Του Κούλη την ΥπΠο τη λέγανε Μενδώνη / ΜΓΔ

Rally in Athens against the ongoing austerity measures

στους φίλους μου εργάτες της δημιουργίας

Η κυρία Υπουργός είπε κάτι του στυλ ότι οι καλλιτέχνες έχουν εξαντλήσει την υπομονή ή την επιείκεια ή κάποιο άλλο υγρό που τάχα διαθέτει άφθονο η κυβέρνηση του Μητσοτάκη του Β’ του Σωτήρος και Φιλοπάτορος ― εννοώ κάποιο υγρό άλλο από την αριστεία και τη μετακλητότητα.

Να βρω τη δήλωση, να είμαι ακριβής. Ah, la voilà :

«Εξαντλήθηκε η επιείκεια της Κυβέρνησης και του Υπουργείου Εργασίας προς τους καλλιτέχνες.» Αυτό είπε η πολιτική προϊσταμένη του Υπουργείου Πολιτισμού της Ελλάδας.

Επειδή εδώ και χρόνια δεν ζούμε στην Ελλάδα αλλά στη Σημιτική Ξεβλαχία που μετά κατέκτησαν οι Μενευρωπαίοι και τη μετέτρεψαν σε Μνημονιολάνδη (ενδιάμεσα κυβέρνησε κάποιος χρήσιμος βλαξ αλλά τον ξέχασαν), να κάνω μια αναδρομή.

Πολύ πριν γίνει Ξεβλαχία ακολουθώντας το φωτεινό μονοπάτι του Κλικ και του χρυσομέτριου τεχνοκράτη η χώρα λεγόταν Ελλάδα. Η Ελλάδα παρήγε αρχαία και σταφίδα. Μετά ήρθε η Μεταπολίτευση και η ΕΟΚ και στο μεταξύ αποκτήσαμε βιομηχανία και επιδοτούμενη γεωργία και γενικά χόρτασε ο κόσμος ψωμί και μπριζόλες. Παράλληλα, η Μεταπολίτευση και αργότερα το ΠΑΣΟΚ μάς γέμισαν θέατρα, περισσότερα και πιο συναρπαστικά κι αβανγκάρντ από του Λονδίνου, μουσικές τρέλες, ΝΕΚ μαλακίες και υπέροχο ΝΕΚ, εικαστικούς, ποιητές και συγγραφείς σε Αθήνα και Σαλονίκη και αλλού· άσε που γέμισαν οι επαρχιακές πόλεις θιάσους και χορωδίες (πρωτεύουσα των οποίων ήταν η Καρδίτσα).

Κατόπιν γίναμε Ξεβλαχία: οι βιομηχανίες ρευστοποιήθηκαν κι έκλεισαν και έγιναν χαρτζηλίκια των πρώην βιομηχάνων, οι άντρες έπαθαν πανικό ότι τους ευνουχίζουν και σταμάτησαν να πηδιούνται με τη Λίτσα ή τον Κώστα ή τη Λιλή ή με ό,τι πηδιόσαντε τέλος πάντων και αποφάσισαν να γίνουν σαμπανιζέ κοκάκηδες όλοι και να πηδάνε μόνο τα μακρόστενα μοντέλα του Χέλμουτ Νιούτον και τους ίσκιους του Χερμπ του Ριτς. Παράλληλα η τέχνη κι ο πολιτισμός και το βιβλίο κι όλα αυτά έγιναν παλαιοπασόκ «πολιτιστικά» τζάτζαλα. Άλλωστε ποιος τους γαμούσε πια τους Αχαρνής: είχαμε τώρα ιδιωτική τηλεόραση και ευπώλητα παπάρια μάντολες των 770 σελίδων και Mykonos και ψώνια στο Μιλάνο και, über alles, Χριστόδουλο κι Ορθοδοξία. Αυτή ήταν η ζωή, η αυγή της Ξεβλαχίας, το πέρασμα από τη Γενική Γραμματεία Νέας Γενιάς και τις αξύριστες παρτούζες της με μαυροδάφνη στα smooth ντεφιλέ της οδού Φραγκοκκλησιάς.

Το παρόν: το 2020 εκτός από τουριστικός προορισμός η Ελλάδα δεν υφίσταται ως συλλογικό όραμα εκτός αν είσαι Βελόπουλος ή φασίστας (σόρυ, ναι), η Ορθοδοξία είναι τόσο μπίζνες αζ γιούζουαλ που κλαίνε οι πιστοί (και δεν γελάω καθόλου με αυτό), οι ταξικοί αγώνες είναι καπούτ, ο αριστερός στοχασμός είναι είτε για να τον συζητάω εγώ κι άλλοι 15-16 νοματαίοι στο Galaxy, στο Low Profile (οι πουρότεροι) ή στο Residents (όσοι είναι Σαλονικιοί και δεν πρέπει να ξυπνήσουν να εκκλησιαστούν με κάποιον Ψωμιάδη), η αντικουλτούρα δεν ξέρω τι κάνει, να μας πει η ίδια ― να μη συνεχίσω, καταλαβαίνετε.

Ως τι υφίσταται λοιπόν η Ελλάδα; Ως τόπος και λαός που δημιουργεί πολιτισμό και τέχνη. Ναι, δεν μας αρέσει όλη. Ναι, στο θέατρο είμαστε θεοί, στα εικαστικά κάτω από μαύρη νύστα, άλλοι έτσι, άλλοι αλλιώς. Όμως Ελλάδα δεν υφίσταται πια ως τίποτε άλλο πέρα από τόπος και λαός που δημιουργεί. Σόρυ.

Σε μια χώρα που η επιστημονική έρευνα συνεχίζει να αριστεύει παρά το διαρκές κρατικό σαμποτάζ ταξικής αριστείας και παρά τις εκ των έσω επιδρομές ― άρα όχι για πολύ ακόμα ― μόνον ο πολιτισμός μάς μένει. Η κυρία Μενδώνη δεν το ξέρει αυτό ή δεν θέλει να το ξέρει. Η κυρία Μενδώνη ασχολείται με το ασανσέρ στην Ακρόπολη, λες και η Ελλάδα είναι καμμιά Μάλτα του ενός μνημείου, το οποίο πρέπει να μας απασχολεί κατ’ αποκλειστικότητα (όταν δεν μας απασχολεί το Κενό Μνημείο της Αμφιπόλεως). Η κυρία Μενδώνη, ακόμα μία άγαρμπη και μπλαζέ υπουργός Πολιτισμού όπως σχεδόν όλοι οι προκάτοχοί της, είναι κουλ που υποφέρουν οι καλλιτέχνες και δεν θέλει να είναι επιεικής μαζί τους. Άραγε πού καλούνται να δείξουν την επιείκεια τους οι αρχαιολόγοι, όπως η κυρία Μενδώνη; Στο ότι δεν ανασκάπτουν με γκρέιντερ και μπουλντόζες; Αν ναι, καήκαμε πριν καν πει οτιδήποτε.

Η ισχυρή Ελλάδα, η Ελλάδα των τραπεζών που αγόραζαν Βαλκάνια, η Ελλάδα της δουλειάς και των βιομηχανικών ζωνών, η αγροτική Ελλάδα, η Ελλάδα της οποίας η Μεγάλη Ιδέα ήταν εκδοχές της εδαφικής επέκτασης (τελικά εις βάρος μειονοτήτων, ντοπιολαλιών και εκατομμυρίων ξεριζωμένων από Μικρασία και Βαλκάνια) ― όοοολες αυτές οι Ελλάδες τελείωσαν. Πάνε. Πάπαλα. Καπούτ. Μπιτί. Υπάρχει πια η Ελλάδα των γκαρσονιών από τη μια και του πολιτισμού και της γνώσης από την άλλη. Εγώ ξέρω με ποια είμαι. Η κυρία Υπουργός;

Πυρηναία

man with the movie camera
Τζίγκα Βερτόφ ― Ο άνθρωπος με την κινηματογραφική μηχανή

Ο 19ος αιώνας πάσχισε και κατάφερε να δημιουργεί αισθητική συγκίνηση από ανεκπλήρωτους πόθους, ερωτικούς αλλά και κοινωνικούς και πολιτικούς και πνευματικούς και άλλους.

Ο 20ος αιώνας πάσχισε να ολοκληρώσει το έργο της δημιουργίας αισθητικής συγκίνησης από την εκπλήρωση των ίδιων πόθων· δυστυχώς δεν τα κατάφερε ή δεν πρόλαβε.

Ο 21ος μας πάει δέρνοντας μέχρι στιγμής αλλά έχουμε χρέος να ολοκληρώσουμε το έργο του 20ου: να δημιουργήσουμε αισθητική συγκίνηση από την εκπλήρωση πόθων, τώρα που ξέρουμε ότι το ιδιωτικό είναι και πανανθρώπινο.

«Φίλε»

Μεζές με Παυλάκη

Γνώρισα κάποτε έναν κύριο που με ενθουσιασμό μερικώς ειλικρινή και με συνοπτικές διαδικασίες ανακήρυσσε φίλους του ενδιαφέροντες ή και αξιοσημείωτους ανθρώπους γύρω του. Τους συναναστρεφόταν όντως πολύ φιλικά αλλά με την πρώτη επίδειξη κακού γούστου (εκ μέρους τους!) ή θεμελιώδους διαφωνίας μαζί του τους έπαυε από φίλους και τους έχωνε και ένα damnatio memoriae για να μάθουν.

Αυτό είναι το μεσογειακό μοντέλο φιλίας.

Προσωπικά αργώ πάρα πολύ να ανακηρύξω κάποιον φίλο μου, μόνον οι εκκλησιαστικές αρχές παλαιάς και νέας Ρώμης είναι πιο ζόρικες, όταν ανακηρύσσουν αγίους. Συναναστρέφομαι με χαρά και με μερική αφοσίωση ανθρώπους αλλά ο τίτλος «φίλος» έρχεται ως επιστέγασμα της φιλίας μας παρά ως απαρχή της. Απάξ όμως και ανακηρυχθούν φίλοι είναι φίλοι, καθόλου δεν χρειάζεται να κάνουν τον άγιο, παραμένουν φίλοι ακόμα κι αν κάνουν μαλακίες. Άλλωστε, αν δεν σου πει ο φίλος πότε κάνεις μαλακίες, τότε ποιος;

Αυτό είναι το βορειοευρωπαϊκό μοντέλο φιλίας.

Ποτήριον σωτηρίου λήψονται

Christs-hand-blessing

στον Ιάσονα, που σήμερα γίνεται 40

Ας μιλήσουμε λίγο για τη Θεία Κοινωνία.

Τον 18ο, τον 19ο και τον 20ο αιώνα διάφοροι Δυτικοί σχολιαστές επισήμαιναν με προβληματισμό ότι οι Ορθόδοξοι κοινωνούν σπανιότατα. Υπάρχει και σχετική κουβέντα από τον Νικόδημο τον Αγιορείτη, τον προπάτορα του σύγχρονου Ορθόδοξου σκοταδισμού ― δεν θυμάμαι πια τι λέει.

Όταν ήμουν παιδί τις δεκαετίες του ’80 και του ’90 πράγματι ο κόσμος κοινωνούσε αραιά και πού, και μιλάω μεν για θρησκευάμενο κόσμο αλλά για κανονικούς ανθρώπους. Το επιχείρημά τους ήταν «δεν είμαι άξια / δεν είμαι άξιος».

Εξαίρεση αποτελούσαν οι άνθρωποι κοντά στις οργανώσεις (Ζωή, Σωτήρ, Σταυρός κτλ.), οι οποίοι επιδίωκαν να κοινωνούν κάθε Κυριακή γιατί «αυτός είναι ο λόγος που γίνεται η Λειτουργία». Λέω «επιδίωκαν» γιατί οι πνευματικοί-χωροφύλακες τούς έριχναν την ακοινωνησία ως επιτίμιο για πάσαν χαράν και πάσαν μαλακίαν, ή αν απλώς είχαν περίοδο.

(Διαβάστε σχετικά το «Καταφύγιο ιδεών» του Γιανναρά του πρεσβύτερου, θα πάρετε μια ιδέα για τις καταβολές βαθιά μέσα στο 1950-φεύγα της Ελλάδας του 2020.)

Όλα αυτά τα παρακολουθούσα μέχρι περίπου το 1995. Μετά με κέρδισε το numinus του κτιστού, πλην όμως υπαρκτού, κόσμου.

Το 2020 ξαφνικά όλοι, ξομολογημένοι κι αξομολόγητοι, αγόρια και κορίτσια, στεφανωμένοι κι αστεφάνωτοι, νεορθόδοξοι, μαρξορθόδοξοι, κομποσχοινάδες, ρασκόλνικοι του Κλικ, πνευματικοπαίδια πονηρών γεροντάδων ετών 40κάτι, θεολογόπαιδα και λογιόπαιδα, καθώς και μπογδανόπουλα συρρέουν να μεταλάβουν Σώμα και Αίμα Χριστού, εις άφεσιν αμαρτιών και εις ζωήν αιώνιον, ώστε ως λέοντες πυρ πνέοντες να κάνουν να τήκεται ο κορωνοϊός ως κηρός από προσώπου πυρός.

Ουκ απαρνησόμεθά σοι, τρέντυ Ορθοδοξία.

Ψ

Fire Buddha

Ω όχι, δεν είμαι πια ο getting away with it (all messed up), δεν είμαι εκείνος ο always anxious, always timid.

Φυλακές στεγανότερες από εκείνες που χτίζουμε γύρω μας δεν υπάρχουν: γνωστά πράγματα.

Σε κάθε σχέση με ανθρώπους πρέπει να θυμόμαστε ποιο μέρος τους μας αφορά και ποιο όχι.

Πολεμώντας τη Μηχανή έμαθα τελικά ότι χρειάζεσαι απόσταση από αυτήν για να τη νικήσεις: τους αγχέμαχους τους αιχμαλωτίζει και τους αφομοιώνει.

Ξανά: στους άλλους βλέπουμε και κρίνουμε αυτό που μας τρώει.

Κάθε τρυφερότητα και κάθε χαρά και κάθε στόρυ τελειωμένο κι ατελείωτο αναδεικνύεται καθώς αναδύεται μέσα από τα σύννεφα της ενοχής και του φόβου κι αστράφτει σαν αεροσκάφος.

I chose not to choose, I chose something else.

Η Μηχανή δεν είμαι εγώ. Η Μηχανή θέλει να γίνει εγώ.

Εμπέδωσα πια το pecca fortiter και κατάφερα να το συνεχίσω με το crede firmiter. Παραμένω στο Hier stehe ich, αλλά το ich kann nicht anders περισσεύει.

Δεν θα γίνουμε τα πάντα όχι μόνον τοις πάσι αλλά ούτε καν για έναν και μόνον έναν άνθρωπο.

Α δεν φοβάμαι πια, όχι τόσο πολύ, όχι ανυπεράσπιστα.

 

Ουίσκι, κουκουβάγιες, επαΐοντες

Klee angelus novus

Πίνω Caol Ila κι αυτό με κάνει να σκέφτομαι σαν παππούδι σκωτσέζικο (από αυτά που θα αφανίσουν οι βρετανικές επιδημιολογικές παλινωδίες):

Που λέτε, σκεφτόμουν τον angelus novus, τον εικονιζόμενο άγγελο της ιστορίας του Μπένιαμιν, που κοιτάει πίσω προς το παρελθόν και βλέπει μόνον ερείπια. Ναι μωρέ, αυτόν τον άγγελο με τον οποίο δεν υπάρχει ένα αριστερό διανοούμενο προφίλ που να μη μας έχει ζαλίσει τον γκιώνη, τον μπούφο, την τυτώ και όλες τις κουκουβάγιες μαζί.

Σκεφτόμουν λοιπόν ότι η ματιά προς το παρελθόν, αυτή που αντικρύζει ερείπια, δεν αφορά μόνον την Ιστορία (κατά Μπένιαμιν) αλλά και την ψυχανάλυση. Η ψυχαναλυτική διαδικασία σε αναγκάζει να κοιτάξεις προς τα πίσω και να αντικρύσεις αυτό που πλέον είναι προφανές και αυτό που η ψυχανάλυση μετατρέπει σε ερείπιο και κουφάρι ενώ πριν, όταν το κοίταγες από μπροστά, ήταν άμορφο κι απλησίαστο: τρόμος.

«Ω ρε μάγκαμ», σκέφτηκα, «πόσο γαμάτος παραλληλισμός ιστορίας και ψυχαναλύσης. Πόσο γαμάτη η κατανόηση της ιστορίας (συλλογικής και προσωπικής) ως ερειπίων».

Όμως, επειδή μπορώ να σκέφτομαι και σαν σκωτσέζικο παππούδι, υπενθύμισα στον εαυτό μου ότι παρά τη σταδιακή μετατροπή των πανεπιστημίων σε σούπερ μάρκετ υπάρχουν ακόμα τουλάχιστον 3246 άνθρωποι πιο ειδικοί από εμένα σε αυτό το θέμα, άνθρωποι που ξέρουν από Ιστορία, Ψυχανάλυση, Βάλτερ Μπένγιαμιν ― και τους συνδυασμούς τους.

Κι έτσι άραξα, αντί να γράψω ένα τάχα μου και ουάο-γαμάω στάτους για την καταπληκτική μου ιδέα, που σίγουρα ήδη έχουν ψάξει και ξεψαχνίσει επαΐοντες.

Ο μύθος δηλοί: «πριν δογματίσεις, ειδικό να ρωτήσεις».