàn aleppe!