Με ξύπνησαν πολύ πρωί οι σειρήνες. Αυτές οι καινούργιες που εγκατέστησαν εδώ προ διετίας ακούγονται πολύ πιο υποβλητικές και λιγότερο στριγγιές από τις προηγούμενες. Ξανακοιμήθηκα γρήγορα, προτού προλάβει ο παππούς από απέναντι να ξυπνήσει κατά τις έξι και να αρχίσει να τραγουδάει την Τηλλυρκώτισσα, όπως κάνει περί τις δυο φορές τη βδομάδα ανελλιπώς εδώ και σχεδόν πέντε χρόνια. Είδα στον ύπνο μου τη Θάτσερ να μου λέει για τον Πινοτσέτ (είχα την κουβέντα του χτες βράδυ, βλέπετε). Αισθανόμουν αποστροφή και ενδιαφέρον ταυτόχρονα: πολύ καλά κρατιέται η άρπυια, σκεφτόμουνα μες στον ύπνο μου.
[Η Τηλλυρκώτισσα είναι το γνωστό κυπριώτικο τραγουδάκι στα κορακίστικα. Τηλλυρκώτισσα είναι αυτή που κατάγεται από την Τηλλυρία. Η Τηλλυρία, πάλαι κυρίως τουρκοπεριοχή, είναι εκεί στα καπούλια της Κύπρου, στα αριστερά όπως βλέπει κανείς τον χάρτη. Εκεί έριξαν ναπάλμ οι Τούρκοι το ’64, προετοιμάζοντας εισβολή για να λυτρώσουν τους Κύπριους αδερφούς (τους), όμως τους μαζέψανε συνοπτικά οι φονιάδες-των-λαών-Αμερικάνοι.]
Ξύπνησα και πήγα στη δουλειά με το αυτοκίνητο. Η δασκάλα οδήγησής μου (εδώ έμαθα να οδηγώ ― όσο χρονών ήμουνα ποτέ δεν είχα χρειαστεί ΙΧ) μου έλεγε πώς ξύπνησε το πρωί πριν 33 χρόνια στην Κερύνεια να φτιάξει καφέ και είδε τη θάλασσα μαύρη. Ερχόταν, επιτέλους, ο Στόλος. Μπήκανε στ’ αυτοκίνητο κι έφυγαν. Ξαναείδε την πόλη της το 2003· πάει τακτικά απέναντι και βρίσκει και φτηνά τσιγάρα, δεν κόβεται το ρημάδι όταν είσαι μέσα σε ένα εκπαιδευτικό κορόλα δώδεκα ώρες την ημέρα στους δρόμους.
Τη θυμήθηκα βλέποντας το Γράμματα από την Ιβοτζίμα, εκεί που βγαίνει ο φαντάρος να αδειάσει το καθήκι και βλέπει τον αμερικάνικο στόλο μέχρι εκεί που φτάνει το μάτι. Ωραίο έργο, καλύτερο από τις Σημαίες των πατέρων μας. Εικαστικά, ύστερος Ήστγουντ: μονοχρωμία και καραβατζιανό κιαροσκούρο. Η σκόπευση, η εστίαση, σχεδόν αδιανόητη: από τη μεριά του ηττημένου εχθρού. Μου έκανε αίσθηση η σκηνή της εν ψυχρώ εκτέλεσης γιαπωνέζων αιχμαλώτων από αμερικάνους που βαριόντουσαν να τους φυλάνε. Για σκέψου.
Φαντασιωνόμουν όσην ώρα το έβλεπα κι εγώ: ένα δίπτυχο για τη μικρασιατική καταστροφή, ελληνικής παραγωγής. Τηλεοπτικό, βεβαίως, αφού το ελληνικό σινεμά είναι σαν τα ελληνικά κρασιά: κυρίως άθλιο, με εξαίρεση ελάχιστους μικρούς παραγωγούς. Όμως να γίνει μια ωραία παραγωγή, α λα Παιδιά της Νιόβης, κουστούμια, κρινολίνα, φέσια, πιάνο, γαλλικά και η Αλμυρά Έρημος.
Μέρος πρώτο: Τα μπαϊράκια των προγόνων μας. Πώς μια χούφτα πολεμιστές του Κεμάλ απωθούνε τον ξενοκίνητο ελληνικό στρατό που αμέτι-μουχαμέτι θέλει να διαμελίσει την Τουρκία για λογαριασμό Βρετανών, Γάλλων και Ιταλών και να φτάσει στην Άγκυρα. Σφαγές, βιασμοί, αγριότητες· ο Στεργιάδης προσπαθεί εκκεντρικά να επιβάλει νόμο και τάξη, ο ελληνισμός βγάζει το άχτι του (σφαγές, βιασμοί, αγριότητες ). Οι Γιουνανλήδες φτάνουνε μέχρι το Αφιόν και το Εσκί Σεχίρ. Τρόμος φρίκη κτλ. Έλληνες στρατιώτες σκοτώνουν, καίνε και βιάζουνε για πλάκα. Ή για να εκδικηθούνε για τον Παλαιολόγο.
Μέρος δεύτερο: Γράμματα από τη Μικρασία. Τα γνωστά. Κούρδοι (ξέρω ότι δεν κάνει να τους κακολογούμε, αλλά τω καιρώ εκείνω ήταν στην υπηρεσία της τσέπης τους: ο μακαρίτης ο παππούς μού είπε περήφανα ότι του έδωσαν όπλο στα εφτά του για να μπορεί να υπερασπιστεί τον εαυτό του απέναντι στους Κούρτους), Τσέτες και οι στρατιώτες της Τουρκικής Δημοκρατίας σπάνε το μέτωπο και οι εισβολείς παίρνουν πόδι και πάνε από κει που ‘ρθανε. Σφαγές, βιασμοί, αγριότητες. Η Σμύρνη καίγεται, ο κόσμος «συνωστίζεται στην προκυμαία». Σφαγές, βιασμοί, αγριότητες. Το ελληνικό κράτος κοιτάζει να εκκενώσει (επιτυχώς) τα στρατά του αλλά οι σταφιδέμποροι, οι πουτάνες οι Σμυρνιές, οι μπακάληδες, οι χοντρές κυράδες με τα κολιέ και όλοι οι εν γένει τουρκόσποροι ας βρούνε μπάρκο κι ας τραβήξουνε κουπί. Βεβαίως φταίνε κυρίως οι ξένοι που δεν φόρτωσαν εκατοντάδες χιλιάδες πρόσφυγες σε μισή εκατοντάδα βαπόρια και εκκένωσαν τους υπηκόους τους μόνο. Τέλος πάντων, σφαγές, βιασμοί, αγριότητες .
Φυσικά, θα μπορούσαν να μας προλάβουν οι Τούρκοι και να κάνουν αυτοί το αντίστοιχο δίπτυχο. Άλλωστε είναι οι νικητές του Πολέμου της Ανεξαρτησίας τους. Αλλά είναι και βάρβαρα ζώα επίσης. Οπότε η ιστορική ευθύνη να ακολουθήσουμε τον Κλιντ Ήστγουντ πέφτει σε εμάς, εμάς που έχουμε το συγκριτικό πλεονέκτημα του πολιτισμού. Και της φιλοξενίας ― ιδίως των προσφύγων.
[Όταν έφτασαν οι παππούδες μου στα Φάρσαλα το 1923, όπου τους έστειλε το κράτος γιατί τους θεώρησε γεωργούς και είχε και γη καβάτζα εκεί, έτρεξαν να πιούνε νερό στην πηγή της πλατείας. «Ούι μάνα μ’, κοίτα, πίνουν νερό οι αούντηδες» έλεγαν οι ντόπιοι. Επίσης ισχυρίζονταν ότι οι γυναίκες των τουρκόσπορων πλένονταν κάθε μέρα για να βγάλουν τ’ Άγιο-Μύρον από πάνω τους κι ότι γδυνόντουσαν πριν πέσουν στο κρεβάτι γιατί ήταν παστρικιές.]