Διασταυρούμενα βλέμματα

Να τελειώνουμε με τον άγγελο της ιστορίας. Να τελειώνουμε με την κολοβή αυτή φιγούρα του Κλεε, την ακρωτηριασμένη από το παρελθόν και τις αποκρύψεις του, από το παρελθόν και τα ψέματά του, από το παρελθόν και τη λήθη που το σκεπάζει.

Να πάψουμε να προσβλέπουμε και να καταφεύγουμε στην αποβλακωμένη ματιά του που απλανώς αντικρύζει αποσβολωμένη και σαστισμένη το παρελθόν, που παραμένει προσηλωμένη στην Ιστορία των ερειπίων, του πόνου και της σφαγής.

Θέλω να δούμε και να δείξουμε επιτέλους τον άγγελο του μέλλοντος Έστω και στην ακατάληπτη και αποτρόπαια βιβλική του ωραιότητα, έναν άγγελο που θα ατενίζει το μέλλον σε όλη την τρομακτική κι ελπιδοφόρα του ασάφεια.

Εκλογές 2023

P.W. Atkins ― The Creation

I

Όπως ακούραστα μου επαναλαμβάνει ο mhulot, η τραπ είναι συντριπτικά το δημοφιλέστερο μουσικό είδος στην Ελλάδα. Για παράδειγμα, τα κομμάτια του Sidarta έχουν εκατομμύρια ακροάσεις, με κάποια από αυτά να φτάνουν τις 20.000.000 ακροάσεις μόνο στο Spotify. Επειδή μπλογκ σαν κι αυτό διαβάζουν οι άνθρωποι που δεν ακούνε τραπ μάλλον αναρωτιέστε «Ποιος είναι αυτός; ποιοι τον ακούν;».

Η απάντηση είναι ότι τον ακούνε φτωχοί άνθρωποι και νέοι άνθρωποι, δύο κατηγορίες του ελληνικού λαού που τάχιστα προχωρούν προς πλήρη ταύτιση μεταξύ τους. Κι αν αναρωτηθεί κανείς γιατί δεν ακούγονται αυτά τα κομμάτια στα ραδιόφωνα ή στην τηλεόραση, γιατί στα γερασμένα σοσιαλμήντια τύπου Facebook δεν σκάνε πιτσιρικάδες σαν τον Sidarta σε κάθε τέταρτο στάτους, η απάντηση είναι απλή: η μεν φτώχεια είναι αόρατη γενικώς, ενώ όσοι δεν είμαστε νέοι άνθρωποι εχουμε αποτραβηχτεί μέσα στη φούσκα συγκεκριμένων μέσων κοινωνικής δικτύωσης…

Αφενός λοιπόν η φτώχεια στον δυτικό κόσμο, και ως προς αυτό ανήκουμε φουλ στον δυτικό κόσμο, είναι αόρατη και οφείλει να παραμένει αόρατη. Αυτή είναι ίσως μια βασική διαφορά πλέον με τον λεγόμενο Τρίτο Κόσμο: όχι πια τα ίδια τα ποσοστά φτώχειας παρά κατά πόσο βρίσκεται η φτώχεια σε δημόσια θέα ή όχι. Στην Ελλάδα η φτώχεια είναι κρυμμένη και βεβαίως αποτελεί αντικείμενο περιφρόνησης πολύ πριν τη νεοφιλελεύθερη παραφροσύνη, σύμφωνα με την οποία οι φτωχοί ευθύνονται για τη φτώχεια τους.

Αφετέρου είναι πια φανερό ότι όσοι κινούμαστε στο (ολοένα και πιο άκαμπτο) πλαίσιο μπλογκ-φέισμπουκ-ίνστα είμαστε μιας άλφα ηλικίας, εντός ενός άλφα ηλικιακού εύρους και (τελικά) όχι απελπιστικά φτωχοί. Οι όντως νέοι άνθρωποι δραστηριοποιούνται (γιατί περί δραστηριοποίησης πρόκειται) σε άλλα ΜΚΔ. Όπως οι πολύ ηλικιωμένοι και κάποιοι λιγότερο μορφωμένοι αν και λιγότερο ηλικιωμένοι βρίσκονται στη φούσκα της τηλεόρασης και των ΜΜΕ, εμείς βρισκόμαστε μέσα στην προνομιούχα και κάπως άνετη φούσκα των κυριλέ ΜΚΔ, αφήνοντας τη ζούγκλα του τουίτερ και το πανηγύρι του τικτόκ σε πολύ νεότερες και μάλλον φτωχότερες ομάδες.

ΙΙ

Με δυο λόγια: όσα διαβάζουμε και βλέπουμε εδώ μέσα είναι κάτι σαν Σκάι-Σταρ-Αντέννα για «τον δικό μας κόσμο». Οι μεγάλες πλειοψηφίες, οι πραγματικά νέοι, τα θύματα των Μνημονίων βρίσκονται έξω από εδώ, έξω από αυτή τη σοσιαλμηντιακή φούσκα μπλογκ-φέισμπουκ-ίνστα: δραστηριοποιούνται σε άλλα ΜΚΔ και στον πραγματικό κόσμο, κάποιοι από αυτούς αρκετά φτωχοί ώστε να είναι και αόρατοι και ενδεχομένως χωρίς καθόλου φωνή εκτός από εκείνη που τους προσφέρει η πολύ απεχθής μας μουσική τους.

Όταν το 2019 οι ιδεολογικές και φορολογικές και αισθητικές ανησυχίες όσων εκπροσωπούμαστε εδώ μέσα επέτρεψαν στον Μητσοτάκη και την κλίκα του να κυβερνήσει σίγουρα δεν έλαβαν υπόψη αυτούς τους άλλους που βρίσκονται αλλού.

Κάποιοι βρίσκαμε τον ΣΥΡΙΖΑ μπανάλ ή λιγότερο ριζοσπαστικό από όσο ήταν τον Ιανουάριο του ’15 ― αν και μέχρι τον Σεπτέμβριο του ’15 είχε ολοκληρωθεί ο μετασχηματισμός του σε σοσιαλδημοκρατικό κόμμα που ειδικεύεται σε όσα ειδικεύεται η σοσιαλδημοκρατία: στις μισές δουλειές, στην ατολμία ως τακτική, στη συμμόρφωση με το Κακό (βλέπε Προσφυγικό), στην εργώδη προσπάθεια να προσεταιριστεί αυτούς που δεν θα έπρεπε.

Κάποιοι δεν αντέχαμε να μας φορολογεί ανελέητα για να προσφέρει στους «θεσμούς» πλεόνασμα.

Κάποιοι αποστρεφόμασταν τη χαζοπαπανδρεϊκή αισθητική μιας κυβέρνησης που ούτε κυριλέ ήταν αλλά ούτε πραγματικά λαϊκή μπορούσε να το παίξει.

Κατά συνέπεια είτε δεν ψηφίσαμε τίποτα, είτε το ρίξαμε Μητσοτάκη. Με την ψήφο ή με την αποχή φέραμε έναν λιμασμένο θίασο αγυρτών, κομπογιαννιτών, κλεπτοκρατών και απατεώνων στην εξουσία και τους ρίξαμε μέσα στη μαρμίτα με το δημόσιο χρήμα και τα δημόσια αγαθά. Η κληρονομιά που ήδη έχουν αφήσει πίσω τους είναι ήδη μη αναστρέψιμη: κάποιες ζημιές δεν ξεγίνονται μέσα σε ορίζοντα λίγων ετών. Ας αναλογιστούμε μόνον ότι το 1938 της Βαρκελώνης, το 1944 της Αθήνας, ή το 1973 της Χιλής δεν αποκαταστάθηκαν ακόμα.

Και μαντέψτε ποιοι την πληρώνουν την ιδεολογική και αισθητική καθαρότητα τη δική μας: όσοι δεν ανήκουν στη φούσκα μας.

III

Βλέπω λοιπόν πολλούς και πολλές εδώ μέσα να περηφανεύονται ότι παραμένουν πούροι αναρχικοί ή πούροι μαρξιστές (και μπράβο τους) κι ότι δεν θα πάνε να ψηφίσουν τίποτα, διότι το είπε και η Έμμα η Γκόλντμαν, το είπε και η Ρόζα η Λούξεμπουργκ: αν οι εκλογές άλλαζαν τίποτε θα ήταν παράνομες· επίσης «αστική δημοκρατία»· επίσης αυτοοργάνωση· επίσης ο λαός θα σώσει τον λαό· επίσης τέτοιοι είστε κι είστε όλοι ίδιοι κτλ κτλ κτλ.

Βεβαίως, από την Έμμα και τη Ρόζα μέχρι τον μπάρμπα μου τον Κουκουέ που δεν το ρίχνει πια ούτε ΚΚΕ, η εναλλακτική επιλογή στις εκλογές δεν είναι να επιτρέπουμε στην αντιδραστικότερη Δεξιά μετά το 1953 να ξηλώνει όσα δεν αλώνει, αλλά η επαναστατική δράση. Αλλιώς η αυτοοργάνωση είναι αναιμική φιλανθρωπία ή ασυνάρτητος ακτιβισμός, ενώ η όποια εκλογική απεργία διευκολύνει την ανάρρηση στην εξουσία του κάθε Μητσοτάκη: με άλλα λόγια, όσο δεν υπάρχει επαναστατική ανατροπή έχουμε πολιτικό χρέος να υπερασπιζόμαστε το κακό απέναντι στο χειρότερο.

Και γιατί λοιπόν να μην κάνουμε Επανάσταση; Επειδή επαναστάσεις γίνονται μόνον όταν η κανονικότητα καταντάει πιο θανάσιμη από την επαναστατική βία και τις συνέπειές της.

Απλούστερα ακόμα: αυτοί που έχουνε παιδιά λαχταρούν να τα δουν να μεγαλώνουνε και, αν γίνεται, να έχουνε να φάνε. Δε θέλουν ούτε να τα σφάξουν οι φασίστες σε κανα χαντάκι, ούτε να αποκεφαλιστούν για παραδειγματισμό, ούτε να τα βομβαρδίσει ο λαβωμένος τύραννος μέσα στο σπίτι τους ή σε κανα νοσοκομείο, ούτε — χειρότερα — να πέσουν από ελεύθερους σκοπευτές του LFJ που τους πέρασαν για πεμπτοφαλαγγίτες του JLF επειδή πήγαν να αγοράσουν πράσα με το δελτίο. Και, ίσως, οι επαναστάσεις πετυχαίνουν όταν όσοι έχουνε παιδιά συνειδητοποιούν ότι αν δεν πετύχει η επανάσταση τα παιδιά τους θα τα σφάξουν οι φασίστες σε κανα χαντάκι, ή θα ζήσουνε σα σκλάβοι, ή θα τα λησμονήσει ο γιατρός που λύγισε από υπερκόπωση μέσα σε κανα νοσοκομείο «με ελλείψεις», ή ― χειρότερα ― θα πέσουν νεκρά από νευρικούς ελεύθερους σκοπευτές του Κράτους που τους πέρασαν για τρομοκράτες με σακίδιο στην πλάτη, σαν εκείνο το παιδί που το ξεχάσαμε, τον Βραζιλιάνο που πήγε στο Λονδίνο κι αυτό για να σπουδάσει.

Η Δεξιά του Κυρίου

Μα θα μου πείτε, δεν ισχύει αυτό; Για όσους είμαστε εντός της φούσκας μπλογκ-φέισμπουκ-ίνστα μάλλον όχι, γι’ αυτό άλλωστε κι έχουμε την πολυτέλεια να μην πάμε να ψηφίσουμε, ακόμα και αν δεν έχουν ωριμάσει οι συνθήκες για επαναστατική δράση. Για όσους είναι πάρα πολύ φτωχοί ή απελπιστικά νέοι ή αόρατοι με κάποιον άλλο τρόπο όντως η κανονικότητα η δική μας είναι πιο θανάσιμη από το ενδεχόμενο επαναστατικής βίας. Βεβαίως όσοι είμαστε εντός της φούσκας δεν μπορούμε να το γνωρίζουμε αυτό γιατί δεν τους βλέπουμε, δεν ζούμε με μαύρα 500 ευρώ τον μήνα, δεν ξέρουμε τίποτα για την τραπ εκτός από το ότι είναι σεξιστικά σκουπίδια (…), ενώ ό,τι αφορά αυτούς τους ανθρώπους και τελικά διαπερνάει τα κυτταρικά τοιχώματα της δικής μας φούσκας το αντιμετωπίζουμε με τον γνωστό πατερναλισμό και συναισθηματισμό, όταν δεν μας πιάνει ηθικός πανικός, αριστερός ή δεξιός.

Κατανοούμε τους αόρατους (για εμάς) νέους και φτωχούς τόσο ατελώς και τόσο στρεβλά όσο οι ενοικούντες τη φούσκα των ΜΜΕ, ο γηραιός λαός του Σκάι-Σταρ-Αντέννα, κατανοεί εμάς.

IV

Επαναλαμβάνω: δεν ψηφίζουμε για να επικρατήσει το Καλό κτλ. Στην καλύτερη περίπτωση ψηφίζουμε για να επικρατήσει το μικρότερο Κακό, ιδίως όταν οι εναλλακτικές λύσεις περιλαμβάνουν ένα βρωμερό μπουκέτο από φασίστες και δουλάκια των ισχυρών και αδίστακτων. Και όσο να ‘ναι, βοηθάει και η απλή αναλογική.

Ραββουνί!

Hans Memling ― Το ρετάμπλ του Αγίου Ιωάννη

Η Τατιάνα Γκορίτσεβα έγραφε ότι αγάπη είναι η παραίτηση από τη δύναμη.

Εγώ δεν πιστεύω στην αγάπη ως καραμέλα, ενώ μου προκαλεί δυσφορία η πληθωριστική συνήθεια να αποκαλούμε αγάπη καθετί όμορφο και αληθινό.

Παράλληλα, τίποτε αληθινά όμορφο δεν μπορεί να γίνει αν δεν παραιτηθείς από τη δύναμη και από το προνόμιο· τίποτε ευφρόσυνο κι αληθινό δεν θα «δημιουργήσεις» ή θα «παράξεις» εάν δεν βουτήξεις σε αυτό που φτιάχνεις ώστε αναδυόμενος να το προσφέρεις στους άλλους, σε εκείνους που θέλεις να κάνεις λίγο πιο χαρούμενους ή λίγο σοφότερους (σπανίως και τα δύο).

Ειδικά αν προγυμνάζεις, εκπαιδεύεις, προπονείς ― ή δεν ξέρω τι άλλο ― πρέπει αφού βουτήξεις σε αυτό που κάνεις κατόπιν να νιώσεις την ανάγκη και τον κόπο εκείνων που σε εμπιστεύονται, των οποίων ο βιοπορισμός, τα όνειρα ή και η χαρά εξαρτώνται από εσένα.

Δεν πιστεύω βεβαίως ούτε στη στανική καλοσύνη, άλλωστε τίποτε όμορφο δεν γίνεται χωρίς ιδρώτα, ενώ ελάχιστα γίνονται χωρίς δάκρυα. Δεν υπάρχει όμως κανένας λόγος να είσαι εσύ αυτός που θα προκαλέσει τα δάκρυα, και μάλιστα χωρίς άμεσο παιδαγωγικό (ας πούμε) σκοπό.

Από αυτή την άποψη για τους κατά βάθος ευτυχισμένους ανθρώπους, όποιοι και όσοι αν είναι αυτοί, δεν υπάρχει θεός και δεν χρειάζεται να υπάρχει θεός. Υπάρχει ενδεχομένως ανέκφραστη ή μάλλον άρρητη και ανεκλάλητη, σχεδόν άπιαστη, αίσθηση ευγνωμοσύνης για τη ζωή. Μια αίσθηση που λίγες συμφορές μπορούν να σαρώσουν.

Δεν κάνω προβλέψεις

Ralph Soupault, δεκαετία του ’40: εβραιομασώνοι και γκωλικοί εμποδίζουν τη Γαλλία να μπει στη μεγάλη ευρωπαϊκή οικογένεια.

Η Μάργκαρετ Άτγουντ με σωφροσύνη δήλωσε το παραπάνω στην πρόσφατη ομιλία της στην Αθήνα. Εγώ που ούτε τα βιβλία της έχω γράψει ούτε τη σοφία της διαθέτω, θα αποπειραθώ να κάνω προβλέψεις για το τουριστικό προτεκτοράτο της Ελλάδας (να μια πρώτη πρόβλεψη).

Η αστυνομία θα πυροβολεί στον αέρα και μετά όχι στον αέρα αλλά οι τραυματισμοί και οι φόνοι από τα όπλα της νόμιμης βίας θα αποδίδονται στην ανάγκη της Αριστεράς για νεκρούς και θύματα, άλλωστε ως γνωστόν οι Αλβανοί σκοτώνουν, όχι η ΕΛΑΣ.

Θα κατοικούμε σε ημιυπόγεια και αποθήκες πληρώνοντας ενοίκια ισόποσα των μισθών μας αλλά δεν θα μας πειράζει γιατί επιτέλους θα βάλουμε πλάτη να αναδειχθεί το κέντρο της Αθήνας όπως του αξίζει και όπως το θέλουν οι ιδιοκτήτες του: κάτι κάσες με πόδια που κατοικούν στο Κολωνάκι ή κάτι κληρονόμοι και γόνοι που μετακόμισαν κάπου βόρεια και βεβαίως οι ποιοτικοί μας τουρίστες.

Θα εξαγοράζονται οι οικείοι των θυμάτων της μαζικής ιδιωτικοποίησης των δημόσιων αγαθών, ίδίως των Μέσων Μεταφοράς, της Υγείας, του νερού, της πυρόσβεσης (θα δούμε κι άλλα σε αυτόν τον τομέα), με χαρτιζιλίκια και διορισμούς. Όλα καλά: cost effective διαχείριση.

Δεν θα μαθαίνουμε τίποτε από όλα αυτά, ή τίποτε γενικώς, επειδή ο Τύπος και τα Μέσα Ενημέρωσης ήδη κάνουν τη Zëri i Popullit επί Χότζα να μοιάζει με τους New York Times. Κι όποιος διαφωνεί με τον εγχώριο Τύπο, που αναπαράγει ό,τι λέει η Αστυνομία ή τα ραβασάκια του Μεγάρου Μαξίμου, είναι πράχτορας κι ανθέλληνας και Τούρκος και Εβραίος ― αν και των τελευταίων τις ψήφους τις χρειαζόμαστε.

Από κάποιες εκλογές (το ’23; το ’26; το ’30; θα σας γελάσω) θα προκύψει μια σχεδόν αριστερή κυβέρνηση. Φυσικά, τον 21ο αιώνα «αριστερή» σημαίνει να μην απαρτίζεται αφενός από νεοφιλελεύθερα αρπακτικά και τη συνοδεία τους από εργολάβους και αντρεπρενούρ, αφετέρου από ρατσιστές εθνικιστές χριστοκάπηλους (πρωτο)φασίστες. Θα προσπαθήσει η κυβέρνηση αυτή να μαζέψει το trainwreck ― όπως λένε κι οι Άγγλοι όταν κάτι πάει τραίνο με την ελληνική έννοια. Θα αποτύχει οικτρά και θα τη διαδεχθεί ο Άδωνις / ο Βορίδης / ο Μπακογιάννης / κάποιος άλλος Μητσοτάκης.

Πάντως η κανονικότητα δεν θα διασαλευθεί.

Τα δύο άκρα αν δεν τα βρεις, τα φτιάχνεις

Ασχοληθείτε με ό,τι ασχολείστε ενώ ο Άδωνις Γεωργιάδης, μελλοντικός πρωθυπουργός και «μετριοπαθέστερος πάντως από τον Βορίδη», συγκρίνει σε τουίτ τη Μάγδα Φύσσα με τον Χάρη Παπαθανασόπουλο.

Τον αντιφασίστα γιο της Φύσσα τον εκτέλεσε ναζιστική συμμορία, πρωτοδίκως εγκληματική οργάνωση, αλλά βεβαίως την καθυβρίζει και τη λοιδωρεί με κάθε αφορμή όλη η φασιστική μούργα και όλη η ακροκεντρώα λίγδα που έχει μαζέψει ο τόπος. Συνέπεια της δολοφονίας αυτής ήταν πάντως να οδηγηθούν κάποιοι ναζί στη φυλακή.

Την κόρη του Παπαθανασόπουλου την έκαψαν ζωντανή κουκουλοφόροι μάλλον ασφαλίτες μέσα στη Μαρφίν στις 5.5.2010. Πέρα από όσα λέγονται περί πυρασφάλειας κτλ., τη μολότοφ την πέταξε κάποιος που παραμένει ασύλληπτος ― λέτε να μην τον είχαν βρει και καταδικάσει αν δεν ήταν ασφαλίτης; Συνέπεια πάντως της δολοφονίας αυτής ήταν να σπιλωθεί ένα ολόκληρο κίνημα και να αποκτήσει και η Δεξιά καινούργιους μάρτυρες: εντελώς ακούσιους μάρτυρες μεν, μάρτυρες δε.

(Διότι, κύριε Άκη Γαβριηλίδη μου, η νεκροφιλία δεν είναι προνόμιο της ελληνικής Αριστεράς αλλά και κάθε αυθεντίας που επιθυμεί να νομιμοποιείται στα μάτια των αντιπάλων της διά της ιερότητας του πένθους, διά του οίκτου για τους πενθούντες και διά της αυθεντίας του θανάτου. Άλλωστε οι πεθαμένοι της Ρωμιοσύνης του Ρίτσου που κρατάνε της καμπάνας το σχοινί κτλ. τι άλλο είναι παρά λυρική απάντηση στην ελληνική Δεξιά που ανακήρυσσε μαζικά μάρτυρες των εαμοσλαύων και του κομμουνιστοσυμμοριτισμού ήδη από το 1946; )

Τι λέει λοιπόν ο ημιμαθής, καιροσκόπος και κατά τα άλλα «φαιδρός» και «τηλεβιβλιοπώλης» αντιπρόεδρος της ΝΔ και υπουργός; Ότι τον εκλιπόντα κύριο Παπαθανασόπουλο «δεν τον είδαμε σε κανένα κανάλι να ουρλιάζει και να οδύρεται, δεν τον είδαμε να ηγείται πορείας, δεν τον είδαμε να βρίζει και να ασχημονεί, δεν τον είδαμε να αντιδικεί» ― αντίθετα βεβαίως από τη Μάγδα Φύσσα.

Για τον Γεωργιάδη και τη συνοδεία του δεν είναι αρκετή η κατασκύλευση της μνήμης των τριών νεκρών της ΜΑΡΦΙΝ επί 12 ολόκληρα χρόνια, στην οποία κατασκύλευση συνεργός είναι και η Πρόεδρος της Δημοκρατίας με τη χυδαία μαρμαρόπλακα νεκροταφείου που αποκάλυψε πάνω στο πεζοδρόμιο της Σταδίου και η οποία μας καλεί όλους κι όλες να γίνουμε πρόβατα εν ονόματι της εθνικής ομοψυχίας και να μη διχογνωμούμε. Έπρεπε λοιπόν να αναδειχθεί (και μάλιστα μετά θάνατον) ένας χαροκαμένος και ανείπωτα πικραμένος άνθρωπος, ο Χ. Παπαθανασόπουλος, ως μάρτυρας και αυτός της ομοψυχίας και της συμμόρφωσης στο όνομα της μόνης ιδεολογίας που προβλέπεται. Έπρεπε να γίνει κι αυτός καρικατούρα καρτερίας και σεβαστικότητας, ειδωμένος αυθαίρετα ως τάχα ο αντίποδας της Μάγδας Φύσσα. Αν δεν γίνεται αντιληπτό το βάθος της αγυρτείας και η έκταση της τυμβωρυχίας…

Αυτοί οι άνθρωποι κυβερνάνε τέσσερα χρόνια και χάρη στην αποπληκτικώς βαρειά αβελτηρία του νωθρού και αποπροσανατολισμένου ΣΥΡΙΖΑ (που θέλει να γίνει ΠΑΣΟΚ ’85, τρομάρα) θα κυβερνήσουν στάνταρ άλλα τέσσερα χρόνια. Εκεί λοιπόν στο 2027 θα συζητάμε αν επιτρέπεται να διαφωνούμε με την Εθνική Κυβέρνηση, αφού ήδη το 2023 εμπεδώσαμε ότι όταν μας σφάζουν το παιδί ναζί εγκληματίες πρέπει να καθόμαστε σιωπηλές κουκλίτσες, μην τυχόν μας κακολογήσουν τίποτε νοικοκυραίοι, μην τυχόν κατηγορηθούμε ότι είμαστε φορείς «του τυφλού μίσους που γεννά ο διχασμός».

Με αφορμή το TÁR

στον Πάνο Μιχαήλ

I

Διάβασα σε μια καταγέλαστη απόπειρα κριτικής της ταινίας:

«Αλλά, αν βγάλεις το κωμικό name dropping από συμφωνίες μέχρι μουσικές σχολές, τι μένει;»

Σκέφτηκα τον Νονό 2:

«Αλλά, αν βγάλεις το κωμικό name dropping από πολιτικούς μέχρι μαφιόζικες οικογένειες, τι μένει;»

Και ούτω καθεξής.

Κουτά μου και λίγο παιδιά, δεν μπορεί η τέχνη να είναι αποκλειστικά δύσκολη ή κι ακαδημαϊκή, και δεν χρειάζεται κιόλας. Ωστόσο υπάρχει και ακαδημαϊκή τέχνη, και υπάρχει για κάποιον λόγο: πρέπει να έχουν κάτι με το οποίο θα αναμετρηθούν και θα παίξουν το νταντά, η πανκ και η τραπ του κόσμου τούτου.

II

«Tyranny is the deliberate removal of nuance.» Albert Maysles.

Με άλλα λόγια, η αποκλειστικώς ιδεολογική επεξεργασία κάθε πράγματος που βλέπουμε, ακούμε ή διαβάζουμε αποτελεί χούι ικανό κάποια στιγμή να μας οδηγήσει στη βαρβαρότητα.

Η φαντασίωση δεν είναι πραγματικότητα· τα έργα δεν είναι μανιφέστα, τσελέμεντέδες ή οδηγίες χρήσεως.

ΙΙΙ

«The narcissism of small differences leads to the most boring kind of conformity.» Lydia Tár

Η αγαλματώδης παρουσία του περασμένου έπους

Από αρχαιοτάτων χρόνων, όσο και να ψάξει κανείς την ελληνική κι ελληνόφωνη κουλτούρα όπως τις εικαστικές δημιουργίες, τα κείμενα, ακόμα και τη μουσική, θα διαπιστώσει ότι απουσιάζουν βροντερά κι αμετάκλητα και η τρυφή και η απόλαυση αλλά και η τρυφερότητα που δεν απευθύνεται σε ταίρι ή στο αίμα σου.

Κάθε φευγαλέα και περιθωριακή αναπαράσταση ηδονικών και τρυφηλών καταστάσεων ή διαθέσεων, κάθε τι μυρωμένο ή ευφρόσυνα λαγνικό, κάθε γέλιο και απλή ένσαρκη χαρά επισκιάζονται από κάτι μεγάλο και βαρύ. Μέσα στα ελληνικά συμφραζόμενα, στη φιλία ως χαρά και στον έρωτα ως απόλαυση επιβάλλεται αργά ή γρήγορα η κατά Εμπειρίκο αγαλματώδης παρουσία του περασμένου έπους.

Αν όχι η λαίλαπα του πάθους και η ματαίωση, αν όχι η μοίρα κι οι θεοί και το καθήκον, η γελοιότητα του βίου και η ματαιότητα του βίου ή το κυνήγι της εξουσίας, τότε η βεβαιότητα του χωρισμού ή του θανάτου θα έρθει επιτέλους να καταργήσει κάθε φλωριά και κάθε γούστο, να απαξιώσει κάθε λαγνική σύνδεση και την τρυφερή ελαφρότητα της εφήμερης σύζευξης, να ακυρώσει αναδρομικά την κατά Έλιοτ awful daring of a moment’s surrender, which an age of prudence can never retract. Η χαρά είναι μέθη, από την οποία μάλιστα οφείλουμε να ξενερώσουμε γρήγορα κι οριστικά.

Τίποτε παιγνιώδες αλλά και τίποτε μυρωμένο, κανένα βροντερό γέλιο αλλά και τίποτα που να καταφάσκει τη χαρά του σώματος χωρίς προεκτάσεις δεν θα βρείτε στην ελληνική δημιουργία, πέρα από κάτι λίγα στην Παλατινή Ανθολογία, πέρα από τον Ροΐδη ή το τρεμάμενο βλέμμα του Καβάφη. Τα υπόλοιπα είναι πάρα πολύ σοβαρά: Ιππόλυτος και Φαίδρα, καταδικασμένη καψούρα, Μήδεια και Ιάσονας, εξιδανικευμένη γυμνότητα, η Θεοτόκος Παρθένος, αγάπες που θα ξεκάνει η μοίρα, η Μοσχούλα κι ο βοσκός, κλέος και αγιότητα, Αλί Πασάς και Φροσύνη, κοσμική αγιογραφία, το κορίτσι με τα μαύρα κι ο Χορν ― και πάει λέγοντας. Οτιδήποτε παιγνιώδες, χαριτωμένο κι ιλαρό είναι ασόβαρο κι ανάξιο λόγου ή αναπαράστασης. Ακόμα και στις τσόντες που έβγαλε αυτός ο τόπος είτε η ερωτοπραξία εντάσσεται μέσα στη φαρσοκωμωδία είτε στο τέλος τις παίρνει όλες ο διάολος.

Για του λόγου το αληθές, φανταστείτε ότι θέλετε να φτιάξετε έναν χώρο που να αναδεικνύει και να εορτάζει την ηδονή, τη χαρά ή το γέλιο. Πού θα καταφύγετε εικονογραφικά; Στους Ινδούς, στα γιαπωνέζικα shunga, σε κάποιες περσικές μικρογραφίες, στην Μπελ Επόκ, στην κινέζικη ερότικα, στα σκίτσα Αϊζενστάιν και τα παρόμοια, στον Bécat και τους επιγόνους του τον 20ο αιώνα, στη Γερμανία της Βαϊμάρης… Ακόμα και στα ερυθρόμορφα αγγεία των αρχαίων οι ερωτικές αναπαραστάσεις είναι στο πλαίσιο της μέθης, που λέγαμε, συνήθως από νερωμένο κρασί των Μεσογείων.

Έπειτα αναρωτηθείτε: πώς μιλάνε τα ελληνικά τραγούδια για το σεξ με εξαίρεση την τραπ, ή για τη χαρά, με εξαίρεση κάποια ποπάκια; Τέλος πείτε μου αν υπάρχει «κανονική» λογοτεχνία από τον Όμηρο μέχρι τον Βακαλόπουλο που να είναι αστεία χωρίς να είναι σάτιρα, χωρίς να αποσκοπεί στο να στηλιτεύσει και να καταγγείλει.

Δεν είναι ίσως να απορεί κανείς με το περίσσευμα αγριότητας που προκύπτει από την αλληλεπίδραση μας με τον δημόσιο χώρο, πραγματικό και συμβολικό. Αυτοί είμαστε: ακριβοί στην εξέγερση και φτηνοί στους ψόφους, ιδίως αν απευθύνονται σε φτωχούς κι ανήμπορους.

Βιογραφικά σημειώματα

The child I lost replaced by fear

Είμαι από αυτούς που για χρόνια τους στοίχειωνε η αίσθηση ότι επέρχεται το τέλος, η κατάλυση της προσωπικότητας, η κίνηση που θα έδινε μία και θα σκόρπιζε αμετάκλητα τη ζωή. Κάποτε μου είχαν πει ότι ήμουν σαν τον μικροσκοπικό ιππέα του Αρτεμισίου: ένα αποθηριωμένο άλογο του πάθους που το κυβερνάει ένας μικρός στο μάτι αλλά ικανός Λόγος.

Δεν μπορώ να πω ότι πείστηκα ποτέ από αυτή την εικόνα, όσο εμβληματική και δυναμική κι αν φάνταζε. Κάπως ήξερα ότι δεν είμαι έτσι, κάπου ένιωθα ένα τραύμα άλλου είδους.

Ο στίχος των New Order από το ένα τους τραγούδι που σχεδόν ξέρω απ’ έξω θα μπορούσε να μου είχε δώσει την απάντηση εάν βεβαίως μπορούσα να αναγνωρίσω την απάντηση: δεν ήμουν παρά ένα άτακτο και ζωηρό (πολύ ζωηρό) παιδί φυλάκισμένο στη σιωπή ενός άδειου και βασανιστικά εύτακτου σπιτιού. Ένα παιδί γεμάτο φόβο για τον εαυτό του και για το στοιχειό που είναι.

Ευτυχώς όλα αυτά ψηλαφήθηκαν κι ανασκάφτηκαν προτού το γήρας κάνει τον φόβο απάλευτο.

When we feel the storm

Πολύ με εντυπωσιάζουν όσες κι όσοι έχουν την όρεξη ή την ικανότητα να μιλούν για τον έρωτα με λεπτομέρεια, με ευφράδεια κι ωραίες εικόνες. Εγώ πάλι είμαι από αυτούς τους πολλούς που απλώς χαίρονται να χαίρονται όσα άλλοι περιγράφουν και εικονογραφούν ή απεικονίζουν: όλες αυτές τις μεταφορές και τις περιγραφές και τους λεπτούς υπαινιγμούς που εγώ απλώς νιώθω να με χτυπάνε σαν θείο ισχαιμικό σε ανύποπτες στιγμές μέσα στη μέρα ή όταν ξυπνάω το πρωί και προσπαθώ να συγκροτήσω από την αρχή ποιος είμαι και πού βρίσκομαι.

Κι έτσι τα ξαναζώ: βουβά κι ολοζώντανα όπως έρχονται και με βρίσκουν απρόοπτα.

Αυτά τα πράγματα είναι άλλωστε θύελλα ποτιστική και καταιγίδα ηλεκτρική, δεν είναι κατάλογος πλοίων να κάτσεις να τον καταγράψεις.

Wir sind die Zukunft und wir sind die Tat

Όλα όσα πρέπει να ξέρουμε για την πολιτική δράση και ποιοι πρέπει να την αναλάβουν βρίσκονται συμπυκνωμένα σε αυτόν τον στίχο. Όσοι ταυτίζονται μαζί του είναι έτοιμοι να κάνουν κάτι και να σπρώξουν τον κόσμο λίγο πιο μπροστά· τα υπόλοιπα είναι κουβέντες, κουτσομπολιά και θεολογίες.

Όσοι νιώθουν ότι είναι το μέλλον κι όσοι γνωρίζουν πως είναι η πράξη και η δράση θα αναλάβουν να τα πραγματώσουν. Γιατί μια χαρά είναι τα όνειρα και οι επιδιώξεις, πλάκα έχουν τα παιχνίδια που παίζουμε με λέξεις και ήχους και εικόνες, αλλά καλύτερη είναι η πραγματικότητα ― ξέρετε, αυτή του σώματος.

Βασιλόφρονες;

Πολλοί από όσους γουστάρουν βασιλιάδες και θρόνους και τέτοια δεν επιθυμούν απαραίτητα κληρονομικό αρχηγό κράτους παρά νοσταλγούν τον ετεροκαθορισμό που επιβάλλει ο σχολάρχης κι ο παπάς, την πειθαρχία που επιβάλλει ο χωροφύλακας κι ο καραβανάς, την ομερτά που επιβάλλει η γιαγιά και ο θείος· χωρίς ακτήμονες κι ανειδίκευτους που φωνάζουν, χωρίς πούστηδες και ζωντοχήρες, χωρίς Εβραίους και Γύφτους.

Την εθνική ενότητα όπως μας σερβίρεται νοσταλγούν.

Του βασιλιά ο θάνατος

Πολλοί πτυχιούχοι στη διοίκηση επιχειρήσεων με κανα μάστερ σε κλάδο των Οικονομικών αισθάνονται ότι είναι σε θέση να ερμηνεύουν την κοινωνία ή και τον κόσμο με βάση κάποιες απλές αρχές τις οποίες μάλιστα θεωρούν αυταπόδεικτες.

Μία από αυτές τις αρχές είναι ότι ο σοσιαλισμός είναι καλός και άγιος όταν υπάρχουν λεφτά αλλά σε περιόδους κρίσης είναι απαραίτητη η νεοφιλελεύθερη οικονομική διαχείριση ― ώστε να διασφαλίζεται η κανονικότητα. Βεβαίως ως κανονικότητα γίνεται αντιληπτή η απρόσκοπτη άνεση κι ευημερία των ελίτ με το τίμημα της στενότητας λόγω των όποιων κρίσεων (αναπόφευκτων ή τεχνητών) να το φορτώνονται τα συνήθη υποζύγια.

Βεβαίως η εν λόγω κανονικότητα δεν περιλαμβάνει απαραιτήτως τη διασφάλιση της λειτουργίας του κράτους δικαίου, ίσα ίσα. Επιπλέον, η λεγόμενη νεοφιλελεύθερη διαχείριση δεν είναι καθολου νεοφιλελεύθερη γιατί το κράτος (αυτός ο δαίμονας, ο αλάστωρ αυτός της ελευθερίας των προνομιούχων ατομικοτήτων) οφείλει να ξελασπώνει τις ελίτ και να τις χαρτζιλικώνει όταν τρώνε σφαλιάρα από το χέρι της αγοράς.

Ξεκινάμε λοιπόν από την παράδοχη ότι όσοι κι όσες σχηματικά περιέγραψα ως πτυχιούχους στη διοίκηση επιχειρήσεων με κανα μάστερ σε κλάδο των Οικονομικών (αδικώντας τη μεγάλη πλειοψηφία της συμπαθούς κοινότητας των πτυχιούχων στη διοίκηση επιχειρήσεων με κανα μάστερ σε κλάδο των Οικονομικών) είναι βαθιά αναξιόπιστοι κι αναξιόπιστες όταν ερμηνεύουν την κοινωνία ή και τον κόσμο με βάση κάποιες απλές αρχές τις οποίες θεωρούν αυταπόδεικτες, όση επιφάνεια ή και προβολή κι αν έχουν οι γνώμες τους στον δημόσιο λόγο.

Δεν θα έπρεπε λοιπόν να μας εκπλήσσει η ταύτιση των άνωθι με τους κύκλους που φαντασιώνονται στέμματα και θυρεούς· κι όλα αυτά βεβαίως με αφορμή τον θάνατο του έκπτωτου κληρονομικού αρχηγού του ελληνικού κράτους.

Οι κύκλοι αυτοί απαρτίζονται εν πολλοίς από νοσταλγούς της προνεωτερικότητας, της Εδέμ αυτής από την οποία εκδίωξε τη Ρωμιοσύνη ο Νεοελληνικός Διαφωτισμός, μετατρέποντάς την σε Ελληνισμό ώστε μαζί με τις αγροτοποιμενικές της διαστροφές να αναλάβει και την ετεροκαθοριστική πολεμοκαπηλία αλλά και τη θηριώδη αλαζονία και βία του νεωτερικού εθνικού κράτους.

Στην πραγματικότητα, η θανή του Κωνσταντίνου Ντεγκρέτσια λειτουργεί ως δείκτης, ως βάμμα ηλιοτροπίου. Το πένθος για την απώλεια ενός έκπτωτου αλαζονικού, άρπαγα, αδέξια ραδιούργου κι οριακά προδοτικού αρχηγού του κράτους συσπειρώνει τους εχθρούς του νεωτερικού κράτους ― κι όχι βεβαίως από το ελευθεριακό μετερίζι, όχι γιατί το ελληνικό κράτος καταπιέζει και συντρίβει και αφήνει τους προνομιούχους να αδικούν και να ασχημονούν αλλά επειδή δεν το πράττει α λα ρουαγιάλ: με χωροφυλακές και χρυσάφια, με ξερονήσια και αλόγατα, με χειροφιλήματα και στραταρχικές φαλλικές ράβδους.

Ναι. Είτε πρόκειται για παλιοημερολογίτες, είτε για φίλους και μέλη των περίφημων θρησκευτικών (ή «παρεκκλησιαστικών») οργανώσεων, είτε για Μακεδονομάχους και μεγαλοϊδεάτες αλυτρωτιστές της φακής, είτε για όψιμους αυλόδουλους που συγχέουν την αστική αβρότητα με τη δουλοπρέπεια και τους οποίους η Γαλλική Επανάσταση πέρασε και δεν ακούμπησε, είτε για σοφτ βασιλόφρονες που όλο αυτό το αυλικό με τα λιλιά τούς βγάζει λίγο καύλα, είτε για παραδοσιακούς μη-ναζί φασίστες.