Πάνω από την καμένη Δαδιά

Φωτογραφία: Σάκης Γιούμπασης

Έγινε η συμφορά συνήθειά μας: εκατοντάδες νεκροί έξω από την Πύλο, εκατοντάδες στρέμματα αναντικατάστατου δάσους στη Δαδιά· όλα αριθμοί και μόνο, θα μπορούσαν να είναι απλώς κατώτατοι μισθοί, θα μπορούσαν να είναι η τιμή βλημάτων για φρεγάτες και αεροσκάφη. Αποβλακωμένοι από συντέλειες υποκατάστατα ξεσηκωμών, νιώθουμε εξοικειωμένοι με το θέαμα αφανισμένων δασών και με το άκουσμα πνιγμένων, χρόνια τώρα. Αλλά τι να κάνεις;

Πάντως βεβαίως κι υπάρχει κράτος: πάντοτε υπήρχε κράτος. Από το 1832 και το 1944 υπάρχει κράτος. Κράτος καταστολής, σωφρονισμού και πειθαρχίας. Κράτος ισοπέδωσης ανθελληνικών φωνών, ντόπιων λαλιών και «αναρχικών» συνειδήσεων. Κράτος από τις ελίτ για τις ελίτ. Αν μελετούσαμε λίγο τον λησμονημένο νεοελληνικό 19ο αιώνα και τις πρώτες τρεις δεκαετίες του 20ου δεν θα μας διέφευγε αυτή η πικρή μικρή αλήθεια, δεν θα αναμασούσαμε σάχλες για έλλειμμα κράτους κτλ. Κράτος υπάρχει και δεν είναι φίλος σας, εκτός κι αν το εξαγοράσετε ή αν το κληρονομήσατε.

Κράτος διαρκούς εξαπάτησης και δόλου: διάβαζα ότι εδώ και χρόνια πέφτουν οι αριθμοί των νεκρών από τροχαία δυστυχήματα. Υπήρχαν κάτι κουβέντες κι ερμηνείες στο γνωστό ύφος σχολάρχη-χωροφύλακα (ναι, μεσιέ Μισέλ Φουκώ, αυτά είναι τα δυο πρόσωπα του Ιανού που σωφρονίζει και τελικά κοιτάζει μακριά από την αλήθεια): τάχα γίναμε «πιο Ευρώπη», τάχα σωφρονιστήκαμε και φρονιμέψαμε κι αποκτήσαμε οδηγική συμπεριφορά. Κανείς δεν θα πει ότι λ.χ. υπάρχει πια η Εγνατία και ότι δεν έχουμε πλέον τον ελεεινό κατσικόδρομο να συνδέει την Αθήνα με την Πάτρα και τα Γιάννενα; Κανείς δεν θα θυμηθεί τι πληρώνει σε διόδια και φόρους (που αποδίδονται σε ιδιώτες όταν δεν εκείνοι κερδοφορούν) ο οδηγός για να μην σκοτώνεται σε δρόμους-ανθρωποπαγίδες;

Κι έτσι η ελληνική κοινωνία παραδίδεται στην πρέζα της παραίτησης ή της ανάθεσης και στην κόκα του αυτάρεσκου προγονόπληκτου εξεψιοναλισμού. Κι αν ενδεχομένως υπάρχουν πολλοί (; ) τρόποι να αντιμετωπιστούν οι μαζικές περιβαλλοντικές καταστροφές, ο δικός μας κοντινός φασισμός ― αυτός που εγκρίνει όσα κάνουν οι τα φαιά φορούντες και που επιχαίρει με νεκρούς πρόσφυγες και μετανάστες ― θα ηττηθεί μόνον αφού αποσυναρμολογηθεί και ηττηθεί η εθνική ιδεολογία του Λίκνου, της αδιάσπαστης Παράδοσης, της Μοναδικότητας, της μαγικής Ιδιοσυστασίας, του περιούσιου Γένους, της Οικογένειας εις βάρος της Κοινότητας κτλ.

Μεγαλωμένη λοιπόν με μια δίαιτα πλούσια σε παραδοσιακό μισάνθρωπο τοπικισμό, η ελληνική κοινωνία προσβλέπει σταθερά με ελπίδα πότε στον μαρμαρωμένο Κωνσταντίνο Παλαιολόγο και πότε στο κοινωνιοπαθές νευρόσπαστο στου οποίου το νευρωσικό πρόσωπο καθρεφτίζονται οι προσδοκίες και το καμάρι της πλατειάς πλειοψηφίας του ελληνικού λαού: η ελπίδα ήρθε κι έφυγε επί ΣΥΡΙΖΑ, ζήτω λοιπόν οι λελογισμένες προσδοκίες για επιδόματα και φοροελαφρύνσεις ώστε να πληρώνει ο «ιδιώτης» το ασθενοφόρο όπως πληρώνει τη νεκροφόρα, να πληρώνει το σχολείο όπως πληρώνει την παραλία. Έτσι. Στο μεταξύ ψόφο στους φτωχούς ξένους, ελάτε ω πλούσιοι ξένοι να σας σερβίρουμε και να σας χτίσουμε υπόσκαφες επαύλεις στα ξερονήσια με τους εξαντλημένους πόρους.

Και γιατί να στραφεί ο λαός στον καθωσπρέπει Φασουλή της Δεξιάς; Γιατί να ακούει τους αυλοκόλακες και τους βαρείς κι ασήκωτους χειροκροτητές του; Μα γιατί η Δεξιά μαθαίνει, η Δεξιά στήνει τον διάλογο όπως επιθυμεί και ορίζει την ατζέντα. Και πώς το καταφέρνει αυτό; Με μάγια και λιτανεύσεις ιερών λειψάνων και «πας μη Έλλην βάρβαρος»; Εν μέρει με αυτά, κι εν μέρει επειδή μαθαίνει. Με τη συντριβή των ιεροκηρύκων της μνημονιακής χρηστοήθειας στο Δημοψήφισμα του 2015, η Δεξιά έμαθε ότι δεν χρειάζεται να παλεύει να ελέγχει πώς θα διαμορφώσει την κοινή γνώμη και πώς θα νουθετήσει το ενοχλητικό αλλά με δικαίωμα ψήφου πόπολο: κατάλαβε ότι πρέπει να στραφεί από τη ροή και την παραμόρφωση της γνώμης στον έλεγχο της ροής της ίδιας της πληροφορίας.

Διότι, αν δεν ξέρεις ότι η φωτιά στον Έβρο καίει εδώ και δύο βδομάδες, πώς θα διαμορφώσεις γνώμη για το θέμα; Δεν υπάρχει θέμα.