Αφού τελειώσουν τα Bildungsroman

Lucas Cranach the Elder Philip Melanchthon 1537
Lucas Cranach ο πρεσβύτερος. Φίλιππος Μελάγχθων (1537)

στον Μάνο Παυλάκη

Υπάρχει η εποχή που γίνεσαι, στην οποία ο χρόνος σε ανεβάζει ή σε κατακρημνίζει σε αυτό που θα είσαι. Υπάρχει αυτή η πρώτη εποχή του ανθρώπου, την οποία αφηγούνται πάμπολλα Bildungsroman με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο. Η εποχή αυτή είναι του Ηρακλή που πιάνει τον έναν άθλο πίσω από τον άλλο και τους σβήνει έναν έναν από τη λίστα: φροντιστήρια και σχολεία, προπονήσεις και πτυχία, μελέτη και έρωτες αδέξιοι, οι πρώτες κηδείες και κάθε λογής αποφοιτήσεις, γάμοι και γεννητούρια, διαζύγια και πρώτες δουλειές ή ημιαπασχόληση και πείνα, τεράστιες ματαιώσεις και μικρές καθημερινές πίκρες, στιγμές καθοριστικές και άλλες που σχεδόν αμέσως προορίζονται να γίνουν μικρές ιστορίες της νεότητας.

Και κάποια στιγμή όλα αυτά τελειώνουν και το βλέπουμε είτε να συμβαίνει όπως πιάνει το μάτι μας την κλεψύδρα σχεδόν να έχει αδειάσει ή και σαν αστραπή, βιβλικά κι απότομα.

Και μετά, όταν πια πάψουμε να γινόμαστε και πλεόν είμαστε, όταν πια τελειώσουν τα Bildungsroman, όταν πάψουμε να εξελισσόμαστε και να αλλάζουμε, όταν πιάσουμε ― και καλά ― εκείνο το αριστοτελικό τέλος, τι; Αποθεώνεται ο Ηρακλής και τέλος; Τι ιστορίες έχουμε να πούμε κατόπιν; Ολύμπιες καθημερινότητες και γαλήνιες κανονικότητες; Τη νηνεμία της ασφάλειας και την προσμονή της κρίσης της μέσης ηλικίας που θα μας βάλει στην τρίτη μας εποχή και ηλικία με αναταράξεις και επίγνωση της θνητότητας και του ίδιου του θανάτου; Χειρουργεία και ταξίδια αναψυχής;

Έτσι νομίζαμε. Αλλά καμμία σχέση.

Δεν υπάρχει μυθιστόρημα σαν το μυθιστόρημα της δεύτερης ηλικίας, είτε το διαβάζεις είτε το ζεις. Δεν υπάρχει αισιοδοξία και φιλοδοξία και ίμερος σαν των τριανταφεύγα και των σαράντα και των πενήντα. Κάτω από το φαινομενικό τίποτα και το τυπικό «τα ίδια» ανθίζουν και πεθαίνουν και ξανανθίζουν δεκάδες κόσμοι. Μπορεί να απουσιάζουν τα περιπετειώδη καθέκαστα και οι όλο αφέλεια και ανατροπές πλοκές των Bildungsroman αλλά επικρατεί ο ρυθμός εντός και η μεγάλη διάθεση, ο χρόνος είναι πυκνός και ο κόσμος εντός, το είπαμε, ανθίζει και πεθαίνει καρπίζοντας ή στον μαρασμό· λίγα ξεκινούν αλλά υπάρχουν πολλά, κάποια προοικονομημένα από την πρώτη εποχή και κάποια απροσδόκητα. Η δόξα της ζωής είναι λαμπρή και οι απελπισίες της ψηλαφητές, η χαρά της είναι βαθειά και ο πόνος της αναπόδραστος και αμετακίνητος.

Δεν γίνεσαι πια, είσαι και υπάρχεις.

Κυνοσάργους

OLYMPUS DIGITAL CAMERA
Good Friday in Athens https://flic.kr/p/2fMmefx

Προοίμιο

Ο τρόπος μου δεν είναι ποιητικός, ήταν πάντοτε ρητορικός. Ωστόσο πολλές φορές η ρητορική μπορεί να γίνει τρυφερότερη και αληθέστερη (και σίγουρα αστειότερη) από πολλή ποίηση.

Η πόλη

Δεν είμαι ταμένος στη θάλασσα αλλά στην Αθήνα. Αφιέρωνα κάποτε σε έναν φίλο που μας πέθανε νωρίς:

Πρέπει να είναι μια πόλη. Δεν μπορεί να είναι κάτι μικρότερο ή λιγότερο δαιδαλώδες από μια πόλη. Η πόλη είναι κούφια ήδη από τον καιρό της Μοχέντζο Ντάρο και του Ακρωτηρίου. Η πόλη είναι ένας κόσμος. Ένας κόσμος που απόψε αλλού καίγεται και αλλού ησυχάζει, ένας κόσμος στον οποίο οι ιστοί που καίγονται συνδέονται και συνάπτονται με εκείνους που ησυχάζουν. Ένα πρωτόγονο μυαλό η πόλη, όπου ο καθένας μας συνδέεται με διαφορετικές συνάψεις με τόσους άλλους. Ένα μυαλό που γίνεται λιγότερο πρωτόγονο όταν συνυπολογίσεις τον τόπο και τη χωροταξία: δρόμους, πλατείες, στενά, περίβολους, αίθρια, αυλές, ακάλυπτους, περβόλια, πάρκα, παραλίες, ερείπια και χαλάσματα κλειδωμένα και ξεκλείδωτα. Λεωφόρους και στοές. Ένα μυαλό που γίνεται ελαφρώς πιο ιλιγγιώδες όταν συνυπολογίσεις τους τόπους τους ιδιωτικούς και τη χωροταξία την ιδιωτική: δωμάτια. Εκατοντάδες χιλιάδες δωμάτια.

Πρέπει να είναι μια πόλη. […] Το οριζόντιο και το κατακόρυφο, το πεποικιλμένο και το ιστορισμένο· το συνονθύλευμα, το μερικό και το σύνολο. Η πόλη.

Για μένα λοιπόν η πόλη είναι ένα θαύμα, ενώ η μεγαλούπολη ακόμα πιο ευφρόσυνο θαύμα. Κάποτε η μεγαλούπολη «μπορεί να γίνει η σκέπη και το σύμπαν μας: μέσα στην απέραντη πολυπλοκότητά της κρύβει το μικρό μας καταφύγιο, είτε είναι το σπίτι μας είτε το δωμάτιο ενός ξενοδοχείου έστω».

Μιλάω για την πόλη γιατί μιλάω για την ανοιχτοσύνη και την ανεμελιά της, το τυχαίο που περιέχει. Μιλάω για την πόλη γιατί δεν μπορεί να είναι μονοσήμαντη ή πολωμένη κι ομόρρυθμη. Μιλάω για την πόλη γιατί μιλάω για το πώς μας αφήνει να επιλέγουμε εμείς ποιοι είναι οι άνθρωποί μας και ποιοι οι ξένοι, γιατί μας απελευθερώνει από τη στανική υπαγωγή στο σόι, στη φάρα, στο χωριό αλλά και γιατί μας απελευθερώνει από τον ακόμα στανικότερο διαρκή συγχρωτισμό μαζί τους.

Μιλάω για την πόλη γιατί μιλάω για την ελευθερία και για την ελευθεριότητα. Μιλάω για τις δυνατότητες τόλμης που μας παρέχει, για την ευκαιρία να νιώσουμε για λίγο ότι κανέναν δεν χρειάζεται να ακολουθήσουμε και ότι κανένας δεν μας παρακολουθεί για να μας κρίνει. Στην πόλη είμαστε ελεύθεροι και οι περισσότεροι εχθροί της ελευθερίας και της ελευθεριότητας και του να αφήνεσαι είναι εχθροί των πόλεων.

Στην πόλη, στην Αθήνα, υπήρξα ευτυχισμένος.  Όπως διαπίστωσα, σχεδόν έκπληκτος, πριν οκτώ χρόνια, «η πόλις με ακολουθεί, την κουβαλάω μέσα μου. Με έχει κρύψει μέσα της και μου έχει δώσει καταφύγια, την κατοικώ. Έχει αφήσει τον χάρτη της να αποκτήσει νόημα για μένα, διάσπαρτος με θαύματα. Στο τέλος, εντυπώθηκε μέσα μου κι αυτή».  Αλλά για αυτά δεν μιλάω πολύ.

Προς τα πού κοιτάζουμε

Είμαστε, λέει, φυλακισμένοι στην Ιστορία. Είναι, λέει, η  Ιστορία ένας εφιάλτης από τον οποίο προσπαθούμε να ξυπνήσουμε. Επίσης, ο άγγελος της Ιστορίας κοιτάζει, λέει, προς τα πίσω και βλεπει ερείπια να συσσωρεύονται. Γιατί όπου πόλεις, εκεί και τα ερείπια. Στην ύπαιθρο ερείπια δεν υπάρχουν ή, αν υπάρχουν, εντάσσονται οργανικά μέσα στα γραφικά τοπία, καθώς η φύση καταβροχθίζει και σωφρονίζει ίχνη της ανθρώπινης παρουσίας, της ανθρώπινης δύναμης, της ανθρώπινης μωρίας και χαράς. Τα ερείπια της Ιστορίας, ερείπια πολέμων και απληστίας και σχεδόν ποτέ απελευθερωτικών τιναγμάτων, τα βλεπουμε και τα νιώθουμε μέσα στις πόλεις. Όπως και κάθε άλλο αποτύπωμα της Ιστορίας.

Εμένα πάλι μου φαίνεται πως ό,τι από την Ιστορία είναι καίριο βρίσκεται εγγεγραμμένο μέσα μας. Δεν λέω για αταβισμούς και τέτοια, παρά για το απλούστατο γεγονός πως ό,τι από την Ιστορία μας μας ερμηνεύει και μας αποκαλύπτει θα μπορέσουμε να το δούμε μέσα μας τελικά, είτε πρόκειται για την προσωπική είτε για τη συλλογική μας Ιστορία. Για παράδειγμα, κατά κάποιον τρόπο η ιστορία της εντός ζωής μας είναι η ερωτική μας ζωή, όχι η ιστορία των ερώτων μας.

Μπροστά πρέπει να κοιτάζουμε πάντοτε, προς το μέλλον.

Άλλωστε, συνήθως η Ιστορία για τους μη ιστορικούς δεν είναι παρά μάταιη σπουδή να χτίσουμε το συλλογικό μας μέλλον, σπουδή ως μελέτη και σπουδή ως βιασύνη. Θέλουμε μαθήματα από το παρελθόν, συστρέφουμε τους σβέρκους μας αφύσικα προς τα πίσω ζητώντας απαντήσεις όχι για το ποιοι είμαστε παρά για το μέλλον μας, για το πού θα πάμε. Δεν βλέπεις όμως πού θα πας όταν κοιτάζεις πίσω, ιδίως όταν προσηλώνεις σε ερείπια το βλέμμα. Πρέπει να καταλάβουμε γρήγορα πως το παρελθόν πρέπει να το αφήσουμε στους ψυχαναλυτές και στους αρχαιολόγους· επιπλέον, το παρελθόν ανήκει στα όνειρά μας, αφού τα όνειρα προφητεύουν μόνο το παρελθόν και δεν προβλέπουν ποτέ το μέλλον.

Όπως ο Ορφέας που έβγαινε από τον Άδη, κοιτάζοντας πίσω το μόνο που καταφέρνουμε είναι να καταργήσουμε το μέλλον στο όνομα μιας κάποιας νοσταλγίας.

Καθώς εξασθενεί η ελευθεριότητα

Η ελευθεριότητα στις πόλεις, και μάλιστα η ερωτική ελευθεριότητα, γίνεται συνήθως αντιληπτή ως μια μικρή ατομική και μάλλον συγγνωστή ασυδοσία, κάτι σαν να περνάς με κόκκινο σε έρημη διασταύρωση. Πρόκειται βεβαίως για παρανόηση, και μάλιστα εσκεμμένη.

Η ελευθεριότητα δεν αφορά πλησμονή και κένωση, δεν συνιστά ανάγκη μας να γεμίσουμε ή να αδειάσουμε· όπως διάβαζα κάπου, αν αυτό νομίζεις για το σεξ, τότε μάλλον δεν κάνεις πολύ σεξ (ή καλό σεξ, θα έλεγα). Ούτε η ελευθεριότητα έχει να κάνει με γούστα και παραξενιές, κι ας έχει ο καθένας από εμάς τη δική του μοναδική ιδιοσυχνότητα που θα τον κάνει να ταλαντωθεί εκστατικά. Ούτε καταλαβαίνουμε πολλά πράγματα μιλώντας για την ελευθεριότητα σαν να είναι κάποια νόσος ή κάποια ψυχαναγκαστική επιβολή, όπως θέλουν να μας πείσουν οι πλατωνικοί του κόσμου τούτου. Η ελευθεριότητα προϋποθέτει πείνα για χαρά και για το τι έχει να μας δώσει κάθε ένας διαφορετικός άνθρωπος ― κάτι παραπάνω και πιο πέρα από το struggle for pleasure, όπως ανέμπνευστα το ονόμασε ο Βέλγος.

Γιατί υποχωρεί η ελευθεριότητα; Υποχώρησε η καύλα; Όχι βέβαια, δείτε πόσο ατελέσφορα αναλώνεται στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, αν και τα μέσα αυτά έχουν δώσει δυνατότητες για ραντεβού που ήταν αδιανόητες παλιότερα ― δυνατότητες που πολλοί εκμεταλλεύονται. Ούτε η περιέργεια έχει χαθεί, απλώς μπορεί να ικανοποιηθεί πολύ πιο εύκολα και ανώδυνα: ας πούμε ότι μπορείς πια να δεις προτού αποφασίσεις. Έχει όμως λείψει η ελευθεριότητα.

Δείτε το τραγούδι η Κυρά σε μουσική και στίχους Χατζιδάκι. Είναι του 1963:

Τρέξτε φτάστε βρε παιδιά
να θαυμάστε την κυρά
που στολίζεται και ράβει
και την γειτονιά ανάβει.

Κάτω απ’ το παράθυρό της
στέκεται ένας στρατιώτης
κι απ’ την πίσω πόρτα βγαίνει
ναύτης που `χει αφήσει γένι.

Κι όταν βγει στο παραθύρι
πως φοβάμαι μη με δείρει
και κλειστώ σε μοναστήρι
και με φάνε οι καλογήροι.

Κάθε γλάστρα στον καιρό της
κι η κυρά στον αργαλειό της
και το δειλινό ο καλός της
κάνει πάντα το δικό της.

Ποιο τραγούδι του 2019 μπορεί να μιλήσει τόσο ελευθέρια κι ανοιχτά για τη γυναικεία επιθυμία αλλά και για τους στερεοτυπικά κωλομπαράδες καλόγερους; Τα γκαυλεούρικα χιπχοπάκια μας ή τα νιαουνιάου της σκυλοπόπ μας, όλο ζηλοτυπίες και ευφημισμούς για την καύλα; Υπάρχουν σποραδικές εξαιρέσεις, όπως κάτι παιάνες σε κώλους του The Boy και μέχρι εκεί.

Πάμε παραπέρα: έχουμε πια το ερωτικό θάρρος της χωρικής που θα παιρνόταν με τους αγωγιάτες ρισκάροντας να πομπευτεί και να διασυρθεί και να απομονωθεί ή έστω της μεγαλοκυρίας που έβγαινε νύχτα μόνη στους δρόμους ή άντε του καθ’ όλα εξασφαλισμένου μπερμπάντη της δεκαετίας του ’50; Μάλλον όχι, έχει φύγει όλη η τσαχπινιά κι η αλητεία από μέσα μας· ακόμα και τις αρπαχτές, τις ξενογαμίες ή τις πολυγαμίες τις πλαισιώνουμε είτε με ψεύτικους έρωτες είτε με πυκνοδουλεμένες και βαρειές θεωρητικές κορνίζες. Και αν το σκεφτεί κανείς, τι έχουμε να διακινδυνεύσουμε πια; Συνήθως τι θα πει ο κόσμος.

Αντιλαμβάνομαι ότι το κουτσομπολιό είναι απεχθές όχι γιατί μιλούν για εμάς οι άλλοι, αλλά λόγω της ευτελούς και βλακώδους κοσμοθεωρίας πάνω στην οποία θεμελιώνεται. Αλλά στις μεγαλουπόλεις, αντίθετα με τη στυγερά οργανωμένη στους αποκλεισμούς της επαρχία, οι συνέπειες του κουτσομπολιού μόνο μέχρι εκεί φτάνουν συνήθως: κάποιοι μας ερμηνεύουν κουτά και κοντόφθαλμα.

Δεν είναι αποδεκτό αυτό το τίμημα έναντι της ελευθερίας μας για χαρά;

Ελληνική παιδεία

oGerostathhis-esofyllo

Aπό το 2010 γράφουν με οίστρο και σύστημα και μεγαλαυχία αυτοί που αποκάλεσα γυμνούς στην προηγούμενη ανάρτηση, παριστάνουν τους φιλοσόφους, κοινωνιολόγους και πολιτικούς επιστήμονες, ανατέμνουν την κοινωνία με μπαλτάδες και χατζάρια. Τώρα που ξαναήρθαν τα αφεντικά τους στα πράγματα αναρωτιέται κανείς:

Γιατί είναι τόσο ηλίθιοι οι δεξιοί; Γιατί οι μόνοι οριακά νοήμονες ανάμεσά τους είναι κάτι αποστάτες της ΚΝΕ, λωτοφάγοι ρεφορμιστές ή πικραμένοι σοσιαλδημοκράτες;

Η απάντηση είναι σαφής: η ελληνική Δεξιά έχει χτίσει ένα εκπαιδευτικό σύστημα που βασίζεται στη χρηστομάθεια, στην προπαγάνδα (ναι, είμαστε άριστοι παραχαράκτες της Ιστορίας και άλλων πολλών) και στην καρικατούρα διαλεκτικής που συνθηματικά θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε «Παπανούτσος». Αυτό το σύστημα αποβλακώνει. Ήδη ως Έλληνες ξεκινάμε με χάντικαπ.

Επίσης, αντί να προσπαθήσει να φτιάξει γενίτσαρους με το να προσεταιρίζεται ταλέντα απ’ όπου και αν προέρχονταν α λα αμερικάνα, η ελληνική Δεξιά φτιάχνει σχολεία δικά της (όπως το Κολλέγιο π.χ.) για να δίνει όσο το δυνατόν περισσότερα εφόδια στους δικούς της γόνους, εφόδια μορφωτικά και άλλα ― δηλαδή γνωριμίες.

Όμως όσα εφόδια και να παράσχεις, μόνον ένα μικρό ποσοστό των γόνων αυτών μπορεί να τα αξιοποιήσει.

Δεδομένου λοιπόν ότι οι κάθε λογής γόνοι προορίζονται ούτως ή άλλως να διοριστούν, να τοποθετηθούν, να εκλεγούν και να κυβερνήσουν, καταλαβαίνει κανείς γιατί τόσο λίγοι δεξιοί νογάνε και γιατί τόσοι πολλοί δημόσιοι δεξιοί είναι ηλίθιοι.

Είναι γυμνοί

Belshazzars feast

Τελευταία μου λέξη για τους [λίστα στο ίνμποξ, ενδεχομένως]:

Την πρώτη δεκαετία του αιώνα καταξιώθηκαν ως ψύχραιμοι και αρκούντως μορφωμένοι σχολιαστές της επικαιρότητας και της ελληνικής κοινωνίας (ή του μέρους της κοινωνίας που θεωρούσαν άξιο λόγου).

Η επιφάνειά και η φήμη τους εδραιώθηκαν χάρη στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης αλλά και σε σοβαρές εφημερίδες.

Τη δεύτερη δεκαετία του αιώνα φανερώθηκε ότι είτε ήταν πληρωμένες γραφίδες, είτε αποσκοπούσαν σε προσωπική τους εξασφάλιση, είτε ήταν φανατικοί έντασης και ποιότητας Ριζοσπάστη.

Αυτό δεν ήταν αρκετό να τους απαξιώσει πλήρως: οι περισσότεροι παρέμεναν σοβαροί άνθρωποι, έστω κατ’ επίφαση, έστω γιατί είχαν την έξωθεν καλή μαρτυρία.

Το τέλος της δεύτερης δεκαετίας αποκαλύπτει επιπλέον τη ρηχότητα και την ημιμάθειά τους, τη θλιβερή έλλειψη καλλιέργειας, μόρφωσης και έρματος που διακρίνει πολλούς από αυτους. Κοινώς: αλαφροκάνταρα και κύμβαλα αλαλάζοντα.

Θύματα του φαινομένου Dunning-Kruger επιδεικνύουν περήφανα την ελλειμματική ευρυμάθεια και την περιορισμένη κριτική τους δεινότητα, τα όποια εκλεπτυσμένα γούστα τους και τις καταβολές τους.

Όλα τα παραπάνω θα ήταν βεβαίως αρκετά με το παραπάνω εάν δεν στόχευαν στο να γίνουν υπερσχολιαστές, παντογνώστες και κήνσορες, εάν είχαν επίγνωση των περιορισμών τους.

Ακριβώς για αυτόν τον λόγο δεν λέω ονόματα: σκοπός μου δεν είναι το κράξιμο συγκεκριμένων ανθρώπων αλλά να φωνάξω ότι κάποιοι τάχα μεγαλόσχημοι και λαμπροντυμένοι σχολιαστές είναι στην πραγματικότητα απλοί σωβρακοφόροι ή και τσίτσιδοι.