Εκ πείρας

Κουρτίνα Μέριλυν

Άνοιξα μπλογκ το 2004 και στα ελληνικά το 2005. Στο fb μπήκα το 2008. Είμαι λοιπόν σε θέση να έχω κάποιες απόψεις για τη σοσιαλμηντιακή ζωή.

Το κοινό

Αν γράφετε ή αν ανεβάζετε φωτό και βίντεο επειδή πιστεύετε ότι θα αρέσει σε ένα συγκεκριμένο κοινό, προσέξτε καλά: αργά ή γρήγορα το κοινό που εξυπηρετείτε θα σας βαρεθεί. Το μόνο κοινό για το οποίο αξίζει να γράφετε ή να ποστάρετε είναι

  1. είτε το Κοινό, ως αφηρημένη έννοια (θα είστε προσεκτικοί και ακριβείς),
  2. είτε ο εαυτός σας (θα είστε συνεπείς και τίμιοι),
  3. είτε γκομενάκι (θα μεγαλουργήσετε ή όχι).

Ομολογητές;

Κάθε φορά που αισθάνεστε ομολογητές ή και μάρτυρες της ελευθερίας του λόγου, κάτι που μέχρι κι εγώ το έχω πάθει τόσα χρόνια στο κουρμπέτι πια, αναλογιστείτε μήπως ο γενίτσαρος που σας καταδιώκει είναι απλώς ποντικός ή, χειρότερα, κάποιο αδύναμο παιδί. Βεβαίως για να φτάσουμε εκεί έχουμε ήδη αποκλείσει το ενδεχόμενο πως απλώς λέτε κοτσάνες ή δείχνετε αηδίες προσπαθώντας να φανείτε κάπως προχώ και στην αιχμή, λιγάκι κόντρα στο ρεύμα ― ή ό,τι σας φαίνεται για ρεύμα.

Γνώμη μο

Βεβαίως και όλοι έχουμε γνώμη ή αναμένεται από εμάς στο σοσιαλμηντιακό παζάρι να έχουμε γνώμη για κάθε θέμα που ανακύπτει, ή και χωρίς να ανακύψει. Αν πρέπει οπωσδήποτε να την πούμε, καλό είναι μην τη διατυπώνουμε σαν να είναι δόγμα ή σαν να γνωρίζουμε το θέμα μέσα-έξω, ιδίως αν δεν το γνωρίζουμε.

Σφρίγος και νεότητα στα ΜΚΔ

Όντας σοσιαλμηντιακά υπεραιωνόβιος σε γατίσια χρόνια, πρέπει να αποκαλύψω ένα από τα μυστικά της διάρκειάς μου σε αυτά. Παραμένω απτόητος και κεφάτος παρά τα αλλεπάλληλα χτυπήματα της Βλακείας και παρά τους πανταχού ακροβολισμένους μαλάκες γιατί ποτέ δεν πίστεψα ότι έχω πάντα δίκιο. Ακόμα κι όταν περιτριγυριζόμαστε από μαλάκες δεν έχουμε πάντα δίκιο: ίσα ίσα, μια τέτοια πεποίθηση είναι σύμπτωμα της σταδιακής μας έκπτωσης σε μαλάκα.

My Death

Το τραγούδι το έμαθα κι εγώ, όπως πολλοί, από τον Μπόουι:

Ακούγεται ένα κανονικό τραγούδι του Μπόουι, σαν μια χλωμή εκδοχή του θεσπέσιου Wild is the wind. Από ένα σημείο και μετά λίγο το χάνεις, γίνεται σαν βυζαντινός κανόνας κάπως (η ωδή β’, η πένθιμη, που οι περισσότεροι κανόνες παραλείπουν).

Το τραγούδι είναι απόδοση στα αγγλικά του La Mort από τον Μεγάλο Βαλλώνο:

Αυτή η εκτέλεση είναι πέρα για πέρα αμήχανη, μετεωρίζεται μεταξύ σανσόν, βωντβίλ και εμβατηρίου. Πιθανότατα ο Μπρελ δεν αισθανόταν άνετα με τους στίχους ή δεν ήθελε να πάει προς τη μεριά των μεγάλων δραματικών ερμηνειών και έμεινε σε μια διάθεση που θυμίζει κάτι τραγουδάκια του όπως αυτό.

Μεταξύ Μπόουι και Μπρελ στέκεται ένας άλλος γίγαντας, αν και παραγνωρισμένος: ο Σκοτ Γουώκερ. Αυτός μετέφρασε το τραγούδι στα αγγλικά, όπως και άλλα του Μπρελ, αυτός το ερμήνευσε ως κάτι στωικά θρηνητικό. Το ανέδειξε με τη δυνατή αλλά ελεγειακή ερμηνεία του αλλά και με την κάπως πιο σινατραϊκή ενορχήστρωση. Θα τον μιμηθούν εκατοντάδες στο πώς τραγουδάμε τον θάνατο, θέμα που η αμερικάνικη ποπ κουλτούρα αποφεύγει μέχρι θανάτου.

Θα μπορούσαμε να είχαμε μείνει με την ερμηνεία του Σκοτ Γουώκερ, άλλωστε αυτή του Μπρελ την έχουμε μάλλον ξεχάσει.

Ιός

Photo 21-3-20, 12 54 36Ας σκεφτούμε λίγο τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Οι Σύμμαχοι ήταν ένας συνασπισμός που απάρτιζαν οι εξής δυνάμεις: μια αποικιοκρατική αστική δημοκρατία που γρήγορα βγήκε εκτός μάχης, η κατεξοχήν αποικιοκρατική αυτοκρατορία και δεινή ιμπεριαλιστική δύναμη, οι Άγιοι Τόποι του καπιταλισμού, μια ολοκληρωτική συγκεντρωτική αυτοκρατορία. Η Γαλλία θα έδειχνε τα νύχια και τα δόντια της στην Αλγερία, στο Βιετνάμ και αλλού· οι Βρετανοί είναι πλέον πασίγνωστοι, εφευρέτες του τεχνητού λιμού, μαέστροι του διχασμού, συνεπείς σφαγείς· οι ΗΠΑ δεν χρειάζονται συστάσεις· η ΕΣΣΔ πήρε μια κομμουνιστική επανάσταση και τη μετέτρεψε στη συμφορά του διεθνούς κομμουνισμού, εμποτίζοντάς τον με αυταρχισμό, προσωπολατρία και τον δικό της ιερό ιμπεριαλισμό.

Λίγοι άνθρωποι που πολέμησαν το Θηρίο στο πλευρό των Συμμάχων είχαν ψευδαισθήσεις, πάρα πολύ λίγοι. Στο κάτω κάτω, τα χαΐρια των Συμμάχων τα είχε δει ο πραγματικά ελεύθερος κόσμος και στην Ισπανία (ατολμία ή κυνισμός;) και στις πολιτικές εφησυχασμού του Χίτλερ («γραφικός αυτός ο ψυχάκιας μα χρήσιμος») και στα «αφήστε ναζί και κομμούνια να αλληλοφαγωθούν» (…) και στην ατιμία του Συμφώνου Ρίμεντροπ-Μολότωφ (προϊόν στρατηγικής δειλίας ή σταλινικού κυνισμού). Τέλος υπενθυμίζω ότι οι Σύμμαχοι διέπραξαν εγκλήματα πολέμου, όπως ο βομβαρδισμός γερμανικών φραγμάτων, της Δρέσδης και του Τόκυο, όπως οι δύο πυρηνικές επιθέσεις (που, όχι, δεν ήταν «αναγκαίες»).

Με το τέλος του πολέμου ούτε όλοι οι ένοχοι τιμωρήθηκαν και ούτε όπως και όσο έπρεπε, ενώ υπερβολικά πολλοί αθώοι δεν γλύτωσαν σφαγές, βιασμούς, προσφυγιές, διαπομπεύσεις, φυλακές, στρατόπεδα εγκλεισμού κι εργασίας. Οι απλοί στρατιώτες και αντάρτες αλλά και όσοι τους υποστήριζαν στα μετόπισθεν, αυτοί που τελικά νίκησαν τον ναζισμό, τον φασισμό και την ύπουλη γενοκτονική μηχανή της ιαπωνικής αποικιοκρατίας (αυτής που υποσχόταν ότι θα απάλλασσε την Ασία από τους δυτικούς αποικιοκράτες),  δεν είχαν πάντοτε υποδοχή και μεταχείριση ηρώων.

Ωστόσο ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος υπήρξε και αναγκαίος και ένδοξος και τιμημένος — όσο ένδοξος και τιμημένος μπορεί να είναι οποιοσδήποτε πόλεμος. Πάνω απ’ όλα όμως υπήρξε μια πανανθρώπινη προσπάθεια: έργο πάρα πολλών, κι ας έφερε δυστυχία κι αδιανόητο πόνο σε περισσότερους.

Εδώ και βδομάδες ζούμε μια ακόμα πανανθρώπινη προσπάθεια, συμμετέχουμε μάλλον σε αυτή. Δεν πρόκειται για πόλεμο, δεν είναι καν χρήσιμο να χρησιμοποιούμε τον πόλεμο ως μεταφορά. Δεν υπάρχει εχθρός που πρέπει να εξοντωθεί και να κατατροπωθεί, υπάρχουν μόνο ζωές που πρέπει να σωθούν.

Κανείς ωστόσο δεν έχει ψευδαισθήσεις ότι όλοι πληττόμαστε από τον εγκλεισμό εξίσου, ότι όλοι μαζί «ενωμένοι» μένουμε σπίτι κτλ. Οι διανομείς, οι ταμίες, οι εργαζόμενοι στην καθαριότητα κ.α., πάνω απ’ όλους οι εργαζόμενοι στις (απαξιωμένες κι υποχρηματοδοτούμενες) δημόσιες δομές υγείας φέρουν στους ώμους τους το συντριπτικό βάρος της προσπάθειας να περιοριστεί και να επιβραδυνθεί η εξάπλωση της πανδημίας. Παράλληλα, όσοι έχουνε μικρά κι αφιλόξενα σπίτια υφίστανται την αβάσταχτη ψυχολογική πίεση του εγκλεισμού ενώ, ελέω παγκόσμιου καπιταλισμού, ο λογαριασμός δεν θα έρθει στους καθ’ υπερβολή έχοντες παρά στους φτωχούς και σε όσους χάνουν και θα χάσουν τις δουλειές τους ή την πελατεία τους.

Ωστόσο δεν παύει η στάση στην οποία έχει περιέλθει ο πλανήτης να αποτελεί προϊόν πανανθρώπινης προσπάθειας με αποκλειστικό σκοπό να σωθούν ζωές. Όταν «τελειώσουν όλα αυτά» θα γίνει απόπειρα να καπηλευθούν κάποιοι τις έκτακτες συνθήκες που δημιουργήθηκαν για να επιβάλουν τους ολοκληρωτισμούς τους; Σίγουρα. Θα πληρώσουν τον λογαριασμό τα συνήθη υποζύγια; Σχεδόν σίγουρα. Θα έχουν όμως σωθεί εκατομμύρια άνθρωποι; Οπωσδήποτε.

Η τρομακτική επιδημία της γρίπης του 1918 δεν θα επαναληφθεί: όχι (μόνο) επειδή θαυματουργεί η επιστήμη αλλά και επειδή σιγά σιγά η ανθρωπότητα δείχνει να μαθαίνει ότι υπάρχουν συλλογικοί αγώνες που δεν έχουν πολεμικό χαρακτήρα αλλά θεμελιώνονται στην αλληλεγγύη. Κι είναι κι αυτό μια καλή αρχή.

Αυτοβιογραφισμοί

Photo 4-1-20, 01 38 54
Η πλάτη παγονιού που πετάει

στον θείο Πάνο Θεοδωρίδη, προφήτη και με έξι ντουζίνες χρόνια

Οι πεποιθήσεις μου υπήρξαν πάντοτε ελευθέριες και ελευθεριακές ήδη από τα 17 μου, ο βίος μου όχι τόσο. Αρχικά καθόλου, δηλαδή. Οι αιτίες που ήμουν τόσο συντηρητικός στην πράξη παρά την αυτοδίδακτη εξαλλοσύνη λόγων και (κυρίως) ιδεών βρίσκονται ακόμα υπό διερεύνηση. Σίγουρα η γενικευμένη αφραγκία μου έπαιζε σημαντικό ρόλο, όπως και το ότι ως φοιτητής ζούσα στο σπίτι των δικών μου.

Ωστόσο τα παραπάνω ίσως εξηγούν γιατί δεν είχα λεφτά και ευχέρεια για εξόδους κι αλκοόλια κι άλλα πολλά, όμως δεν ερμηνεύουν τη συστολή και την αθυμία και τη δειλία με την οποία ξεκίνησα τη νεότητά μου. Πού ήταν εγκλεισμένες οι επιθυμίες μου; Επιπλέον, θαυμάζω να βλέπω νέους ανθρώπους που ήδη από τα είκοσι και από τα εικοσιτρία τους έχουν κατασταλαγμένα και ξεκαθαρισμένα κάποια πράγματα, πολλά πράγματα: ποιοι είναι, πού πάνε και τι θέλουν· εγώ μέχρι τα 35 μου αισθανόμουν ότι μόλις είχα βγει από την εφηβεία.

Το πρώτο ορόσημο βρίσκεται στο Λονδίνο του 1997, όπως το περιγράφω σε έναν σύνδεσμο που βρίσκεται μέσα σε αυτό το κείμενο. Εκεί αναγκάστηκα να αναμετρηθώ με τον εαυτό μου και, όχι βέβαια να τον νικήσω, αλλά τουλάχιστον να τον αναγκάσω να παλεύει μαζί μου, κλειδωμένο σε μια λαβή σφιχτή και για χρόνια γόρδια κι ανεπίλυτη. Στο μεταξύ έμαθα να σκέφτομαι, ή μάλλον «έγινα άνθρωπος […] γιατί ξεκίνησα εκεί να μαθαίνω να είμαι ο εαυτός μου, όχι αυτό που οι άλλοι νόμιζαν ή περίμεναν από εμένα. Γιατί έμαθα ότι είμαστε αυτοί που είμαστε και τα υπόλοιπα είναι προσχήματα, δικαιολογίες και μεταμέλειες περιττές και μάταιες: με αυτό που είμαστε πρέπει να δουλέψουμε, όχι με την προσδοκία να γίνουμε κάποιος άλλος ή κάτι άλλο».

Το επόμενο ορόσημο είναι στο Μανχάτταν (με είχανε στείλει με τη δουλειά) το 2008. Εκεί έζησα την πρώτη χρονιά χωρίς Πάσχα, κάτι που δέχτηκα με ανακούφιση, περιέργεια και κυρίως α-πορία. Εκεί επίσης ένιωσα βαθιά και μάλλον πικρά ότι η ζωή μου δεν πήγαινε πουθενά, κάτι που κάθε τριαντάρης νιώθει και πρέπει να νιώσει, απ’ ό,τι έμαθα κατόπιν: η απορία, που είπαμε. Φόρεσα ένα δαχτυλίδι· πήρα αόριστη αλλά πείσμονα απόφαση να αλλάξω τη ζωή μου και να γίνω προθυμότερος, πιο ευεπίφορος, πιο θαρραλέος, πιο επιτηδευμένα ανέμελος. Είπα: pecca fortiter, χωρίς απαραιτήτως το άλλο μισό τσιτάτο. Ακόμα δεν μπορούσα να πιεστώ να γίνω πιο ειλικρινής και σίγουρα δεν είχαν ωριμάσει οι συνθήκες για να απελευθερωθώ ακόμα ώστε να  γίνω και πιο αυθόρμητος, άλλωστε ο αυθορμητισμός αποτελεί υψηλή και δύσκολη τέχνη, δεν είναι το θράσος του να τα παίρνεις όλα σβάρνα. Χρειαζόταν λίγος χρόνος ακόμα: πάντα χρειάζεται χρόνος κι αλίμονο σε όσους δεν έχουν.

Μετά θυμάμαι απελπισία το 2009 και αμέσως μετά διάφορα μαγικά και μυστικά πράγματα. Ύστρερα όλα άλλαζαν. Διαρκώς. Όχι εύκολα, όχι ομαλά, όχι ανώδυνα. Άλλαζαν όμως. Άλλαζαν. Ο χρόνος άρχισε να πυκνώνει, ο βίος να παίρνει ύψος αλλά και να υφίσταται κι απότομες πτώσεις· η ορμή προς τα εμπρός αυξανόταν αλλά διακοπτόταν από κάπως βίαιες παλινδρομήσεις. Έπρεπε όμως να λογαριάσω ότι προχωρούσα, κι ας ένιωθα ανεπαρκής και ας ένιωθα να πνίγομαι όπως πάντα, κι ας πίστευα ακόμη πως είμαι ελλιπής, άσχημος κι άπρακτος.

Το 2014 πήρα δυσθεώρητο ύψος πετώντας μέχρι τη μέση του ουρανού και μετά κατακρημνίστηκα· όμως κανείς άλλος δεν το πήρε χαμπάρι πέρα από εμένα. Αυτή η απότομη και φρικτή ανατάραξη με απελευθέρωσε. Έχασα, χάθηκα, κατακρημνίστηκα, καταβυθίστηκα. Πάλεψα κι αναδύθηκα: luctor et emergo. Είχε προηγηθεί τον προηγούμενο χρόνο μια ευοίωνη προφητεία, όχι από τα άστρα και ή τις ρυτίδες των χεριών αλλά από επιτηδείως αναχθείσα εμπειρία. Θα την εκπλήρωνα την προφητεία.

Κι έκτοτε από δυνάμεως εις δύναμιν. Είμαι ελεύθερος και ευτυχισμένος, όσο το επιτρέπει ο σκατένιος κόσμος που ζούμε και που μας επιβάλλεται λες και είναι φυσική τάξη. Τώρα έχω πλήρη επίγνωση της θνητότητας γιατί ξέρω ότι μόνον ο θάνατος θα με σταματήσει ― στο μεταξύ βεβαίως η πρεσβυωπία φρενάρει τα διαβάσματά μου.

Το σώμα και ο τρόπος

furtive

Δεν είμαι κατά των ερωτικών βοηθημάτων και παιχνιδιών· βασικά δεν είμαι κατά κανενός πράγματος που χρησιμοποιούν συναινούντες ενήλικοι για να χαρούν (ας τελειώνουμε λίγο με τη μιζέρια τού «να περάσουν καλά»). Όμως πρέπει να υπενθυμίζουμε στον εαυτό μας κάθε τόσο πόσο εκτενείς είναι οι δυνατότητες για συγκινήσεις, ηδονές και χαρά που μας προσφέρουν τα ίδια τα σώματά μας. Και δεν χρειάζεται να είναι τα φανταιζίστικα ινσταγκραμικά σώματα που μας πλασάρονται ως τα μόνα κατάλληλα για ιμέρους και λαγνείες, αφήνοντας σε εμάς τους υπόλοιπους μόνο τον ρόλο του σχολιαστή-μπανιστιρτζή.

Ίσα ίσα οι μεγάλες κι ωραίες εκπλήξεις στον έρωτα προκύπτουν από σώματα κάθε άλλο παρά ινσταγκραμάμπλ και συμβατικώς γαμάμπλ.

Όχι, μην περιμένετε να σας πλέξω το εγκώμιο της ασχήμιας ή της δυσμορφίας ή του σαγρέ, της μαλθακότητας και των πτυχών που αφήνει πάνω μας ο χρόνος. Όχι βεβαίως γιατί εξαιρούνται από τη χαρά ή γιατί απέχουν από την απόλαυση ή γιατί αποτρέπουν τις ηδονές αλλά γιατί οι ασχήμιες μας και οι ατέλειες και οι όποιες αναπηρίες μας δεν αποτελούν ακόμα ένα φετίχ: κανένα μέλος πάνω στο ανθρώπινο σώμα και καμμιά ιδιαιτερότητά του δεν είναι φετίχ.

Βεβαίως και ο καθένας από εμάς έχει τις προτιμήσεις του· όμως οι ερωτικές προτιμήσεις μας, τι μας αρέσει ή τι μας καυλώνει στην άλλη ή στον άλλο, δεν είναι ούτε μεταφυσικές ενέργειες αλλά ούτε και κάργα σχετικοποιημένες συνέπειες κάποιων ατυχημάτων του βίου μας. Τα γούστα μας και τι μας σαγηνεύει δεν είναι ιερά κι απαραβίαστα, και σίγουρα δεν είναι αμετάβλητα· δεν είναι όμως ούτε ευτελή καθέκαστα, αντανακλάσεις που μπορεί να εντοπίσει και να ευτελίσει είτε η ψυχολογικοποίηση του ποδαριού είτε η τάχα ψυχαναλυτική λαβίδα κάθε μεγαλόσχημου πατερναλιστή. Ό,τι κι αν λένε.

Έχω ερωτευτεί εξαιτίας της ομορφιάς κι έχω αγαπήσει χάρη στην ομορφιά και δεν είμαι από αυτούς που θα μεταπωλήσουν το πελώριο ψέμα της νεοσυντηρητικής εποχής μας ότι τάχα η εμφάνιση δεν μετράει ή ότι δεν θα έπρεπε να μετράει. Ακόμα ακριβέστερα, η ίδια η «εμφάνιση» δεν μετράει ακριβώς γιατί στην ερωτοπραξία αλλά και στον έρωτα, ακόμα και στην αγάπη, η εμφάνιση δεν είναι εμφάνιση, δηλαδή κάτι που ενατενίζεις από μια απόσταση μικρή ή μεγάλη. Η όψη του άλλου ή της άλλης είναι αυτό που λαχταράς και καίγεσαι να αγγίξεις, να γλείψεις, να φας και να σε φάει, να σε περιχωρήσει και να την περιχωρήσεις και να μπλεχτείς μαζί της εντελώς, από τα μπούτια και πάνω. Μόνο που, άπαξ και έγιναν αυτά, δεν είναι πια μόνον όψη. Πλέον δεν βλέπεις μόνο: έχεις χωθεί κι έχεις ανοίξει.

Και τελικά όλα τα οδηγεί ο τρόπος. Όλα όμως. Τα μικρά αλλά χαρακτηριστικά που έχουμε πάνω μας, που συνήθως περνούν απαρατήρητα αλλά κάποτε εντυπώνονται ανεξίτηλα, και παράλληλα πώς χειρίζεται η άλλη κι ο άλλος τα προφανή και τα ολοφάνερα από τα οποία χαρακτηρίζεται: αστεία δόντια και τέλεια στήθη, έλλειψη κόμπλεξ και τάση για πολυλογία, ανοικονόμητους κώλους και θελκτικά ψευδίσματα, αλλόκοτη τριχοφυία και θεοτικά χαμόγελα, μανία για φαστφούντ και εκλεπτυσμένα γούστα στο τζιν, ελαφρύ στραβισμό και κινηματογραφικές πλάτες… Δεν μιλάμε για τα ίδια τα χαρακτηριστικά, παρά για τον τρόπο με τον οποίο λειτουργούν και στη λαγνουργία αλλά και έξω από αυτήν: στο πώς στεκόμαστε και πώς φλυαρούμε και πώς γελάμε και πώς πίνουμε και πώς χασμουριόμαστε.

Όσο κίβδηλη είναι η άποψη ότι η εμφάνιση δεν μετράει παρά, ξέρω γω, ο «εσωτερικός κόσμος», άλλο τόσο μικρόψυχη είναι η εμμονή με προδιαγραφές εμφάνισης: ναι, οι προτιμήσεις και τα γούστα μας είναι δεδομένα, ναι κανείς δεν πρέπει να πιέζεται μόνο και μόνο για να πει ότι πρωτοπόρησε. Όμως είναι καλό να αφήνεται κανείς στον τρόπο της άλλης ή του άλλου.