Άλλο σημαία και άλλο θυρεός

Υπάρχει μία θεμελιώδης διαφορά μεταξύ σημαίας και θυρεού.

Ο θυρεός αποσκοπεί παραδοσιακά στο να συμπεριλάβει όλα τα στοιχεία που απαρτίζουν ένα σύνολο, είτε αυτό το σύνολο είναι μία οικογένεια είτε είναι μία δυναστεία (οπότε πρόκειται για οικόσημο) είτε είναι ένα κράτος (οπότε πρόκειται για εθνόσημο) είτε οτιδήποτε άλλο.

Το τελευταίο βασιλικό οικόσημο

Παραδείγματος χάρη, το άνωθι οικόσημο περιέχει τον θυρεό της τότε βασιλικής οικογένειας, ο οποίος συμπεριλαμβάνει εμβλήματα όλων των κλάδων της οικογένειας των λεγόμενων Γλύξμπουργκ: κάτω αριστερά θα δείτε τον ισλανδικό μπακαλιάρο (ως πρώην κτήσης της Δανίας), πάνω αριστερά θα δείτε το οικόσημο των Δανών βασιλιάδων ― και πάει λέγοντας.

Απεναντίας η σημαία αποσκοπεί στο να συμβολίσει την αφαίρεση, το κοινό: αυτό που ενώνει τους πολλούς. Συνεπώς είναι αφαιρετική συνήθως, ενώ όταν πρέπει να συμπεριλάβει κάτι το ειδικό, το αποτυπώνει πάνω της ως θυρεό. Της ίδιας εποχής με το αποπάνω οικόσημο είναι η σημαία που χρησιμοποιούσε τότε το Βασίλειο της Ελλάδος:

Βασίλειο της Ελλάδος

Συνοψίζοντας, ενώ ο ρόλος του θυρεού (ή του λάβαρού, που απεικονίζει τον θυρεό) είναι να αποτυπώσει όλα τα συστατικά που απαρτίζουν κάτι, απεναντίας ο ρόλος της σημαίας είναι να αναδείξει ως σύμβολο ό,τι είναι κοινό, δηλαδή την αφαίρεση που θεωρούμε ότι μας ενώνει. Για αυτό άλλωστε και ιστορικά οι επιτυχημένες σημαίες είναι πολύ αφαιρετικές, περισσότερο σημεία παρά σύμβολα, και για αυτό ενίοτε αναζητούνται ερμηνείες εκ των υστέρων για τα; στοιχεία τους π.χ. για τα χρώματά τους. Παράδειγμα:

Ινδονησία

Με βάση τα παραπάνω, η ύπαρξη (πραγματική ή εικονική) πάνω από 50 σημαιών για υποομάδες ή κοινότητες εντός του κινήματος ΛΟΑΤΚΙ παραπέμπει μάλλον σε φατρίες, σινάφια, φράξιες και παρατάξεις, πάντως όχι σε κοινότητες ― ούτε βεβαίως σε Κινήματα.

Τα λάβαρα των 17 φατριών (contrade) της Σιένας

Τελετουργικώς ακάθαρτοι

Μιλάω πολλές φορές για αγροτοποιμενική ηθική και αγροτοποιμενικά ήθη, και είμαι βέβαιος ότι πάρα πολλοί αναγνώστες θεωρούν ότι πίσω από αυτούς τους περιγραφικούς χαρακτηρισμούς κρύβεται κάποιου είδους ξινός και λίγο σουσουδίστικος τάχα μπουρζουά ελιτισμός.

Όχι ακριβώς.

Ο ελληνικού τύπου πουριτανισμός και η ελληνικού τύπου μισανθρωπία αρθρώνονται όχι με βάση κάποιο σύστημα άτεγκτων αρχών, ακλόνητων αξιών ή με την απειλή θεοδικίας. Τουλάχιστον όχι στη βάση τους, ασχέτως τι αιτιολογήσεις δίνονται εκ των υστέρων. Ο ελληνικός πουριτανισμός είναι οικογενειοκεντρικός, τοπικιστικός και βασίζεται στην ομερτά. Όμως διακρίνεται και από κάτι άλλο: την έννοια του ακάθαρτου, του μαγαρίσματος.

Ας δούμε ένα κάπως σχηματικό παράδειγμα. Αν χρειαστεί να φιλοξενήσετε έναν πραγματικά βρώμικο και εξαθλιωμένο άστεγο στο σπίτι σας, από αυτούς που έχουν γδάρει οι δρόμοι, είμαι βέβαιος ότι όταν θα μπορέσει να πάει κάπου αλλού (ενδεχομένως κάπου καλύτερα) θα πάρετε τα σεντόνια και τις πετσέτες που χρησιμοποίησε και θα τα πλύνετε στους 90 βαθμούς, ώστε να βεβαιωθείτε ότι καθάρισαν, ενώ μετά θα πατήσετε και ένα καυτό σίδερο. Εάν ωστόσο είστε φορέας της αγροτοποιμενικής ηθικής, θα θεωρήσετε ότι τα κλινοσκεπάσματα και οι πετσέτες έχουν μαγαριστεί ανεπανόρθωτα ότι είναι πλέον μεταφυσικώς ακάθαρτά· συνεπώς η πρώτη σας ροπή θα είναι να τα πετάξετε ή και να τα κάψετε ― δεν λέω ότι θα το κάνετε οπωσδήποτε, ωστόσο αυτή θα είναι η πρώτη σας σκέψη.

Αυτό το υπόλειμμα μαγικής σκέψης, γραφικής ή μη, κάθε άλλο παρά περιορίζεται στον χώρο του φολκλόρ: σκεφτείτε λόγου χάρη πώς θα διαχειριστούν οι περισσότεροι Έλληνες τον ρουχισμό ενός πεθαμένου ή ακόμα καλύτερα πως θα χειριστούν οι περισσότεροι Έλληνες την πληροφορία ότι τους χαρίστηκαν ρούχα που ανήκαν σε πεθαμένο, ίδιος αν πέθανε φορώντας τα. Τα ρούχα αυτά όσο κι αν πλυθούν και σιδερωθούν θα παραμένουν ακάθαρτα και μαγαρισμένα: μολυσμένα από τον θάνατο.

Αντίστοιχα, όπως πολλοί γνωρίζουμε, οι περισσότεροι ορθόδοξοι Έλληνες είναι έτοιμοι να αποδεχτούν ότι δεν θα χειροτονηθούν ποτέ γυναίκες ακριβώς λόγω της έμμηνης ρήσης, ακόμα και τις μέρες που δεν έχουν οι γυναίκες περίοδο: το γεγονός ότι μπορεί να έχουν περίοδο ή ότι είχαν περίοδο τις καθιστά μαγικά ακάθαρτές.

Και βεβαίως η έννοια του μαγαρίσματος πάει πολύ πιο μακριά από αυτές τις μάλλον παραδοσιακές αντιδράσεις απέναντι στην τελετουργική καθαρότητα ή και στον θάνατο. Οι αφρικανοί και οι Ρομά, αλλά και ο αλλόθρησκοι και οι γενικότερα αλλόφυλοι, είναι κατά κάποιον τρόπο ακάθαρτοι. Είναι πολύ διαφωτιστική η συνέπεια με την οποία θα αποφύγει ο λεγόμενος «μέσος Έλληνας» να αγγίξει ανθρώπους τους οποίους κατατάσσει στις παραπάνω κατηγορίες. Τα ίδια ισχύουν και για όσους είναι άρρωστοι π.χ. από καρκίνους που σίγουρα δεν μεταδίδονται με το άγγιγμα. Υπενθυμίζω τέλος ότι αντίστοιχες συμπεριφορές είχαν επιδείξει οι Βαλκάνιοι Έλληνες απέναντι στους Μικρασιάτες πρόσφυγες πριν από 100 περίπου χρόνια, χωρίς καν να βάλει κάποιος την συζήτηση τους πρόσφυγες του δικού μας αιώνα.

Για να γίνει συζήτηση ακόμα πιο δυσάρεστη, είναι προφανές ότι ο παθητικός ομοφυλόφιλος άνδρας αντιμετωπίζεται ακόμα και σήμερα διαφορετικά από ό,τι τα υπόλοιπα ΛΟΑΤΚΙ άτομα, ακριβώς επειδή είναι τελετουργικά ακάθαρτος με αντίστοιχους τρόπους. Και έτσι, εάν τα τρανς σώματα αντιμετωπίζονται ως κάτι τερατώδες (και όχι μόνο στον ελληνικό χώρο) οι μπότομ άντρες (στρέιτ, μπάι ή γκέι) αντιμετωπίζονται ως ακάθαρτοι ― κι αυτό το αντανακλαστικό δεν ελλείπει εντελώς ακόμα και μέσα από τους κόλπους της κοινότητας ΛΟΑΤΚΙ.

Νομίζω λοιπόν ότι είναι χρήσιμο να τα έχουμε τα παραπάνω υπόψη όταν προσπαθούμε να σπάσουμε ρατσιστικές και ομοφοβικές συμπεριφορές και παρόμοια αντανακλαστικά. Πρέπει ακριβώς να έχουμε υπόψη ότι στην περίπτωση της δικής μας κοινωνίας οι συμπεριφορές αυτές και τα αντανακλαστικά αυτά δεν πηγάζουν από θρησκευτικές εντολές ή από κοινωνικές επιταγές, παρά από έναν μαγικό και τελετουργικό φόβο του Άλλου και του Ξένου ως σημαδεμένου και μαγαρισμένου.

40 χρόνια Μάνος Λοΐζος

Δεν είναι από τις συναυλίες που θα πήγαινα: δεν με ξετρελαίνουν τα μνημόσυνα. Όμως μόνο μνημόσυνο δεν ήταν, απουσίαζαν και τα μοιρολόγια και τα κλαμένα μπουζούκια.

Ωστόσο τραγουδούσαν η Μαρία Παπαγεωργίου, που μου αρέσει πολύ, και ο Βασίλης (ένας είναι).

Η αλήθεια είναι ότι ο Λοΐζος περιλαμβανόταν μεν στα σάουντρακ των παιδικών μου χρόνων αλλά είχα ξεχάσει πόσα τραγούδια είχε γράψει, πόσο διαφορετικά μεταξύ τους και πόσο σύνθετα είναι αυτά τα τραγούδια. Σε μια εποχή που οι ας πούμε ποιοτικοί συνθέτες και τραγουδοποιοί σερβίρουν στάνταρ μελωδίες και αρμονίες που αναγνωρίζονται από το τέταρτο μέτρο το πολύ (όταν δεν είναι όλα τους τα τραγούδια παραλλαγές ενός, καλή ώρα ο κατά τα άλλα συμπαθής Θανάσης ― ένας είναι), ο Λοΐζος ήταν συνθέτης. Συνθέτης στην περίπτωση αυτή σημαίνει ότι έγραφε από τσιφτετέλια μέχρι εμβατήρια, από ροκ ύμνους μέχρι θεοδωρακικά, από μπλουζιές και ζεϊμπέκικα μέχρι μπαλάντες κι ελαφρά άσματα. Και όχι, δεν αναγνωρίζεις σχεδόν ποτέ κάποια μελωδική ή μελωδική ή ρυθμική υπογραφή του.

Η συναυλία άνοιξε με το τον Τρίτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Πρέπει να έχω ακούσει αυτό το τραγούδι 167 φορές και ποτέ μα ποτέ δεν είχα σκεφτεί το αυτονόητο: είναι μια ωραία περιεκτική σύνοψη της ιστορίας του καπιταλισμού τον 20ο αιώνα ― και τον 21ο αιώνα, απ’ ό,τι φαίνεται. Σύντομα συνειδητοποίησα ότι το πρώτο μέρος της συναυλίας ήταν μια άτυπη αντιπολεμική συναυλία, χωρίς να ανακοινωθεί και να διακηρυχθεί τίποτα: τα τραγούδια μίλαγαν από μόνα τους και έλεγαν πολλά. Σε μια δεύτερη στιγμή επιφοίτησης συνειδητοποίησα ότι μέχρι και το Η μέρα εκείνη δεν θα αργήσει, που πάντα μου προκαλεί ένα σχεδόν αβάσταχτο πλάνταγμα, λέει ταυτόχρονα κάτι πολύ προσωπικό και κάτι πολύ συλλογικό.

Τα τραγούδια συνέχιζαν. Η Παπαγεωργίου έχει φωνή τρυφερή και μελίρρυτη αλλά ταυτόχρονα ρωμαλέα. Ο Βασίλης θα γίνει 72 και βάζει κάτω πολλούς της γενιάς του: όσο κι αν οι κάτω των 40 τον θεωρούν λιγάκι μαϊντανό, ο άνθρωπος μπορεί και τραγουδάει και πάντοτε ξεσηκώνει το κοινό του, άσε που δεν ξεφτιλίστηκε ποτέ σαν κάτι σαββόπουλους του κόσμου τούτου.

Τα τραγούδια εξηγούσαν γιατί γίνονται πόλεμοι και εισβολές πολύ πιο τίμια, τεκμηριωμένα και σοβαρά από τους αναλυτές των ΜΚΔ, που διυλίζουν κώνωπες και καταπίνουν δυο Κάιρα γκαμήλες, αρκεί οι γκαμήλες να φέρουν τα σωστά χρώματα κι εθνόσημα.

Κάποια στιγμή έπεσε βεβαίως και ο Τσε, ακόμα ένα τραγούδι που είναι πιο πολύπλοκο απ’ όσο συνήθως έμπαινα στον κόπο να αντιληφθώ. Τότε δεκάδες γροθιές υψώθηκαν στον αέρα ενώ το συνήθως ημιθανές κυπριακό συναυλιακό κοινό αναφλέχθηκε. Γενικά χαμός έγινε, αφού ήμουν στο τσακ να πιστέψω ότι οσονούπω εκπληρώνεται το ρηθέν υπό της Ρόζας αλλά αμέσως μετά έπεσε αυτό και ξεκαρδίστηκα στα γέλια· σκέφτηκα μάλιστα κάπως πικρόχολα ότι κάθε φορά που πάει να γίνει επανάσταση στον τόπο αυτό θα σκάσει πασοκάρα ή και σύριζας για να μαζέψουν το (όποιο) χαρτί.

Ολόκληρη η συναυλία ήταν υπέροχη, ένα από τα καλύτερα λάιβ που έχω πάει.

Οδηγώντας προς το σπίτι σκεφτόμουν τα προφανή:

Έχουμε συνθέτες σαν τον Λοΐζο σήμερα; δεν ξέρω, δεν ξέρω από μουσική, μόνο να την ακούω ξέρω.

Η εποχή μας είναι μουσικά άνοστη όχι επειδή ξέρω γω επικράτησε το χθαμαλό και το ευτελές και το σκυλοπόπ. Χθαμαλό κι ευτελές και λιγάκι σκουπιδαριό πάντοτε υπήρχε και, όσο κι αν σφίγγονται οι κάθε κνίτες και δανίκες, καλό κάνει κι αυτό αφού επιτελεί μια συγκεκριμένη πολύ χρήσιμη αν όχι απαραίτητη λειτουργία. Πάμε παρακάτω λοιπόν.

Το πρόβλημα της ελληνικής μουσικής το πρώτο τέταρτο του εικοστού πρώτου αιώνα δεν είναι η πλημμυρίδα του εύκολου και του έτοιμου αλλά η πλήρης χρεωκοπία του όποιου υψηλού. Διάδοχοι συνθετών όπως ο Λοΐζος ή και ο Μαρκόπουλος κι ο Ξαρχάκος καμώνονται πως είναι οι θλιβεροί εντεχνάδες, εκπρόσωποι μιας τάχα υψηλής κουλτούρας που έχει λιμνάσει στον επαρχιωτισμό και στην εσωστρέφεια των μουσικών τίποτα και των στιχουργικών μπουρδολογιών, αλλά με οριεντάλ ή αισθαντικές ενορχηστρώσεις. Τα τραγούδια π.χ. του Λοΐζου έπαιζαν με μουσικά είδη, τους έκλειναν το μάτι, ενώ στιχουργικά βρίσκονταν μεταξύ Προύσας και Χάρλεμ, Βιετνάμ και Ανατολικού Μετώπου, της αναπόφευκτης Κόκκινης Πλατείας, της ακόμα πιο αναπόφευκτης δικής μας Αμερικής και της εντελώς αναπόδραστης Κοκκινιάς.

Το έντεχνο έχει κάνει όλη την ελληνικότητα που μπορεί να βγάλει η Καλάματα, λεβάδεια ολόκληρα Ελληνικότητα. Όμως, όπως θα σας βεβαιώσει και ο πιο χαλάλ νεορθόδοξος, η ελληνικότητα δεν είναι ουσία και περιεχόμενο, είναι τρόπος. Με άλλα λόγια, η Ελληνικότητα είναι μπαφάκι: το πίνεις για να πας κάπου παραπέρα. Μπορείς βεβαίως ενίοτε να γράψεις ένα ή και δεκαπέντε τραγούδια για αυτήν, αλλά ο σκοπός είναι να σε πάει αλλού, έξω, πέρα: στο αύριο, στο ανώμαλο, στο ανθρώπινα συλλογικό, στο μακρινό, στο δικό σου, στη χαρά. Αλλιώς είναι μαστούρα ατελέσφορη, εσωστρέφεια όλο καντήφλα.

Οπότε ναι, υπό αυτές τις συνθήκες το τραγούδι που δεν είναι μόνο για ποτό, καημό, χορό, καυλάντα παύει να έχει οποιαδήποτε σχέση με τον κόσμο και με τα όνειρά μας. Δεν είναι απορίας άξιο που το δεξιό θράσος έρχεται λοιπόν να αντιπροσφέρει κάποιο φαντασιακό όραμα με όρους γκλαμ μισανθρωπίας. Και ναι, μιλάω για θράσος αμείωτο, επειδή δεξιά σημαίνει να απαιτείς να σε ακολουθούν πολλοί και να τους μοντάρεις και συλλογικό όραμα για να τους βρίσκεται, ενώ εκπροσωπείς τόσο λίγους.