Υπέρ των φτωχών

Το σύνθημα στο γκαράζ πάει ως εξής:

ΟΠΟΥ ΦΤΩΧΟΣ ΚΙ Η ΜΠΥΡΑ ΤΟΥ ΚΙ ΟΠΟΥ ΠΛΟΥΣΙΟΣ ΤΑ ΑΡΧΙΔΙΑ ΜΟΥ

Διάλογος:

«Τι θα πει αρχιδία
«Αρχίδια.»
«Αρχιδία λέει.»
«Αρχίδια. Είναι τα μπαλάκια που έχουν τ’ αγόρια.»
«Έχουν μπαλάκια τ’ αγόρια;»
«Ναι, κάτω από το πουλί τους.»
«Α! Μάλιστα.»
«Αλλά δεν είναι πολύ καλή λέξη, είναι βρισιά. Όπως… Να…»
«Εντάξει δεν θα τη λέω.»
«…»
«Άρα αυτό που γράφει είναι υπέρ των φτωχών;»
«Ναι.»
«Ωραία.»

Ερωτηματικά

Πώς είσαι; Νιώθεις καλά; Πόσον καιρό έχεις να ζήσεις χαρά; Πόσον καιρό έχεις να θυμηθείς χαρά; Πάει καιρός που γέλασες χωρίς να λες «κλαίω»; Πάει καιρός που ένιωσες ρίγος ή αγαλλίαση διαβάζοντας κάτι; Κάτι μικρό σαν γράμμα, κάτι μεγαλύτερο σαν βιβλίο, κάτι σαν απόσπασμα; Από ταινίες; Καμμία που να σε πηγε και να σ’ έφερε; Ή να μη σ’ έφερε; Ή μόνο σειρές βλέπεις; Τι λένε; Χαίρεσαι αυτά που τρως; Τι τρως τώρα τελευταία; Πώς το τρως, έτσι με την ψυχή σου ή όλο ενοχές; Και με το γυμναστήριο και το τρέξιμο όλα εντάξει; Τη βρίσκεις που ασχολείσαι ή απλώς πρέπει, για λόγους υγείας ένεκα η καθιστική ζωή; Πράγματι μετά νιώθεις άλλος άνθρωπος; Σου αρέσει εκεί ο κόσμος και η όλη φάση; Τι σκέφτεσαι όταν περνάν οι κορμάρες για να πάνε στο μάθημα κι όταν βγαίνουν ιδρωμένες απ’ το μάθημα κι όταν κουβεντιάζουνε στα βάρη και στα όργανα οι κορμάρες; Τι σκέφτεσαι όταν τρέχεις; Παρατηρείς γύρω σου; Αφοσιώνεσαι στη μουσική που ακούς εκείνη την ώρα; Σε τρων οι σκέψεις; Να ρωτήσω λοιπόν για τη δουλειά; Καλύτερα να μη ρωτήσω; Κι εσύ ευχαριστημένος δεν είσαι που έχεις τουλάχιστον δουλειά; Στο σπίτι σου πώς νιώθεις; Σαν στο σπίτι σου; Μυρίζει δικό σου; Σε ξεκουράζει; Θέλεις να το κατοικείς ή όλο για έξω είσαι θέλοντας και μη; Όλα εντάξει με την παρέα; Χαίρεσαι να τα βλέπεις τα κολλητάρια; Πόσον καιρό έχετε να κουβεντιάσετε κάτι που ήθελες εσύ να συζητήσεις; Ή μήπως πράγματι χαίρεσαι να τους ακούς και να τους ορμηνεύεις; Όταν πάτε για καφέ σ’ αφήνουν να μιλήσεις; Σε ακούνε; Όταν πάτε για ποτό πού κοιτάς; Νιώθεις να θες να φύγεις και να πας να ανοίξεις την τηλεόραση; Παρακαλάς να πάνε καμμιά τουαλέτα για να σκαλίσεις λίγο το φέισμπουκ; Βρίσκεις πουθενά απάγκιο; Γαληνεύεις καθόλου; Με τους γονείς τι γίνεται; Ακόμα τους ρίχνεις ευθύνες; Τους κατηγορείς για πράξεις και παραλείψεις και για εκείνες τις φορές που φέρθηκαν ρουφιάνικα ή και σαν καθήκια; Ακόμα φταιν αυτοί; Για όλα; Ακόμα δεν είναι αρκετά αδύναμοι; Δεν βλέπεις πως έχουν σχήμα κι ιστορία, ότι δεν είναι οι απρόσιτοι θεοί της κούνιας; Ή μήπως νιώθεις πως εσύ δεν έχεις ωριμάσει ακόμα; Πότε θα ωριμάσεις; Μήπως τίποτε άλλο εννοείς; Μήπως τίποτε για ανευθυνότητα και φυγοπονία; Τα παιδιά καλά; Μήπως νιώθεις να έχεις αγκιστρωθεί πάνω τους; Κι όταν εκεί δεκάξι με δεκαοχτώ χρονών φύγουνε τα παιδιά, όσο κι αν μείνουνε στο σπίτι σου; Μετά τι; Θα περιμένεις ποιος θα πλειοδοτήσει, το έμφραγμα, ο καρκίνος ή το ισχαιμικό; Έτσι θα ζούμε; Γίνεται;

Για σεξ, ερωτικά, γκομενικά δεν ρωτάω. Γι’ αυτά όλοι ρωτάνε.

Κορρεκτίλες

Photo 21-5-15 - 10 00 20 μ.μ..jpg
Όταν ήμουν φοιτητής τον περασμένο αιώνα, πριν μόλις 25 χρόνια συγκεκριμένα, χλευάζαμε ασταμάτητα τον πλεχανοφισμό (εκ του Πλεχάνοφ, ήσσονος αλλά επιδραστικού θεωρητικού του μαρξισμού των αρχών εκείνου του αιώνα): την κριτική προσέγγιση που σε κάθε λογοτεχνικό έργο βλέπει ντε και καλά αποτυπωμένες ταξικές πραγματικότητες και την κοινωνική κατάσταση εν γένει. Κάναμε χαβαλέ και χλευάζαμε όχι γιατί θυμόταν κανένας τον καημένο τον Πλεχάνοφ, αλλά γιατί αυτή ήταν (και είναι) η ερμηνευτική μέθοδος των κνιτών και του κάθε Ριζοσπάστη, έως και κριτικών της σχολής Δανίκα: να προσπαθούνε με το στανιό να βλέπουν καπιταλισμό, ταξική πάλη και ιστορικό προτσές σε οποιοδήποτε δημιούργημα: βιβλίο, ταινία, όπερα, εικαστικό έργο κτλ.
Άρρηκτα συνδεδεμένη με αυτό το ερμηνευτικό βίτσιο ήταν η προσκόλληση στην κυριολεξία εκ μέρους των κνιτών και του κάθε Ριζοσπάστη και Δανίκα, η αδυναμία τους να διαχειριστούν την πολυφωνία ή τις λοξές οπτικές γωνίες κάθε δημιουργίας, υψηλής ή χθαμαλής: λ.χ. το Αντιποίησις αρχής του Κοτζιά ήταν κατ’ αυτούς έργο χουντικό και δεξιό γιατί η αφήγηση ξετυλίγεται από τη σκοπιά ενός χαφιέ — τότε δεν τους είχαν εξιλεώσει αυτούς και τους προπάτορές τους οι ιστορικοί της σχολής Καλύβα.
Με το πέρασμα του χρόνου, μας κόπηκαν τα πολλά γέλια.
Πρώτον, η ερμηνεία στο αρχικό επίπεδο, στο επιδερμικό, έγινε σταδιακά η νόρμα: «αυτό που βλέπω είναι αυτό που βλέπω και όλα τα υπόλοιπα είναι θεωρίες». Αν δείχνει κώλους είναι τσόντα, αν μιλάει για φτωχούς είναι αριστερή κλάψα, αν αφηγείται το 1922 είναι εθνικιστικό κήρυγμα. Και τέλος.  Στην Ελλάδα το γύρισμα στην αποκλειστική κυριολεξία έγινε (ανεπαισθήτως) με τον Τελευταίο Πειρασμό του Σκορσέζε. Σιγά σιγά οποιαδήποτε συζήτηση για οποιοδήποτε δημιούργημα που δεν ήταν άνοστο, ανώδυνο κι ανεπαίσθητο, έπρεπε να διεξάγεται με όρους «ναι μεν αλλά»: από την παιδοκτονική Μήδεια μέχρι τους οριακά παιδοφιλικούς πίνακες του Μπαλτύς, από καρναβαλικά γαμοτράγουδα μέχρι το μπουρλέσκ, από τον χριστόληπτο Μπαχ και τους σατανολάτρες Σάμπαθ μέχρι τα γυμνά του Μανιερισμού και του Μπαρόκ.
Δεύτερον, η ανοχή στη λογοκρισία συνοδεύτηκε από μια προτροπή να αυτολογοκριθούμε ενώ η ελευθερία του λόγου σταδιακά απαξιώθηκε. Ταυτίστηκε η ελευθερία του λόγου με την προσδοκία ότι θα πούμε κάτι όμορφο, καλό και κόσμιο. Κάτι που, βεβαίως, δεν ισχύει: τουναντίον. Ως συνήθως, το πρόβλημα είναι η προσπάθειά μας να κατανοήσουμε τα ανθρώπινα πράγματα με τρόπο απολίτικο, αγνοώντας τους παράγοντες Εξουσία και Προνόμιο, αλλά και η απροθυμία μας να κάνουμε λεπτές μα αναγκαίες διακρίσεις. Καταλήξαμε λοιπόν να ταυτίζουμε την πολιτική ορθότητα (μέθοδο πυρόσβεσης της γλωσσικής ηγεμονίας) με τη νεοσυντηρητική κορεκτίλα (που ενίοτε παριστάνει την αστική αβρότητα) και να θεωρούμε την ανθρώπινη ευγένεια ομόλογη με την εμμονική προπάθεια να αποφύγουμε να προσβάλουμε οποιονδήποτε (ακόμα και τους φασίστες π.χ.)· επιπλέον ξεχειλώσαμε τη ρητορική μίσους κατά των μη προνομιούχων μέχρι να υπαχθεί στην ελευθερία του λόγου.
Όπως με την οικειοποίηση του φιλελευθερισμού από τους σταλίνες της «ελεύθερης αγοράς» ή με τον σφετερισμό του Διαφωτισμού από τους ευρωγραφειοκράτες και την ακολουθία τους, η επιτυχής σύγχυση νεοσυντηρητικής κορρεκτίλας και πολιτικής ορθότητας οφείλεται λοιπόν σε δύο παράγοντες: αφενός στην υποχωρηση των ανθρωπιστικών σπουδών και στη δυνατότητα που μας προσφέρουν να ερμηνεύουμε και να αμφισβητούμε τον κόσμο, την τάξη και την οικονομία του κόσμου· αφετέρου ενθαρρύνεται από την πείσμονα ανάγκη όσων έχουνε βρεθεί γενικώς από πάνω να συνεχίσει να εξισώνεται ο προνομιούχος με τον μη προνομιούχο, ο εξουσιαστής με τον εξουσιαζόμενο και (για να μιλήσουμε για μια ανισότητα 4500 ετών, πολύ παλιότερη από τον όποιο καπιταλισμό) ο άντρας και η γυναίκα.
Όσο εθιζόμαστε στην κυριολεξία και στο αυτονόητο, όσο γινόμαστε πρόθυμοι να λογοκρίνουμε και να αυτολογοκριθούμε, τόσο περισσότερο καθίσταται αναγκαίο να κατανοήσουμε τι σημαίνει ανισότητα, καταπίεση, (γλωσσική) ηγεμονία. Ο αγώνας δεν είναι μεταξύ ελευθερίας του λόγου και πολιτικής ορθότητας, παρά μεταξύ νεοσυντηρητικής κορρεκτίλας και «δημιουργίας» που χαϊδεύει τον κόσμο ως έχει (και δεν έχει καλώς) από τη μία και κάθε μορφής καταπίεσης και ετεροκαθορισμού, εντός κι εκτός κειμένων, τέχνης και κουλτούρας, από την άλλη.

Εκεί γύρω στο 1992

Τα όνειρα της νεότητάς μας τα εικονόγραφησε ο Σπύρος Στάβερης, κυρίως μέσα από το 01. Το οποίο ήταν το πρώτο (και το τελευταίο) περιοδικό που αγόραζα ανελλιπώς.

Δεν το λέω έτσι. Όταν βγήκε το 01, δεν υπήρχε βεβαίως ίντερνετ. Αν ήθελες να μάθεις τι γίνεται στον κόσμο υπήρχε ο θόρυβος των νεαρών ιδιωτικών καναλιών, γεμάτων από τηλεπαιχνίδια, από σώου τύπου RAI και από σήριαλ που «έδωσαν ψωμί σε τόσους άνεργους ηθοποιούς». Επίσης υπήρχανε περιοδικά τύπου Κλικ και Maxx.

Δεν θα τα αναθεματίσω: σε μια Ελλάδα όπου τα ξένα περιοδικά κόστιζαν χιλιάρικα, στο Κλικ (και λιγότερο στο Maxx) έβρισκες ενδιαφέροντα κείμενα και διάβαζες λίγο για το τι συμβαίνει παραπέρα, πίσω από το όρος Αιγάλεω και μετά τη Ζάκυνθο και την Κέρκυρα. Αλλά αυτά τα περιοδικά, τουλάχιστον στο δικό μου το μυαλό, απευθύνονταν σε Βουπουδάκια και Γλυφαδιώτες: σε παιδιά με λεφτά και καβάντζες και καριέρες να τα περιμένουν, με ταξίδια και σπουδές — ενώ εμείς το 1992 πρωτοακούσαμε κάτι που λεγόταν Erasmus. Χρειαζότανε λεφτά για να βγαίνεις στα φσσσς κλαμπ και να φοράς φσσςς ρούχα και να συμμετέχεις ισότιμα στο νταχτιρντί του λαϊφστάιλ: πού πας εσύ ρε Σραόσα από το Γκύζη, με τα τρε μπανάλ ρούχα;

Επίσης στο Κλικ και στο Maxx έγραφε για σεξ. Πολύ σεξ. Και εικονογραφήσεις και συμβουλές και κόλπα. Αυτό το ξέρετε καλά, άλλωστε το μισό ελληνικό ίντερνετ, που λέει ο λόγος, απόπλυμα αυτής της φάσης είναι. Μιλάμε τώρα για τον καιρό που η άλλη πηγή πληροφόρησης και αυτοερωτικής ψυχαγωγίας ήτανε τα ελεεινά τσοντοπεριοδικά στο περίπτερο. Ωστόσο υπήρχε ένα σοβαρό πρόβλημα: η ιλουστρασιόν και ρετουσαρισμένη εκδοχή της ερωτικής πραγματικότητας που κυριαρχούσε σε αυτά τα περιοδικά. Ήτανε γεμάτα με χελμουτνιουτονικές συνθετικές πλαγγόνες που συγκυλιζόντουσαν ή απλώς τριβόντουσαν είτε μεταξύ τους είτε με μοντέλους εντατικού γυμναστηρίου (πολύ αργότερα μάς μίλησαν για τα συμπληρώματα και τα αναβολικά, μέχρι τότε ψαρώναμε). Όλα ασπρόμαυρα ή σε μονοχρωμία και με προσεκτικότατες φωτοσκιάσεις. Καμμία σχέση με τη Χριστίνα, τη Χριστίνα, τη Σόνια, την Αλίκη, την Ντίνα — κι ας ήταν όλες μα όλες πάρα πολύ ωραία κορίτσια.

Αν διάβαζες Κλικ και μετά κοίταζες γύρω σου, αισθανόσουν εντελώς μειονεκτικά. Δεν ανήκες σε καμμία από τις φυλές που απαριθμούσε, ή μάλλον σε καμμία φυλή στην οποία θα ήθελε αναγνώστης του Κλικ να ανήκει: ήσουν ξεφτίλας και μπύθουλας. Μακριά από τον φανταστικό κόσμο του Κλικ, που απαρτιζόταν από πολύ επιλεγμένα σημεία στην πόλη και στην παραλιακή, εσύ βολόδερνες μέσα στις πολυκατοικίες, στην Αλεξάνδρας, στου Ζωγράφου, στα Εξάρχεια και μέσα σε φρακαρισμένα λεωφορεία, υπήρχες σε μια Αθήνα πριν τα γκραφίτι και πριν τα μπαρ και πριν τη σημερινή μας, αναιμική έστω, περηφάνεια γι’ αυτήν την πόλη — δεν είχε και μετρό τότε, πού να πας. Επίσης έβγαινες σε καθόλου γκλαμ μαγαζιά γιατί στο Wild Rose ή Yellow Rose ή πώς στο διάολο το λέγανε θα έτρωγες πόρτα, μπέρδευες το Alt Berlin με το Berlin και το Booze με τον Μπούζιο, ενώ όταν πήγατε στο DOM στην Ικαριέων το ένα κορίτσι φρίκαρε μην της πιούνε το αίμα κάτι γκέι βρυκολάκια που είχανε σνιφάρει τη μισή Βιομηχανία Ζαχάρεως, ενώ ο μπαμπάς της δικιάς σου αναστατώθηκε που την πήγες στο Γκάζι, μέσα στους Τούρκους και στα χαμαιτυπεία.

Από όλα αυτά μάς έσωσαν ο Στάβερης, οι Στερεο Νόβα και το 01. Και οι Τρύπες. Μετά σταθήκαμε στα πόδια μας, είδαμε πού είμαστε, τι έχουμε και πού πάει ο κόσμος πίσω από το Αιγάλεω, πέρα από τη Ζάκυνθο και την Κέρκυρα.

Ο Στάβερης χωρίς να υποκύψει στην πολαρόιντ, έσπασε την αισθητίλα του Κλικ: πήρε αυτό που τότε λέγαμε τρας και ξεφτίλα, το συνέστρεψε και το έβαλε να κοιτάξει πίσω από την πλάτη του. Στις φωτογραφίες του Στάβερη βλέπαμε πια κανονικούς ανθρώπους, θελκτικούς μέσα στην ανθρωπίλα τους, παιδιά σαν εμάς αλλά που έμοιαζαν με τα τσογλάνια του Λάρυ Κλαρκ. Τώρα είναι συνηθισμένος από αυτό ο κόσμος, τότε κοιτάγαμε σαν χαζοί, εκστασιασμένοι που υπήρχαμε και χαρούμενοι που το ξεκούδουνο μπορούσε να ήτανε σέξι έως και ιμερικό.

Οι Στέρεο Νόβα έκαναν πράγματα που δεν καταλαβαίναμε ακριβώς αλλά μπορούσαμε να τα χορέψουμε, οριακά και αρκετά πιωμένοι. Έβγαζαν ευαισθησίες που δεν ξέραμε ότι υπήρχαν, π.χ. ταξικά μεράκια που φύονταν στο χάσμα μεταξύ αριστερής θριαμβολογίας και ενός κυνισμού πέντε φραγκάτων που κήρυσσε «φράγκα, γκομενες, παλάτια, άντε και καλά κρεβάτια». Οι Στέρεο Νόβα, «θλιμμένες αδερφές από τη Λένορμαν που έτρωγαν κράξιμο και ξύλο», όπως έλεγε ένας συμμαθητής, στάθηκαν απέναντι στον μαξιμαλισμό του εγωισμού, στη θεολογία του πλουτισμού. Απέναντι στην ντόλμπυ σαράουντ ουτοπία, που ήτανε προορισμένη για άντρες που γαμάνε, χώνουνε σκαμπίλια και έχουνε φράγκα, άντρες με ατομική και (παραδόξως) εθνική παραίσθηση μεγαλείου και έκπαγλης μοναδικότητας, άντρες με καύσιμο την κόκα και μπόμπες στολίσναγια, αυτοί οι ατσούμπαλοι έστησαν την ομορφιά και την καύλα (που τότε δεν λεγόταν έτσι) και το παράπονο, τη φάση να γυρίζεις σπίτι ζαβλακωμένος από κλαμπ της συμφοράς και να σε περιμένει ξάγρυπνη ξέρω γω η μάνα σου. Μίλαγαν για μια καψούρα λίγο φτωχή και πολύ αδέξια, για ηδονές που έμοιαζαν καινούργιες γιατί εμείς ήμασταν ανώριμοι. Έγραφαν μοσυική ταξιδιάρικη και στίχους τελείως εδώ. Οι Στέρεο Νόβα έφεραν το αστικό τοπίο και τη βιομηχανική απόγευση ενός κόσμου που δεν είναι για σένα.

Όσο για το 01, όπως έγραψα πριν 9 χρόνια,

είμαι, κατά κάποιον τρόπο, παιδί του Τσαγκαρουσιάνου. Νομίζω ότι το έχω ξαναπεί: το 01, εκείνη η υπέροχη επίθεση νέου στησίματος, νέων κειμένων, νέων εικόνων στον «γαμάω» κόσμο του Κλικ, έκανε τη ζωή μου ομορφότερη τότε και τελικά, με το να επευλογεί τις ευαισθησίες μου, με καθόρισε.

Ωστόσο το πρώτο τεύχος δεν το αγόρασα, με απώθησε αυτό το «κακάσχημο κοκαλιάρικο πρεζόνι» στο εξώφυλλο και, μην ξεχνάτε, τα περιοδικά κόστιζαν χαρτζιλίκι. Όμως μέχρι να βγει το δεύτερο τεύχος το περιοδικό είχε γίνει θρύλος: Βιτγκενστάιν; Βέλτσος (και μάλιστα όχι για να τον σατιρίσει); Ξένοι; Τι διάολο είναι οι ξένοι; Το δεύτερο τεύχος, με το σπαρακτικά ωραίο κορίτσι στο εξώφυλλο, ένα κορίτσι «φτιαγμένο για χάδια και φιλιά», όπως έλεγε και ο Τσαγκαρουσιάνος στο edito εκείνου του τεύχους, με έκανε αναγνώστη.

Από το 01 δεν θα ξεχάσω ένα σχεδόν πορνογραφικό άρθρο που απλώς απαριθμεί μονορούφι και λιγάκι σε φάση εσωτερικού μονολόγου και ρεύματος συνειδητότητας τις ομορφιές της Αθήνας. Αντιγράφτηκε κατά κόρον έκτοτε, ενώ το μιμήθηκα κι εγώ τουλάχιστον μια φορά. Επίσης δεν θα ξεχάσω ότι είχε προσφορά χάρτη του ουρανού σε ένα από τα πρώτα τεύχη του κι έτσι έμαθα κι εγώ τους αστερισμούς και τι έβλεπα ανά πάσα στιγμή πάνω από το κεφάλι μου στον νυχτερινό ουρανό.

Ο Άντσο της Μελκ λαγνουργεί

Το όνομά του το είχα χρόνια ξεχασμένο. Πριν λίγα δευτερόλεπτα έμαθα ότι είναι Adso και όχι Anzo, όπως νόμιζα έχοντας διαβάσει το Όνομα του Ρόδου» σε ελληνική μετάφραση, της Ε. Καλλιφατίδη νομίζω.

Το βιβλίο με είχε εντυπωσιάσει σφόδρα. Αυτό βεβαίως επετεύχθη αφού ξεπέρασα τις πρώτες εκατό σελίδες, στις οποίες κόντεψα να πεθάνω με τη Σύνοδο της Κωνσταντίας και με κάτι θεολογικοδογματικά που ποσώς με ενδιέφεραν ή καταλάβαινα — άλλωστε είθισται να μην καταλαβαίνεις ό,τι δεν σε ενδιαφέρει. Το διάβασα το καλοκαίρι των 15 ή των 16 χρόνων μου, νομίζω, δεν θυμάμαι. Θυμάμαι σκόρπια πράγματα: τη βιβλιοθήκη, που θα ξανάβρισκα στον Μπόρχες, λατινικά τσιτάτα, τη φάση «Δεύτερο βιβλίο Περί Ποιητικής», ποιος ήταν ο δολοφόνος, πολλές εικόνες έντονες τότε και τώρα ξεχασμένες. Και φυσικά μού έμεινε η ερωτική σκηνή.

Στο βιβλίο ο μοναχός Άντσο της Μελκ αναπολεί τον καιρό που ήτανε δόκιμος και πνευματικοπαίδι του Γουλιέλμου του Όκκαμ ή του Άνσελμου του Καντέρμπουρυ (αυτουνού που οι Ιταλοί αποκαλούνε της Αόστας), ή κάποιου φανταστικού χαρακτήρα που είναι λίγο κι από τους δύο, δεν θυμάμαι. Τότε, ενώ βρισκόταν στο μοναστήρι όπου κάποιος σκότωνε καλόγερους, ο Άντσαο γαμιέται με μια ζουμερή χωριατοπούλα μέσα σ’ έναν αχυρώνα (βεβαίως). Ωραίες φάσεις, εφάμαρτες.

Η κοπέλα που καβαλάει (μάλλον) τον άπειρο νεαρό δόκιμο περιγράφεται ως σαρωτική καλλονή και θεοτική μουνάρα, βοηθάνε να το εμπεδώσουμε αυτό και διάφοροι βιβλικοί χαρακτηρισμοί στα λατινικά, σε βαθμό που όταν βλέπεις ποια την παίζει στη νερόβραστη κινηματογραφική μεταφορά του έργου απογοητεύεσαι και θυμώνεις λιγάκι. Για να γίνω σαφέστερος, όταν διαβάζεις για την κοπέλα που ξεπαρθένιασε τον Άντσο, πλάθεις μια Λολομπρίτζιτα μεσαιωνική με ολίγο τσαγανό από Μπαρντό στο «Και ο Θεός έπλασε τη γυναίκα».

Η αφήγηση γίνεται από τον ίδιο τον Άντσο στα γεράματα. Ο Έκο έχει φροντίσει να διαθλάσει την αναπόδραστη ερωτική νοσταλγία μέσα από επιβεβλημένη καλογερίστικη ενοχή με αποτέλεσμα εγώ ως αφελής και λίγο αλλού γι’ αλλού αναγνώστης να αναρωτιέμαι πώς γίνεται κάτι όμορφο κι εκστατικό να είναι πηγή τόσης και τόσο αψιάς ενοχής — κάπως έτσι στήνει την προβληματική του και ο ίδιος ο αφηγητής, βεβαίως. Γενικά, το πρόβλημα της σεξουαλικής ενοχής ως παραδόξου με απασχολούσε πολύ τότε και είχα καταλήξει, αφελέστατα, να πιστέψω για πολύ λίγο ότι είναι υποπροϊόν και απόβλητο του κοινωνικού συντηρητισμού και όχι της χριστιανικής πίστης καθεαυτής. Παράλληλα μου φαινόταν η ισόβια ερωτική αποχή και η επί της αρχής εξάρτηση των μοναχών από την ονείρωξη πράγμα βάρβαρο, απάνθρωπο και (όσο και να το εξιδανίκευαν με θείους έρωτες και, σόρυ κιόλας, παρόμοιες μπούρδες με Νυμφίους διάφοροι καλόγεροι που μίλησα μαζί τους) απίστευτα άχαρο τρόπο να συσσωρεύσεις αξόδευτη ζωή· σε αυτό δεν άλλαξα γνώμη: η απέχθειά μου για τη θεσμοθετημένη στέρηση και αγαμία δεν λυγίζει με τίποτα.

Η ερωτοπραξία στο Όνομα του Ρόδου εντυπωσίασε κι άλλους εκτός από εμένα. Ως κριτικός ο Έκο ήξερε καλά πόσο μαύρα χάλια μπορεί να γίνει η περιγραφή του γαμησιού. Επιλέγει λοιπόν να την αποδώσει με σνάπσοτ, αλλά όχι απαραιτήτως φωτογραφικά: ο στροβοσκοπικός φωτισμός της αφήγησης σκάει σαν φλας με ρυθμό και φωτίζει εντυπώσεις, διαθέσεις, αισθήσεις, ρητά — και μόνο δευτερευόντως πράξεις και εικόνες. Φωτίζονται φωτορυθμικά λεπτομέρειες. Με πρόσχημα την καλογερίστικη σεμνοτυφία του παρθένου δόκιμου μοναχού η αφαιρετική αφήγηση μέσω αυτής της στροβοσκοπικής περιγραφής της λαγνουργίας εξακτινώνεται και η ίδια.

Γνωρίζω ότι η ερωτοπραξία στο Όνομα του Ρόδου εντυπωσίασε κι άλλους εκτός από εμένα γιατί ασχολήθηκε εκτενώς με το πώς την έγραψε ο ίδιος ο Έκο στο Επίμετρο στο Όνομα του Ρόδου. Εκεί, απ’ ό,τι θυμάμαι, λέει ότι ακολουθούσε με τη γραφομηχανή του τον «ρυθμό της περίπτυξης». Το δοκίμασα λοιπόν κι εγώ περιγράφοντας γραπτώς ερωτοπραξίες. Δεν δούλεψε στην περίπτωσή μου, ίσως γιατί δεν έχω γραφομηχανή.

Ο θρίαμβος της σκανδαλοθηρίας

Διάβασα για τη θαρραλέα παρέμβαση της Συνατσάκη. Έμαθα και για τον οχετό μίσους αλλά και για τα ω πόσο σνομπ αλλά πολιτικοποιημένα αναθέματα από αριστερούς διανοητές — ξέρετε τους ίδιους που έχουνε παραλύσει μπροστά στον οικειοποίηση της θεμουσχώραμε Αριστεράς από τον συριζαϊσμό, όσοι δεν τον έχουν εναγκαλιστεί.

Θεωρούμε ότι είναι θαρραλέα η Συνατσάκη και όντως είναι στο μισάνθρωπο Κωσταλέξι που ζούμε. Και σκεφτόμουν σε πόσο ασφυκτική κατάντια έχουμε φτάσει, όταν το 1967 έβγαιναν ορφανά 21 ετών κι έλεγαν ότι είναι γκέι, να λέμε πως είναι θαρραλέο ένα κορίτσι επειδή λέει τα αυτονόητα.

Πολιορκούμαστε από παντού: από τη μια ανοιχτό μίσος και καθαρή βαρβαρότητα εξ ονόματος του «αυτό λέω γιατί αυτό σκέφτομαι». Καμμία αντίρρηση: η ελευθερία του λόγου είναι απόλυτη και απαραβίαστη. Το πρόβλημα είναι γιατί το σκέφτεσαι, όχι γιατί τολμάς να το πεις. Από την άλλη έχουμε τις στρατιές των «μη μιλάς γιατί σε ανέδειξε το λάιφ στάιλε / γιατί κατά βάθος είσαι χίψτερ». Είδαμε εδώ και 7 ολόκληρα χρόνια (νέα λαμπρά Επταετία επέφανεν ημίν) τον λόγο που άρθρωσαν οι πνευματικοί κι οινοπνευματικοί μας άνθρωποι, είδαμε και το τσαγανό της αριστερής Σκέψης που είτε εξαχνώθηκε από τη συριζαϊκή Οικειοποίηση είτε προσκολλήθηκε πάνω της.

Και δεν είναι μόνον η τρομακτική στάση μας απέναντι στο Προσφυγικό και στους πρόσφυγες, η δεσποτοκρατία της πολιτικής Ορθοδοξίας, το ανοιχτό ετεροκανονικό μίσος. Είναι ότι πισωπατάμε και νομίζουμε ότι παραμερίζουμε. Αλλά πισωπατάμε: ούτε προχωρούμε, ούτε παραμερίζουμε.

Σκεφτείτε επίσης όλες αυτές τις κουβέντες περί μυστικών που γίνονται γύρω μας. Έγραφα κι εγώ, έγραφαν κι άλλοι για τα μυστικά του καθενός και για τη διαχείρισή τους. Και τι καταλαβαίνουμε πλέον όταν λέει κάποιος «μυστικά»; Είτε τα βίτσια του, λες και αφορούν κανέναν άλλον από εκείνους που  καλούνται να τα μοιραστούν, είτε παράλληλες σχέσεις και μοιχείες. Αυτά και τέλος. Και σιγά τα μυστικά ρε μαλάκες, σιγά τις «μικρές στιγμές και μεγάλες ιστορίες που εκτυλίχθηκαν στον υλικό κόσμο και μετά μετουσιώθηκαν σε μυστικά, εμφιαλώθηκαν και προσεκτικά εναποτέθηκαν στο κελάρι κάποιας μνήμης. Και γίνονται ο πλούτος της.» Αυτά είναι τα μυστικά; Για αυτά προασπιζόμαστε την ψευδωνυμία και τα προσωπικά μας δεδομένα; «Ναι ρε, για αυτά», θα πουν μερικοί. Και θα διορθώσω λοιπόν: «Μόνο γι’ αυτά;;;».

Επικράτησαν οι κουτσομπόλες και η σκανδαλοθηρία· όλο το τρελό πανηγύρι του ένδον βίου, όλο το χαρμόσυνο τσίρκο της αποκοτιάς, κάθε ώρα και στιγμή που δεν ήμασταν όπως μας ετεροκαθορίζουν μεταφράζονται σε ψυχασθένεια, μεθύσι, βίτσιο, ερωτικά βοηθήματα και κέρατο. Όλα μεταφράζονται σε κάτι ρηχό, απλοϊκό ή ευτελές.

Η κοσμοθεωρία της κουτσομπόλας, του άγαμου γυμνασιάρχη και της στερημένης θειας-Ρώυτερ, έγινε πια ο τρόπος να ερμηνεύουμε ό,τι δεν είναι γάμος-σπίτι-διακοπές-σπουδές-οικογένεια-παιδικό πάρτυ-ταβερνάκι. Έντρομοι πασχίζουμε να κλινικοποιήσουμε τα πιτσιρίκια που διαφέρουν και θυμιατίζουμε το αναξιόπιστο και όλο καπρίτσια τοτέμ της Οικογένειας. Τα μπαρ είναι ύποπτα, η ανεμελιά είναι ύποπτη κι η αφοσίωση ανωμαλία, μας κυβερνούν οι πούστηδες και οι μειονότητες. Οι καλλιτέχνες είναι προβληματικοί και οι επιστήμονες έχουν Ασπέργκερ. Όλοι έχουνε μυστικά κι είναι ψυχανωμαλία, εξάρτηση, κέρατο. Αυτά και μόνο.

Μετά βάζουμε μέσα την καρέκλα, κλείνουμε την πόρτα και από το μισάνοιχτο παντζούρι μπανίζουμε ποιος θα γυρίσει σπίτι αργά, από πού θα ακουστούν φωνές εορταζόντων ή βογγητά λαγνουργούντων, αν κανα παιδί είναι ξύπνιο αργά κι αν κάποιος παίζει μουσική δυνατά. Όλος ο κόσμος άθλιο χωριουδάκι, όλος ο κόσμος σκυθρωπός και νηφάλιος: προσδοκούμε τον πόνο και το βάσανο να μας δικαιώσει στα μάτια των άλλων.

Όμως Αν είναι ανθρώπινος ο πόνος δεν είμαστε άνθρωποι μόνο για να πονούμε.

Από την ενηλικίωση στο σεξ (μετ’ επιστροφής)

Θα πω πώς νιώθω εγώ την ενηλικίωση, άλλωστε είναι μια κατάσταση στην οποία κατέληξα πριν περίπου 3-4 χρόνια. Ήταν καλό από μια άποψη που άργησα τόσο να ενηλικιωθώ γιατί μου έδωσε χρόνο να σπουδάσω, να διαβάσω, να δουλέψω. Τώρα πια, ως ενήλικος, το μόνο που θέλω είναι ενατένιση, απολαύσεις και να ακούω μουσική. Βεβαίως συνεχίζω και θα συνεχίσω να δουλεύω, εκεί μέχρι τα 70-φεύγα, ζωή να ‘χουμε και καλά να ‘μαστε.

Η ενηλικίωση συνεπάγεται ότι δεν βλέπεις πια την πολυπλοκότητα των ανθρώπινων σχέσεων ως τραγωδία. Θυμάστε με τι μας έβαζαν να κλαίμε όταν ήμασταν έφηβοι; Με κάτι διαπιστώσεις του τύπου «άλλον αγαπάς κι άλλος σε αγαπάει», με κάτι «άλλον θες, άλλος σε θέλει, άλλον αγαπάς κι άλλος σ’ αγαπάει» κτλ. Θυμάστε πως αυτά και τα παρόμοια εκλαμβάνονταν ως λίγο-πολύ η ίδια η τραγικότητα της ανθρώπινης κατάστασης;

Η ενηλικίωση μάς υπενθυμίζει επανειλημμένα κι επίμονα ότι δεν υπάρχει ένας άνθρωπος στη ζωή μας και ότι κάτι τέτοιο δεν χρειάζεται κιόλας. Οι ενήλικοι μαθαίνουμε, από την καλή και από την ανάποδη, ότι είναι και εφικτό αλλά και ευκταίο να μην υπάρχει ένας και μοναδικός άνθρωπος στη ζωή μας από τα 16 μέχρι τα 86· επίσης αναγνωρίζουμε ότι αν όντως υπάρχει ένας και μοναδικός άνθρωπος στη ζωή μας μπορεί να είναι από καταστροφή έως πανέμορφο. Η ενηλικίωση μάς προειδοποιεί ότι η αναζήτηση του ενός ή της μίας για σύναψη αποκλειστικής μονοθεϊστικής σχέσης είναι μια μάλλον χολλυγουντιανά χονδροειδής αποστολή, τόσο καταδικασμένη ή και ασυνάρτητη όσο να ψάχνεις το Άγιο Δισκοπότηρο. Η ενηλικίωση, ιδίως αν συνοδεύεται με συμβίωση, μας διδάσκει ότι δεν μπορεί να είναι τα πάντα ο άλλος, και μάνα κι αδερφή κι αγάπη μαζί· το μάθημα αυτό συνοδεύεται από τη συνειδητοποίηση πως αυτό δεν είναι ούτε αστοχία ούτε μιζέρια της ύπαρξης παρά ακριβώς η συνθήκη που εμπλουτίζει και μεταρσιώνει τον βίο μας.

Η ενηλικίωση μάς πλάθει σιγά σιγά πιο επιεικείς απέναντι στον εαυτό μας και απέναντι στους άλλους. Αυτό μερικοί το αντιλαμβάνονται ως συμβιβασμό αλλά μάλλον περί μεγαλοψυχίας  πρόκειται· η επιείκεια αυτή ίσως να αποτελεί αρχή σοφίας.

Η ενηλικίωση μεταμορφώνει και τη στάση μας απέναντι σε απολαύσεις και χαρές, ιδίως απέναντι στις πιο καίριες. Σταδιακά ερχόμαστε σε επίγνωση μιας πολύ απλής πραγματικότητας: το σεξ δεν είναι σύμβολο (έρωτα, αγάπης, αλήθειας, θέωσης ή δεν ξέρω τι άλλου ιδανικού)· το σεξ δεν είναι ούτε συμβόλαιο κι αν είναι διαρκεί τυπικά μέχρι τον οργασμό (κατά προτίμηση και των δύο, τριών κ.ο.κ. συμβαλλομένων). Το σεξ δεν μας δένει, οι συμβάσεις μάς δένουν, ενδεχομένως και τα μάγια: στην καλύτερη περίπτωση το σεξ από μόνο του μπορεί να γίνει αφορμή να επιστρέφουμε σε κάποιον. Ταυτόχρονα, με την ενηλικίωση μαθαίνουμε πως το σεξ δεν είναι διαδικασία, δεν είναι red bull: ανοίγεις το κουτί, βάζεις την οπή στο στόμα, πίνεις, το ρεύεσαι, πετάς το κουτί, σου δίνει φτερά, μετά από μια ωρίτσα πάει το ξέχασες — δεν πάει έτσι. Κι αυτό το ξέρουν σίγουρα οι ενήλικοι.

Μετά την ενηλικίωση αφήνουμε κατά μέρος σύνθημα και άποψη για να πάμε παραπέρα. Δεν αρκείσαι πια στη διαφωνία, δεν σε εκτονώνει το κράξιμο κι η διαμαρτυρία, ούτε καν η συστηματική αναίρεση της πλάνης δεν σε ικανοποιεί. Επειδή πια περιτριγυρίζεσαι από ανθρώπους που διάλεξες εσύ, επειδή σιγά σιγά προπονείσαι για κηδείες πηγαίνοντας σε κηδείες, επειδή βλέπεις ότι ο κόσμος δεν αποτελείται από σκιές πλατωνικών στερεών μα από από τον χαοτικό χορό της πραγματικής πραγματικότητας, γι’ αυτό αναγκάζεσαι να πας παραπέρα: στο ποιος επηρεάζεται από την όποια πλάνη.

Για παράδειγμα, και για να γίνω επικαιρικός, πόσους θα τσακίσει η ενοχή και ο ετεροκαθορισμός και η στερητική δυστυχία από τις δειλές κι ασυνάρτητες πολιτικές του Υπουργείου σχετικά με την εβδομάδα έμφυλων ταυτοτήτων ή από τους αφρούς μίσους, εις τόπον ονειρώξεως, του Πειραιώς Σεραφείμ; Πόσοι άνθρωποι αποστερούνται τα παιδιά τους και τα ταίρια τους τώρα, πόσοι θα πεινάσουν και θα πεθάνουνε στο μέλλον για να εφαρμοστεί η πολιτική φιλοσοφία του Bannon μέσω του ανερμάτιστου 45ου προέδρου των ΗΠΑ; Η πολιτική φιλοσοφία του Fortress Europe, η σταλινική παραφθορά του μαρξισμού και οι κίβδηλες εκδοχές του κλασσικού φιλελευθερισμού, η εγκληματική διαχείριση του Προσφυγικού δεν αποτελούν μόνο ζητήματα γνώμης και στίβους επιχειρηματολογίας. Για τον ενήλικο, ο οποίος ξέρει ότι κάθε ιδέα επηρεάζει ζωές και ότι κάθε πολιτική επηρεάζει κοινότητες και ομάδες, όλα αυτά έχουνε πολύ μα πάρα πολύ πραγματικές διαστάσεις, όλα αυτά μεταφράζονται σε ανθρώπινη δυστυχία κι ανθρώπινες απώλειες.

Ας πούμε ότι ως άπλαστοι νέοι είμαστε κεφάλι και μουνί, κεφάλι και καυλί: παθιασμένα ζώα του πιο ατόφιου και συνήθως αδιαπραγμάτευτου δυισμού. Όσο προχωράει η ενηλικίωση, τόσο συνδέονται τα πάνω με τα κάτω με νήματα πυκνά, διακλαδιζόμενα και πολύπλοκα, όσο ενηλικιωνόμαστε τόσο γινόμαστε ένα ζωντανό δίχτυ που ξέρει περισσότερα και νιώθει βαθύτερα από ιδέες και καύλα.

(Πολύ) μετά τα μπλογκ

Adorno oeuvre d'art.jpg

Σκεφτόμουν προχτές, περίπου 12 χρόνια αφού ο Τάλως έκανε την αρχή με το Ιστολόγιον, ότι δύο ήτανε τα βασικά προβλήματα των μπλογκ ως μέσου, πέρα από όσα συζήτησα εδώ: πρώτον ότι δεν δημιουργήθηκε ποτέ κοινότητα μπλογκάδων και δεύτερον ότι δεν αναπτύχθηκε ποτέ το μπλογκ ως κειμενικό είδος, ως genre.

Η πλάνη ότι οι μπλογκάδες αποτελούσαμε κοινότητα ήτανε και δική μου, μάλιστα μίλαγα πολύ για την μπλογκοκοινωνία. Και ναι μεν στάθηκα τυχερός ώστε γνώρισα ένα σωρό σημαντικούς ή ενδιαφέροντες ανθρώπους και καλούς φίλους χάρη στο ιστολογικό μέσο, όμως κοινότητα μπλογκάδων δεν υπήρξε ποτέ: ο καθένας μας είχε τους δικούς του στόχους, οι οποίοι έχουν αναλυθεί ξανά και ξανά μέχρι καρηβαρίας. Βεβαίως δεν μπαίνω στην ευτελή ή και ατελέσφορη διαδικασία να «ψυχολογήσω» τα κίνητρα όσων γράφαμε σε μπλογκ: τέτοιες εικασίες και αποφάνσεις είναι άνευ περιεχομένου ή εκ του πονηρού. Λέω απλώς ότι κοινότητα οι μπλογκάδες δεν συμπήξαμε ποτέ, ούτε καν με τον οιονεί συλλογικό τρόπο που λειτουργούμε οι χρήστες του twitter ή του facebook.

Το δεύτερο, το ζήτημα του είδους, το διατυπώνω έχοντας κατά νου την καταλυτική για μένα διαπίστωση του Πάνου Θεοδωρίδη (την πηγή δεν τη βρίσκω) ότι σε 50-60 χρόνια θα είναι αδύνατον να ξεχωρίσει κανείς ποιος γράφει τι στη βάση του ύφους, μόνον το περιεχόμενο θα βοηθάει κάπως. Λέει π.χ. ο Θεοδωρίδης πως ό,τι και να διαβάσουμε από τη δεκαετία του ’30 μάς φαίνεται πανομοιότυπο. Πράγματι, τα μπλογκ καλλιέργησαν ύφος. Αυτό το ύφος, όπως έχει συμβεί και με άλλα κινήματα, είναι τελικά πιο ενιαίο από όσο παραδέχεται ο κάθε ιστολόγος, ο οποίος βεβαίως φρονεί ότι γράφει μοναδικά κι αναγνωρίσιμα.

Αυτή η διαπίστωση περί ενιαίου ύφους φωτίζει ταυτόχρονα τα μπλογκ ως ακυρωμένο (εν τη γενέσει) κειμενικό είδος. Το μπλογκ υπήρξε μέσο και μόνο μέσο. Άλλοι έγραφαν στα μπλογκ τους σημειώσεις ημερολογιακές: τι έφαγαν σε ρώσικο εστιατόριο (μπιφτέκια), πόσο λαμόγια είναι οι Ινδοί (όλοι τους), τι έκαναν στο γραφείο (τσακώθηκαν με την γκιόσα). Άλλοι κατέγραφαν ταξιδιωτικές εντυπώσεις, άλλοι έκαναν επιφυλλίδες και άλλοι χρονογραφήματα — δείτε πόσο επαρκής είναι η ορολογία του έντυπου λόγου και του Τύπου για να περιγράψει π.χ. τον Πιτσιρίκο ή το Βυτίο. Άλλοι καλλιέργησαν μικροδιηγήματα ή ανέβαζαν ποιήματα. Οι πιο κυριλέ ήταν μονοθεματικοί και αφοσιωμένοι, και τα μπλογκ τους αποτελούσαν μονοπρόσωπα περιοδικά ειδικού ενδιαφέροντος, π.χ. για μαγειρική, συνταγές, σεξ, μπάλα, χέβυ μέταλ, αυτοκίνητα, δισκοφιλία.

Η ανάρτηση όμως, το ποστάκι, δεν έγινε ποτέ κειμενικό είδος. Το μπλογκάρισμα καλλιέργησε ένα ύφος, ύφος που μετά από 50-60 χρόνια θα μοιάζει ενιαίο όπως είπαμε, αλλά μέχρι εκεί.

Ίσως λοιπόν επειδή το μπλογκάρισμα δεν κατάφερε να δώσει κειμενικό είδος, έστω γενικών καθηκόντων όπως η επιφυλλίδα ή το χρονογράφημα, τα μπλογκ έμειναν στάσιμα και τελικά μαράθηκαν. Είναι χαρακτηριστικό τι λες σε κάποιον όταν, στη χάση και στη φέξη, δημοσιευτεί κάτι ενδιαφέρον σε μπλογκ: λες π.χ. «διάβασα ένα κείμενο στου Ολντ Μπόυ». Όμως το «κείμενο» δεν είναι κειμενικό είδος, όπως η συνταγή, το ποίημα ή το απόφθεγμα, άρα δεν δεσμεύεται από κανόνες, τους όποιους κανόνες. Ως γνωστόν, αυτοί οι κανόνες διαμορφώνουν τα κειμενικά είδη. Επιπλεον, όπως και αλλού, ό,τι δεν διέπεται από περιορισμούς δεν έχει σαφή λειτουργία, άρα δεν μπορείς να το καλλιεργήσεις και να το ανανεώσεις — όπως λ.χ. σπάζοντας τους κανόνες του.

Με αυτά και μ’ εκείνα, τα μπλογκ στην πλειοψηφία τους ανέδειξαν τελικώς ένα ύφος αποσπασματικό και θυμόσοφο, υπαινικτικό, με αποσιωπήσεις και με πολλά αποσιωπητικά, ελαφρώς μεθυσμένο και ζαβά προυστιανό… Τα μπλογκ ποτίστηκαν από την αμεσότητα και την τεχνητή προφορικότητα της σχολής Κλικ, από τον υποκειμενισμό του χρονογράφου, από τον συναισθηματισμό και τη χαμηλή οπτική γωνία του ερωτοχτυπημένου στιχουργού και του ημερολογιογράφου.

Ακκίστηκαν τα μπλογκ ότι το μικρό, το στιγμιαίο και το καθέκαστο θα εξακτινωνόταν ανεξαιρέτως στο μεγάλο, στο γενικό, στο πολιτικό, στο πανανθρώπινο. Στις εκβολές των μπλογκ βρίσκουμε τα φρη πρες και τη νέα μυθιστοριογραφία του Λιβάνη και του Ψυχογιού.

Στην κληρονομιά των μπλογκ βρίσκεται λοιπόν ο μεγάλος ορθολογίζων υποκειμενισμός του φρη πρες, βρίσκεται και ο συναισθηματισμός που ζούληξε κι έπνιξε τον λυρισμό. Στα τελειώματα των μπλογκ υπάρχει η κενολογία που, είτε μιλάει για το προσωπικό είτε για το συλλογικό, καμώνεται ότι λέει κάτι μόνο και μόνο επειδή περπατάει με ρυθμό και επειδή είναι ντυμένη με καλολογία ή ρητορική ευχέρεια.