Ερωτικές ταυτότητες

Διαβάζω τη βασανιστικά κακογραμμένη Νέα ερωτική αναρχία (1977): πρέπει κάποτε οι Γάλλοι να καταλάβουν ότι η μεταφορά δεν είναι επιχείρημα και να συνειδητοποιήσουν ότι οι ξεκάρφωτοι παραλληλισμοί, ο εκλεκτικισμός της ορολογίας και τα αχαλίνωτα ρητορικά γυρίσματα δε συνιστούν πραγμάτευση ενός θέματος. Τέλος πάντων, μια χαρά πορεύτηκαν κι οι Γάλλοι μέχρι εδώ, δε βαριέσαι.

Η Νέα ερωτική αναρχία (των Μπρυκνέρ και Φινκελκρώ) επιδιώκει να περάσει ένα βασικό μήνυμα: μην κολλάτε στα μηχανικά του σεξ. Το μήνυμα ήταν πράγματι ανατρεπτικό την εποχή της «σεξουαλικής απελευθέρωσης» που γράφτηκε το βιβλίο: εποχή της θριαμβεύουσας τσόντας, των κατηγοριοποιήσεων (κολπικές εκ δεξιών, κλειτοριδικές εξ ευωνύμων), των χρονομέτρων κι οργασμομέτρων, της ορθόδοξης (αλλά καθόλου ιεραποστολικής) ερμηνείας του Βίλχελμ Ράιχ, των εικονογραφημένων λεξικών με στάσεις, της κομματικά συντεταγμένης παρτούζας. Ήταν τελικά, κατά τους Μπρυκνέρ και Φινκελκρώ, εποχή της σεξουαλικής απελευθέρωσης των αντρών, που φόρτωνε τις γυναίκες ακόμη μια ντουζίνα άγχη και προσταγές. Το μήνυμα του βιβλίου «μην κολλάτε στα μηχανικά, μην αγχώνεστε με τον οργασμό, ζήτω οι ηδονές!» είναι ωστόσο πιο διαχρονικό από όσο φαίνεται.

Νομίζω ότι από τον καιρό του Κίνσεϋ το θέμα είναι λυμένο: είμαστε όλοι αμφισεξουαλικοί και όλοι πολυγαμικοί, σε διαφορετικό βαθμό βεβαίως ο καθένας. Επειδή ο καθένας μας είναι μοναδικός (όπως και να το δείτε το θέμα), συνέπεια της παραπάνω γενίκευσης είναι ότι υπάρχουν τόσοι σεξουαλικοί προσανατολισμοί όσοι και άνθρωποι. Το ίδιο ισχύει βεβαίως και για τις σεξουαλικές συμπεριφορές, που άλλωστε είναι και ζήτημα πολύ πιο σύνθετο: υπάρχουνε τόσες όσες και άνθρωποι. Ή και περισσότερες.

Η εποχή μας όμως είναι η εποχή του θριάμβου της διαμερισματοποίησης. Η συζήτηση για τη σεξουαλικότητα και τον έρωτα ξεκινάει με βάση ένα σύστημα θυρίδων: οι γυναίκες (πάντα ριγμένες) είναι τουλάχιστον στρέιτ, αμφισεξουαλικές και λεσβίες, λεσβίες δε τουλάχιστον τεσσάρων κατηγοριών: λεσβίες ενεργητικές, λεσβίες παθητικές, λεσβίες μπουτς, λεσβίες φαμ. Και τι να πει κανείς για τις αποχρώσεις της δεδηλωμένης αμφιφυλοφιλίας, για τις τρανς γυναίκες, για τους τρανς άντρες, για τη Σαχάρα της αντρικής ετεροφυλοφιλίας (φαινομενικά ενιαίας αλλά όλο εκπλήξεις στο ανάγλυφο), για την λινναιική ταξινομία που έχουν επιβάλει στον εαυτό τους (;;) οι γκέι άντρες κτλ. με τη θεολογική λεπτότητα των διακρίσεών της.

Μία από τις αντιρρήσεις στην ένστασή μου για την πολυδιαμερισματοποίηση της ερωτικής συμπεριφοράς μας (γιατί πάει πια πολύ πέρα από το σεξ, τα μενού και την επιλογή μεζέδων) είναι και η εξής: ναι, αν ο άλλος / άλλη ξέρει ακριβώς τι θέλει; Αν λ.χ. στο 90% των περιπτώσεων θέλει π.χ. να τον έχει η γυναίκα κάτω αλλά να δίνει αυτός τον ρυθμό ενώ εκείνη του ρίχνει σκαμπιλάκια κι εκείνος της δαγκώνει τα δαχτυλάκια, ενώ παίζει τσόντες με γιαπωνέζες; Και αν, επιπλέον, θέλει να το επικοινωνήσει αυτό; Ποιος είμαι εγώ που θα μεμφθώ για επιλεκτικότητα γούστων τούς ανθρώπους που την έχουνε ψάξει τόσο τη σεξουαλικότητά τους; Κι ακόμα και αν προσάψω τρομερή έλλειψη φαντασίας και ανιαρή εμμονή σε κάποιον που — για να μείνουμε στο παράδειγμα — θέλει να τον έχει η γυναίκα κάτω αλλά να δίνει αυτός τον ρυθμό κτλ. κτλ., ε, και τι έγινε; Για το σεξ μιλάμε: το αρεσούμενο του ανθρώπου το καλύτερο του κόσμου.

Σύμφωνοι. Η πρόσκληση να τα κάνουμε όλοι όλα με όλους, η προσταγή να είμαστε όλοι πολυσυλλεκτικοί και υπερανοιχτοί και να τα δοκιμάζουμε όλα και η ιαχή «ζήτω οι ηδονές!» είναι εξίσου κανονιστικές και ρυθμιστικές όσο λ.χ. και ο αυτοπεριορισμός στο κουτάκι «I like to dominate big women» του Robert Crumb. Με τη διαφορά ότι ο αυτοπεριορισμός του κάθε Crumb είναι αποτέλεσμα αναζήτησης, όπως και το να είσαι πολυσυλλεκτικός, και συνήθως πρόκεται για επιλογή στην οποία καταλήγεις μόνος σου και καθόλου μα καθόλου ανώδυνα σε πολλές περιπτώσεις.

Άρα, για ακόμα μια φορά, το πρόβλημα είναι κατά πόσον ετεροκαθορίζεσαι ή όχι. Είμαστε λοιπόν εντάξει με τα κουτάκια; Ενδεχομένως τα κουτάκια είναι μια χαρά, εάν θέλουμε να περιγράψουμε στα γρήγορα τι θέλουμε: κάτι αναγκαίο στα συμφραζόμενα των αγγελιών, του αγοραίου έρωτα ή του ψωνιστηριού. Από την άλλη, τα κουτάκια γίνονται ένας καινούργιος ετεροκαθορισμός, μια νέα ερωτική καταπίεση, όταν ο άλλος περιορίζεται από τα τοιχώματα του κουτιού στο οποίο πήγε κι εγκαταστάθηκε μόνος του.

Βεβαίως υπάρχει και ένα δεύτερο στοιχείο: αυτό του γιατί επιλέγουμε ό,τι επιλέγουμε. Εδώ υπεισέρχεται η ταλαιπωρία των απαξιωτικών ερμηνειών που προσφέρει ο ψυχολογισμός του ποδαριού. Παραθέτω παραδείγματα που έχω ακούσει: «α, δεν σου αρέσουν πράγματι οι άντρες που είναι έτσι κι έτσι, απλώς είχες πολυ ισχυρό / αδύναμο πατρικό πρότυπο», «α, δεν είσαι μπάι, κορίτσι μου, απλώς φοβάσαι τους άντρες», «α, παριστάνεις τον μπάι επειδή είσαι κρυφή αδερφή», «α, είσαι μάτσο και tough με τις γυναίκες γιατί υπεραναπληρώνεις που σε γαμάνε πατόκορφα στη δουλειά» — και σταματάω εδώ. Αφήνω κατά μέρος τις αξιολογικές και απαξιωτικές κρίσεις που περιέχουνε οι «ερμηνείες» αυτές, το πόσο χονδροειδείς είναι. Άλλωστε και η «σοβαρή» επιστήμη της ψυχικής υγείας ιστορικά βαρύνεται με την απαξίωση ερωτικών συμπεριφορών, προσανατολισμών, πρακτικών και επιλογών: «θέλεις το Α γιατί κατά βάθος σου λείπει το Β». Ποτέ δεν κατάλαβα αυτό το «κατά βάθος»: είτε πειραματίζεται, είτε ψάχνεται, είτε γουστάρει κάποια / κάποιος, ούτε αγγαρείες κάνει ούτε θα συνεχίσει να ασχολείται εάν δεν του δίνει χαρά αυτό που κάνει. Η νόσος βρίσκεται στη στέρηση, στην άρνηση και στην απέχθεια — κι ακόμα κι εκεί, όχι πάντα. Η νόσος δε βρίσκεται στο δόσιμο συνήθως. Ίσως στο τι επενδύουμε στο δόσιμο, όχι όμως στο ίδιο το δόσιμο και τους τρόπους του. Έτσι νομίζω, δεν ξέρω.

Επιστρέφοντας στα κουτάκια, ας πούμε ότι καταλήγω στο εξής: ας υποθέσουμε ότι η ερωτική μας ταυτότητα είναι πολύ προσεκτικά διαμορφωμένη, ότι διατυπώνουμε τον αυτοπροσδιορισμό μας μετά από βιωματική επεξεργασία, αναστοχασμό, ηδονομετρική βαθμονόμηση, δοκιμή και πλάνη (πείτε στους άρρενες εφήβους ότι στη δοκιμή και πλάνη δεν πιάνεται το να επιλέγουν τα επιμέρους στοιχεία από τον οιονεί άπειρο τσελεμεντέ της τσόντας: άλλο κάνω, άλλο μπανίζω). Όπως και κάθε ταυτότητα, η ερωτική ταυτότητα είναι ωστόσο μια αφαίρεση που μετά τείνει να αυτονομείται και να καθοδηγεί τις επιλογές μας. Κάνοντας έναν παραλληλισμό: άλλο να λες «είμαι και Έλληνας και γαύρος», άλλο να λες «είμαι Έλληνας γαύρος»: στην πρώτη περίπτωση έχεις κάτι κοινό και με τον Έλληνα βάζελο και με τον Αλβανό γαύρο — στη δεύτερη με κανέναν από τους δύο.

Συνοψίζοντας, οι πολλαπλές ταυτότητες είναι παντού πραγματικότητα. Συνεπώς, όταν μιλάμε για ερωτικές ταυτότητες, ελαστικές διατυπώσεις ή αυτοπροσδιορισμοί όπως «μου αρέσουν οι γυναίκες», «μου αρέσουν οι άντρες», «μου αρέσει ό,τι μού γυαλίσει», «είμαι μονογαμικός μέχρι αποδείξεως του εναντίου», «είμαι πολυγαμικός» υπερτερούν. Και υπερτερούν ακριβώς γιατί δεν αποκλείουν a priori την έκπληξη, την ανατροπή, το ξάφνιασμα. Ή το να βαρεθείς, ρε αδερφέ, να σε έχει η γυναίκα κάτω αλλά να δίνεις εσύ τον ρυθμό ενώ εκείνη σου ρίχνει σκαμπιλάκια κι εσύ της δαγκώνεις τα δάχτυλα, ενώ παίζει τσόντες με γιαπωνέζες. Μπορεί κάποια στιγμή να θες να το γυρίσεις στο να δίνει εκείνη τον ρυθμό. Ή στο να καθήσεις κι εσύ σε μια καρέκλα, σαν άνθρωπος.

Εράνισμα για τη ναζιστική συμμορία

Δε γίνεται να μη χαρείς. Δε γίνεται. Έστω και τώρα, έστω κι έτσι. Έστω και με (τουλάχιστον) δύο νεκρούς, με χαραγμένους, με χρόνια τρομοκρατίας, νταβατζιλικιού, προστασίας, τρόμου κι αθλιότητας και παντοειδούς βρωμιάς.

Ακολουθούν σκέψεις που ξεκινούν από όσα άκουσα και διάβασα σήμερα.

Γιατί σήμερα οι συλλήψεις; Καταφανέστατα, όλα ήτανε στη θέση τους εδώ και καιρό για αυτήν την κίνηση. Η συμμορία πλέον εκπλήρωσε τον σκοπό της ως μπαμπούλας, έδωσε νόημα στην ανίερη συμμαχία ΝΔ και ΠΑΣΟΚ, την αναζωογόνησε πλασάροντάς την ως δύναμη σύνεσης κι ευθύνης. Επίσης κατάφερε να συσπειρώσει εκλογικά νταβραντισμένους δεξιούς, πολλοί από τους οποίους θα επιστρέψουν (ω χαρά!) στο μαντρί της ΝΔ.

Επιπλέον, η κυβέρνηση έδειξε αυτό που θέλει όλοι να χωνέψουμε: ο αντιφασιστικός αγώνας στις ‘δημοκρατίες’ (εγώ ντρέπομαι να αποκαλώ democracy αυτό που έχουμε στην Ελλάδα, ευτυχώς στη γλώσσα μου ‘δημοκρατία’ σημαίνει και Republic) γίνεται από το κράτος (αυτό των οποίων τα σώματα ασφαλείας είναι το στρατιωτικό σκέλος της ναζιστικής συμμορίας) και όχι από ξυλοδαρμένους και φυλακισμένους αντιφασίστες αγωνιστές ή, όπως τους λένε, από «αγέλες και οργανωμένους τραμπούκους». Τώρα που υπάρχει η έξωθεν καλή μαρτυρία, μπορεί η κυβέρνηση να ασχοληθεί και με άλλες συμμορίες, τους Ιερισσιώτες λ.χ., και ό,τι αντιστέκεται στο όραμά της να γίνουμε αποικία με τους ίδιους τουρμάρχες και δερβέναγες.

Ναι, αλλά γιατί σήμερα; Γιατί μας έρχονται τρομακτικά μέτρα περαιτέρω εξαθλίωσης. Γιατί τα ντόπερμαν όταν τρελαίνονται και αρχίζουνε να δαγκώνουν την οικιακή βοηθό, τα τιμωρείς. Αλλά άμα αρπάξουνε το γείτονα από το πόδι, σφαίρα στο κεφάλι. Και άμα το πράξεις και μπροστά στο γείτονα ενώ ετοιμάζεσαι να του φας όλο το πίσω από το οικόπεδο, τόσο το καλύτερο.

Ας υπήρχε μόνο μια στάλα ευθύνη και σοβαρότητα (δε λέω ντροπή πια). Όπως λέει και ο Σπύρος Παπαδόπουλος στο facebook:

η πιο αυθεντική εγκληματική οργάνωση απ’ τη μεταπολίτευση (γεια σου Αντρέα Λοβέρδο), να πίνεις νερό απ’ την κούπα της (γεια σου κυρ Σταύρο), να αναπαράγεις την ατζέντα της (γεια σου Αντώνη Σαμαρά που θες να επανακαταλάβεις τις πόλεις μας), να της λες μπράβο (γεια σου Χρυσοχοΐδη κ γεια σου Σρόιτερ που λέγατε πως τα παιδιά καθάρισαν την πλατεία), να την προορίζεις για συγκυβέρνηση (γεια σου Μπαμπίνο Παπαδημητρίου), να την θεωρείς ευκαιρία για τη δημοκρατία (γεια σου Κασιμάτη), να μην ψηφίζεις άρση της ασυλία της (γεια σου Κεφαλογιάννη), να είσαι αβγότερος των αβγών της (γεια σου Φαήλο), να υπερασπίζεσαι τα στρατόπεδα συγκέντρωσης (γεια σου Άδωνι, γεια σου Καμίνη), να πουλάς σε στήλες lifestyle τα γκομενικά τους (γεια σου Θαίμο, γεια σου Χατζηνικολάου), να τους στηρίζεις με νύχια και με δόντια (γεια σου Σκάι), να τους προστατεύεις όταν μαχαιρώνουν, να κυνηγάς μαζί της μετανάστες, να πετάς μαζί της πέτρες (γεια σου ΕΛΑΣ), να σου φέρεται με το σεις και με το σας (γεια σου Ντόρα Μπακογιάννη) και πάει λέγοντας, αυτή λοιπόν η εγκληματική οργάνωση τώρα διώκεται επειδή ακριβώς η δημοκρατία μας δεν ανέχεται το φασισμό και τα εγκλήματά του. Τελεία.

Ενδεχομένως σήμερα να εξαρθρώθηκε η ναζιστική συμμορία, όπως απαιτούσαμε πολλοί. Με τον φασισμό δεν τελειώσαμε, όμως: αν μη τι άλλο, αποτελεί πλέον βασικό συστατικό της ιδεολογίας της ΝΔ. Θα το διαπιστώσουμε στο εγγύς μέλλον, σε μια κυβέρνηση ΝΔ με την ψήφο των πρώην ψηφοφόρων των ναζί, υπό τον κύριο Βορίδη πιθανόν, ή κάποιον παρόμοιο.

Ονειρεύομαι πόλεις

αφιερωμένο με αγάπη στον αποψινό (και χτεσινό κι αυριανό) Contrabbando

Λοιπόν. Πρέπει να είναι μια πόλη. Δεν μπορεί να είναι κάτι μικρότερο ή λιγότερο δαιδαλώδες από μια πόλη. Η πόλη είναι κούφια ήδη από τον καιρό της Μοχέντζο Ντάρο και του Ακρωτηρίου. Η πόλη είναι ένας κόσμος. Ένας κόσμος που απόψε αλλού καίγεται και αλλού ησυχάζει, ένας κόσμος στον οποίο οι ιστοί που καίγονται συνδέονται και συνάπτονται με εκείνους που ησυχάζουν. Ένα πρωτόγονο μυαλό η πόλη, όπου ο καθένας μας συνδέεται με διαφορετικές συνάψεις με τόσους άλλους. Ένα μυαλό που γίνεται λιγότερο πρωτόγονο όταν συνυπολογίσεις τον τόπο και τη χωροταξία: δρόμους, πλατείες, στενά, περίβολους, αίθρια, αυλές, ακάλυπτους, περβόλια, πάρκα, παραλίες, ερείπια και χαλάσματα κλειδωμένα και ξεκλείδωτα. Λεωφόρους και στοές. Ένα μυαλό που γίνεται ελαφρώς πιο ιλιγγιώδες όταν συνυπολογίσεις τους τόπους τους ιδιωτικούς και τη χωροταξία την ιδιωτική: δωμάτια. Εκατοντάδες χιλιάδες δωμάτια.

Πρέπει να είναι μια πόλη. Απόψε περπατώντας στον δρόμο άκουσα από την απέναντι πολυκατοικία μια γυναίκα να μουγκρίζει και να κραυγάζει με οργή. Τις υλακές της σκέπαζε το πέρασμα των αυτοκινητών. Θυμήθηκα απέναντι από το σπίτι μου μια γειτόνισσα να βρίζει οργισμένη τον άντρα της, οι κραυγές της και οι φωνές της διακόπτονταν από κάτι σαν λυγμό, ακουγόταν σαν ν’ αλυχτούσε. Εδώ (και εκεί) δεν έχεις δύο πλάνα ταινίας, δεν έχεις μια ωραία σύμπτωση, ένα μοντερνιστικό τέχνασμα για να κάνεις το αφηγηματικό πέρασμά σου: έχεις δύο ζωές ασύνδετες που όμως συνδέονται, έχεις δύο γυναίκες που μάλλον είναι εγκλεισμένες σε κουζίνες, οικιακά, φορώντας ρόμπες μέσα στο σπίτι όλη μέρα: οι εργαζόμενες γυναίκες, οι ελεύθεροι άνθρωποι δεν αλυχτούν παρά μόνο πάνω από φρεσκοσκαμμένους λάκκους: άμα τσακωθούν ή αν θυμώσουν απλώς πάνε μια βόλτα, είτε παίρνουνε και τ’ αμάξι και βγαίνουνε τους δρόμους να ξαλλεγράρουν, είτε αποτραβιούνται και κλαίνε κάπου — ιδιωτικά ή και δημόσια — κατά μόνας και βουβά.

Το οριζόντιο και το κατακόρυφο, το πεποικιλμένο και το ιστορισμένο· το συνονθύλευμα, το μερικό και το σύνολο. Η πόλη. Στο σχολείο, όταν κάναμε πατριδογνωσία, στην τρίτη δημοτικού, μας έβαλαν να αγοράσουμε έναν χάρτη του λεκανοπεδίου. Ήταν ο μόνος τότε, από ένα μαγαζάκι στη στοά που είναι η Τράπεζα Πίστεως: δεν είχαμε πολυοδηγούς και χάρτες-οδηγούς και, γενικότερα, λεπτομερείς χάρτες στην Ελλάδα τότε. Η χαρτογράφηση ήτανε προνόμιο της Γεωγραφικής Υπηρεσίας Στρατού και δε θέλαμε πολύ λεπτομερείς χάρτες, για να μην ξέρει ο Τούρκος πού να ρίξει τις βόμβες. Τέλος πάντων. Ξετύλιξα στο πάτωμα εκείνον τον χάρτη, ήτανε τεράστιος, και ανέβηκα πάνω του: αχανείς κι ανεξερεύνητες χώρες σε ακτίνα 15 χιλιομέτρων από το σπίτι μου. Δεν πίστευα στα μάτια μου. Οι γειτονιές που έβλεπα πέρα από το δυτικό άκρο της Αλεξάνδρας τις μέρες χωρίς νέφος υπήρχανε πράγματι, το έλεγε ο χάρτης, υπήρχανε και γειτονιές με συμμετρικούς δρόμους, με αστεία ονόματα: Δουργούτι, Ποδονίφτης, Βούθουλας, Χελιδονού, Γούβα, Μπογιάτι, Μπραχάμι. Οι μακρινές Κουκουβάουνες, όπου έμενε η κυρία Όλγα, υπήρχανε κι αυτές και ήτανε, λέει, πολύ κοντά στην Κηφισιά των κυριακάτικων μικροεκδρομών. Η Καλλιθέα φαινότανε σαν το Μανχάτταν στον χάρτη της BP που είχε φέρει μαζί του ο θειος μου μετά την άδοξη απόπειρά του να το πατήσει. Μια ολόκληρη ήπειρος σε ακτίνα 15 χιλιομέτρων.

Μετά ήρθαν οι μεγάλοι περίπατοι. Οι απροσδόκητες γωνιές, κάτι καλά κρυμμένοι δρόμοι. Επαρχιακές πόλεις δίπλα στην Αθήνα: Πετρούπολη, Νέα Ιωνία, Κορυδαλλός, Βριλήσσια, Μελίσσια, Ηλιούπολη. Στον ύπνο μου έβλεπα ότι πετάω και μπαίνω μέσα από παράθυρα υπνοδωματίων (σαν incubus έμαθα αργότερα, λόγω μέταλ) κι έπεφτα δίπλα στις γυναίκες, ανεξαιρέτως γυμνές με μακριά μαλλιά και πάντα πρόθυμες. Στον κόσμο της εγρήγορσης ακούγονταν ζωές και ομιλίες και κάποτε μουσικές από το ραδιόφωνο ή στοναχές να αναδύονται από την κρεβατοκάμαρα ημιυπογείων. Κάποτε περπατώντας έφτανα μέχρι μακρινά σπίτια με πραγματικούς κήπους που τα φύλαγαν σκυλιά με υπερβάλλοντα ζήλο.

Ζω εδώ και χρόνια σε μια πόλη νεόδμητη, στην οποία χάνομαι ακόμα. Όταν κοιμάμαι, πηγαίνω πίσω σε μια πόλη στην οποία συμφύρονται τόποι, στοιχεία, στιγμές από όσες πόλεις έχω περάσει. Μαγέματα από το Λονδίνο, μικρές απελπισίες στην Κολωνία, παράθυρα στο Παρίσι, μια ατέλειωτη καλοκαιρινή μέρα στο Άμστερνταμ, το παιχνίδι του τοπικού φωτός στο Ντόρντρεχτ πάνω σε κάτι δημόσια τριαντάφυλλα, πικρή μοναξιά στην Ουτρέχτη, η απόλυτη ευτυχία καρφιτσωμένη σε κλειστούς χώρους και υπαίθριους χώρους της Αθήνας, η ελευθερία στο Μανχάταν, ξημέρωμα στη Λευκωσία, το μεταμεσημβρινό σκοτάδι του σκωτσέζικου χειμώνα μέσα στις γκρίζες λαξευτές πέτρες, η μυρωδιά του φαγητού στις Βρυξέλλες, η ψηλαφητή φτώχεια του Πρέστον, η έκσταση κι η άγρια λευτεριά στο Βερολίνο, η γεύση του καφέ μηχανής στη Ρεν καθώς μυρίζει μια βροχή σκέτη φρεσκάδα, η μεγάλη παραμύθα της Βοστώνης, το ωραίο κρύο του Σικάγου με τους ουρανοξύστες του από μακριά, η σκόνη παντού στη σύντομη εξορία της Ρώμης, η περηφάνεια της Βαρκελώνης, οι γαρίδες και τα στενά της Λισαβώνας…

Είδα ένα όνειρο πριν λίγα χρόνια: ήμουνα λέει κάπου μεταξύ Βύρωνα και Καισαριανής, ή μάλλον στην αίσθηση μεταξύ Βύρωνα και Καισαριανής, έξω από ένα λαϊκό πολυκατάστημα σαν ένα που έκλεισε πρόσφατα στη Λευκωσία, το Sun Tower. Ήμουνα με μια γυναίκα που την έλεγαν Άγυια, κι αυτό το ήξερα κάπως όπως και την ορθογραφία του ονόματος, που ήτανε ξανθιά με κοντό μαλλί όμως με βεβαιότητα αναγνωρίσιμη κατά τ’ άλλα. Χωρις συνεννόηση πιαστήκαμε χέρι-χέρι και περπατούσαμε μετά αγκαλιά: αίσθηση ξενοιασιάς. Σκεφτόμουνα μέσα στ’ όνειρο «το χρειάζομαι». Από κάπου ακουγόταν «κι εσύ μ’ ένα ποδήλατο»: μόνον τα όνειρα κι οι ταινίες έχουνε σάουντρακ.

Ονειρεύομαι πόλεις και οι περισσότεροι από εμάς μόνο μέσα στις πόλεις ονειρευόμαστε. Στις πόλεις θα ζήσουμε, στις πόλεις θα χαθούμε και θα βρεθούμε μεταξύ μας και θα ξανασυναντηθούμε. Μέσα στις πόλεις μάς κυνηγάνε, μέσα στις πόλεις κρυβόμαστε. Κι ας λέμε ότι ζωή είναι τα σύντομα βολταρίσματά μας σε νησιά και σ’ ερημιές και σ’ εξοχές και σε βουνά, οι αποδράσεις σε κάτι όμορφους τόπους μα άδειους και δισδιάστατους — γυρνάμε από κει και συνεχίζουμε να γινόμαστε αυτοί που είμαστε, διαλεκτικά, δυναμικά κι αδιάκοπα, μέσα στις πόλεις. Οι πόλεις φτιάχτηκαν από τυράννους και στολίστηκαν από βασιλιάδες, αλλά από τις πόλεις έρχεται η ελευθερία.

Η λέξη για τον κόσμο είναι ‘πόλη’.

Μπαίνουμε στον Ζυγό

Κι ας διαφωνεί η αστρονομία.

Ι.

Άρα: τουλάχιστον δύο από τους ισχυρισμούς, εδώ και δεκαετίες, ανθρώπων του αντεξουσιαστικού χώρου στέκουνε πέρα για πέρα:

  1. πάρα πολλοί γνωστοί-άγνωστοι, μπαχαλάκηδες και μασκοφόροι υποκινητές επεισοδίων είναι πράκτορες κι ασφαλίτες με πολιτικά και
  2. η αστυνομία εκπαιδεύεται με φασίζοντα και φασιστικά ιδεώδη, είναι γεμάτη φασίστες και συμπορεύεται με τον ακροδεξιό χώρο, από χουντοβασιλικούς μέχρι ναζί.

Στο ελληνικό σχολείο η κριτική σκέψη διώκεται και καταστέλλεται συστηματικά. Δε λέω «η αποκλίνουσα σκέψη», λέω απλώς η «κριτική σκέψη». Μάλιστα, στη μεγάλη πλειοψηφία των συζητήσεών μας, το μοναδικό επιχείρημα είναι η επίκληση στην (όποια) αυθεντία. Η ανάστροφη όψη αυτής της νόσου είναι η εκ των προτέρων απόρριψη οποιασδήποτε άποψης δεν προέρχεται από αυθεντία, ή από κάποιον που παριστάνει στην αυθεντία (λ.χ. τον ‘φυσικό’ Λιακόπουλο ή όποιον άλλο συνωμοσιολόγο). Μάλιστα, αν μια άποψη ή ένας ισχυρισμός προέρχεται από εχθρούς της αυθεντίας, η εχθρότητα απέναντί της είναι δεδομένη και επενδύεται με προσωπικά κίνητρα («ψάχνουν εχθρούς» κτλ.).

 Με αυτά και μ’ αυτά, ακόμα και μετά τον Δεκέμβριο του ’08, ακόμα και με τις κάμερες των κινητών να καταγράφουν, η «κοινή γνώμη» ήτανε πρόθυμη να συνεχίσει να πιστεύει στην αστυνομία που κάνει τη δουλειά της και υφίσταται προκλήσεις ή να πιστεύει στους αναρχικούς ως συλλήβδην βανδάλους και καταστροφολάγνους (εξού και η ανοχή στην άλωση των καταλήψεων π.χ.). Μόνο που στην περίπτωσή μας, οι πεποιθήσεις της κοινής γνώμης και η απροθυμία της να εξετάσει τους ισχυρισμούς όσων δε θα γίνουνε ποτέ αυθεντία έχουν ήδη στοιχίσει τις ζωές πολλών, πάρα πολλών.

ΙΙ.

Κουράστηκα να παρακολουθώ συζητήσεις που αρθρώνονται με

  1. επίκληση στην αυθεντία,
  2. ad hominem και ψυχολογίστικη ερμηνεία κινήτρων,
  3. πλήρη περιφρόνηση προς αυτό που λέμε εμπειρικά δεδομένα,
  4. καταδίκη της κριτικής ως υπονόμευσης ή μηδενισμού,
  5. τάχα διαλεκτική δομή, που όμως προορίζεται να οδηγήσει στην a priori δεδομένη ‘αλήθεια’ (αυτό πιο προχώ),
  6. κριτική θεωριών οι οποίες στερούνται αντικειμένου το οποίο να επιδέχεται θεωρητική προσέγγιση (κάργα προχώ — μια ομφαλοσκόπηση για τον ελληνικό 21ο αιώνα)

και τίποτε άλλο.

Despite

DSC06527

Έγραφα σε ένα φιλαράκι τις προάλλες, βρίζοντάς του το ελληνικό σχολείο, έλεγα τα γνωστά: «ο Έλληνας έχει περάσει από ένα βρωμερό εκπαιδευτικό σύστημα, που καταστέλλει την επιστημονική σκέψη, τη δημιουργικότητα και τον κριτικό λόγο, προωθώντας τη συμμόρφωση, την κοινωνική οργάνωση γύρω από συλλογικούς μύθους (μύθους όμως) και μια φω λογιοσύνη. Με μερικούς δασκάλους να σώζουνε (;;;) την κατάσταση.»

Προχτές διάβασα αυτό. Η πρώτη αντίδρασή μου καθώς το διάβαζα ήταν «α! Λεβέντης εροβόλαγε». Πάντα με συγκινεί αυτό το τραγούδι: μοιάζει μουσικά με το «ρίχνω την καρδιά μου στο πηγάδι», το λέει η ωραία αθώα Μαρία Δημητριάδη. Βεβαίως δεν το άκουσα τότε: με δυσκολία ανοίγω βίντεο, πολύ περισσότερο τραγούδια. Τα τραγούδια είναι κάπως επικίνδυνα: συμπυκνώνουν περασμένη ζωή, σε αυτή την περίπτωση και έναν κόσμο που δε χάριζε κάστανα στην τυραννία και στον φασισμό, που είχε και κορμιά (θυμηθείτε το γαμογαϊτανάκι στη Λέσχη  του Τσίρκα π.χ.) αλλά και καρδιά κοντά στο μυαλό — εμείς πάλι είμαστε εγκέφαλοι σε κονσέρβα, συνήθως σφραγισμένη.

Άνοιξα το βίντεο πριν λίγο και ταράχτηκα. Θυμήθηκα στο Γυμνάσιο τη θεούσα (ατόφια θεούσα: κότσος, ταγιέρ, αφιερωμένη σε αδερφότητα κτλ. — κανονική χαρντοκορίλα) καθηγήτρια μουσικής, αυτή που με έλεγε «φύλαρχο» και που μου έμαθε (μαζί με τον φίλο μου τον Γιώργο) να αγαπάω τη μουσική και να τη βασανίζω λίγο και να την αφήνω να με παιδεύει. Ήταν, έλεγαν, από παλιά αστική οικογένεια μιας πόλης με αστική τάξη και τα εγκατέλειψε όλα για τον Κύριο, και ποιος είμαι εγώ που θα χλευάσω το όνειρο και την αφοσίωση του άλλου, εγώ που όλα μου ήρθαν εύκολα, τελικά. Έχτισε λοιπόν η θεούσα ολόκληρη γιορτή Πολυτεχνείου γύρω από αυτό το τραγούδι — ήξερε από αυτά. Όταν η χορωδία μας άρχισε να τραγουδάει τον Λεβέντη, που τον ξέραμε από τα ραδιόφωνα στο κάτω κάτω, έπεσε απότομα σιωπή. Το τραγούδι εξερράγη. Θυμάμαι να κοιτάζω τη Β., που έγινε σπουδαία κιθαρίστρια, τη Σ., που έγινε τακτική καθηγήτρια πανεπιστημίου πριν τα σαράντα της (όχι στην Ελλάδα, βρε κουτά) και καλλιτέχνης, κάτι κορίτσια που μου άρεσαν, να τραγουδάνε. Θυμάμαι και που έτρεμα και ριγούσα, σχεδόν έκαιγα. Θυμήθηκα τα χέρια της καθηγήτριας μουσικής να διευθύνουν, τις φωνές να κοκκινίζουνε τα πρόσωπα από τα οποία εκπέμπονταν. Θυμήθηκα να ανατριχιάζω, όχι από το νεκροφιλικό κιτς της αριστεράς αλλά γιατί και μέσα από αυτό — και παρά το κιτς αυτό — το τραγούδι έλεγε κάτι για ένα ιδανικό ζωής, για την αξιοπρέπεια, για την ελευθερία, για το ότι δεν είμαστε καλαμιές στον κάμπο (κάτι που, ως έφηβος γυμνασίου, το έχεις δόγμα σου). Για το τι σε κάνει άνθρωπο. Κάπως έτσι.

Και τώρα το ακούω, για πέμπτη φορά. Σκέφτομαι μια θεούσα δεξιά (δεν κρυβόταν) που τιμούσε τα «παιδιά» που σκοτώθηκαν για τη λευτεριά («εγώ τα θυμάμαι», έλεγε, «ήμουν νέα»). Σκέφτομαι κι αυτήν και άλλους «δασκάλους να σώζουνε την κατάσταση» — χωρίς τρία ερωτηματικά. Σκέφτομαι τι θεριζοαλωνιστική μηχανή θα ήμουν χωρίς μουσική και καλλιτεχνικά στο Γυμνάσιο, χωρίς τη μία ώρα Φιλοσοφίας στη Γ’ Λυκείου. Σκέφτομαι πόσο τυχερός ήμουν που δεν είχα πέντε ώρες αρχαία. Ότι η χίπισσα που μας έλεγε για τους Πινκ Φλόυντ και η γαλλοθρεμμένη φιλόλογος που μισούσε το Ισλάμ (παντρεμένη με Κόπτη, γαρ) και η φιλόλογος που πρώτη μάς είπε για την ύπαρξη Σλαβομακεδόνων είναι οι άνθρωποι που παρά το «βρωμερό εκπαιδευτικό σύστημα» μάς έκαναν ανθρώπους. Και γιατί δεν ήταν ακόμα εξαθλιωμένοι.

Μην ξεχνάτε τους δασκάλους, τώρα που μας έχει πιάσει ο φασισμός από τον λαιμό.

Μην ξεχνάτε τα τραγούδια από έναν κόσμο που είχε κορμί και καρδιά και μυαλό. Που αγωνίστηκε και πολέμησε όπως ήξερε και όπως μπορούσε και όπως γινόταν την τυραννία, τον φασισμό και αυτή την ξένη πατρίδα Ελλάδα μας της κανονικότητας των δοσιλόγων.

Όχι, δεν πρέπει να γυρίσουμε στο παρελθόν και στα αντάρτικα. Αλλά στην εποχή του φόβου και της προπαγάνδας, στρεφόμαστε προς μια αντίστοιχη εποχή, μήπως πάρουμε πατήματα. Και θάρρος.

Θάνατο στον φασισμό

Αν στο πολιτειακό μόρφωμα που ονομάζεται Ελληνική Δημοκρατία υπάρχουν ακόμα δημοκρατικοί θεσμοί (αλλά και εκείνος ο ‘αντιτρομοκρατικός’ νόμος), επιβάλλονται τα παρακάτω:

α. Σύλληψη των δολοφόνων του Φύσσα: μπορούν,
β. Εισαγγελική έρευνα για τους ηθικούς αυτουργούς αυτής και όλων των άλλων δολοφονικών επιθέσεων της ναζιστικής συμμορίας,
γ. Κήρυξη της συμμορίας εκτός νόμου,
δ. Εξάρθρωση της ναζιστικής συμμορίας.

Αν στη χώρα που λέγεται Ελλάδα υπάρχουν ακόμα ελεύθεροι και τίμιοι άνθρωποι:

α. Να επιβάλουν ολοκληρωτικό μπλακάουτ και να μποϋκοτάρουν παντοιοτρόπως τα γκαιμπελικά μέσα των Αλαφουζαίων και των άλλων, που ξεπλένουνε συστηματικά τους φασίστες και τους ναζί εδώ και χρόνια,
β. Να οργανωθούν αντιφασιστικές πορείες και συναυλίες, τιμώντας όλα τα θύματα των ναζί εγκληματιών. Όπως στο Σπόρτιγκ, να δείξουμε τη ρώμη μας,
γ. Τουλάχιστον να γιουχάρουν τους ναζί και τους ψηφοφόρους τους όπου τους πετύχουν. Δειλές κότες φουσκωμένες με στεροειδή είναι.

Αρκετά με τις νευρωσικές μετριοπάθειες και με τους συμψηφισμούς, τέρμα στα ανιστόρητα και εγκληματικά (ως ηθική αυτουργία) ασβεστώματα του ναζιστικού σφαγείου.

Περπατάω στην Κυδαθηναίων

Στις 15 Φεβρουαρίου 2012, το Βυτίο μού έστειλε ένα μήνυμα, στο οποίο έλεγε συν τοις άλλοις:

Στέλνεις [για το Μπαχάρ 2] 200 με 300 λέξεις οι οποίες περιγράφουν/απεικονίζουν μια σκηνή/λεπτό/εικόνα της σημερινής πόλης. Μια εικόνα που αντιπροσωπεύει το δικό σου βλέμμα κλπ της σημερινής κατάστασης στην Αθήνα. Δεν πρόκειται για κείμενο το οποίο θα δημοσιευτεί αυτούσιο. Θα χρησιμοποιηθεί απλά η εικόνα σου.

Έστειλα ένα σενάριο για μικρό κόμικ. Χωρίς να ξέρω, το Βυτίο και ο radio sociale έδωσαν το σενάριο στον πολύ καλό φίλο κομιξά Τάσο Αναστασιάδη. Ο Τάσος, αντί να φτιάξει ένα συμβατικό κόμικ με το σενάριό μου, το χρησιμοποίησε για να δημιουργήσει 21 πάνελ, τα οποία απόψε ποστάρω με την άδειά του, καθώς και με αυτή του του Βυτίου και του radio sociale. Ευχαριστώ με την καρδιά μου και ειλικρινά και τους τρεις φίλους. Το Μπαχάρ 2 δε βγήκε ποτέ, για τεχνικούς λόγους.

Νομίζω ότι το έργο του Τάσου είναι ακόμα πιο επίκαιρο τον Σεπτέμβριο του ’13.

Zubenelgenubi

Δεν έχω εχθρούς. Δηλαδή, δεν έχω εγώ εχθρούς, μπορεί να είμαι εχθρός κάποιου και να μην το ξέρω. Υπάρχουνε βεβαίως άνθρωποι που με ζοχαδιάζουν, που με ενοχλούν, που αντιπαθώ σφόδρα, που αποφεύγω για να μην κολλήσω τίποτε μολυσματικό του νου ή της ψυχής. Υπάρχουνε δημόσιες φιγούρες που θα προτιμούσα να καλλιεργούν σέσκουλα (τα οποία, αν και σκληρότερα από το σπανάκι, είναι ωραία σε χορτόπιτα γιατί δεν πικρίζουν).

Έχω τρομερό πρόβλημα με το μίσος. Είναι λίγο σαν τον φόβο του σεισμού, που δυστυχώς δεν έχω, κι ας τρέμω την ιδέα εγκλωβισμού κάτω από ερείπια, και δη τα χαλάσματα αυτού που κάποτε ήτανε σπίτι σου, να είμαι σφηνωμένος μεταξύ φέρουσας δομής κι επίπλου, αναπνέοντας την αηδιαστική σκόνη ενός σκοτεινού θύλακα αέρα. Όταν γίνεται σεισμός είμαι αφύσικα ψύχραιμος (εγώ που ψάχνω την αδιαφορία για να υποκαταστήσω την ψυχραιμία που μου λείπει). Έτσι και με το μίσος. Μισώ λ.χ. τον φασισμό αλλά δε θα ήθελα να κρεμάσω τους φασίστες, απλώς να πάνε να καλλιεργούν σέσκουλα (τα οποία δε θα έτρωγα). Το αντεπιχείρημα είναι ότι δεν έχω δει παιδί και γυναίκα να κακοποιούνται και να σφάζονται, δεν έχω ζήσει τις εφιαλτικές χρονιές του φασισμού, δεν έχω υποστεί πραγματική βία (τη μία και μοναδική φορά που παραλίγο να, έτρεξα πιο γρήγορα από τα ΜΑΤ, ήμουν και 18 τότε, και δεν είχαν εκπαιδευτεί ακόμα τα χοιρίδια να εγκλωβίζουνε κόσμο μέσα σε στενά). Ενδεχομένως γι’ αυτό να μη μισώ. Δεν ξέρω. Ζω σε έναν τόπο όπου υπάρχουνε πολλά μεγάλα μυστικά εγκλημάτων. Κάποιος κάποτε μου εξομολογήθηκε (αρχίζω να αισθάνομαι πάτερ Ανεμπόδιστος τελικά) ότι σκότωσε Τουρκοκύπριους (μάλλον το ’63-’64), αν και δεν του έφταιγαν σε τίποτα, «φυλάγαμε τα σπίτια μας τότε». Ήτανε λοιπόν ένας τους περίφημους ελεύθερους σκοπευτές. Πώς θα ένιωθα αν ήξερα ότι ξέκανε «γιατί έτσι γινόταν τότε» τον πατέρα μου; Δεν ξέρω.

Δεν ξέρω τίποτα. Δεν ξέρω καν γιατί τα γράφω αυτά. Κι ας με πείτε κλειστοφοβικό της συνείδησης.

Canopus

Πολύ αργά στη ζωή μου κατάλαβα ότι όλοι έχουνε μυστικά. Όχι μόνον όσοι μου τα έλεγαν αλλά και οι άλλοι, κυρίως οι άλλοι. Μάλιστα, οι άλλοι είχαν τα πιο συναρπαστικά μυστικά. Τα οποία δε θα μάθαινα και δε θα μου εξομολογιόντουσαν. Γιατί ήταν πραγματικά μυστικά που τα ήξεραν μόνο δύο. Τα πιο υπερούσια ή και καυστικά τα ήξερε μόνον ένας.

Ο κόσμος γύρω μου απέκτησε υλικότητα και πολλές αποχρώσεις όταν ήρθα σε επίγνωση της πανσπερμίας μυστικών γύρω μου. Συνειδητοποίησα ότι το ζήτημα δεν είναι μόνον η τάση μεταξύ επιφάνειας και βάθους, αυτή είναι σχεδόν ευτελής: τη ζεις κάθε φορά που βλέπεις πόλη από ψηλά και, κοιτάζοντας τα κτίρια σαν μια ενιαία αφαίρεση, αναλογίζεσαι την εσωτερική διαρρύθμισή τους και το πλήθος βίων και ονείρων που φιλοξενεί κάθε γωνιά και κάθε στροφή και κάθε χωλάκι αυτού του αδιανόητου λαβυρίνθου. Όχι, περα από αυτά: η μυστική ιστορία του καθενός, ένα παρελθόν που πολλές φορές υπάρχει μόνον ως νοητικό γεγονός, δίνει νόημα και ακόμα περισσότερη πολυπλοκότητα σε οποιονδήποτε άνθρωπο. Και δε μιλάω καν για τον ένδον βίο του νου, τους εφιάλτες, τις φαντασίες, τα όνειρα. Μιλάω για μικρές στιγμές και μεγάλες ιστορίες που εκτυλίχθηκαν στον υλικό κόσμο και μετά μετουσιώθηκαν σε μυστικά, εμφιαλώθηκαν και προσεκτικά εναποτέθηκαν στο κελάρι κάποιας μνήμης. Και γίνονται ο πλούτος της. Κάποια περιέχουν, απλά ευχάριστα κρασιά, για συνοδεία, άλλα μέχρι και εγκλήματα, αποστάγματα τοξικής περιεκτικότητας σε αλήθεια. Μερικά από αυτά τα πανάκριβα μπουκάλια θα ανοιχτούν, η συντριπτική πλειονότητά τους ποτέ.

Ras Algethi

Υπάρχει διαφορά μεταξύ ψυχραιμίας και αδιαφορίας. Προσβλέποντας στην ψυχραιμία, εμείς οι αιωνίως ανήσυχοι, οι διαρκώς άγρυπνοι, οι άνθρωποι των παθών που μας παίρνουνε και μας σηκώνουν, προσπαθούμε να κατακτήσουμε την αδιαφορία. Τρωγόμαστε, το είπαμε αυτό. Η σκέψη μας γυρίζει στην αιτία της μέριμνας ή της στενοχώριας, στην αφορμή του πένθους και της ταραχής. Καμωνόμαστε τους αδιάφορους, ψάχνουμε περισπάσεις και πίνουμε και κανα ποτήρι κρασί. Δουλεύουμε πιο εντατικά: όμως η στανική αδιαφορία δεν ξεγελάει κανέναν, η συγκέντρωση διακόπτεται και αλίμονό σου αν κάνεις διανοητική δουλειά. Αλλά η χειρωνακτική δουλειά είναι χειρότερη, αφού αφήνει το μυαλό ελεύθερο, πανάθεμά τη, και μόνο στη γνήσια κόπωση που προσφέρει μπορείς να προσβλέπεις, μήπως ρίξεις καναν υπνάκο μετά.

Αγωνίζεσαι να αδιαφορήσεις. Πασχίζεις να καλλιεργήσεις ψυχραιμία. Στο τέλος καταλήγεις να τα πατάς όλα μέσα σου, να λες «χαχ! το απέβαλα, το έδιωξα: δε με νοιάζει πια». Αλλά οι μέριμνες, ο καημός, η πίκρα είναι σαν τα πυρηνικά απόβλητα που διάβαζα μικρός: ναι μεν τα ενταφιάζεις μέσα σε μπετονιένα φέρετρα κάτω από τον βυθό του ωκεανού αλλά δεν εξαφανίζονται, απλώς δεν τα βλέπεις.

Η κίνηση που χρειάζεται είναι η αντίθετη: ξέχνα την ψυχραιμία κι άσε αυτό που σε τρώει να επιπλέει στην επιφάνεια μέχρι να διαβρωθεί ή να ζυμωθεί ή να αναφλεχθεί, μέχρι να λυθεί στα εξ ων συνετέθη.