Μιλώντας για το τι μας αρέσει, μιλάμε για τον εαυτό μας. Ο ολντμπόι το έκανε με πολύ θάρρος εδώ, μιλώντας φυσικά για τις αγαπημένες του ταινίες. Βεβαίως, ο άνθρωπος έχει δει περίπου 15 φορές περισσότερες ταινίες από τον μέσο άνθρωπο.
Ωστόσο, ζήλεψα και θέλω να πω κι εγώ για τις αγαπημένες μου ταινίες. Βεβαίως δεν είμαι σινεφίλ, είμαι μάλλον της μουσικής, της ζωγραφικής και των βιβλίων. Άρα δεν έχω με τις ταινίες τη σχέση ενός ανθρώπου που πραγματικά αγαπάει το σινεμά. Επίσης είναι αλήθεια ότι δε βλέπω τόσο σινεμά όσο παλιότερα, ενώ εδώ και πολλούς μήνες έχω κόψει και τα ντιβιντί. Είναι επίσης γεγονός ότι όταν διαλέγεις δέκα ταινίες, αφήνεις έξω πολλές, πάρα πολλές: The Piano, Από την άκρη της πόλης, 9 Songs, Συνήθεις ύποπτοι, A bout de souffle, Brazil, Τα κόκκινα φανάρια, In the Mood for Love, ο Δρακουλας του Κόππολα, Monster’s Ball, Στέλλα, Old Boy, Ου μοιχεύσεις, Ου φονεύσεις, Manhattan, Τα 400 χτυπήματα, The Hudsucker Proxy, 25th Hour, Ο Νονός (1, 2, 3), American History X, και πάμπολλες άλλες (θα δίνω τους τίτλους όπως τους θυμάμαι). Επίσης αφήνεις έξω ταινίες που μπήκαν μέσα σου και σε κατέλαβαν, σαν απρόσωπο δαιμόνιο, για μήνες ή και χρόνια και που μετά τις ξόρκισες και τις ξέχασες. Θα φέρω ένα αστείο παράδειγμα: όταν ήμουν 4 ή 5 χρονών είδα τη Μαίρη Πόππινς κι έπαθα πλάκα. Η ταινία που πήρε τη θέση της ήτανε το Footloose, πολλά χρόνια μετά, το 1984. Τέλος, υπάρχουν ταινίες που βρέθηκαν στις δέκα πρώτες σου (κρατάω λίστες σε παμπάλαια ημερολόγια) και απλώς εξαφανίστηκαν γενικώς, αφήνοντας ωραίες αναμνήσεις, ωραιότερες από την ίδια την ταινία: Αμελί, My own private Idaho, Η αυτοκρατορία αντεπιτίθεται, Bowling for Columbine, Μάτριξ κτλ.
Πάμε λοιπόν, χωρίς ιδιαίτερη σειρά:
Αντρέι Ρουμπλιόφ. Ίσως η ουσιαστικότερη ταινία που έχει γίνει ποτέ. Και ανάμεσα στις ομορφότερες. Την είδα για πρώτη φορά στην τότε πρόσφατα αποκατεστημένη εκδοχή της στο Άλφαβιλ όταν ήμουν μαθητής και βγήκα κλαίγοντας. Έκτοτε την ξαναείδα τρεις φορές, κλαίγοντας αλλά αγαλιάζοντας στο τέλος. Μπορώ να πω απίστευτες μεγαλοστομίες για αυτήν την ταινία αλλά προτιμώ, όπως συνήθως τώρα τελευταία, να σιωπήσω και να προτείνω να τη δείτε.
Δαμάζοντας τα κύματα. Την έχω δει μία φορά, στο Renoir στο Λονδίνο, και τη θυμάμαι πεντακάθαρα. Ό,τι έχει να πει κανείς για τον έρωτα. Το αριστούργημα του Φον Τρίερ, μεταξύ των δύο φάσεων του έργου του. Την πήρα σε ντιβιντί πριν πολλά χρόνια, το οποίο όμως δεν έχω δει ποτέ γιατί φοβάμαι ότι τώρα πια η ταινία θα μου φανεί κατώτερη της εμπειρίας του 1996 — το ντιβιντί είναι δηλαδή λίγο σαν τον δαυλό του Μελέαγρου.
Τα φτερά του έρωτα. Κάτι παρόμοιο συνέβαινε με την καλύτερη ταινία του Βέντερς (μετά τον κατέστρεψε ανεπιστρεπτί η σχωρεμένη η Σολβέιγ), αλλά την είχα ήδη δει 3-4 φορές. Παραμένει ταινιάρα. Αυτό που λένε «ποιητικός κινηματογράφος», αλλά χωρίς πόζα και ανοησία, χωρίς στόμφο.
Damage. Λουί Μαλ και ξερό ψωμί. Ανεπανάληπτες ερμηνείες, «ισορροπημένο δραματούργημα, η αποθέωση του γαλλικού σινεμά. Όλη η αμηχανία, η ερημιά και η δόξα και του έρωτα σε μια ταινία».
Intimacy. «Αριστούργημα. Σπαρακτική αλλά ψύχραιμη ματιά στον έρωτα και στις ανθρώπινες σχέσεις, χαμηλών τόνων ωστόσο, με φόντο το Λονδίνο όπως το έζησα.» Όταν όμως λέμε «σπαρακτική», εννοούμε σπαρακτική. Επίσης, η μόνη ταινία που μπορώ να μυρίσω.
Blade Runner. Τι να πω. Αναρωτιέμαι πώς ένας τόσο κουτός σκηνοθέτης κατάφερε τόσα πολλά και τόσο άρτια στην εποχή του Star Wars. Εδώ δε χρειάζεται να μυρίσεις το Νέο Λος Άντζελες, χώνεσαι μέσα του. Και δεν είναι μόνον το όραμα, όραμα έχει και ο υπερφίαλος Κιούμπρικ (ο πιο υπερτιμημένος σκηνοθέτης όλων των εποχών), όραμα έχει κι ο Τεό. Εδώ όμως το όραμα ζει κι ανασαίνει κινηματογραφικά, παρότι — σημειωτέον — η ταινία πάσχει σεναριακά ακόμα και στην περίφημη βερσιόν του σκηνοθέτη.
Πολίτης Κέιν. Ταινία του ’41. Τόσο λιβανισμένη, τόσο αναλυμένη, που κάθησα να τη δω με τη χειρότερη δυνατή διάθεση κριτικά. Ηττήθηκα κατά κράτος. Τι να πω. Τι δεν έχει αυτή η ταινία; Δεν ξέρω, χρώμα. Όλα τα άλλα τα έχει.
Trainspotting. Δεν ξέρω. Την έχω τέσσερις ή πέντε φορές. Κάθε φορά μου αρέσει εξίσου. Περνάω καλά. Τη χαίρομαι. Ταυτίζομαι και με τον ήρωα, αφού δεν είμαι του αυτοελέγχου και της αυτοκυριαρχίας, εκτός όταν είμαι. Κι έχει πελώριο σάουντρακ. Είναι ακριβώς η εποχή της. Μ’ αρέσει.
Μπλε Ταινία. Ιστορία μου αμαρτία μου. Είχα δει τη Βερόνικα. Είχα πάθει απόλυτη πλάκα. Απόλυτη. Εντάξει, φοιτητής ήμουνα, μην έχουμε κι απαιτήσεις. Πήγαινα στα δισκάδικα και παρακαλούσα για το σάουντρακ: «μόνο σε σιντί», «μα δεν έχω σιντί». Μετά βγήκε η Μπλε. Την είδα μια κρύα βραδιά στην Έλλη με την κοπέλα μου. Έπαθα απολυτότερη πλάκα. Ωστόσο, μου είχε φανεί σαν Γκρήναγουεη, ένα ρηχό εστέτ-εικαστικό πράμα, εναλλαγή υπέροχων (κυρίως μπλε) κάδρων, πολλών με τη Μπινός, την οποία δυστυχώς δεν κατάφερα να παντρευτώ. Μου άφησε ανεξίτηλες εντυπώσεις και μια δυο σκηνές που θα ήθελα να ήμουν σκηνοθέτης και να είχα γυρίσει. Ξηλώθηκα και πήρα το σάουντρακ εισαγωγής, σε βινύλιο. Πίστευα ωστόσο ότι δεν έχει στόρυ η ταινία, ότι η συσχέτιση με την Ελευθερία ήταν μπουρμπούτσαλο. Ήμουνα βλήτο. Την ξαναείδα πολλά χρόνια ύστερα, με τη συμβία, αφού μου είπε τρεις κουβέντες: κατάλαβα ότι η ταινία έχει αμέτρητο βάθος, ότι πραγματικά μιλάει για την πιο δύσκολη ελευθερία και τη διαδικασία απελευθέρωσης από την ενοχή και το πένθος. Πήγα και την αγόρασα. Σε ντιβιντί.
Zoolander. την έχω δει 7-8 φορές, την ξέρω απ’ έξω. Η πιο αστεία κωμωδία.