Μια γιορτή της στέγνιας

Αντίδοτο Δεκαπενταυγούστου

Ποτέ δεν συμπάθησα τον Δεκαπενταύγουστο. Δεν είναι απροσδόκητο κάτι τέτοιο, γενικά αντιπαθώ το καλοκαίρι.

Σήμερα το πρωί, που με ξύπνησαν τζιτζίκια και χαρμόσυνες καμπάνες, νομίζω ότι έκανα ακόμα μια σύνδεση του γιατί μου είναι τόσο δυσάρεστη και αντιπαθής η γιορτή αυτή.

Τα Χριστούγεννα λοιπόν είναι γιορτή του ξεπαγιασμένου Βορειοευρωπαίου που ψάχνει λίγο φως και τη θέρμη κάποιας ελπίδας στα σκοτάδια μέσα στα οποία περνούν τον χειμώνα τα βόρεια πλάτη. Δεν ξετρελαίνομαι, αλλά κάτι μου λέει σαν γιορτή.

Το δε Πάσχα είναι η απόλυτη γιορτή ολόκληρου του βόρειου ημισφαιρίου. Αν δεν πέφτει νωρίς κι αν δεν είσαι άτυχος να ρίξει ένα χιόνι απριλιάτικο εκεί όπου ζεις, τα πάντα γύρω σου είναι χαρά θεού. Αρκεί να ζεις βορείως της Τύνιδας και της Λεμεσού, δεν υπάρχει τόπος που να μην είναι όμορφος ή και μαγευτικός την άνοιξη. Το Πάσχα θα κερδάει μέχρι να αλλοιωθεί εντελώς το κλίμα.

Τι να πει όμως κανείς για τον Δεκαπενταύγουστο: γιορτή για μια μάνα που πεθαίνει, ή που δεν πεθαίνει ακριβώς, όπως όντως δεν πεθαίνουν οι μάνες, στημένη για να προσφέρει ανάπαυλα σε ανθρώπους τσουρουφλισμένος, διψασμένους, θερμόπληκτους, μισοτυφλωμένους από την αντηλιά και μπουκωμένους από τη σκόνη της Μεσογείου. Ο Δεκαπενταύγουστος δεν θα μπορούσε να αποτελεί τίποτε παραπάνω από μια στεγνή γιορτή της ξηρασίας.

Υπάρχει τέλος και αυτό:

Η σταδιακή μετατροπή της γιορτής σε «Πάσχα» και σε θερινό αντικατοπτρισμό του Ευαγγελισμού (πατρίδα και θρησκεία και μάνα μαζί) συντελέστηκε μετά το 1981 σταδιακά μέσα σε ένα τοπίο πυρίκαυστο, όπου οι πεφτοσυννεφάκηδες (κυρίως άνθρωποι των πόλεων) καταριούνται ως άλλοι Ζαχαρίες Παπαντωνίου τον εμπρηστή, αγνοώντας πώς πλάστηκε το ελληνικό τοπίο με τη μαύρη πέτρα του και το ξερό χορτάρι ή πώς ανακατανέμεται η έγγεια ιδιοκτησία στην Ελλάδα όταν δεν γίνονται αναδασμοί και προσαρτήσεις.

Η αναγωγή του Δεκαπενταύγουστου σε «μεγάλη γιορτή της χριστιανοσύνης» γίνεται ώστε να τέρπονται χουντικοί απόστρατοι υπαξιωματικοί, μικρομεσαίοι πασόκοι καταχραστές, οικογενειάρχες και καταστηματάρχες γαλουχημένοι από τους δίδυμους μαστούς Ζωή-Σωτήρ.

Η έμφαση στον Δεκαπενταύγουστο επιτείνεται περαιτέρω σε μια χώρα όπου οι μόνες φωνές που ακούς πια είναι εκείνες που αρθρώνουν όλο στόμφο κάτι εσωτερικοί αποικιοκράτες, ευρωπαϊστές ανιστόρητοι κι αστοιχείωτοι, μια ντουζίνα ιταμοί δεσποτάδες που έχουνε ξεθαρρέψει γιατί δεν είναι πια μόνο φολκλόρ-βάφτιση-γάμος-εγκαίνιο, τηλεοπτικές περσόνες νταγκλαρισμένες από την κοινοτοπία που ζουν, πού και πού κανας αριστερός με τσιτάτα στα σοσιαλμήντια, χυδαίοι γέροντες στα καφενεία και μπροστά στις τηλεοράσεις τους.