Στη σιγή του εγκλεισμού

Photo 01-01-2019, 22 46 16

Τι επιλέγεις να θυμάσαι: αναμνήσεις διαυγείς και με καθαρά περιγράμματα από τρεις με τέσσερις εποχές της ζωής ― και όλες οι υπόλοιπες αναμνήσεις είναι περιλήψεις απλές και συνοπτικές αφηγήσεις.

Και τι καταλαβαίνει κανείς από τη ζωή τελικά παρά το ότι δεν είναι απλή και ότι δεν χωράει στα πλάνα μας και στις ιδέες μας; Τι καταλαβαίνει παρά ότι ζωή είναι μόνο το τώρα της όπως το νοτίζει η νοσταλγία και όσο το μυρώνει διακριτικά η νοσταλγία; Δεν ρωτάω τι νιώθει, μόνο τι καταλαβαίνει.

Υπάρχουν πάρα πολλοί τρόποι να μιλήσει κανείς για κάτι ή για κάποια εποχή. Ο τρόπος μπορεί να είναι οποιοσδήποτε: τα γραπτά είναι όπως οι συναντήσεις με τους ανθρώπους, μπορούν να γίνουν με πολλούς τρόπους και ποτέ δεν ξέρεις εκ των προτέρων ποιος είναι ο ενδεδειγμένος, μόνον εκ των υστέρων. Όμως για τα κείμενα ισχύει το εξής: γράψε για κάτι από πάρα πολύ κοντά και λίγοι θα καταλάβουν τι λες και ακόμα λιγότεροι θα το καταλαβαίνουν σε 2, 3, 5, 10 χρόνια· γράψε για κάτι από υπερβολικά μεγάλη απόσταση και κανείς δεν θα ενδιαφέρεται για αυτό που θα εκλαμβάνει ως γενικολογίες. Ένα κακογραμμένο κείμενο μπορεί να σωθεί εάν βρίσκεται στην ιδανική απόσταση από το θέμα του.

Αντιλαμβάνομαι ότι πολλοί χτίζουν τη σχέση τους πάνω σε εντάσεις και καβγάδες και ζήλειες και ότι κατανοούν τον έρωτα ως ακριβώς αυτόν τον ιό που μας δίνει τα παραπάνω συμπτώματα. Στο πλευρό τους έχουν όλα τα ελληνικά σκυλάδικα, τον Πλάτωνα και μερικούς ακόμα. Όμως ξέρουμε πια τι παπάρας ήταν ο Πλάτωνας.

Σε πολλά τραγούδια ή μουσικά κομμάτια αγαπούμε το ότι λειτουργούν σαν σελιδοδείκτες: στο άκουσμά τους πάμε πίσω, και πίσω μόνο, στις στιγμές ή τις εποχές που επένδυσαν, στις εποχές των οποίων ήταν το σάουντρακ. Λειτουργούν βεβαίως ως κάτι παραπάνω από σελιδοδείκτες, αφού δεν παραπέμπουν απλώς, παρά επίσης αναπλάθουν τα καθέκαστα στα οποία καλούνται να παραπέμψουν ή αναζωπυρώνουν τη διάθεση μιας στιγμής ή και μιας εποχής.

Αυτό που αγάπησα στο σεξ, γιατί είμαι από αυτούς που αγαπούν το σεξ, που δεν τους αρέσει απλώς, είναι ότι αποτελεί κατά κάποιον τρόπο τα αιθέρια έλαια της ζωής μας: συμπυκνώνει ό,τι έχει να μας δώσει ο βίος, και ο βίος δεν είναι καθόλου εύκολη υπόθεση. Ταυτόχρονα, υπάρχει και η πληρότητα και η μάλλον άφατη γαλήνη μετά το σεξ: ευδία που τη συνοδεύουν ησυχία και βαθειά ευδαιμονία, όπου όλα τα ταπεινά βιολογικά καθέκαστα αποκτούν χαρακτήρα μυστικό και ταυτόχρονα εντελώς πραγματικό.

Τίποτα όμορφο και τίποτα σημαντικό δεν είναι εύκολο, ενώ η ευτυχία βρίσκεται πάντοτε στο μεταίχμιο και σχεδόν ποτέ στις μεγάλες πεδινές βεβαιότητες.

Ο εθνικός μας ατομικισμός

Photo 14-3-20, 15 05 25

Από το 2005 που γράφω εδώ δυο-τρεις φορές έχω ακούσει την κριτική ότι είμαι μισέλληνας και ρατσιστής κατά των Ελλήνων. Προσπερνώντας τον παραλογισμό τέτοιων ισχυρισμών απλώς επισημαίνω ότι με απασχολούν τα τυφλά σημεία των κοινωνιών, και μάλιστα της ελληνικής κοινωνίας ― αφού τυγχάνω Έλληνας.

Απεχθάνομαι τους ανιστορικούς και αταξικούς λήρους περί λαού (που δεν είμαστε), περί Ευρώπης (που επίσης δεν είμαστε), περί Βαλκανίων (που όταν τσαντιζόμαστε νομίζουμε ότι είμαστε αλλά δεν είμαστε και πολύ). Επίσης περιφρονώ διάφορα κηρύγματα και χρηστομάθειες περί ατομικής ευθύνης όταν δεν θέλουν να αγγίξουν σοβαρούς παράγοντες (την εξουσία, την πατριαρχία, τον ιμπεριαλισμό, τον καπιταλισμό…) με το υποκριτικό πρόσχημα ότι «αυτά» είναι περίπου φυσικοί νόμοι…

Πιστεύω ωστόσο ότι βαραίνουν πάνω μας «η αγροτοποιμενική βαρβατίλα και βαρβαρότητα, που βεβαίως έχει επιμολύνει και την δυσκοίλια κομμουνιστική Αριστερά μας […]. Φαντασία δεν υπάρχει χωρίς ελευθερία και ελευθερία στην Ελλάδα υπήρχε και υπάρχει μόνο στις μεγαλύτερες ή στις παλιότερες πόλεις, γι’ αυτό και λοιδωρούνται τόσο πολύ. Με δυο λόγια: μας απασχολεί υπερβολικά μη μας κακολογήσουν. Αυτό είναι πρόβλημα σε μια κλειστή κοινωνία, όπου το ταλέντο γίνεται ορατό επειδή χλευάζεται».

Παράλληλα, μας κατατρύχει και η «γενικευμένη απαξίωση του δημόσιου χώρου στην Ελλάδα […]: ο δημόσιος χώρος στην Ελλάδα είναι νομανσλάνδη. Αυτό φαίνεται από τις πρακτικές της θείτσας Μαριγώς, που έχει αυλή λαμπίκο και σπίτι να ντρέπεσαι να πατήσεις αλλά πετάει τα σκουπίδια στο άδειο οικόπεδο, στον δημόσιο δρόμο, στον γιαλό κτλ., μέχρι τον φοιτητή που σπάει εποπτικό εξοπλισμό ξεφτιλίζοντας την κατάληψη, από τη χαρούμενη οικογένεια που μαζεύει τα σκουπίδια της από το κωλομώλ, τα βάζει σε ροζ πλαστική σακούλα περιπτέρου, και τα σουτάρει στην άκρη του δρόμου, μέχρι το γκρούβαλο που παριστάνει τον φυσιολάτρη αλλά είναι απλώς γκρούβαλο».

Τα παραπάνω βεβαίως είναι γνωστά και σχεδόν προφανή. Αυτό που δεν θέλουμε να συζητάμε είναι ο βαθύς ατομικισμός μας:

«Για τον Έλληνα υπάρχει η πάρτη μου, το σόι μου, άντε το χωριό μου το πολύ πολύ και όλοι οι υπόλοιποι να πάτε στον διάολο· θα ζήσω με γνώμονα τη γνώμη του κόσμου, αλλά ο «κόσμος» είναι το σόι και οι συγχωριανοί μου. Εξού και η πολύτιμη λειτουργία της ομερτάς και της υποκρισίας, τα «κάνε ό,τι θες αλλά μη μας το λες», «μακριά από πάνω μας κι όπου θέλει ας πάει» κ.ο.κ.»

Νομίζω ότι μας δυσκολεύει πάρα πολύ κάθε δραστηριότητα ή πρωτοβουλία που αποσκοπεί στο να δείξουμε αλληλεγγύη σε αγνώστους. Η έννοια της κοινότητας είναι επίσης πάρα πολύ προβληματική στην Ελλάδα: υφίσταται μόνον ως ιδέα και σπάνια σαν κάτι που μπορεί να κινητοποιήσει ανθρώπους για να δράσουν και να συμπεριφερθούν με έναν συγκεκριμένο τρόπο.

Είναι χαρακτηριστικό ότι ακόμα και η χριστιανική φιλανθρωπία στην Ελλάδα αποτελεί μια σχεδόν ιδιωτική υπόθεση· παράλληλα, κατά την έξαρση της Μνημονιοκρατίας οι δομές αλληλεγγύης κυριαρχούνταν από αναρχίζοντες κι από αριστερούς, από ανθρώπους δηλαδή των οποίων η αλληλεγγύη είναι ζήτημα αρχής κι όχι κάποια αντανακλαστικό «παραδοσιακού» χαρακτήρα. Αν κάποιος θεωρεί ότι όλα αυτά είναι λοιδωρίες θεωρητικής αφόρμησης, ας δει τι έγινε μετά την αθώωση βιαστών στην Ισπανία και μετά τις γυναικοκτονίες στην Ελλάδα ― κι εδώ μιλάμε για δύο εξίσου σεξιστικές κοινωνίες με συντηρητικά αντανακλαστικά αγροτοποιμενικής προέλευσης.

Οι περισσότεροι από εμάς δεν αισθανόμαστε καθόλου ότι ανήκουμε σε κάποια κοινότητα πέρα από την οικογένειά μας και το σόι μας ή (άντε) την ποδοσφαιρική ομάδα μας. Όλη η ρητορική γύρω από των Ελλήνων τις κοινότητες και τους κυκλωτικούς χορούς τους εξαντλείται ακριβώς εκεί: στο επίπεδο μιας ρητορικής, ως ένα στοιχείο μιας εν πολλοίς επινοημένης παράδοσης. Η βροντερή απουσία κάθε είδους «κοινοτικού πνεύματος» γίνεται αισθητή στα χωριά μας όσο πουθενά αλλού, όπου βεβαίως ο καθένας είναι για την πάρτη του και τέλος.

Δεν είναι ακατανόητο το γεγονός ότι σε μια χώρα της οποίας τις κοινότητες άλεσε ο Εμφύλιος κάθε επίκληση σε κοινοτικές ή συλλογικές προσπάθειες συλλογικού χαρακτήρα αντιμετωπίζεται σχεδόν αυτομάτως με χλευασμό ή ψόγο, ως κάποια απάτη με σκοπό την κερδοσκοπία ή ως δυτικοφερμένη απολιτίκ αφέλεια. Αυτά τα αντανακλαστικά είναι διακιολογημένα εν πολλοίς, αν αναλογιστεί κανείς τα κίνητρα στην Ελλάδα όσων ζητούν την εθελοντική εργασία μας στο όνομα κάποιου συλλογικού σκοπού. Για την κοινότητα και κάτι τέτοια νοιάζονται κάτι κουτόφραγκοι, άλλωστε.

Ακόμα πιο επώδυνα, δεν μας μεγαλώνουν σε αυτόν τον τόπο ως μέλη κάποιας κοινότητας, για να ανήκουμε κάπου και για να προσφέρουμε σε κάποιους ― πέρα από ένα «να γίνεις χρήσιμος άνθρωπος στην κοινωνία», συνώνυμο συνήθως του να ενταχθείς στην αγέλη των νοικοκυραίων. Οι γονείς μας μας μεγαλώνουν για να μας δουν όπως οι ίδιοι επιθυμούν και για να πάμε εμείς ως ατομικότητες μπροστά, γαμώντας στην ανάγκη τους άλλους.

Είμαστε στερεά και με πείσμα ατομικιστές.

Θεούσες

κούκλα σαταν

«Αναμενόμενα είναι αυτά, είναι θεούσες.»

«Ε και;»

«Η θεούσα, άντρας ή γυναίκα, είναι ανθρωπότυπος.»

«Δηλαδή;»

«Είναι αυστηροί με τους άλλους γιατί είναι αυστηροί με τον εαυτό τους· επίσης επιδιώκουν να είναι αυστηροί με τα παιδιά τους ακόμα και αν δεν υπάρχει λόγος. Όπως για τους καριερίστες μπαμπάδες τα χατίρια υποκαθιστούν τον χρόνο που δεν περνούν με το παιδί τους, για τις θεούσες η αυστηρότητα υποκαθιστά την παιδαγωγία και τη μέριμνα.

Περιφρονούν την εξωτερική εμφάνιση αλλά μεριμνούν για αυτή όπως ο φαντάρος για τη στολή του πριν την παρέλαση: τόσο σχολαστικά όσο χρειάζεται ώστε να περνιούνται για κανονικοί άνθρωποι και νοικοκυραίοι.

Παράλληλα έχουν αποστροφή προς την καθαριότητα και την υγιεινή, που ίσως αντιλαμβάνονται σαν πολυτέλειες ή σαν λαγνικά προστάδια. Ωστόσο αυτή η αποστροφή θα εκδηλώνεται είτε ως προς την προσωπική τους καθαριότητα είτε προς την καθαριότητα των χώρων όπου ζουν ― συνήθως όχι και στις δύο.

Είναι πάντως λάγνοι, πιο λάγνοι από μένα κι από σένα, όμως αρνούνται στις επιθυμίες τους κάθε φαντασία και κάθε παιχνίδι και ― κυρίως ― κάθε χαρά.

Είναι πολύ επιμελείς σε ό,τι θεωρούν πως είναι σημαντικό, ιδίως αν αφορά κάποιου είδους άσκηση, την οποία πολλάκις ταυτίζουν παραδόξως με την οικονομία. Τους διακρίνει καρμιριά και φροντίδα για εξοικονόμηση και ανακύκλωση ― που δεν είναι όμως παρά πεπαιδευμένη φιλαργυρία.

Ωστόσο υπάρχουν τομείς στους οποίους σπαταλούν σχεδόν με αφροσύνη, ιδίως αν αφορά αυτό που θεωρούν ανώτερες επιδιώξεις, εγωιστικού χαρακτήρα συνήθως.

Βεβαίως θεωρούν τους εαυτούς του ανώτερους από όλους τους άλλους, όπως ακριβώς τα είπε ο Χριστούλης στην παραβολή με τον Φαρισαίο. Σε αυτό μοιάζουν με τους ημιμαθείς δεξιούς και με τους μορφωμένους αριστερούς.»