Τα Βιβλία του Πρόσπερο

Απόψε θυμήθηκα απότομα τον ΛΖ ενώ πήγαινα να πάρω ψωμί. Χρόνια είχα να τον σκεφτώ.

Τον γνώρισα ως αδερφό μιας κοπέλας που μου άρεσε αλλά τα είχε με φίλο. Ξημεροβραδιαζόμουν σπίτι της με τις ώρες, κουβεντιάζαμε. Αυτό έκανε η νεολαία τότε: κουβέντιαζε. Πότε για την τέχνη, πότε για το 01, πότε για μουσική και το κλάμπινγκ των άλλων (μπατήρια γαρ), πότε για σινεμά και τη Ριβιέρα ή το Βοξ — που ήτανε της γειτονιάς γιατί ναι οι μεγάλες αθηναϊκές ιστορίες ή στον Πειραιά ή πέριξ της Καλλιδρομίου εκτυλίσσονται· κακά τα ψέματα.

Η κοπέλα λοιπόν αυτή είχε αδερφό τον ΛΖ: βιολιστή, αθλητή και αρχιτέκτονα: ήτανε ταυτόχρονα και τα τρία. Βεβαίως, όπως βεβαίωνε κι η αδερφή του και φίλη μου, ο Θεός πάντοτε κρατάει και μια καβάτζα: ήτανε κακάσχημος.

Κάποια στιγμή για ασήμαντη αφορμή τα πράγματα με την κοπέλα αυτή δυσκόλεψαν. Πριν τα κοινωνικά μέσα οι ανθρώπινες σχέσεις μπορούσαν να ξεθεμελιωθούν άξαφνα κι απροειδοποίητα εξαιτίας ευτελών θεομηνιών που δεν ήξερες από πού ήρθαν και πώς έσκασαν πάνω τους: δεν υπήρχε σοσιαλμηντιακή καταγραφή σε πραγματικό χρόνο, ούτε πλούσιο αρχείο αλληλογραφίας (έστω υπό μορφή ίνμποξ τύπου kavla και mwromou).

Όπως συνήθιζε η νεολαία τότε, όπως συνηθίζαμε, αρχίσαμε λοιπόν τις εκ βαθέων εξομολογήσεις. Πήγα σπίτι της, έφτιαξε καφέ και παραδέχτηκε ότι της άρεσα γιατί υπέθετε ότι θα ήμουν καλός στο κρεβάτι, ενώ εγώ παραδέχτηκα ότι και να μου άρεσε το καταπίεζα — τα πράγματα λέχθηκαν περίπου έτσι και εντελώς inter alia. Μετά μιλήσαμε για τα βάσανά μας: εγώ για τη Σχέση, που θεωρούσε δεδομένο ότι καμασούτριζα με την κοπέλα όσο εκείνη τη φρουρούσε σπίτι ο μπαμπάς της· εκείνη για την οικογένεια και τον γκέι αδερφό της, τον ΛΖ, που έφερνε άντρες στο σπίτι.

Μέσα στον γενικό συγκινησιακό χαμό εμφανίζεται στο σπίτι και ο ίδιος ο ΛΖ, εν είδει καταλυτικού παρείσακτου σε θεατρικό του 19ου-20ου αιώνα, και μας λέει σχεδόν χωρίς εισαγωγή ότι άλλο αυτός άλλο οι επιθυμίες του (του άρεσε να παίρνεται με φορτηγατζήδες στα φορτηγά) και ότι το πνεύμα του και το ταλέντο του (ναι! είπε ταλέντο) και η ζωή βρίσκονται πάνω από όλα αυτά, καθαρά και αμόλυντα. Εγώ, ημιμαθής και χαζός και εξοικειωμένος ελάχιστα με τα βάσανα των ομόφυλων ερώτων, του είπα ότι αυτό είναι δυισμός χειρίστου είδους, ότι αν δεν είναι ο έρωτας (δεν έλεγα ‘σεξ’, ‘γαμήσι’, ‘λαγνουργία’, ‘ερωτοπραξία’ τότε — ενώ ‘καύλα’ έλεγαν μόνον το πορνό, ο Δημήτρης Λιγνάδης και οι τρικαλινοί) μέρος της ζωής μας και του ποιοι είμαστε, τότε τι είναι;

Η απάντηση του ΛΖ ήταν ότι «κάποια πράγματα είναι πολύ βρώμικα για να είναι μέρος της ζωής μας κι ότι αυτά είναι απλώς αναγκαία κακά». Εγώ σκέφτηκα πως σκεφτόταν τον έρωτα (δηλαδή το γαμήσι) σαν να είναι κάτι όπως το χέσιμο και θύμωσα και ταράχτηκα. Όμως ήταν αθλητής, τριαντάρης, βιολιστής κι αρχιτέκτονας. Ήτανε και γκέι άντρας και από τότε είχα καταλάβει ότι θέλει αρχίδια (‘cojones’ τα έλεγα τότε) να είσαι πούστης — οπότε δεν θα καθόμουν να του πω για τη ζωή του. Αν και εντελώς βόιδι για 21 χρονών γαϊδούρι, μέχρι εκεί έφτανε το μυαλό μου.

Μετά πήγαμε κι είδαμε τα Βιβλία του Πρόσπερο. Μετά συζητήσαμε την ταινία περπατώντας πίσω προς τα Εξάρχεια. Μετά δεν ξαναειδωθήκαμε ποτέ.

Κύματι θαλάσσης

Κάτι που χαρακτηρίζει τη βυζαντινή εκκλησιαστική ποίηση είναι μεν η προσκόλλησή της στα διακείμενά της, ιερά και όχι τόσο ιερά, αλλά και το θράσος της επινόησης που τη διακρίνει, η ξεδιάντροπη σχεδόν ελευθεριότητα της ποιητικής φαντασίας — κάτι που την έκανε αρεστή σε κάποιους Έλληνες σουρρεαλιστές.

Δείτε αυτό, το γνωστό:

Κύματι θαλάσσης
τὸν κρύψαντα πάλαι
διώκτην τύραννον
ὑπὸ γῆς ἔκρυψαν
τῶν σεσωσμένων οἱ Παῖδες.

Τι θέλει να πει ο ποιητής, δηλαδή ο Κοσμάς ο Μελωδός ή Κοσμάς Μαϊουμά; Ότι οι παίδες των σεσωσμένων έθαψαν αυτόν που κάποτε κάλυψε με το κύμα της θάλασσας κάποιον «διώκτη τύραννο».

Και σκέφτεσαι: τον Χριστό (αυτός είναι ο κρύψας) δεν τον έκρυψαν οι παίδες των σεσωσμένων αλλά ο Ιωσήφ Αριμαθαίας. Αλλά οκέι, Επιτάφιο έχουμε δεν βαριέσαι. Εδώ λοιπόν το πού και το πότε ακούγεται ο στίχος υπερτερεί της όποιας βιβλικής αλήθειας — σχεδόν όπως τολμάμε να κάνουμε πια μόνον όταν σκαρώνουμε ερωτική ποίηση.

Μετά βάζει τον Χριστό, προφανώς ως Υιό του Θεού και δεύτερο πρόσωπο της τριαδικής θεότητας, να κρύβει μέσα στην Ερυθρά Θάλασσα αυτοπροσώπως τον Φαραώ διώκτη και τύραννο. Γιατί; Γιατί μπορεί. Why not deal in absolutes if you can? Ο Υιός και Λόγος του Θεού, άναρχος, άκτιστος, αΐδιος κτλ. εκτέλεσε ο ίδιος (ομοουσίως και αδιαιρέτως) το μεγάλο γεωλογικό εφέ που έκλεισε τα νερά της Ερυθράς Θάλασσας πίσω από τους τρεχάτους ισραηλίτες του Σεσίλ ντε Μιλ. Μόνον ο Σαίξπηρ τολμάει ακόμα να κάνει τέτοια γκραν ζετέ ποιητικά. Μετά μας μπούκωσε το μέτρο, η σεμνότητα κα η ακριβολογία ή (χειρότερα) στόμφος κενός.

Μια ποίηση στρατευμένη στο παντοδύναμο Απόλυτο, όπως του Κοσμά, μπορεί να ισχυρίζεται ό,τι θέλει, να κάνει άλματα μακρινά και τρίδιπλα, να επιστρατεύσει κάθε βορειοκορεάτικο υπερθετικό και ακόμα να κυριολεκτεί, τουλάχιστον στα αυτιά των ακροατών της εφόσον είναι πιστοί. Αυτό της δίνει πρωτόγνωρη ρώμη και τόλμη.

Μωρό μου!

Η φίλη μου η Ειρήνη μού δάνεισε τους Φτωχούς του Ντοστογιέφσκι το 1997. Δεν τους διάβασα ποτέ και δεν της τους επέστρεψα ποτέ γιατί μόνασε και απαρνήθηκε τα υλικά αγαθά.

Λίγες βδομάδες αφού μου δάνεισε το βιβλίο πήγαμε και είδαμε τη Diva του Μπενέξ. Την έβλεπα για δεύτερη φορά και εμένα μου ξανάρεσε, τότε, της Ειρήνης καθόλου.

Μετά από μια βδομάδα είδαμε τη Μικρή Βέρα, που είχε κάνει πάταγο τότε καθώς τα καλόπαιδα της Ευρώπης ανακαλύπταμε όψιμα το δουλεμπόριο που οι φιλάνθρωποι φιλελεύθεροι θα ονόμαζαν «τράφικινγκ». Εκείνης της άρεσε, εμένα με φρίκαρε βαθιά.

Μετά, αφού συζητήσαμε την ταινία και την άγνωστη τότε Ρωσία,  είπαμε να πάει ο καθένας σπίτι του. Με ρώτησε λοιπόν:

«Διάβασες τον Ντοστογιέφσκι;»
«Δεν μου πολυαρέσει, ρε Ειρήνη.»
«Α δεν έχεις δίκιο…»
«Άσε που αυτά τα αιμομικτικά μανούλα και τα μανίτσα που αποκαλεί ο τύπος την γκόμενά του με ενοχλούν — πολύ ανωμαλία ρε συ.»
«Ενώ, αν το σκεφτείς, το μωρό μου είναι νορμάλ;»

Ο άλλος, 2043

he dreamed, I now realize, the impossible date on that dollar bill

Πίσω στον χρόνο δεν θα ταξιδέψουμε ποτέ, τουλάχιστον όχι όπως θα θέλαμε. Αλλά όταν θα είμαι 70, το 2043 (ούτε το 2046, ούτε το 2049) θα επισκεφθώ τον 19χρονο εαυτό μου στο όνειρό του, με τον τρόπο του Χόρχε Λούις Μπόρχες, αφού τότε θα την έχουμε αναπτύξει αυτή την τεχνολογία βεβαίως.

Αντίθετα με τον 70χρονο Μπόρχες, δεν θα του αποκαλύψω το μέλλον του: η φρίκη ενός και μόνον ενός εφιάλτη στον οποίο συναντάει τον εβδομηντάχρονο εαυτό του, τον εαυτό μου, εμένα, θα αρκούσε να τον συντρίψει: τον ξέρω καλά και τον θυμάμαι καλύτερα,
 τον 19χρονο εαυτό μου και ξέρω ότι υπέστη όνειρα που τον στοιχειώναν μήνες. Δεν θα διακινδυνέψω λοιπόν το παρόν μου τώρα ως 44χρονος ούτε το παρόν μου τότε ως 70χρονος με άσκοπες αποκαλύψεις, με την τερατωδία ενός διαυγώς μαντικού ονείρου: ακόμα κι ο Θεός παχειές και ισχνές αγελάδες έστελνε, θα κάνω εγώ φιγούρα;

Ούτε καν συμβουλές υπό μορφή χρησμών δεν θα του δώσω, όπως έκανε ο Πετεφρής πριν κλείσω τα σαράντα.

Αυτός θα κάθεται στο πεζούλι της Ρωμαϊκής Αγοράς και θα περιμένει την Α. Θα παραβλέψω πόσο κακοντυμένος ήταν και ήμουν και θα καθήσω δίπλα του. Όπως ο εβδομηντάχρονος Μπόρχες, εγώ θα βρίσκομαι στα 2043 αλλά στο μπαλκόνι μου που βλέπει μισή Ακρόπολη αν παραμερίσεις τα φυτά που ξεκίνησε να φροντίζει η μάνα μου και αναγκαστικά θα έχω αναλάβει πολλά χρόνια πριν το ’43 (κανείς δεν θα λέει πια δύο χιλιάδες σαραντατρία). Θα του πω μόνον ένα πράγμα, αυτό που μου είπαν πριν λίγα χρόνια, δηλαδή πριν πολλά χρόνια τότε στο 2043:

Είσαι πολύ καλύτερος από όσο νομίζεις. Κι αν δεν είσαι, όσο φοβάσαι τόσο σκαρτεύεις. Κάνε μου τη χάρη και κοίτα να φοβάσαι λιγότερο.

Γιατί ελπίζω ότι μέχρι τότε θα έχω τελειοποιήσει την τάχα ατημέλητη επιγραμματικότητα.

Σημειώσεις για το Blade Runner 2049

Από τις ταινίες που οπωσδήποτε πρέπει να δεις κανείς στη μεγάλη οθόνη. Όσο πιο μεγάλη, τόσο πιο καλά.

*

Από τον καιρό που είδα το Σολάρις έχω να αισθανθώ έτσι σε ταινία που μιλάει για κάποιον πιθανό κόσμο άλλο από τον δικό μας. Η ταινία με τράβηξε μέσα της.

*

Μακριά από κιουμπρικιανή αποστασιοποίηση και αλαζονεία, η ταινία ωστόσο είναι εικαστικά ανυπέρβλητη: δεν έχουμε ξαναδεί κάτι τέτοιο και δεν ξέρω αν ήμασταν έτοιμοι να δούμε κάτι τέτοιο. Παρά το εικαστικώς θαυμαστό αποτέλεσμα, υπάρχει μεγάλη απόσταση από τα στημένα πλάνα του Αγγελόπουλου, την πόζα του Κιούμπρικ, τα ταμπλώ βιβάν του Γκρηναγουέη (τον οποίο αγαπώ) ή τα οπτικά πυροτεχνήματα άλλων: η ταινία παραμένει αναλλοίωτα ανθρώπινη. Μυρίζεις την ανθρωπίλα διαρκώς, όχι ως αποφορά παρά ως το μόνο που έχουμε. Ταυτόχρονα, κάποιες σκηνές μού έκοψαν την ανάσα με την ανυπόκριτα έκπαγλη ομορφιά τους.

*

Η ταινία αποφεύγει ακροβατικώς να πάθει Μαντ Μαξ, δηλαδή να ασχοληθεί υπερβολικά με τον κόσμο της ως σκηνικό που δεσπόζει και σχεδόν πρωταγωνιστεί. Βεβαίως ο κόσμος του Blade Runner 2049 είναι στημένος με θαυμαστή λεπτομέρεια. Σε αντιδιαστολή με το αυθεντικό Blade Runner, στο οποίο ο κόσμος περιορίζεται σε μια φαραωνικώς τοκιοποιημένη πόλη, ο κόσμος του Blade Runner 2049, είναι πολύ πιο πραγματικός, ίσως και γιατί είναι ειδωμένος μέσα από τα μάτια των ηρώων. Επιπλέον, ακόμα περισσότερο από την πρώτη ταινία, είναι ένας κόσμος μέσα στον οποίο χώνεσαι αναπόδραστα.

*

Η ταινία αυτή έχει χαρακτήρες. Έχει και διαλόγους. Έχει και σοβαρή πλοκή. Κι αυτό το λέει κάποιος που ακόμα και τώρα έχει το αυθεντικό Blade Runner ως μια από τις αγαπημένες του ταινίες. Η σκηνοθετική ευφυία του Βιλνέβ φαίνεται στο κάθε τι, σε πολλά μικρά και σε όλα τα μεγάλα, χωρίς να μοστράρεται και χωρίς να επιδεικνύεται.

*

Το σάουντρακ με έπιασε απροετοίμαστο. Είναι εντυπωσιακό, ζωντανό: στον αντίποδα μελωδικών διακοσμήσεων Γουίλιαμς και Έλφμαν, αναπόσπαστο μέρος της ίδιας της τανίας. Τέτοιο σάουντρακ έχω να ακούσω από τον καιρό που συνέθετε ο Αρτέμιεφ για τον Ταρκόφσκι. Εξαίσιο είναι — ακόμα και όταν σε κάποια σκηνή κλείνει το μάτι στον Βαγγέλη.

*

Μόλις τελείωσε η ταινία είχα την αίσθηση ότι είχα παρακολουθήσει το όνειρο κάποιου, κάποιου που ονειρευόταν τον εικοστό αιώνα. Μου ήρθε επίσης — χρόνια ξεχασμένο — το μόττο του Γεροντίου του Έλιοτ:

Thou hast nor youth nor age
But as it were an after dinner sleep
Dreaming of both.

Μανιερισμοί στη Μακρόνησο

Στη Σχολή μάς έμαθαν ότι μετά την εξάντληση κάθε πρωτοπορίας στην Τέχνη ακολουθεί μανιερισμός: τα τεχνικά επιτεύγματα, οι εκφραστικές ιδιαιτερότητες, οι τρόποι και οι μέθοδοι, ακόμα και κάποια τερτίπια και κλεισίματα του ματιού, όλα επιβιώνουν μόνον ως ύφος ψιλό, κενολόγο στυλ και διακόσμηση: ως μανιέρα. Μας έλεγαν πως η μανιέρα εξασφαλίζει τη συνέχιση της μεγάλης τέχνης (εικαστικής, μουσικής, του λόγου ή άλλης) ως παράδοση ακόμα και όταν προ πολλού έχει χαθεί το περιεχόμενό της ή έστω η δυνατότητά της να μπαίνει σφήνα μεταξύ όσων ξέρουμε και του κόσμου γύρω μας, φανερώνοντας όσα μπορούν να γίνουν και να ξαναγίνουν.

Παρακολουθώντας από σχετική απόσταση τη συζήτηση για την επίσκεψη του ΣΥΡΙΖΑ στη Μακρόνησο διακρίνει κανείς χαρακτηριστικά πολιτικού μανιερισμού. Ο ΣΥΡΙΖΑ, πρώην κόμμα της ριζοσπαστικής αριστεράς που πλέον ασκεί τη συνεπέστερη κεντροδεξιά πολιτική που έχει δει ο τόπος από το 1944, κινείται από συλλογική ανάγκη να επικαλεστεί τη μνήμη με τον τρόπο που κάνουν τα γερασμένα και παραστρατημένα αριστερά κόμματα: ως μανιέρα, φωνάζοντας δυνατά στον εαυτό τους για να δείξουνε πως δεν πέθαναν και ως συνεχιστές μιας παράδοσης έστω και μόνον ως προς τους τύπους.

Δυστυχώς η Μακρόνησος είναι ιερή και αυτή η επίδειξη πολιτικών συμβόλων και αριστερών τερτιπιών και κλεισιμάτων του ματιού αποτελεί πράξη σχεδόν βέβηλη. Το «δυσκολο κυβερνητικό έργο του» ας το συνεχίσει ο ΣΥΡΙΖΑ χωρίς να παριστάνει ότι συνεχίζει όσα σημαίνει η Μακρόνησος. Μπορεί να είναι αναγκαίο έργο, ίσως και ευεργετικό (…), αλλά με το Μακρονήσι έχει τόση σχέση όση ο Τζιανφράνκο Τσιμπαμπούτι με τον Μιχαήλ Άγγελο.

Από το The Greek Cloud.

Το χειρότερο

Τι είναι το χειρότερο που μπορεί να συμβεί στο σεξ;

Η πρώτη μας σκέψη είναι «να μη σου σηκωθεί». Πράγματι, μία ματαιωμένη ή καταργημένη στύση μπορεί να έχει δυσανάλογα βαρύ ψυχολογικό αντίκτυπο στον ψυχισμό μας. Αναμφισβήτητα είναι αρκετά βαρύ να μην μπορείς να σου σηκωθεί: νιώθεις ότι ακυρώνεσαι ως άντρας ή και ως άνθρωπος, όπως π.χ. στην περίπτωση της καρικατούρας που πρωταγωνιστεί στο Shame του McQueen. Μάλιστα αρκεί να μην μπορείς να κάνεις την έπαρση πριν από κρίσιμη ή κομβική φάση για να σε συνοδεύει η οδύνη, το όνειδος και, ενίοτε, η παραφορά της κατά Τσέχωφ αξόδευτης ζωής για βδομάδες, μήνες ή και χρόνια — κι αυτό είναι κάτι τόσο τρομακτικό και άσχημο, που αναγνωρίζεται ως ελαφρυντικό κάθε είδους συμπεριφοράς μέχρι και σε αίθουσες δικαστηρίου σε όλον τον κόσμο εδώ και αιώνες.

Υπάρχει όμως κάτι χειρότερο: να σε ψέξουν και να σε κοροϊδέψουνε κατά την ερωτοπραξία ή αμέσως μετά. Είναι μάλλον χειρότερο να σε χλευάσουν για το τι έκανες ή τι δεν έκανες ή πώς το έκανες από το να μην το κάνεις καθόλου. Άλλωστε, αν δεν σου σηκωθεί, έχεις πάντοτε το ελαφρυντικό του «ναι, αλλά αν μου είχε σηκωθεί…». Ενώ σε αυτή την περίπτωση, της επιτυχούς ολοκλήρωσης ή απλώς έναρξης της λαγνουργίας, τι δικαιολογίες μπορεί να προβάλει κανείς απέναντι στον ψόγο και στον χλεαυσμό; Καμμία. Υφίσταται την ταπεινωτική κοροϊδία. Και πάλι, καθόλου τυχαίο δεν είναι που η μετοργασμική χλεύη, πολλώ μάλλον ο διασυρμός, αναγνωρίζονται ως ελαφρυντικό κάθε είδους συμπεριφοράς μέχρι και σε αίθουσες δικαστηρίου σε όλον τον κόσμο εδώ και αιώνες.

Άρα, ακόμα και από το να μη σου σηκωθεί, το χειρότερο που μπορεί να σου συμβεί στο σεξ είναι να σε χλευάσουνε κατά τη διάρκειά του ή μετά.

Αυτά αν δεν είσαι γυναίκα. Τώρα, αν είσαι γυναίκα…

Από το The Greek Cloud.

Ορθοδοξίες κτλ.

Λοιπον αρκετά με την Ορθοδοξία μας και και την Ορθοδοξία σας. Αρκετά.

Η Ορθοδοξία χρηματοδοτείται από τον φορολογούμενο. Η Ορθοδοξία είναι αδρανές, άκαμπτο και κακοποιητικό δόγμα. Το μόνο που έχει πια να συνεισφέρει στη ζωή αυτού του τόπου είναι όμορφο και οργανωμένο φολκλόρ, καθώς και το παραμύθι της για το τι ωραία που ήτανε τότε που, και καλά, επιστήμη και τέχνη ήταν οι λήροι αντιγραφέων και οι φρεναπάτες ασκητάδων, τότε που κυβερνάγαν αιμοβόροι θεοστεπτοι βασιλείς ενώ όλοι καλλιεργούσαμε ρεβύθια και κριθάρι. Μόνο που ποτέ δεν καλλιεργούσαμε όλοι ρεβύθια και κριθάρι.

Η Ορθοδοξία ντύνει στο χρυσαφικό τον άγαμο κλήρο της και στα μάρμαρα και τα μαλάματα τους ναούς της για να αντανακλά τη δόξα της Βασιλείας λες και είμαστε τίποτε μαλάκες και δεν έχουμε πάρει πρέφα ότι η Βασιλεία εντός ημών εστί κτλ. Η Ορθοδοξία κουμαντάρει τις ζωές μας ήσυχα και ταπεινά, εκτός όταν δεν μπορεί και αναγκάζεται, η τάλαινα, να δείξει τους κυνόδοντές της και να σείσει τη βαρειά της ράβδο με τα φίδια.

Αρκετά λοιπόν με τη μέριμνα για «το καλό της Εκκλησίας» και για την απήχησή της ή τον ρόλο «που καλείται να παίξει» στη σύγχρονη ελληνική κοινωνία. Ο ρόλος της Εκκλησίας επιτελείται επιτυχώς και στο ακέραιο, και τώρα και πάντοτε: αντίδραση, συντήρηση, ηθικός πανικός, φοβικότητα — είτε πρόκειται για το θέατρο, είτε για τους νερόμυλους, είτε για τις φυσικές επιστήμες, είτε για την προστασία αδύναμων μειονότητων. Μην προσπαθείτε να την αναμορφώσετε: ούτε το χρειάζεται, ούτε το μπορούμε.

Βεβαίως, το πρόβλημα πάει πολύ πιο μακριά από τη μοχθηρή μα ψευτοαφελή Ορθοδοξία, πέρα απότον δεσποτικό Καθολικισμό, πέρα από τους κουτοπόνηρους Αγγλικανούς και τους άτεγκτους λοιπούς Προτεστάντες. Πάει πέρα από το ασυνάρτητο και αντιδραστικό Ισλάμ και τον ψυχαναγκαστικό αρτηριοσκληρωμένο Ιουδαϊσμό. Όπως λέει ο Γκορ Βιντάλ, το πρόβλημά μας είναι ο ίδιος ο μονοθεϊσμός, αυτό το ανομολόγητο έγκλημα στην καρδιά του πολιτισμού μας. Η λύση λοιπόν είναι άλλη, και είναι δύσκολη:

Κατεδαφίστε το στερέωμα του Ενός Λογιστή Θεού. Του Θεού που κλαδεύει το καυλί σου και μισεί το μουνί σου· που τσεκάρει αν φας τσιζμπέργκερ ή αν ανάψεις φωτιά το Σάββατο· που πικάρεται αν δεν δεσμεύεσαι να τον προσκυνάς εδαφιαίως πεντάκις κάθε μέρα· που αγκαλιάζει τη δυστυχία και τη στέρηση φτωχών με την επαγγελία μελλόντων αγαθών όπως αγκαλιάζει στοργικά τους μεγάλους δωρητές των υπαλλήλων Του· που τάζει κόλαση στους αδύναμους και αγιότητα ή πιλάφια σε όσους δολοφονούν στο Όνομά Του· που ευνουχίζει και εκβαρβαρώνει· που από παιδιά μάς ντρεσάρει στο ψέμα, στην αυταπάτη, στο να νιώθουμε εκλεκτοί και καλύτεροι γεμίζοντάς μας ταυτόχρονα ενοχές και νεύρωση· που μισεί την ομορφιά που δεν ελέγχει και στραγγαλίζει χαρά και τέχνη.

Α σιχτίρι Ορθοδοξία κι εσύ μονοθεϊσμέ. Ναι, είσαι μέρος του πολιτισμού μου αλλά μέρος του πολιτισμού μου είναι και οι βιασμοί κι οι πλεκτάνες ανύπαρκτων αρχαίων θεών και των μπάσταρδων  ηρώων τους. Α σιχτίρ λοιπόν.

Δεν αναμορφώνεστε, δεν εξανθρωπίζεστε, δεν εκσυγχρονίζεστε: μόνο παραγκωνίζεστε.

Η εικόνα είναι ο ‘Ίκαρος’ του Dan Hillier. 

Νομική αναγνώριση ταυτότητας φύλου

Δεν έχω τρανς φίλους ή φίλες. Δεν μπορώ με τίποτε να κατανοήσω πώς είναι ζεις ως διεμφυλικό άτομο στον υπέροχο κόσμο μας — δεν λέω «στην Ελλάδα» γιατί τα είδαμε και τα χαΐρια των Αμερικανών με τις τουαλέτες. Ό,τι γνωρίζω για το θέμα είναι από δεύτερο και τρίτο χέρι.

Επίσης αντιλαμβάνομαι ότι για πάρα μα πάρα πολύ κόσμο, κάθε ηλικίας, καταγωγής αλλά και μορφωτικού επιπέδου, δεν υπάρχουν γκέι, μπάι, ιντερσέξ, τρανς, ασεξουαλικοί κ.ο.κ. Δεν υπάρχουνε βεβαίως τρανς άντρες. Δεν υπάρχουν ούτε λεσβίες (κακάσχημες γεροντοκόρες, το δίχως άλλο). Υπάρχει μόνον ένας ενιαίος αξεχώριστος αντρικός πληθυσμός από αδερφές που τον παίρνουν από τον κώλο. Μέχρι εκεί πάει η αντίληψη και η διορατικότητα των πολλών, εκεί εξαντλείται η χρήση και το ενδιαφέρον τους για κάθε άντρα που δεν είναι ή δεν το παίζει στρέιτ.

Αυτός ο πολύς κόσμος, που σήμερα καταλαμβάνεται από αγανάκτηση και ηθικό πανικό, θα μάθει κάποια στιγμή και θα καταλάβει. Όπως έμαθε ότι κανείς δεν είναι φύσει δούλος ή ότι οι γυναίκες μπορούν να ψηφίζουν. Εμείς βεβαίως μάλλον θα έχουμε πάψει προ πολλού να χαιρόμαστε, όσο μας αφήνουν, αυτόν τον υπέροχο κόσμο.

Δίπλα στις λοιδωρίες, στις χυδαιότητες και στη στρεψοδικία πλέον υπάρχει και θα υπάρχει η διασφάλιση, με τον ατελή τρόπο των νόμων, μιας μικρής περιοχής ελευθερίας για μερικούς εφήβους και για κάποιους ενηλίκους, πολλοί από τους οποίους έφαγαν τη ζωή τους στη χλεύη, στον εξευτελισμό και στον καθαρό πόνο. Απέναντι από τη βοή της απροσμάχητης μοχθηρίας θα στέκονται αυτές οι εικόνες. Και κάποτε θα θυμούνται αυτούς τους ανθρώπους, μα και άλλους που δεν πρόφτασαν, όπως εμείς θυμόμαστε τις σουφραζέτες: χωρίς να κατανοούμε τι αντιπολέμησαν αλλά πάντως με δίκαιη συγκίνηση.

Από το The Greek Cloud

Η επικράτηση της λύπης

Ο Μπόρχες λέει (αν θυμάμαι καλά) ότι το θέμα αυτού που γράφεις δεν πρέπει να ονομάζεται ούτε στον τίτλο ούτε πουθενά μέσα στο κείμενό σου.

Με τον ίδιο τρόπο η επικράτηση της λύπης πλεόν ανιχνεύεται από το ότι έχει σχεδόν εκλείψει ως έννοια από το πώς συζητάμε και περιγράφουμε διάθεση και συναισθήματα.

Πρώτον, γινόμαστε παντού και συνεχώς μάρτυρες του ευτελισμού της κατάθλιψης. Αν πιστέψεις φίλους και γνωστούς, φωνές τηλεοπτικές ή σοσιαλμηντιακές, όλοι έχουνε κατά καιρούς κατάθλιψη, κατάθλα ή και καταθλιψάρα. Συνεπώς οι καταθλιπτικοί δεν είναι ασθενείς που, αν το κρίνει γιατρός, θα γλυτώσουνε με φάρμακα παρά μελαγχολικοί, κακομαθημένοι, αμύητοι στη θετική σκέψη, στερημένοι από βόλτες στην φύση κ.ο.κ. Όπως σε κάθε περίπτωση που ευτελίζεται κάτι σοβαρό, όποιος υποφέρει από αυτό αρνείται να παραδεχτεί ότι υποφέρει για να μη γίνει ρεζίλι ενώ η επίκλησή του από κάθε λογής άσχετους δίνει μια δραματική εσάνς στη δική τους κατάσταση και στους δικούς τους σκοπούς (λ.χ. «ρε μωρό, έχω πάθει κατάθλιψη από τότε που χωρίσαμε»). Πιο απλά: αν όλα τα λουλούδια είναι κόκκινα, τότε δεν μας νοιάζει το χρώμα των λουλουδιών.

Μα και η μελαγχολία δεν πάει πίσω. Υπάρχουν άνθρωποι από την φτιαξιά τους μελαγχολικοί, ενώ άλλοι ζούνε τη μελαγχολία ως πρόσκαιρη διάθεση για λόγους εξωγενείς ή και όχι. Οι μελαγχολικοί λοιπόν στην εποχή τη δική μας είτε θα διαγνωστούν από καλοθελητές ως καταθλιπτικοί είτε θα μπουν κι αυτοί στο κουτάκι «get a life / σκέψου θετικά / το γαμήσι σώζει».

Συνεπώς η λύπη είναι πλέον αόρατη και άρρητη. Κανείς δεν νιώθει λύπη, κανείς δεν είναι πια λυπημένος. Από κατάσταση και συναίσθημα, η θλίψη έχει καταστεί «θέμα», στρες ή και κατάθλιψη για την οποία θα πάρεις φάρμακα στα κουτουρού. Επαναλαμβάνω ότι η αναγωγή παντού και πάντοτε στην κατάθλιψη την ευτελίζει και δεν συντελεί στη διάγνωση και στην αντιμετώπισή της· αυτό είναι το ένα ζήτημα.

Το άλλο ζήτημα έγκειται στο ότι το δάγκωμα της λύπης, η «καρδιοσπαράχτρα» θλίψη, πρέπει να αναχθεί οπωσδήποτε σε κάτι άλλο. Η λύπη δεν είναι πια όπως η πείνα, όπως η καύλα, όπως η απογοήτευση, όπως η οργή κτλ. Δεν είναι πια συναίσθημα και σίγουρα δεν μπορεί να είναι προσωρινή. Η λύπη, ή ό,τι την αντικατέστησε, είναι πια είτε νόσος είτε αποτυχία δική σου· με άλλα λόγια, δεν είσαι λυπημένος, είσαι λούζερ· δεν είσαι μελαγχολικός, έχεις κατάθλιψη. Παραδόξως, ταυτόχρονα χιλιάδες καταθλιπτικοί παραμένουν αδιάγνωστοι ή πείθονται πως πρέπει να «το παλέψουνε» μόνοι και με τη δύναμη της θέλησης…

Κι έτσι ακριβώς, σε έναν κόσμο που μας ζορίζει να χαιρόμαστε και να είμαστε διαρκώς χαρούμενοι αλλά και ευτυχισμένοι, η βουβή κι ακατονόμαστη λύπη ξεφυτρώνει παντού.

Εικονογράφηση: ο Χαμένος Παράδεισος του Édouard Dubufe.