Καμαρώτε, την κουκούλα

Σε μια χώρα (ας μην πω ‘νοικοκυραίων’, για να μην εξάψω τίποτα επιστήμονες και μου προσάψουν ανοησία) όπου οι περισσότεροι σκούζουμε ζήτω και μπράβο και ολέ μόνον αφού φανεί ο νικητής ή όπου γαβγίζουμε εκ του ασφαλούς (ναι, και εσύ· ναι, και εγώ), πρέπει να τιμούμε όσους έστω και μια φορά στη ζωή τους, έστω και για λίγο, ύψωσαν τη φωνή τους. Μιλάω για τον κοινωνιολόγο Παρσάνογλου που μπουζουριάστηκε γιατί διαμαρτυρήθηκε. Μιλάω και για τον Παπαχρήστο, που δεν είχε να αντιμετωπίσει τον νέωπα με την κατάπληξη φρεσκοκερατωμένου υπουργό και τα κρανοφόρα φτωχόπαιδα που σκέφτονται σαν χρυσαυγιτάκια, καβαλάνε παπάκια και φοβούνται να αποκαλύψουν τα προσωπάκια τους, σαν κοινοί κουκουλοφόροι. Είχε να αντιμετωπίσει τη Χούντα.

Παρόλ’ αυτά, με εξόργισε η λογική του «ποιον πάτε να συλλάβετε, ρε». Για μένα αυτή η λογική καθρεφτίζει με διαύγεια την παθολογία της ελληνικής αριστεράς, η οποία αυτοϊδεάζεται ως ελίτ των ευφυών και τέλειων, των καθαρών και υπεράνω. Ο πολιός (μη αναγνωρίσιμος) σ. αγωνιστής είναι αξιότερος περισσότερου σεβασμού από το τσογλάνι που τρώει την μπατσοκατραπακιά; από τον νεαρό που τον προσβάλλει στον ενικό ο κάθε μερκούρης; από τον πούστη που τσουβαλιάζεται χυδαία γιατί προσπαθεί να ψωνιστεί στο πάρκο; από τη γοτθού που την κοιτάει ο φρουρός στα βυζιά καθώς χαρχαλεύει την τσάντα της; Εάν ναι, τότε μια χαρά είναι το κράτος και μην παραπονιέστε: απλώς κάνει διακρίσεις εις βάρος όσων συμπαθείτε.

Με άλλα λόγια: εάν η ΕΛΑΣ ασχημονεί εις βάρος του φρικιού, του μετανάστη, του φοιτητή, της (αλβανής, ξέρετε από αυτές τις άσχημες ντε) πουτάνας αλλά σεβαστεί τη σκιά του Ελεφάντη, το σκήνωμα του Πέτρουλα και τον ζώντα Παπαχρήστο, είναι πιο εντάξει;

Και ας το πάω πολύ πιο μακριά. Φανταστείτε ότι το ΠΑΣΟΚ αντιλαμβάνεται ότι πλέον η κρίσιμη εκλογική μάζα που θα το επανεκλέξει μετά το επόμενο εθνικό θέμα και τις πρόωρες εκλογές δεν είναι οι νοικοκυραίοι, όσοι μασουλάνε προμήθειες και χτίζουν μαιζονέτες ή όσοι περιμένουν να τους σβηστούν τα χρέη των κατά συρροήν καταναλωτικών τους. Φανταστείτε ότι το ΠΑΣΟΚ συμπεραίνει ότι η κρίσιμη εκλογική μάζα που θα το επανεκλέξει είναι πλέον αριστεροί μεσοαστοί, αντεξουσιαστές που κάνουνε διακοπές στην Ικαρία και κάτι επί πληρωμή σκεπτόμενοι κτλ. Και ότι αποφασίζει να βάλει την ΕΛΑΣ να αλλάξει τον αδόξαστο ανάποδα σε όσους αυτή η εκλογική μάζα αντιπαθεί: τους παπάδες, την Έφη Σαρρή, τους βιομήχανους, τους μαγαζάτορες, τον Άδωνι, τους νοικοκυραίους και δεν ξέρω ποιους άλλους μισούνε δαύτοι. Θα έχουμε μια φιλολαϊκή και λεβέντισσα αστυνομία; λυπάμαι, αλλά ούτε στο ΚΚΕ δε σκέφτονται πια έτσι (καλά, αυτό το τελευταίο… τέλος πάντων).

Αν νομίζουμε ότι μια τέτοια ΕΛΑΣ θα ήταν καλύτερη από αυτήν που έχουμε (να γυρίσει ο τροχός, να γαμήσει κι ο φτωχός κτλ.), τότε έχουμε σοβαρότατο πρόβλημα στην κατανόηση του τι είναι δημοκρατία, εξίσου σοβαρό με όσων πιστεύουν ότι ο Αστυνομικός είναι Ταμπού, Ον Ιερό και Απαραβίαστο επειδή εκπροσωπεί τον Νόμο (και δεν πρέπει σε καμμία περίπτωση να αγγίζεται ή να αντικρίζεται κατάματα ή να αποκαλύπτει τα στοιχεία του σε πολίτη). Αυτό ακόμα και ένας καλλιεπής ανόητος σαν κι εμένα το καταλαβαίνει.

Θα το πω για πολλοστή φορά: το πρόβλημα δεν είναι ποιους διαλέγει να καταστείλει η αστυνομία, το πρόβλημα είναι ότι κυρίως καταστέλλει και δεν προστατεύει. Είναι ότι η καταστολή και όχι η καταπολέμηση του εγκλήματος αποτελούν την αποστολή της, κάτι που είναι εγγεγραμμένο μέσα στην ιδεολογία που το Σώμα προσπαθεί σχεδόν συστηματικά να περάσει στα όργανά του. Να το πω κι αλλιώς; Κάτι μου λέει ότι αν η ΕΛΑΣ ήταν πιο αποτελεσματική στην καταπολέμηση του εγκλήματος (κοινού, οργανωμένου αλλά και της διαφθοράς), θα εμπιστευόμασταν λίγο παραπάνω το κρανοφόρο παιδάριο που έρχεται να μου τσαμπουκαλευτεί με το πρόσχημα της εξακρίβωσης. Όπως ομως έχουνε τα πράματα τώρα, προσωπικά εγώ εμπιστεύομαι περισσότερο κάποιους κουκουλοφόρους και, από μπάτσους, μόνο τον Μάνθο, τον Ρούλη και τον Γιάννη.

Ημιτελές ποστάκι του Sraosha με τίτλο ‘βαριέμαι’

Τον τελευταίο καιρό βαριέμαι. Δε βαριέμαι γενικά, όπως λέμε «βαριέμαι τη ζωή μου». Όχι, ίσα-ίσα, χώρια που έμαθα μετά από τόσα χρόνια να περιμένω, να περιμένω γενικώς, κάτι στο οποίο ήμουν πάντα χάλιας. Βαριέμαι όμως να βλέπω ταινίες και να διαβάζω.

Με τις ταινίες δεν είχα ποτέ την παθιασμένη και παράφορη σχέση πολλών. Ωστόσο πάντοτε έβλεπα ταινίες μέχρι το τέλος. Ε, όχι πια: εγκαταλείπω μία στις πέντε ταινίες, ιδίως στο ντιβιντί. Χτες άφησα στη μέση τις ‘Πληγές του Φθινοπώρου’. Πριν μια βδομάδα το ‘Franklyn’ (‘Παράλληλοι Κόσμοι’). Πιο πριν κάτι άλλο, που δε θυμάμαι. Και πιο πριν κάτι, επίσης. Υπομονή μου μπαϊλντί, που έλεγε κι ο Χάρυ Κλυν. Τα ίδια και με βιβλία. Για χρόνια είχα να παινεύομαι ότι είχα αφήσει μόνο δύο βιβλία μισοτελειωμένα στη ζωή μου: τους Λογοδοσμένους του Μαντσόνι και τον Ηλίθιο του Ντοστογέφσκι (αν και τον Ηλίθιο θέλω τώρα να τον ξαναρχίσω). Ε, η κατάσταση πλέον είναι αγνώριστη: εγκαταλείπω δεκάδες βιβλία. Το τελευταίο που πάει για εγκατάλειψη είναι το Τυπωθήτω δύο ατάλαντων Ιταλών που ζήλωσαν το τρόπαιο του Έκο και του συγγραφέα του Q (το οποίο καταβρόχθισα κατόπιν συστάσεων από τον Rakasha). Το αγόρασα στο αεροδρόμιο τον Αύγουστο και μετά από 176 επίπονες σελίδες (το 1/4 του βιβλίου) πάει για την υπόγα, αφού μάλιστα άρχισα πια τον Frankenstein (ο οποίος, δυστυχώς, ακόμα μου μιλάει για τα παιδικά του χρόνια στα λημέρια της Χάιντι).

Βαριέμαι λοιπόν, η υπομονή μου εξαντλείται ταχύτατα. Δεν έχω κουράγιο να παρακολουθήσω κάτι αν μου φαίνεται ετοιματζίδικο ή κακοστημένο. Δεν είναι καλό αυτό αλλά δν ξέρω, κουράστηκα.

Στη ζωή μου καθε μία, καθε μία γνωριμία

κατά το ‘Ιδού ο άνθρωπος’ του Λασκαράτου, που διάβαζα μικρός

Την ώρα που σφουγγάριζα τα αντιπαθητικά πλακάκια που καλύπτουν τα αχανή τετραγωνικά του σαλονιού μου (ακόμα και τα μικρά, όπως το δικό μου, διαμερίσματα στη Λευκωσία είναι αναίτια μεγάλα για τα δεδομένα της Αθήνας) σκεφτόμουνα κόσμο που γνώρισα πρόσφατα.

Σκεφτόμουν τη δεκαοχτάχρονη από τη σχεδόν ανώνυμη κωμόπολη που μου δήλωσε όλο πίκα, χολή και σιγουριά ότι αυτός θα χάσει, ενώ μου παραπονιόταν για τον καθηγητή που δεν της έδωσε τη δέουσα σημασία στο πρώτο έτος της σχολής της. Από πού αντλεί τόση αυτοπεποίθηση αυτό το μικρό; Σίγουρα δεν είναι η αγωγή που πήρε: ξέρω πολλούς ανθρώπους που οι γονείς τους τους μεγάλωσαν θετικά, καταφατικά, υποστηρικτικά — ή πώς τα λένε αυτά (δε σκαμπάζω από Παιδαγωγική): δεν είναι απαραιτήτως έτσι.

Θυμήθηκα την ιστορικό που γνώρισα σε ένα πάρτυ (ναι, Πετεφρή, στα πάρτυ συμβαίνουν όλα, πού να συμβούν: στα μπουζούκια; ή στο φέισμπουκ;). Θέλω να ελπίζω ότι είναι καλοπροαίρετη: έτσι την πατάω με τους ανθρώπους, ξεκινάω καλή τη πίστει πάντα και με την παραδοχή ότι είναι καλοπροαίρετοι. Μέσα σε είκοσι λεπτά πάντως με είχε ρωτήσει γιατί δεν παχαίνω καθόλου ενώ τρώω σα ζώον, και μάλιστα γλυκά, γιατί δεν πήρα τη γυναίκα μου μαζί μου (λες και είναι iPhone η συμβία και δε χώραγε στην κωλότσεπη του τζην), πόσα σκοπεύω να πιω, γιατί δε λέω σε έναν φίλο δικό της να το βουλώσει, αφού έλεγε ανοησίες (δεν έλεγε ο άνθρωπος, τέλος πάντων). Και να φανταστείτε ότι η συζήτηση ξεκίνησε από αυτά που γράφει στην εφημερίδα: της είπα πόσο σημαντικό ήταν ένα άρθρο της που διάβασα. Η απάντησή της ήταν να με ρωτήσει αμέσως πόσο με πληρώνει εμένα η εφημερίδα στην οποία γράφω εγώ.

Ο γιατρός είναι ένας πολύ ευγενικός και συμπαθής πενηντάρης. Είναι όμως διαολεμένα ξεροκέφαλος. Τον ελεύθερο χρόνο του μελετάει ένα θέμα άσχετο με την ιατρική του και σκοπεύει κάποτε να γράψει ένα εκλαϊκευτικό βιβλίο γι’ αυτό. Είναι, όπως είπα, ευγενικός, καλλιεργημένος και γαλαντόμος. Είναι από τους ανθρώπους με τους οποίους μπορείς να βγεις για τσίπουρο (αποφεύγω το ούζο όσο μπορώ) ή για ρακή, στην περίπτωσή του, και να είσαι ήσυχος ότι δεν υπάρχει ενδεχόμενο να εξελιχθεί η τσιπουροκατάνυξη σε καβγά για τα πολιτικά, τη θρησκεία, την οικονομία, την νεοελληνική ιστορία ή τα δικαιώματα των μειονοτήτων ή ξέρω γω για τι τσακώνεται ο κόσμος μετά από πέντ’-έξι πενηνταράκια (αντίθετα, π.χ., μ’ εμένα). Έχει όμως ένα θεματάκι, που λέμε: είναι ανελέητα ξεροκέφαλος. Αυτό σε συνδυασμό με το ότι έχει πειστεί ότι η ινδοευρωπαϊκή γλώσσα και τα φοινικικά γράμματα είναι γερμανική συνωμοσία για να στραβώσουν τα παιδιά μας, ορίζει τα θέματα για τα οποία δεν πρέπει να συζητάς μαζί του. Να ήτανε και των ελληνοφρόνων, κομμάτια να γινότανε: κατά όλα τα άλλα, είναι ένας νορμάλ μορφωμένος άνθρωπος. Απλώς έχει ένα κουμπί. Άλλοι έχουνε τις ζαρτιέρες, άλλοι το Άγιον Όρος, άλλοι τις σιλικόνες, άλλοι το «ουίσκι με το περδίκι», άλλοι τις BMW κι άλλοι την Πανάθα. Ε, αυτός έχει τον αντιφοινικισμό και τον αντινδοευρωπαϊσμό. Τι να κάνουμε: ανθρώπινα, που λέει κι ο Κουκουζέλης ο Μέγας.

Τον ΜΠ τον ξέρω χρόνια αλλά μου τον θύμισε η συμβία χτες στο κρεβάτι (όχι, βεβαίως, δεν είναι αυτό που νομίσατε: σιγά μη σας τα έγραφα αυτά). Ο ΜΠ, ο άνθρωπος παντός καιρού, ο πολυπράγμων μέσα-σ’-όλα, ο άνθρωπος-ελιγμός, ο απόλυτος πρωταθληταράς στο σκληρό και αλλοτριωτικό άθλημα του να ζεις ολόκληρη τη ζωή σου ως δημόσιες σχέσεις. Περιφρονεί το 98% του παγκόσμιου πληθυσμού αλλά το υπόλοιπο 2% είτε το γλείφει, είτε προσπαθεί να το εξευμενίσει, είτε του κάνει βελονισμό με κουζινομάχαιρα στη ράχη, είτε το αποφεύγει για λόγους υγείας (ω,ναι: μέχρι και οι δημόσιες σχέσεις έχουνε όρια). Πάντα μέσα σε όλα, πάντα δίπλα σε όλους: παπάδες, πολιτικούς, πονεμένες καρδιές, μουσικούς, σοφούς, ποιητές, αθλητές, εργάτες, αγρότες και — φυσικά — φοιτητές. Θυμήθηκα λεπτομέρειες γι’ αυτόν πίνοντας το ποτό μου: ούτε φτάρνισμα δεν του έφευγε χωρίς αντίκρυσμα, χωρίς τακτικό βάρος, χωρίς να υπάρχει περίπτωση κάπου να τον ωφελήσει στο μέλλον («καλέ θυμάστε που φταρνίστηκα; ήτανε γιατί πούντιασα φτυαρίζοντας το χιόνι έξω από το γκαράζ σας… Ε, δεν είμαι τέτοιος, αλλά φχαριστώ για την προαγωγή» — κάπως έτσι). Το να πεις για τον ΜΠ ότι είναι πουλημένος κι άλλα τέτοια είναι φαιδρό κι αφελές: οι δημόσιες σχέσεις είναι γι’ αυτόν ό,τι ο στίβος για τον Γιουσέιν Μπολτ. Θα αποκαλούσατε τον Μπολτ πουλημένο;

Σκατά και πάλι

Ωραία, ωραία: Μαρκογιαννάκης ο Β’

Εδώ, εδώ κι εδώ.

Μετά από αυτά, έτσι;

Προοδεύουμε. Το ΠΑΣΟΚ πασχίζει να καθησυχάσει τους νοικοκυραίους ότι δεν είναι έρμαιο του Συνασπισμού και όλων αυτών των αλιτήριων που λυμαίνονται τα Εξάρχεια (εσχάτως στους μαλλιάδες, στους ανάρχες, στους ροκάδες και στους εξωκοινοβουλευτικούς προστέθηκαν και κάτι πουστρόνια: ασ’ τα, Σάσα μου, ασ’ τα).

Καλά κάνει και επαναφέρει τις πεζές περιπολίες. Αλλά αυτό δεν είναι αρκετό για τον μισαλλόδοξο νοικοκύρη, τον εκ πεποιθήσεως μικροαστό (νταξ, κι εμένα μικροαστοί με ανέθρεψαν, αλλά πίστευαν ότι είναι «άλλοι»). Κι άμα πάνε οι της ΕΛΑΣ να ‘σκουπίσουν’ τους νταβάδες και τους έμπορες στο γνωστό τετράπλευρο της ανομίας, ω, θα βάλουν σε μπελάδες τόσους μα τόσους συναδέρφους — έτσι δεν είναι; Ευτυχώς δηλαδή υπάρχουν πάντοτε πρεζάκια σε αφθονία, ώστε να υπάρχει έστω κι ένα 10% συλλήψεων επί των προσαγωγών.

Αλήτες, ε αλήτες.

Μεγάλο επίμετρο 11/10:

Βλέπω ότι στο μπαζ γίνεται συζήτηση με αφορμή αυτό εδώ το ποστ. Βεβαίως οι συζητήσεις στο μπαζ έχουνε τις δικές τους παραμέτρους, τη δική τους δυναμική και πολλές φορές αφορούν συγκεκριμένους ανθρώπους με προδιαγεγραμμένες α πριόρι τοποθετήσεις. Ξεκινάω να γράψω αυτό το πράγμα κυρίως επειδή εξεπλάγην με αυτά που έγραψε ο Elias, σοβαρός σχολιαστής.

Καλόπιστα υποθέτοντας ότι αυτό το ποστάκι δεν είναι απλή αφορμή να συζητηθούν εκεί μέσα κάποια πράγματα (που έτσι κι αλλιώς συζητιούνται, σχεδόν κατ’ αποκλειστικότητα), αλλά ότι παρανοήθηκε το περιεχόμενό του, έχω γενικότερα να διευκρινίσω τα εξής:

Η εποπτεία μου της κατάστασης στα Εξάρχεια δεν προκύπτει μόνο από το τι διαβάζω, όπως φαίνεται λ.χ. ξεκάθαρα κι εδώ. Στα Εξάρχεια κυκλοφορώ ανελλιπώς από 10 χρονών: απειλημένος αισθανόμουνα μόνον από τους έμπορες, από κάτι αδέσποτα σκυλιά προ 2004, από κάτι τσαμπουκοχαβαλέδες ανάρχες της πλάκας και από αυτά που έπαιρνε το αυτί μου όταν τα παιδιά των ΜΑΤ κουβέντιαζαν μεταξύ τους κάνοντας τσιγάρο με την ασπίδα παρά πόδας. Πιο πολύ με φόβιζαν οι νταβατζήδες της Ευριπίδου (τότε που είχε σπίτια, λ.χ. δεκαετία του ’80 με ’90). Επίσης στα Εξάρχεια με ενοχλούν η βρωμιά και τα σκουπίδια.

Η παρουσία της αστυνομίας στα Εξάρχεια δεν με πειράζει (συμβολικά ή αλλιώς), έστω κι αν οι μπάτσοι στήνονται μπάστακες σαν δύναμη κατοχής και καταστολής και δεν περιπολούν, όσο με ενοχλεί η πλήρης απουσία της από εκεί όπου τη χρειάζονται, όπως έχω ξαναπεί (υπάρχει ένα λινκ σε αυτό το ποστ).

Η εξακρίβωση στοιχείων δεν με θίγει αυτομάτως (κυκλοφορώ πάντα με ταυτότητα), με εξαγριώνει όμως ο τρόπος με τον οποίο φέρεται να διεξάχθηκε (προτείνω να διαβαστούν τα τρία πρώτα λινκ σε αυτό το ποστ, αυτά που λένε «εδώ, εδώ κι εδώ»). Τολμώ να πω ότι έτσι προκλητικά διεξάγεται συχνά. Επίσης αυτό το βιολί να σου κάνουν εξακρίβωση ύποπτοι τύποι με πολιτικά οι οποίοι αρνούνται να σου δώσουνε κάποιο πειστήριο ότι όντως ανήκουνε στην ΕΛ.ΑΣ., είναι τουλάχιστον, ε, ύποπτο. Μου έχει συμβεί.

Η Αστυνομία, κατ’ εμέ, χρειάζεται εξυγίανση (κυρίως) και ίσως μεταρρύθμιση, όχι όμως άλλο χάιδεμα και ντάντεμα: η ΕΛ.ΑΣ. καλύπτει σε πολλές περιπτώσεις το έγκλημα. Επίσης, πέρα από τα πολλά και πασίγνωστα που κυκλοφορούν, γνωστοί μου άνθρωποι (κι εγώ) έχουν πολλάκις υποστεί την αστυνομική αυθαιρεσία (όχι βία, ευτυχώς): από αγένεια μέχρι πώληση ‘προστασίας’ σε μαγαζί.

Οι ‘νοικοκυραίοι’ μου, όπως προκύπτει αν διαβάσει κανείς το ποστ, έστω και χωρίς να κλικάρει στον σύνδεσμο, είναι ιδεολογική στάση — και δη ηθικού πανικού. Αν αυτό δεν είναι φως φανάρι, ώστε να δίνεται η εντύπωση ότι αντιπαθώ τις πλειοψηφίες επειδή δε συμφωνώ μαζί τους, ε, τι να πω.

Σημειώσεις για το Κάτι Ψήνεται

στη Μάτζικα και σε όλους τους άλλους μάγειρες

Το ‘Κάτι Ψήνεται’ είναι ένα τηλεοπτικό παιχνίδι στο οποίο οι διαγωνιζόμενοι τραπεζώνονται μεταξυ τους: κάθε μέρα ο ένας τραπεζώνει όλους τους άλλους. Το παρακολουθώ αρκετά τακτικά, τακτικά για κάποιον σαν εμένα που δε βλέπω πολλή τηλεόραση.

Υπάρχουν διάφορα πράγματα που μου έκαναν εντύπωση. Θα έλεγα «που τα βρίσκω accablants» αλλά δεν ξέρω την ελληνική λέξη, και δε θέλω να πω «τσιμπουκοπλακάν»:

Οι διαγωνιζόμενοι βγάζουνε μια απίστευτη κακομουτσουνιά και μουντρουχίαση, δε φαίνονται να περνάνε καθόλου καλά. Όχι όλοι, αλλά αυτοί που γκρινιάζουν και ξινίζουν τα μούτρα τους και κοιτούν αμίλητοι το μισογεμάτο πιάτο τους σαν άνεργοι σε αμερικάνικη ηθογραφία δίνουνε τον τόνο. Απ’ ό,τι φαίνεται, για πολλούς ο σκοπός είναι να συντριβεί ο αντίπαλος, να φανεί η ατζαμοσύνη κι η απειρία του, κι όχι να περάσουμε καλά.

Επίσης, όλοι τα ξέρουν όλα (λ.χ. ‘οι ξένοι δεν τρώνε συκώτι’, ‘έτσι γίνεται το ατζέμ πιλάφι’ κ.ο.κ.). Όλοι παριστάνουν τους γκουρμέδες και τους μάγειρες. Πότε τα έμαθαν όλα αυτά; Ακόμα χειρότερα, πολλές φορές οι παίκτες κάνουν κωμικές δηλώσεις που δείχνουν ελλιπέστατη γαστρονομική κουλτούρα, και δεν εννοώ εξοικείωση με έννοιες, τεχνικές και ορολογία γαλλικού τύπου, εννοώ να έχουν τηγανίσει πολλά πολλά αυγά προτού καταπιαστούν με χουνγκιάρ, εσκαλόπ, σουφλέ και μη χέσω. Εικονογραφούν ιδανικά και την απίστευτη εθνική μας έπαρση και την έλλειψη κουζινικής παιδείας: ο Έλληνας, ακόμα και σήμερα, μόνο ψησταριά και φαΐ της μαμάς δείχνει να ξέρει, όταν δε μεγαλοπιάνεται κάπως αρχοντοχωριάτικα.

Τέλος, η δικαίωση μιας συνταγής είναι η δεδηλωμένη παραδοσιακότητά της: «εμείς έτσι το φτιάχνουμε στα Κάτω Διμίκλαδα», «αυτή είναι συνταγή της γιαγιάς μου», «εγώ ξέρω από πολίτικη κουζίνα». Κατ’ αρχήν έλεος: η πλειοψηφία των ‘παραδοσιακών συνταγών’ χρονολογούνται το πολύ από τον μεγάλο Τσελεμεντέ. Μη μας τρελαίνετε. Δεύτερον, όποιος έχει φάει παραδοσιακές κουζίνες (δηλαδή της γιαγιάς και της προγιαγιάς), ξέρει ότι δεν περιλαμβάνουν μόνο ζηλευτές συνταγές. Αυτό οφείλεται στη βουτυροθύελλα, στα τέσσερα δάχτυλα λάδι ανά πιάτο, στη ζάχαρη στις σάλτσες και σε άλλα παρόμοια. Αυτό με τη σειρά του, βεβαίως, εν μέρει οφείλεται στο ότι πιάτα τα οποία προορίζονταν να καταναλώνονται μία με δυο φορές το χρόνο, εμείς θέλουμε να τα τρώμε Πέμπτη, για να φάμε πίτσες την Παρασκευή το βράδυ. Παραδείγματα: σουτζουκάκια (τα πραγματικά, του τετραώρου και βάλε) που ήτανε για ονομαστικές εορτές και πάνω, το θρυλικό χοιρινό με φασόλια γίγαντες, βλάχικο μετσοβίτικο πιάτο γάμου, το οποίο αν καταναλωθεί πριν το μήτινγκ των 4 εγγυάται υπνηλία και δυσπεψία, το γαμοπίλαφο (το λέει και το όνομά του), το αρνί με κυδώνια κτλ. Τρίτον, οι παραδοσιακές πολύπλοκες συνταγές πολλές φορές απαιτούν μεθόδους και χρόνους παρασκευής που δεν μπορούμε εύκολα να αναπαραγάγουμε: γάστρα, σίτεμα, κάπνισμα. Έτσι και κάποια υλικά απλούστατα δεν βρίσκονται, ακόμα και στου πουλιού το γάλα (λ.χ. καλό σίγλινο, σωστό φύλλο μπακλαβά κτλ). Όλα επανερμηνεία είναι, και στην κουζίνα: ας μην κραδαίνουμε συνταγές για να μας αναγνωριστεί ψευδεπίγραφη αυθεντικότητα.

Τέλος πάντων: αναρωτιέμαι αν ξέρει ακόμα να χαίρεται ο κόσμος στην Ελλάδα, ή αν όλα πια (έως και το ιερό μας φαΐ) έχουνε γίνει πόζα.

Καλή χώνεψη.