We don’t talk about Putin, no no no

Και καλά να μη θέλουν οι αδερφοί Κύπριοι να σεκλετίσουν τον Πούτιν, το καταλαβαίνω: προγεφύρωμα του ρωσικού κεφαλαίου στην ΕΕ είναι η χώρα τους, χαβιάρι ταΐζει ο Μεγαλορώσος τις ελίτ τους (έτσι μαθαίνω). Στην Ελλάδα γιατί τόση μέριμνα μη θίξουμε τον εισβολέα;

Γενικά, βλέπω κάτι υποχείρια της Πρεσβείας να κορυβαντιούν τώρα που επιτέλους ο εισβολέας δεν είναι το αφεντικό τους· βλέπω και κάτι ντεμέκ αντιμπεριαλιστές που έχουν πάθει άνοια και νομίζουν ότι βγήκε ο Ζούκοφ παγανιά και σαρώνει τα ναζίδια.

Άσε δε κάτι φασαίοι, που τον έπαιζαν με Κούρδισσες μαχήτριες και YPG / YPJ, που μας λένε τώρα ότι η ειρήνη είναι η απάντηση όποια κι αν είναι η ερώτηση.

Θα αυτοκτονήσω με μακαρονάδες πριν μπει το αλεύρι στο δελτίο.

Όχι Amadeus, ούτε Σαλιέρι, αλλά Franz Xaver Süssmayr

στον Κωνσταντίνο Πουλή, γι’ αυτό εδώ

Το θεατρικό του Πίτερ Σέφερ Αμαντέους, που έγινε ταινία από τον Μίλος Φόρμαν, διέσυρε για πάντα τον καλό άνθρωπο και άξιο συνθέτη Σαλιέρι: ένας φίλος του Μότσαρτ μεταμορφώθηκε μυθοπλαστικά στον δήμιό του και μάλλον έτσι θα παραμείνει για τους πολλούς.

Η μανία με τον Μότσαρτ δεν ξεκινάει βεβαίως με το Αμαντέους. Η εκστατική λατρεία της μεγαλύτερης μουσικής ιδιοφυίας που δεν είχε την ατυχία να γεννηθεί μέσα στην πείνα ή να τη θερίσει ο πόλεμος ή να την αφανίσει κάποιο μεγάλο συλλογικό γενοκτόνικο όραμα χρονολογείται από τον καιρό που βρισκόταν εν ζωή.

Ωστόσο το Αμαντέους ως έργο είναι τέκνο της εποχής μας, μιας εποχής που εκστασιάζεται με τις «νησίδες αριστείας» και με τη λάμψη της επιτυχίας. Ο Βόλφγκανγκ Αμαντέους Μότσαρτ αναδεικνύεται από τον Σέφερ σε έμβλημα της φυσικής ανισότητας μεταξύ των ανθρώπων, και δη της μόνης αδιαμφισβήτητης: αυτής του ταλέντου. Το έμβλημα αυτό εμβαπτίζεται στον κοινό τόπο του 19ου αιώνα ότι η μεγαλοφυία συνοδεύεται από τρέλα, μισανθρωπία ή, όπως στην περίπτωση του ήρωα του Σέφερ, από επιπολαιότητα και από χυδαιότητα χαρακτήρα.

Ο Σαλιέρι δεν είναι λοιπόν παρά ο φθονερός μέτριος ο οποίος καίγεται από τη λάμψη της μεγαλοφυίας που προσεγγίζει, όπως πέφτουν τα κουνούπια στη φλόγα.

Το δίπολο Μότσαρτ-(πλαστός) Σαλιέρι είναι πια κοινός τόπος το ίδιο. Ένας Σαλιέρι θα πρέπει να ελπίζει να μην είναι τόσο άτυχος όσο το να βρεθεί σύγχρονος ενός Μότσαρτ. Αν όμως είναι τόσο άτυχος μπορεί να διαλέξει τον φθόνο για τον Αμαντέους ή (όπως είναι η χαρακτηριστική σκηνή στο έργο) να γίνει γραμματέας του καταγράφοντας το Confutatis.

Αυτά όσον αφορά την ιδεολογία της αριστείας που, λέει, είτε θα υπηρετούμε είτε θα φθονούμε ματαίως.

Μιλώντας όμως για το Requiem, που το υπεραγαπώ, ας μιλήσουμε για τον Franz Xaver Süssmayr. Μαθητής του Μότσαρτ, είναι ο συν-συνθέτης του έργου. Όπως και για τόσα άλλα πράγματα που έχουν να κάνουν με τον Μότσαρτ, έτσι κι εδώ υπάρχει πολλή φιλολογία, ιδίως στο σε ποιον βαθμό ακολούθησε οδηγίες του δασκάλου του και σε σε ποιον βαθμό αυτοσχεδίασε κι αυτενέργησε. Παλιότερα έλεγαν ότι μέχρι και η Lacrimosa είναι του Μότσαρτ ενώ τα υπόλοιπα σύνθεση του Συσμάγιερ, άλλοι έλεγαν ότι και για τα υπόλοιπα είχε αφήσει σημειώσεις ο Μότσαρτ κτλ.

Αν λοιπόν έγραφα κάτι μυθοπλαστικό για τον Μότσαρτ δεν θα τον έβαζα να φθονείται από κάποιον Σαλιέρι. Απεναντίας θα τον έβαζα να καθοδηγεί από το κρεβάτι του πόνου τον Συσμάγιερ για να γράψουν μαζί κάτι σαν κι αυτό το υπέροχο Domine Jesu Christe.

Εκεί όπου η εποχή θέλει να πακτώσει τον βράχο της μοναχικής αριστείας που τη χτυπάνε μάταια τα σαλιέρικα κύματα, εγώ θα έλεγα την ιστορία ενός πάρα πολύ τυχερού μαθητή που είχε το προνόμιο να συνθέσει κάτι μαζί με τον ανεπανάληπτο δάσκαλό του, να συνθέσει κάτι που πάει και λίγο παραπέρα από τις τυχόν ευκολίες τις οποίες παρείχαν στον Μότσαρτ το ταλέντο και η πείρα του.

Θα διάλεγα να μιλήσω για τη μοναδική ευτυχία και για το αδιανόητο προνόμιο να έχεις συνθέσει κάτι μαζί με μια μεγάλη μορφή, να έχεις υπάρξει συνεργάτης και μαθητής.

Θα υπαινισσόμουν το πώς η αλληλουχία μαθητών και δασκάλων οικοδομεί τη μεγάλη τέχνη και τη μεγάλη επιστήμη: σκεφτείτε τη διαλεκτική αλληλουχία Χάυντν, Μότσαρτ, Μπετόβεν, Σούμπερτ· σκεφτείτε τη μεγάλη κοινότητα που ξαναθεμελίωσε εκ βάθρων τη Φυσική τις πρώτες τέσσερις δεκαετίες του εικοστού αιώνα· αναλογιστείτε πού θα βρισκόμασταν χωρίς τις κάθε λογής Σχολές, αν κάθε Αμαντέους του κόσμου τούτου στεκόταν μοναχικός κι ανυπέρβλητος μα τελικά στείρος κι ατελέσφορος πάνω στη νησίδα της ατομικής αριστείας του.

Θα ονόμαζα το έργο Franz Xaver Süssmayr ή ο Μαθητής.