Η έκθεση, η κριτική σκέψη, το bullshit

Hello Kitty SupermanΗ έκθεση ιδεών μάς έχει ντρεσάρει «να σκεφτόμαστε επιφανειακά, σαν φοιτητές της Σορβόννης επί σχολαστικισμού: με ναι μεν άλλα, με δράση και αντίδραση, με υπέρ και κατά, με cui prodest, με όπως το βλέπει κανείς. Έχουμε εκπαιδευτεί να θεωρούμε την κριτική ‘στείρο αρνητισμό’ και τον σχετικισμό μετριοπάθεια. Έχουμε μάθει να σκεφτόμαστε όχι εκτός κοινωνικών συμφραζομένων αλλά με όρους και κοινωνικά συμφραζόμενα παρισινού αστού άντρα το 1962 που αναστοχάζεται τη μοιχεία και που σχεδιάζει να ζητήσει προαγωγή».

Ωστόσο, η Έκθεση δεν παύει να είναι μάθημα που στόχο έχει να διδάξει την κριτική σκέψη. Η δε κριτική σκέψη γίνεται κατανοητή ως συλλογιστική ευχέρεια και ρητορική δεινότητα. Κατά συνέπεια διδάσκεται ακόμα και σήμερα ως μέθοδος συλλογισμού με την παρουσίαση στους μαθητές σχημάτων επιχειρηματολογίας: οι ομοιότητες με τη ρητορική όπως διδασκόταν στη Σορβόννη του 13ου αιώνα δεν είναι τόσο επιδερμικές τελικά. Οι μαθητές λοιπόν ενθαρρύνονται να ψάχνουνε να βρουν τα υπέρ και τα κατά σκεπτόμενοι ψευδοδιαλεκτικώς, να ανευρίσκουν επιχειρήματα εκεί όπου δεν υπάρχουν ακόμα και αν χρειαστεί να γίνουν καζουιστές — και ούτω καθεξής. Συνελόντι ειπείν, μια επιτυχημένη έκθεση ιδεών στην ιδανική της μορφή τείνει προς κείμενο του Σταύρου Θεοδωράκη.

Ωστόσο, επειδή η Έκθεση διδάσκει κριτική σκέψη (ανεξαρτήτως αποτελέσματος), πλάθει υποκείμενα που φρονούν ότι τα πάντα είναι ζήτημα επιφανειακής disputatio και διαλογικής δεινότητας. Όποιος είναι οπλισμένος με τον τσελεμεντέ της εκθεσάδικης επιχειρηματολογίας περιφρονεί τη γνώση και αδυνατεί να συλλάβει την κατάρτιση και την εξειδίκευση, που κάποιοι έχουν και κάποιοι όχι. Σε αυτό το τελευταίο συνεπικουρεί και η ευκολία ανεύρεσης (άσχετων) πληροφοριών στο ίντερνετ.

Η έκθεση την εποχή του ίντερνετ πλάθει συζητητές πραγματικά επί παντός του επιστητού, οπλισμένους με τις αναγκαίες δεξιότητες να παράγουν αυτό που ο Harry Frankfurter λέει bullshit: ευλογοφανείς κενολογίες αντί για γνώση και κριτικό επιχείρημα.

Η μεγαλούπολη και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης

Διάβαζα σε ένα βιβλίο πρόσφατα ότι η κατακόρυφη οικιστική ανάπτυξη «απέτυχε να δημιουργήσει συνεκτικά οικιστικά περιβάλλοντα». Με άλλα λόγια, η προσδοκία μερικών οραματιστών να αντικατασταθούν τα χωριά από ουρανοξύστες ή μπλόκα δεν εκπληρώθηκε. Σε ελάχιστες περιπτώσεις στον σημερινό κόσμο μπλόκα ή ουρανοξύστες κατοικιών αντιστοιχούν σε κοινότητες.

Ένας από τους λόγους που δεν έχουμε ουρανοξύστες αντί χωριών και μπλόκα αντί γειτονιών είναι και ότι οι ουρανοξύστες, οι πολυκατοικίες και τα μπλόκα κατά κανόνα εντάσσονται μέσα στον οικιστικό ιστό μεγαλουπόλεων. Και, τελικά, «στις μεγάλες πόλεις, ο καθένας μας εκ των πραγμάτων αναγκάζεται να στήσει ένα δίκτυο γνωριμιών με ανθρώπους που ο ίδιος επιλέγει να κάνει παρέα, και δεν συναναστρέφεται απαραίτητα (μόνον) όποιον μένει δίπλα ή απέναντί του».

Γενικότερα, στις μεγάλες πόλεις κάνουμε παρέα και δικτυωνόμαστε κοινωνικά με αυτούς που επιλέγουμε και όχι απαραιτήτως με τους γείτονές μας και με το σόι μας. Μάλιστα, ένας από τους δευτερεύοντες παράγοντες που ενισχύουν την αστυφιλία είναι και αυτός: στη μεγαλούπολη επιλέγεις εσύ ποιους θα συναναστραφείς, σε ποιες κοινότητες θα ενταχθείς και με ποιους θα κάνεις παρέα — αντίθετα με τα αμερικάνικου τύπου προάστεια, με τις μικρές πόλεις και βεβαίως με τα χωριά, όπου συγχρωτίζεσαι γείτονες κυρίως.

Αυτή είναι και μία από τις πηγές καχυποψίας απέναντι στη ζωή της πόλης: οι άνθρωποι με τους οποίους είσαι δικτυωμένος κοινωνικά, τα μέλη της όποιας κοινότητάς σου, δεν μπορούν να σε ελέγχουν μέσω της διαρκούς γειτνίασης· ο καθένας μας επιλέγει ποιους θα έχει φίλους, σε ποιους θα μιλήσει και σε ποιους όχι. Ο γείτονας στη μεγαλούπολη δεν είναι ex officio φίλος, συνήθως δε είναι απλός ξένος.

Με την ίδια καχυποψία αντιμετωπίζεται τώρα τελευταία και η κοινωνική δικτύωση μέσα από τα σοσιαλμήντια. Χάρη στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης μπορείς να φτιάξεις αλλά και να διαχειριστείς τις δικές σου κοινότητες, που δεν περιορίζονται ούτε από τη γειτνίαση αλλά ούτε καν από την εγγύτητα. Σε ένα πρώτο επίπεδο, αφήνοντας δηλαδή κατά μέρος τις πουριτανικές πρακτικές Πανοπτικού συγκεκριμένων πλατφορμών όπως το facebook, δύσκολα ελέγχεται σε ποιες ονλάιν κοινότητες ανήκεις, συνεκτικές ή χαλαρές.

Και βεβαίως, ο William Gibson στον Νευρομάντη έπεσε έξω: οι περισσότεροι συμμετέχουμε στις οιονεί κοινότητες κυρίως για να εμπλουτίσουμε και για να επεκτείνουμε την εξωδιαδικτυακή μας ζωή και όχι για να χαθούμε μέσα στις ίδιες τις διαδικτυακές κοινότητες και στα όποια φόρα. Θυμίζει λίγο η κατάσταση την παλαιότερη μανία της αλληλογραφίας: οι περισσότεροι αλληλογραφούσαν με σκοπό τις όποιες γνωριμίες και ελάχιστοι αρκούνταν στην επιστολογραφική σχέση εφόσον υπήρχε η δυνατότητα συνάντησης, γνωριμίας και συναναστροφής διά ζώσης.

Η επιστολογραφία, που για δεκαετίες ζωοποιούσε τις ταχυδρομικές υπηρεσίες σε πολλές χώρες του κόσμου, αποτελεί σοβαρό επιχείρημα κατά των ιερεμιάδων περί «διαδικτυακής αποξένωσης»: εφόσον και για όσους η επιστολογραφία, ή τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, είναι προθάλαμοι ή υποκατάστατα της κοινωνικής ζωής και όχι χώροι νιρβάνας μέσα στους οποίους θα διαλυθεί η συνειδητότητά μας ξέρω γω, δεν τρέχει κάστανο.

Συνοπτικά: όσο χρησιμοποιούμε τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης με απώτερο σκοπό τη διά ζώσης γνωριμία (την όποια γνωριμία ή συναναστροφή ή συναλλαγή), η μομφή περί αποξένωσης είναι κενή. Με τον ίδιο τρόπο που η «αποξένωση των ανθρώπων» στις μεγαλουπόλεις οφείλεται περισσότερο στις εργασιακές συνθήκες μετά τη δεκαετία του ’70 και λιγότερο στο ότι «δεν ξέρεις (αφού δεν θέλεις ντε και καλά να ξέρεις) ποιος μένει δίπλα σου».

Πώς βλέπεις τα πράγματα;

Στην τιμή και στη συνείδησή μου, χρειάζεται να απαντήσω; θα απαντήσω με αρκετή χαλαρότητα λοιπόν.
Ο ελληνικός λαός εισήλθε σε μια παύση κινητοποιήσεων μετά τον Φεβρουάριο του 2012, η οποία ακολούθησε μια σχετικά ζωηρή εξεγερτική κίνηση, για τα δεδομένα της ελληνικής κοινωνίας τέλος πάντων. Η προσφιλής εξήγηση υπήρξε ότι ο λαός ηττήθηκε από τη φονική και αδιάκριτη βία της αστυνομίας. Ενδεχομένως ήτανε μια εξήγηση που εξυπηρετούσε την έλευση του ΣΥΡΙΖΑ: τι είδους απαιτήσεις μπορεί να έχει ένας ηττημένος λαός;
Πολλοί τότε κατηγορούσανε τον ΣΥΡΙΖΑ για διάφορα: από πλήρη ανικανότητα μέχρι ότι είναι τέλεια ενορχηστρωμένη συνωμοσία, από παλαιοπασοκισμό μέχρι αριστερισμό ή σταλινισμό κ.ο.κ. Όσοι το 2016 αισθάνονται δικαιωμένοι που, βαρώντας στον γάμο του Καραγκιόζη μεταξύ 2010 και 2015, πέτυχαν κάτι στην τύχη, ας θυμούνται ότι η κριτική της θεολογίας του Αποστόλου Παύλου (του ΣΥΡΙΖΑ του 2012) ούτε ερμηνεύει ούτε προοικονομεί τα έργα του Θεοδόσιου του λεγόμενου «Μεγάλου» (του ΣΥΡΙΖΑ του 2016).
Τα υπόλοιπα είναι γνωστά: ο ΣΥΡΙΖΑ ήρθε και μετά επανήρθε τον Σεπτέμβριο του 2015. Ενδιάμεσα έγινε μάλλον κατά λάθος ένα ιστορικό δημοψήφισμα το οποίο επιβεβαίωσε τρία πράγματα:
  1. Είναι πολύ περιορισμένες και η εξουσία των ΜΜΕ επί των συνειδήσεών μας και η αποτελεσματικότητα της τερατώδους μηχανής προπαγάνδας που πήρε μπρος το 2010 και συνεχίζει να δουλεύει φασόν.
  2. Στη μνημονιοκρατία αντιτίθεται περίπου το 62% του εκλογικού σώματος.
  3. Η ταξικές διαιρέσεις βάθυναν πολύ από το 2010.
Με αναίδεια, δειλία και κυνισμό ο ΣΥΡΙΖΑ αγνόησε το δημοψήφισμα και συνέχισε την επαχθή (όχι «απεχθή») μνημονιοκρατία. Οι φτωχοί πληθαίνουν· οι αυτοχειρίες συνεχίζονται· αμέτρητες οικογένειες ζουνε με θλίψη, μακαρόνια και στα σπίτια παπππούδων· έχουμε γεμίσει άστεγους και πένητες, κάποιοι από τους οποίους προέρχονται από τη μεσαία τάξη που αποσαθρώνεται· οι έμποροι υποφέρουν· η αποβιομηχανίση είναι πια επιδημία· η αστυνομία και η δικαιοσύνη είναι όπως τις ξέραμε επί Σαμαρά· το κράτος πρόνοιας φυτοζωεί· μας ταΐζουν έθνος, ηθικό πανικό κι Ορθοδοξία. Επιπλέον ξεπουλιούνται τα πάντα και περνούν νόμοι που εξασφαλίζουν τη συνεχιζόμενη δήωση των αγέννητων γενεών.
Παράλληλα σχεδόν κάθε κοινωνική αντίδραση σίγησε: είτε γιατί δαιμονοποιείται και κατασυκοφαντείται, είτε λόγω απελπισίας, είτε γιατί οι πρώην φορείς της διαμαρτυρίας τακτοποιήθηκαν από την κυβέρνηση (κάποιοι άλλωστε αντιδρούσαν το 2010-2015 με σκοπό να διοριστούν), είτε γιατί ο ΣΥΡΙΖΑ εκ του αποτελέσματος επιβεβαίωσε την ΤΙΝΑ (There Is No Alternative) και την πολιτική του να πορευτούμε όπως μας αφήνουν. Ταυτόχρονα η ΑΝΤΑΡΣΥΑ κάπου κρύβεται, η ΛΑΕ είναι μια θλιβερή παράτα, το ΚΚΕ η γνωστή όπερα της πεντάρας με τα μεγάλα ηθικά διδάγματα και την αγκυλωμένη εικονογραφία του.
Πολλοί αρέσκονται να κομπάζουν ότι τα είχανε προβλέψει όλα αυτά επειδή οι Συριζαίοι είναι ανίκανοι, αδίστακτοι ή και τα δύο. Εγώ θα αντιτείνω ξανά αφενός ότι άλλες οι αντιρρήσεις μας στον Απόστολο Παύλο και άλλο η κριτική μας στη βασιλεία του Θεοδοσίου, αφετέρου ότι δεν μας ενδιαφέρει καν η ποιότητα του πολιτικού προσωπικού του ΣΥΡΙΖΑ: στην πολιτική μάς ενδιαφέρει το τι κάνεις, όχι ποιος είσαι.
Για να κάνω σαφέστερο το δεύτερο σημείο: μας ενδιαφέρει η ερωτική ποίηση του Ελύτη κι όχι ποιες είναι οι αφορμές της, το έργο του Παπαδιαμάντη και όχι αν ήταν παρθένος, τα μυθιστορήματα του Ντοστογιέφσκι και όχι οι φρικώδεις πολιτικές απόψεις του. Τον ΣΥΡΙΖΑ δεν τον εκλέξαμε ούτε γιατί «τον πιστέψαμε», ούτε γιατί «είναι καθαροί» — τουλάχιστον όχι όλοι. Τον εκλέξαμε να κάνει μια δουλειά, που δεν την κάνει. Γιατί όχι τον θίασο του ολίγιστου Μητσοτάκη Jr. λοιπόν;
Θα αντιτείνει κανείς ότι από νωρίς διαφάνηκε πως ο ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορεί ή δεν θέλει να καταλύσει τη Μνημονιοκρατία ή, πολλώ μάλλον, να ηγηθεί μιας προσπάθειας του ευρωπαϊκού Νότου εναντίον του ορντολιμπεραλισμού και της γερμανικής «πολιτικής Σουηβής σπιτονοκοικυράς». Βεβαίως, και στις εξωμνημονιακού χαρακτήρα πολιτικές του ο ΣΥΡΙΖΑ αναδείχθηκε ολίγιστος με εξαίρεση κάποια δειλά κι ασυνάρτητα βήματα στην Υγεία, τη διαχείριση του προσφυγικού μέχρι που έπαθαν μαζικό Δένδια, το σύμφωνο συμβίωσης και την ιθαγένεια. Πράγματα που θα έκανε και μια κυβέρνηση ΓΑΠ, φερ’ ειπείν.
Έτσι εγώ βλέπω τα πράγματα.

Τζαμί

Adam Craig Thompson.png

Την προηγούμενη δεκαετία, λίγο αφού είχε αποφασιστεί η οικοδόμηση τζαμιού στην Αθήνα μίλαγα με κάποιον από το επιτελείο του κυρίου Καλού ο οποίος μου έλεγε ότι η κοινή γνώμη ήταν αρνητική σύμφωνα με δημοσκοπήσεις που είχανε παραγγείλει και για αυτό σκόπευαν να κωλυσιεργήσουν.
Δέκα περίπου χρόνια μετά φαίνεται να ξεκινάει η διαδικασία να χτιστεί τζαμί με έξοδα του ελληνικού κράτους. Είμαι υπέρ και της οικοδόμησης του τζαμιού και υπέρ του να γίνει με έξοδα του ελληνικού κράτους.
Φίλος του Ισλάμ δεν θα ισχυριστώ ότι είμαι, ούτε για πλάκα. Παράλληλα, με εξαίρεση τον ένα πεφωτισμένο πάπα Φραγκίσκο, τον ένα Αναστάσιο Αλβανίας και φωτεινούς ανθρώπους που παντου βρίσκονται, οι μονοθεϊστικές θρησκείες είναι πηγή δυστυχίας, γεννήτριες ενοχής, αφορμή πολέμων και ανείπωτης καταπίεσης.
Γιατί λοιπόν να φορτωθούμε ένα τζαμί στην Αθήνα; Απλούστατα γιατί υπάρχουν άνθρωποι που το χρειάζονται και οι οποίοι προς το παρόν λατρεύουν τον θεό τους σε μάλλον επικίνδυνα αυτοσχέδια τζαμιά, συνήθως εκεί όπου προ αναγκαίων μεταρρυθμίσεων υπήρχαν συνοικιακά μαγαζιά. Εκεί λήγει η συζήτηση: σε μια χώρα όπου ανεγείρονται εκκλησίες για πλάκα, ή για να νομιμοποιήσουν αυθαίρετα, ένας αξιοπρεπής χώρος λατρείας για τους μουσουλμάνους είναι αυτονόητος. Τέλος, υπενθυμίζω ότι πρόκειται για χώρο λατρείας κυρίως φτωχών ανθρώπων: αν ήθελε κανάς σαουδάραβας πρίγκηπας να κάνει προσευχή θα του έδιναν το Ηρώδειο, ή έστω το τζαμί Τζισδαράκη (όπως τη δεκαετία του ’60).
Γιατί να χτίσει το τζαμί το ελληνικό κράτος; Για να μην το χτίσει κάποιο αυταρχικό κράτος-τρομοκράτης όπως η Σαουδική Αραβία ή μία από τις βιτρίνες της.
Τέλος, χρειαζόμαστε τζαμί στην Αθήνα για ακόμα έναν λόγο. Παρότι τελικά θα χτιστεί κρυμμένο ανάμεσα σε μάντρες, συνεργεία και στο γενικότερο θλιβερό αχούρι που το ΠΑΣΟΚ αποκαλούσε «Ελαιώνα», το τζαμί θα αποτελεί οπτικό σπάσιμο της κυριαρχίας της Ορθοδοξίας στην Ελλάδα, έστω και σε ταπεινά συμβολικό επίπεδο.
Εξηγούμαι: καμμία κοινωνική σχέση και αλληλεπίδραση δεν μπορεί να ερμηνευθεί ορθά χωρίς να λάβουμε υπόψεις τις σχέσεις εξουσίας. Η Ορθοδοξία στην Ελλάδα είναι εξουσία, το Ισλάμ όχι.
Η κυριαρχία σε συμβολικό και πολιτικό επίπεδο της Ορθοδοξίας είναι απόλυτη, και δεν μιλάω βεβαίως για τη χριστιανική παράδοση της χώρας μας. Μιλάω για αυτό που ξεκίνησε το 1987, όταν ο Τρίτσης προσπάθησε να κρατικοποιήσει την εκκλησιαστική περιουσία και (βλακωδώς) να αλλάξει το σύστημα εκλογής επισκόπων. Ο «αγώνας» εκείνος ανέδειξε τον Χριστόδουλο και δεκάδες μιμητές και επιγόνους του: εκμεταλλευόμενοι την αγωνία περί ταυτότητας που έφερε η κατάρρευση του σοβιετικου σχηματισμού και μια ντεκαφεϊνέ ιδεολογική-εθνικιστική εκδοχή της νεορθοδοξίας, ο κλήρος εγκατέλειψε τη σωτηρία της ψυχής και τα καλά έργα και ρίχτηκε στον πολιτικό στίβο απροσχημάτιστα, προτιμώντας να διαμορφώνει πολιτικές συνειδήσεις αντί ξέρω γω να οικοδομεί πνευματικώς και να ποιμαίνει. Αυτό ακριβώς κάνουν και άλλες εκκλησίες και αλλού (Σερβία, Ιρλανδία, Ισπανία, Ρωσία, Πολωνία κτλ.) αλλά στην Ελλάδα η Εκκλησία δεν έχει καμμία αντιπολίτευση ουσίας όσον αφορά το πολιτικό πρόγραμμα των δεσποτάδων της.

Έστω λοιπόν και ως κάρφος στο μάτι της ορθοδοξίας, ένας μιναρές είναι ό,τι πρέπει.

Η ματιά του σεξισμού

Η ματιά του σεξισμού ισχυρίζεται ότι διακρίνει χαρακτηριστικά των γυναικών που δεν διακρίνονται υπό άλλες οπτικές γωνίες ή με άλλα ερμηνευτικά εργαλεία.

Για να φέρω ένα πάρα πολύ απλό παράδειγμα, η ματιά του σεξισμού περιέχει τον ισχυρισμό ότι μόνον αυτή βλέπει λ.χ. ότι οι γυναίκες είναι κοκέτες, ότι αργούν να ετοιμαστούν ή ότι είναι έτοιμες να σφαχτούν μεταξύ τους (π.χ. να τσακωθούν για άντρες) όντας ικανές μόνο για επιφανειακές λυκοφιλίες μεταξύ τους.

Αυτό ισχύει: όντως η σεξιστική ματιά διακρίνει πάνω στον γυναικείο «χαρακτήρα» πτυχές του που μέσα από κάποια άλλη ερμηνευτική ματιά είναι δυσδιάκριτες ή αόρατες.

Δεν πρόκειται όμως για κάποιες πτυχές της γυναικείας φύσης, παρά για συνέπειες του σεξισμού, της πατριαρχίας, της κουλτούρας του βιασμού: οι γυναίκες θα έπρεπε να ανταγωνίζονται μεταξυ τους για έναν ξεροκόμματο άντρα. Πρόκειται για αυτοεκπληρούμενες προφητείες στις περισσότερες περιπτώσεις, όταν δεν πρόκειται για μονομερή έμφαση σε κάτι (π.χ. κοκεταρία και φιλαρέσκεια) που χαρακτηρίζει πολλούς ανθρώπους ανεξαρτήτως φύλου.

Άρα η ματιά του σεξισμού βλέπει πάνω στις γυναίκες αντανακλάσεις του εαυτού του.

Για το θέμα της χαμένης ευκαιρίας

Η νεωτερικότητα στέργει τις ιστορίες για χαμένες ευκαιρίες: ανεκπλήρωτοι έρωτες, ματαιωμένες προσδοκίες, προδομένες επαναστάσεις, αξόδευτες ζωές, χαραμισμένα ταλέντα. Η νεωτερικότητα επίσης τρελαίνεται για τα «τι θα γινόταν αν» και για εναλλακτικές πραγματικότητες, με τον ίδιο τρόπο που ο Μεσαίωνας λάτρεψε την ιδέα της μετά θάνατον ζωής.

Ωστόσο, ο Μεσαίωνας ασχολιόταν με τον Παράδεισο και τα ασαφέστατα θέλγητρά του, όμως ασχολιόταν και με την Κόλαση — αν και όχι τόσο εμμονικά όσο τείνουμε να πιστεύουμε. Η νεωτερικότητα, απεναντίας, έχει αφοσιωθεί μόνο σε μία πτυχή του θέματος «χαμένες ευκαιρίες».
Η νεωτερικότητα αποφεύγει την Κόλαση ως πιθανότητα και αρκείται στο να την περιηγείται ως γεγονός τετελεσμένο και ως επί γης πραγματικότητα. Αρνείται λοιπόν η νεωτερικότητα να ασχοληθεί, πλην σποραδικών εξαιρέσεων, με τις χαμένες ευκαιρίες του Κακού (για να χρησιμοποιήσω έναν όρο που περιφρονώ λόγω της οιονεί κενότητάς του). Κι έτσι, δεν διαβάζουμε και δεν βλέπουμε ταινίες για τον δικτάτορα που απέτυχε, για τον δολοφόνο που πιάστηκε πριν καν φονεύσει, για τον διεφθαρμένο πολιτικό που δεν πρόλαβε να διαφθαρεί γιατί τον κόντυναν νωρίς, για τον ψυχοπαθή που καταπιέστηκε τόσο όσο να μην αναπτύξει τη στυγερή απανθρωπιά που έχει μέσα του ταμιευμένη, για τον βιαστή που έφαγε βρωμόξυλο πριν καν προλάβει να αγγίξει το υποψήφιο θύμα του.

Ρεμβασμός

Αυτές τις μέρες της αποκάρωσης σκέφτομαι τις συγκεκριμένες χαρές που κάθε γυναίκα μού χάρισε. Πόσο υπέροχο είναι να σιγά η γλώσσα και να αφήνεσαι στον χαρακτήρα της άλλης, στο πώς πράγματι αισθάνεται στο ποια αληθινά είναι. Να μη χρειάζεται να σου περιγράψει ποια είναι ή να σου μιλήσει για τον εαυτό της ή να σου διηγηθεί καθοριστικά γεγονότα της ζωής της. Πόσο ευφρόσυνο αυτή που είναι να γίνεται φανερό και ταυτόχρονα ηδονή, η μόνη ηδονή περιωπής σε έναν κόσμο που καμώνεται πως μπορείς την υποκαταστήσεις με διαλογισμό, αριστεία, ακτιβισμό, παραγωγικότητα ή — τρισχειρότερα — εξουσία. Χιλιοειπωμένο, αλλά αυτό το έγνω στη μετάφραση τον Εβδομήκοντα, η ιδέα ότι το σεξ είναι γνώση του άλλου, είναι από τα ομορφότερα δώρα της ιουδαϊκής θεολογίας στην ανθρωπότητα. Ο έρωτας των άκρως αισθητών είναι όντως γνώση και φανέρωμα, και ας μην ξέρουμε συνήθως να την ερμηνεύσουμε ή, συνηθέστερα, να τη διαχειριστούμε αυτή τη γνώση.

Ποια είναι η άλλη με την οποία γαμιέσαι φανερώνεται αβίαστα και σχεδόν ολοκληρωτικά, άλλωστε είμαστε οι κρυφές ουλές και το αποτύπωμα της ζωής όσο είμαστε και η όψη της ομορφιάς ή τα παιχνίδια που παίζουμε. Η αλήθεια δεν βρίσκεται στον οίνο, αλλά στη βίνευση. Δεν διατυπώνεται βεβαίως η αλήθεια αυτή μέσω τεχνικών και προτιμήσεων, ούτε υπάρχουν λεξικά και τσελεμεντέδες τύπου «αν ζητάει αυτό τότε είναι τέτοια· αν λέει αυτά άρα είναι έτσι· αν κάνει το άλλο τότε είναι δείνα”. Δεν είναι κείμενο η λαγνουργία, να ψάχνεις να βρεις σημεία και γραμματικές, είναι γεγονός: το κατεξοχήν γεγονός. Η αλήθεια του γεγονότος θα εκφραστεί υπόρρητα, επεξεργασμένη όχι από τη γλώσσα αλλά από κάτι μου μπορούμε να πούμε “διαίσθηση”. Είναι δύσκολη η διαπίστωση ότι φανερωνόμαστε όταν γαμιόμαστε κι αυτός είναι ένας λόγος που συνήθως γαμιόμαστε κρυφά.

Εννοείται ότι από εκεί και πέρα προσπαθούμε να οριοθετήσουμε την ιμερική μας συμπεριφορά ως κάτι ξεχωριστό από την υπόλοιπη ζωή, από την υπόλοιπη συμπεριφορά, από τον υπόλοιπο χαράκτηρά μας, επιδιώκουμε να περιχαρακώσουμε την ερωτοπραξία ως κάτι που “απλώς” αφορά τη φυσιολογία και τις όποιες ανατομικές ιδιαιτερότητές μας με ολίγη από ψυχανάλυση της πλάκας και να το αφήσουμε εκεί. Κι όμως, στο γαμήσι (και στο καυλάντισμα μετά τις πρώτες 5-10 ερωτοπραξίες) είμαστε ελεύθεροι και ο εαυτός μας ή είμαστε τραγικοί, τραγικοί ακριβώς επειδή δεν μπορούμε ή δεν αφηνόμαστε να είμαστε ο όποιος εαυτός μας.

Η γνώση που έρχεται μέσα από τους καταγλωττισμούς, τους μηκυθμούς, τις λαβές, τους ιδρώτες, τους μορφασμούς και τα χαμόγελα, τις στοναχές, την αθλητική προσπάθεια και τα χύσια δεν είναι ούτε ευτελής, ούτε καν απλή: ήδη είπα ότι δεν ερμηνεύεται και δεν κουμαντάρεται εύκολα. Βεβαίως, όπως κάθε γνώση, δεν είναι πάντοτε ιδιαίτερα ευχάριστη. Δεν υπονοώ ότι θα κάτσουμε να διαβάσουμε την άλλη για να βρούμε “θέματα” ή “προβλήματα”, ούτε ότι θα κάνουμε τη λίστα μας για να την κράξουμε μετά τον χωρισμό για το πόσο τσουλάρα είναι. Με τίποτα τέτοιες αηδίες. Λέω κάτι πολύ απλό, όπως παραπάνω: μέσα από το σεξ, με σχετική βεβαιότητα μετά τις πρώτες 5-10 επαναλήψεις αλλά και νωρίτερα, πράγματι γυμνώνεται η άλλη μπροστά σου, και δεν μιλάω καν για σωψυχίδια και τέτοια αλλά για τη δυνατότητα θέασης κι ενατένισης της άλλης.

Ένα παράδειγμα: μιλούν με λεπτομέρειες όσοι ξέρουν, εγώ δεν είχα ποτέ τέτοια εμπειρία, για την τρομακτική εμπειρία να το κάνεις με ρηχό άνθρωπο — δεν λέω “απλοϊκό”, λέω “ρηχό», που είναι περιγραφή χαρακτήρα επιμολυσμένου με δόλο και με ναρκισσισμό. Ό,τι κι αν λέει, όποιες κι αν είναι οι προϊμερικές και οι μετοργασμικές μανιέρες του ανθρώπου, στο γαμήσι βγαίνουν πάρα πολλά — για να το πω απλά.

Βόσπορος

Ο Βόσπορος είναι δυστυχώς κοινοτοπία. Χωρίζει την Ευρώπη από την Ασία, λέει. Ανεβαίνεις στο βαποράκι που κάνει τη διαδρομή τη ζιγκ ζαγκ και σου λένε, τώρα πιάνεις Ασία, τώρα Ευρώπη, τώρα Ασία, τώρα Ευρώπη. Σίγουρα αυτή η ιδέα είναι τουρκομπαρόκ εμπνεύσεως, αφού Ευρώπη δεν νοείται χωρίς ολόκληρη την Πόλη μέσα. Και εν πάση περιπτώσει, ο Βόσπορος βρίσκεται στη μέση της Πόλης· στην πραγματικότητα είναι ο ποταμός της Πόλης με τον τρόπο που θα αντιγράψει αιώνες μετά το Ηστ Ρίβερ στη Νέα Υόρκη, αφού χωρίζει την σωστή όχθη από την άλλη όχθη: χωρίζει το κάπου από το κάπου αλλού. Άλλωστε όπως κάθε ποτάμι που σέβεται τον εαυτό του, τον χειμώνα κατεβάζει παγωμένους υγρούς ανέμους που κάνουν τον Βαρδάρη να μοιάζει απόγεια αύρα.

Ο Βόσπορος είναι και πέρασμα με πολλή κίνηση, είναι και διάσπαρτος με αγκυροβολημένα γκαζάδικα και φορτηγά — άρα κι αχανές λιμάνι. Έχει και ψάρια και θαλασσινά που οι Σταμπουλιώτες καταναλώνουν πρόθυμα και μάλλον με άγνοια κινδύνου. Από κάτω του περνάει και τραίνο, εκεί όπου συναντάει την Προποντίδα, ενώ βεβαίως πάνω στην επιφάνειά του κυκλοφορούν αστικές συγκοινωνίες: βαπορέτα. Κάθε τι στον Βόσπορο διακηρύσσει ότι πρόκειται όχι για ραφή κρανίου κι ασυνέχεια, παρά για το ποτάμι στο κέντρο του κόσμου (γιατί τι είναι ο κόσμος παρά πόλη). Κάποιοι λίγο πιο αλαφροΐσκιωτοι θα ισχυριζόντουσαν ότι ο Βοσπορος ίσως είναι ένα από τα χαμένα ποτάμια της Εδέμ, με παραπόταμο των Κεράτιο και την ίδια την Εδέμ στη συμβολή τους.

Waterloo Bridge

Είναι η γέφυρα που δεν θα συστήσει κανείς ταξιδιωτικός οδηγός του Λονδίνου. Υστερεί σε κάλλος κι ιστορικότητα και δεν οδηγεί και πουθενά ιδιαιτέρως συναρπαστικά. Άλλωστε όλες οι γέφυρες είναι διανύσματα με διεύθυνση και φορά: οδηγούν από κάπου κάπου άλλου και σχεδόν ποτέ δεν οδηγούν από κάπου άλλου προς κάπου. Στο Λονδίνο οι γέφυρες του Τάμεση οδηγούν από Βορρά προς Νότο, εκτός ίσως από την πεζογέφυρα που συνδέει Άγιο Παύλο και Τέιτ. Η Waterloo Bridge, εις ανάμνηση του Βατερλώ, συνώνυμου στην Αγγλία νίκης περίλαμπρης, συνδέει το Aldwych με τον σταθμό του Waterloo, του Βατερλώ, από τον οποίο έφευγαν τα τραίνα για τη Γαλλία, στην οποία Βατερλώ σημαίνει Βατερλώ.

Οι γέφυρες εκτός από διανύσματα είναι και κουπαστές ακίνητων πλοίων. Πας στη μέση της γέφυρας και στέκεσαι εκεί για να ατενίσεις το ποτάμι ή τα στενά από κάτω και το τοπίο προς τον ορίζοντα. Αλίμονο στις γέφυρες που δεν περπατιούνται, κρίμα οι γέφυρες πάνω στις οποίες δεν μπορείς να σταθείς και να ακουμπήσεις στο βάθος τη ματιά σου. Από αυτή την άποψη η γέφυρα του Waterloo είναι αξεπέραστη.

Από τη δεξιά της πλευρά (είπαμε: οι γέφυρες στον Τάμεση πάνε από Βορρά προς Νότο) όλο το τουριστικό πανηγυράκι του Λονδίνου: το Κοινοβούλιο με το ρολόι, ο Μύλος κ.ο.κ. Ιδανικό σημείο για φωτογραφίες με καλό τηλεφακό ή πανοραμικές. Πηγαίνεις μετά από την άλλη πλευρά, την αριστερή. Καθώς κατεβαίνουν τα παγερά ρεύματα που τραβάει ο Τάμεσης από τη Βόρεια Θάλασσα νιώθεις να ξυπνάς σε μια εγρήγορση κι ευδία πιο εναργή από όσο θα ήθελες. Αντικρύζεις, ιδίως τη νύχτα σαν φώτα στο βάθος, το χωριό του Blade Runner, τους πύργους του Σίτυ και των Ντοκλαντς να περιστοιχίζουν τον Άγιο Παύλο όπως οι μπάτσοι διαδηλώτρια. Κοιτάς για λίγο κάτω και βλέπεις τη λασπούρα του Τάμεση να σπεύδει προς τη. θάλασσα. Και κάθε φορά συνειδητοποιείς κάτι, κάτι διαφορετικό κάθε φορά.

Η γέφυρα του Waterloo μπορεί να γίνει τόπος καρποσταλικών αναμνήσεων ή σημείο φωτισμού, του φωτισμού που προσφέρει ο κρύος υγρός άνεμος κι ένα μαγευτικό αλλά απάνθρωπο τοπίο.

Τα στενά της Σαλαμίνας

Η Σαλαμίνα είναι πιθανότατα ο Άδης των μικρομεσαίων, εκεί που παν οι φιλήσυχοι άνθρωποι όταν πεθάνουν. Έχει τα πάντα η Σαλαμίνα και τίποτα δεν της λείπει: έχει αγορά κι έχει και ωραία μεγάλα σπίτια διώροφα· οι παραλίες της αρκούν για να δικαιολογήσουνε το παρατσούκλι “Σαλαμύκονος” και σίγουρα θα είναι παραπάνω από ικανοποιητικές για πεθαμένους λουόμενους. Είναι νησί και δεν είναι μακριά, είναι μια νήσος μικρομεσαίων μακάρων που θα χαρίσει μεταθανάτια τρυφή σε κάθε άνθρωπο που μάταια ονειρεύτηκε το χρήμα και ζωήν αιώνιο μέσα σε εξοχικό.

Στην πραγματικότητα, αν σπουδάσει κανείς προσεκτικά το Πέραμα θα συνειδητοποιήσει ότι είναι μια από τις άκρες του κόσμου. Είναι διαποτισμένο το τοπίο από την αίσθηση του ορίου, της άκρης, του τέλους. Στο Πέραμα δεν μπορεί παρά να τελειώνει ο κόσμος, και μάλιστα όχι με πάταγο παρά με στεναγμό. Τα στενά της Σαλαμίνας συνιστούν τον ουδό του Άδη, κι όχι μόνο για να τους ναύτες του Περσικού στόλου.

Για να διαβείς τα στενά της Σαλαμίνας πληρώνεις ένα κέρμα στον βαρκάρη. Το πορθμείο είναι σιωπηλό και το μπαρ του πάντα κλειστό — τι ανάγκη έχουν από φραπέδες καραβίσιους οι πεθαμένοι; Κοιτάζεις πίσω και σιγουρεύεσαι ότι το Πέραμα ήταν η άκρη του κόσμου. Προσεγγίζοντας τη Σαλαμίνα βλέπεις στις ακτές της ένα λοιμοκαθαρτήριο ή σανατόριο — εγκαταλελειμμένο βεβαίως, αφού στον Άδη είναι η κατάπαυση των νοσημάτων. Πλησιάζεις τα Παλούκια και επιβεβαιώνονται οι υποψίες σου: εδώ είναι ένα μακάριο κατοικητήριο πεθαμένων. Εδώ είναι επιτέλους η ήσυχη ζωή. Κατεβαίνεις και βρίσκεις τη δική σου θέση στας αιωνίους μονάς, κάποιες από τις οποίες τίμησαν και οι βασιλείς των Ελλήνων, αφού πάρεις τυρόπιτα από έναν από τους πολλούς καλούς φούρνους.