Κανονικά κράτη

retro porn 2

Στην Ελλάδα ευδοκιμεί τουλάχιστον από τον καιρό του πρώτου Εμφυλίου το 1823 ένα ιδιότυπο δίπολο. Από τη μια έχουμε την κομπλεξική ανάγκη να δείξουμε στους άλλους ότι είμαστε αρχαίοι Έλληνες, άρα νεοκλασικιστικά «πολιτισμένοι» και όχι βάρβαρες βαλκανικές μάγκες, φάρες και φυλές· από την άλλη υπάρχει η κομπλεξική περιφρόνησή μας προς όλους τους άλλους, που δεν είναι αρχαίοι Έλληνες ― με μια σχετική επιείκεια απέναντι στους Ιταλούς.

Οι δύο αυτές τάσεις, απόρροιες της εθνικής ιδεολογίας που νοηματοδοτεί το ελληνικό κράτος, συνυπάρχουνε πάντοτε και η σύγκρουσή τους, μια σύγκρουση καθόλου διαλεκτική, παράγει τις όψεις της εθνικής μας ιδεολογίας και της, ας πούμε «εθνικής αυτοεικόνας» μας. Κατά καιρούς επικρατεί η ανάγκη να φανούμε αντάξιοι απόγονοι των προγόνων, άλλοτε η περιφρόνησή μας προς τους άλλους. Για λόγους πολιτικούς από το 2010 τα συμπλέγματα κατωτερότητας έχουνε πάρει τα απάνω τους, ως ελληνοκεμαλισμός ή μενουμευρωπαϊσμός, ως ένα πρόγραμμα να γίνει η Ελλάδα «πραγματικό κράτος» και οι Έλληνες «να γίνουμε λαός».

Πριν έναν χρόνο συνόψιζα τον ιδιότυπο ελληνοκεμαλισμό που έχει ξανακαταλάβει την καθεστωτική «διανόηση» και χρονογραφία μετά από ένα εικοσαετές διάλειμμα νεορθόδοξης αλαζονείας και ιστορικής αβελτηρίας. Μεταξύ άλλων έγραφα τα εξής:

Η Ευρώπη των μενουμευρωπαϊστών ταυτίζεται με την Mitteleuropa των αυτοκρατοριών, την αστική τάξη, κάποια τοπία πέριξ των Άλπεων και τις σκανδιναβικές δημοκρατίες.

Ειδικά το ανιστορικό στοιχείο είναι έντονο στο πώς βλέπουν την Ευρώπη τους οι μενουμευρωπαϊστές. Για να τελειώνουμε μαζί του θα αρκούσε π.χ. ακόμα και η δειλή και ανισοβαρής ανάλυση της έννοιας της Ευρώπης από τον Norman Davies στο πολωνοκεντρικό Europe: a history. Η σύγχρονη Ελλάδα, αλλά ακόμα και η οθωμανική κληρονομιά, είναι οργανικό μέρος του ευρωπαϊκού συστήματος περισσότερο και πιο ουσιωδώς από ό,τι η Ισλανδία, ο σύγχρονος αγγλικός εξεψιοναλισμός, ο Καύκασος, η αμερικάνικη κουλτούρα στρωμάτων της ολλανδικής ή της ιταλικής νεολαίας ή η γλώσσα της Μάλτας.

Δεύτερον, ο πρόχειρος και σαρωτικός τρόπος που γίνεται αντιληπτή η Ελλάδα ως θύμα της Ορθοδοξίας, ως λείψανο της Ευρωπαϊκής Τουρκίας, ως ηλιόπληκτο μεσογειακό θέρετρο ή ως απόστημα στην άκρη της βαλκανικής προϋποθέτει πλειάδα οριενταλιστικών, νεοαποικιοκρατικών και ― το χειρότερο ― ανιστορικών προκειμένων. Το ίδιο ισχυει και για την όποια νεοαποικιακή αβελτηρία για «μετασχηματισμό» της Ελλάδας σε «σύγχρονο ευρωπαϊκό κράτος». Αναρωτιέμαι ποιο είναι το πρότυπο «σύγχρονου ευρωπαϊκού κράτους» των μενουμευρωπαϊστών όταν ληφθεί υπόψη το μέγεθος και ο πλούτος της Ελλάδας. Η Δανία των εκατοντάδων τοπικισμών; Εάν ναι, η ανιστορικότητα τέτοιων ιδεών σοκάρει: θα απέβλεπε η πτωχή πλην με περασμένα μεγαλεία Πορτογαλία στο να γίνει η Αυστρία του Ατλαντικού;

Χτες αναρωτιόμουν ποιος ευρωπαϊκός λαός είναι κανονικός ή σοβαρός ή ευρωπαϊκά ευρωπαϊκός λαός, εύτακτος και πειθαρχημένος.

Δεν είναι σίγουρα οι ανατολικοευρωπαίοι κι οι βαλκάνιοι, οι από τον 19ο αιώνα βάρβαροι του κάθε πρίγκηπα Μέτερνιχ. Που έπαθαν και ΚΟΜΕΚΟΝ από πάνω.

Δεν είναι οι Ιρλανδοί, οι Ισπανοί ή οι Πορτογάλοι. Κι εδώ μια χαρά: συμβαδίζουμε με το ορντολιμπεραλιστικό και νεοσυντηρητικό δόγμα (προς θεού, μη βρίζετε τον προτεσταντισμό συλλήβδην) ότι τα PIGS ζούσαν πάνω από τις δυνατότητές τους, εν μέρει και γιατί δεν είναι κανονικοί ή σοβαροί, ευρωπαϊκά ευρωπαϊκοί λαοί, εύτακτοι και πειθαρχημένοι.

Ούτε οι Γάλλοι όμως είναι λαός, ιδίως αν ρωτήσετε ξινούς παριζιάνους αστούς: bordel η Φραγκιά, μαλάκες οι Φράγκοι.

Οι Βέλγοι, τι να λέμε τώρα: δυο φυλές, χωρικοί γαλλόφωνοι και χωρικοί ολλανδόφωνοι, παγιδευμένες σε ένα κάθε άλλο παρά «κανονικό κράτος» που ψεύδεται στους γείτονές του ― αυτούς που ιδρύθηκε για να κρατάει χωριστά ― κτλ κτλ κτλ.

Η Ολλανδία είναι υπέροχη, αλλά το δημόσιό της δουλεύει ξέρω γω Τρίτη και Τετάρτη 10 με 12:30, όταν ο υπεύθυνος δεν έχει πάει για ψώνια, και κάθε δεύτερη Πέμπτη. Οι ιδιώτες κινούνται στην ίδια ακριβώς γραμμή.

Η Βρετανία είναι υπέροχη στα βιβλία αγγλικών. Άλλο πράμα.

Οι Γερμανοί αλλά και οι Δανοί, κρατούν το προνόμιο της κανονικότητας για το χωριό τους, την περιφέρεια ή το κρατίδιό τους: νοικοκυρούλες οι νότιοι Γερμανοί, μαφιόζοι οι Καθολικοί, ρομπότ οι Πρώσοι, ρεμπεσκέδες οι Ανατολικοί, λαμόγια στη Φρανκφούρτη, μουτσούνες στο Βερολίνο… Στη Στουτγάρδη γελάνε με το αεροδρόμιο του Βερολίνου, στο Βερολίνο με τη Στουτγάρδη ― και πάει λέγοντας.

Οι Ιταλοί έχουν προβλήματα παρόμοια με τα δικά μας: οι Βόρειοι θεωρούν τους Νότιους μαφιόζους τεμπέληδες λαμόγια, οι Νότιοι ξέρουν ότι οι Βόρειοι είναι ίδιοι χωρίς όμως να φαίνονται τόσο· πάντως όλοι μισούνε τους Ρωμαίους γιατί είναι «απίστευτοι μαλάκες».

Τι μένει; Η Ελβετία, η Αυστρία, η Ουγγαρία, η Τσεχία, η Σλοβακία, οι Σκανδιναβοί· και για όσους αγαπούν τα μεγάλα σόγια που ξέμειναν μονάχα, η Ισλανδία.

Βεβαίως και οι Σκανδιναβοί αλληλοβρίζονται, αλλά μάλλον πρόκειται για χαριεντίσματα και υπερβολές στα διαλείμματα μεταξύ αλκοόλ και σεξ. Αν και τώρα που το σκέφτομαι, οι Φινλανδοί είναι τεμπέληδες και ψυχάκηδες κατά τους Βίκινγκ, οι Νορβηγοί κρυόκωλοι για τους Σουηδούς και οι Σουηδοί τόσο γουάου που οι Δανοί θέλουνε να τους σπάσουν το κεφάλι ― αλλά μπήκατε στο νόημα πια.

Φίμωση

1.

Η ιστορία ξεκινάει στο εξωτικό Δεμερλί. Είναι νύχτα, κάνει κρύο και περιμένω ένα τραίνο μαζί με κάποιον μεγάλο. Το τραίνο είναι η Διεθνής, έρχεται από το εξωτερικό. Όμως αυτό δεν είναι δυνατόν. Το τραίνο που περιμένω δεν θα έρθει από Ειδομένη-Θεσσαλονίκη, αλλά από την Αθήνα. Άρα, και η Διεθνής να είναι, αυτή που πάει Μόναχο, δεν ερχόταν από το εξωτερικό. Πήγαινε στο εξωτερικό. Εγώ πάντως δεν γίνεται να τα ξέρω όλα αυτά τότε: είμαι πέντε χρονών και περιμένω τη μάνα μου. Έχω να της ανακοινώσω κάτι. Ο σταθμός φωτίζεται σε διαδοχικούς κώνους φωτός, έξω από αυτούς σκοτάδι.

Η Διεθνής έρχεται και σταματάει μπροστά μας. Τη σέρνει μια κόκκινη πετρελαιομηχανή που μουγκρίζει. Σκέφτομαι ότι αυτό το τραίνο πάει στην Γερμανία, πάει εκεί όπου είναι ο θείος μου. Η μηχανή φωτίζεται τώρα μέσα στη νύχτα από κάτι προβολείς του σταθμού. Βλέπω τη μητέρα μου. Φοράει ένα παλτό με γούνινο γιακά, περισσότερη γούνα από αυτό δεν θα φορέσει ποτέ στη ζωή της, ο πατέρας μου δεν θα της αγοράσει γούνα ποτέ και αργότερα όλοι θα κατανοήσουμε ότι είναι αμαρτία και φονικό η γούνα. Είναι όμορφη η μαμά. Τότε ήταν στην ηλικία που είμαι τώρα εγώ. Καταλαβαίνετε, παίζουμε λίγο τώρα με τα φροϋδικά μας. Άλλωστε προσφέρεται το θέμα.

Με αγκαλιάζει και με φιλάει. Με κοιτάζει χαμογελώντας. «Μαμά, τσούζει το πουλάκι μου όταν κατουράω», της λέω.

2.

Τα παντζούρια στο ιατρείο του κυρίου Οικονομόπουλου, Βασιλής Σοφίας 111 ή 110 ή 101, είναι ερμητικά κλειστά. Το αέναο βουητό της λεωφόρου μαζί με αιχμές φωτός από τις χαραμάδες μόλις που φτάνουνε μέσα στο ιατρείο. Έξω είναι μέρα μα το ιατρείο είναι σκοτεινό. Ένα πορτατίφ φωτίζει το γραφείο και ένα λαμπατέρ ένα ντιβάνι. Δίπλα στο ντιβάνι, μια διπλή συρόμενη πόρτα κλεισμένη. Έχει κρύο εκεί μέσα, όταν κατεβάζω το παντελόνι και ξαπλώνω, κρυώνω. Ο κύριος Οικονομόπουλος είναι φαλακρός και φοράει γυαλιά, μιλάει αργά και χαμηλόφωνα, πολύ ήρεμα. «Φίμωση», λέει. Μετά φέρνει ένα βιβλίο στον πατέρα μου και του δείχνει ένα διάγραμμα σε ένα βιβλίο. Δεν θα γίνει περιτομή, ούτε ο πατέρας μου θέλει να μου κάνουνε περιτομή. Θα γίνει η τομή του τάδε. Ξανανεβάζω τα παντελόνια μου. Η επέμβαση θα γίνει την επόμενη φορά. Ο κύριος Οικονομόπουλος ανοίγει τις συρόμενες πόρτες. Το δωμάτιο είναι εντελώς σκοτεινό. Μάλλον πρέπει να είναι σκοτεινό, επειδή είναι γεμάτο βιτρίνες που έχουν αρχαία μέσα τους. Πηγαίνω κοντά σε μια βιτρίνα και, όταν συνηθίζουν τα μάτια μου στο σκοτάδι, βλέπω μικρά αγαλματάκια και μικρά κανατάκια. Ναι, αρχαία τα λένε αυτά. Στη μέση του δωματίου, πάνω στο παρκέ, ένα ορθογώνιο πέτρινο κουτί, ακριβώς σαν τη γούρνα της τουλούμπας στο χωριό. Είναι κούφιο και σκοτεινό μέσα, σκεπασμένο με γυαλί. Δεν θυμάμαι αν την είδα τη μούμια παιδιού μέσα στη σαρκοφάγο. Δεν μου άρεσε η σαρκοφάγος, η λέξη. Σαρκοφάγα είναι τα ζώα όπως το λιοντάρι κι ο λύκος. Δεν μου άρεσε ένα πέτρινο κουτί που τρώει σάρκες. Με έβγαλαν από το δωμάτιο της συλλογής και μια γυναίκα σαν νοσοκόμα έκλεισε τη διπλή συρόμενη πόρτα.

Σας είπα: παίζουμε με τα φροϋδικά μας. Το θέμα προσφέρεται.

3.

Ξανά στο ιατρείο του κυρίου Οικονομόπουλου. Πάλι σκοτεινά. Ξαναξαπλώνω στο ντιβάνι, κατεβάζω το παντελόνι, είναι καφέ κοτλέ. Τα κοτλέ μου τα φόραγαν τότε γιατί, λέει, μου πήγαιναν. Εγώ έσερνα το νύχι μου, όποιο ήτανε λιγότερο φαγωμένο, κατά μήκος των αυλακιών του κοτλέ ή χοροπηδώντας τες. Από πάνω μου είναι ο πατέρας μου, η γυναίκα που είναι σαν νοσοκόμα και ο κύριος Οικονομόπουλος. Αυτός κρατάει ένα σπρέι και μου ψεκάζει το πουλί. Το πουλί μου παγώνει αμέσως. Μετά τον βλέπω να κρατάει κάτι που μετά θα καταλάβω ότι είναι σαν μαχαίρι. Μου λένε να κοιτάξω αλλού, ο πατέρας μου και η γυναίκα με κρατάν ακίνητο. Δε θυμάμαι να πονάω. Αλλά μετά έχω γάζες γύρω από το πουλί μου για μέρες. Κι όταν φύγουν οι γάζες, το πουλί μου είναι περίεργο στην όψη: στην κορυφή του μοιάζει σαν να έχει γίνει τριαντάφυλλο.

Τότε μου είπαν ότι έπρεπε να αρχίσω ασκήσεις.

4.

Οι ασκήσεις ήταν απλές: τραβάγαμε πίσω το πετσάκι (βιβλιστί: ακροβυστία) για να γίνει ελαστικό και να ανοίγει αβίαστα. Στην αρχή μού έδειξε η μάνα μου πώς να το κάνω. Ο πατέρας μου απέφευγε κάθε συμμετοχή – μάλλον έκτοτε φοβότανε μη με κάνουν πούστη κατά λάθος. Κάθε μέρα, έπρεπε να τραβάω προς τα πίσω το πετσάκι 40 ή 50 φορές, δεν θυμάμαι. Ακόμα και μετά την επέμβαση, σταδιακά στένευε κάπως και είχα μια αίσθηση σαν να περνάει από μια κάπως στενή τρύπα το κεφάλι, η βάλανος. Αν παρουσιαζόταν ζόρι, έπρεπε να μαλακώσω πρώτα το πουλί μου μέσα σε κρύο χαμομήλι, ακόμα θυμάμαι τη μυρωδιά. Άλλες φορές στάζαμε λίγο ελαιόλαδο, για λιπαντικό, θυμάμαι ακόμα και αυτή τη μυρωδιά. Το άλλο θέμα ήταν ότι με το μπρος πίσω της ακροβυστίας κατέληξε σε κάποια φάση να μου σηκώνεται το πουλάκι. Τότε δεν καταλάβαινα ότι όταν είναι σε στύση μεγαλώνει κιόλας, νόμιζα πως απλώς ορθώνεται και μόνο. Και έπρεπε να κάνω καθημερινά τις ασκήσεις. Και όταν γινόντουσαν όλο και πιο δύσκολες, γιατί το πετσάκι επουλωνόταν και ξανάσφιγγε το κεφάλι, τότε έπρεπε να επαναληφθεί η τομή του τάδε, που είχε το όνομα του γιατρού που την επινόησε, ώστε τα αγόρια των χριστιανών να μη μοιάζουνε με εβραιόπουλα ή με μουσουλμανόπαιδες. Νομίζω ότι ξαναέκανα την επέμβαση άλλες δύο φορές. Δεν θυμάμαι καλά.

Ήταν πολύ αγχωτική διαδικασία.

Μετατροπίες

Ξαναξεκίνησα να γράφω αυτό:

Χρειάζεται οξυδέρκεια, διορατικότητα και λίγη τύχη ώστε να μπορεί να διακρίνει κανείς τι αποτελεί κατάκτηση μιας εποχής και μιας κοινωνίας και τι περιλαμβάνεται στις μόδες της και τι στις διαστροφές της. Με άλλα λόγια, δύσκολα καταλαβαίνει κανείς τι είναι διαστροφή, τι τυφλό σημείο και τι πρωτοπορία και κατάκτηση.

Αυτές τις σκέψεις τις κάνω εξαιτίας του υπολογιστή των Αντικυθήρων, των ηθών του ρωμαϊκού κόσμου και του μπαλζακικού Peau de chagrin, που κουτσοδιαβάζω αυτή την εποχή: η γνώση χάνεται εύκολα χωρίς να αφήσει ίχνη, οι εμμονές και οι πείσμονες βεβαιότητες μιας κοινωνίας με ευκολία αναγορεύονται καθολικές και πανανθρώπινες αξίες, ένας ολόκληρος κόσμος μπορεί να αμαυρωθεί λόγω κακόπιστων κριτικών και κριτών.

Μετά από λίγο αισθάνθηκα αδέξια, ιδίως μετά από ένα ουίσκι και από ακόμα μια ανάγνωση αυτού. Σε αυτή τη διαρκή ταλάντωση μεταξύ δουλειάς (που εδώ δεν αφήνει ίχνη), πολιτικού καημού και ενδότερου βίου αισθάνθηκα το μαντικό pendule — μια από τις πρώτες λέξεις που έμαθα στα Γαλλικά — να προσηλώνεται επίμονα στον ελκυστή του ενδότερου βίου.

Αναλογιζόμουν πόσο ωραίο είναι να έχεις οικογένεια που φτιάχνεις εσύ. Όχι απαραίτητα από τις οικογένειες που συστήνονται και εγκαθιδρύονται με γάμους, σύμφωνα ή και τη συμβίωση. Σκεφτόμουν τις οικογένειες που φτιάχνει η ακατάλυτη αγάπη, ο δεσμός μας με ανθρώπους που δεν πρόκειται να αποχωρήσουν από μέσα μας, που η σκέψη μας τους χαϊδεύει διαρκώς και επανειλημμένα. Ανθρώπους που μας έφερε κοντά τους ο έρωτας ή δυνατή φιλία ή, περισσότερες φορές από όσες παραδεχόμαστε, ειλικρινής και σφοδρή εκτίμηση, ή και όλα τα παραπάνω, ή δύο από τα παραπάνω: συνταγές στο ποιος θα γίνει η δική σου μυστική οικογένεια, ο άνθρωπος ο δικός σου, δεν υπάρχουνε.

Σκεφτόμουν επίσης κάτι σαν κι αυτό, πως «ο έρωτας μού έμαθε να είμαι ο εαυτός μου και μου έμαθε ότι έρχεται σ’ εμένα επειδή είμαι ο εαυτός μου και όχι κάποιος άλλος» και ότι «με απελευθέρωσε από ό,τι βάρος δεν ήτανε δικό μου και το έστησε απέναντί μου για να το αντικρύσω με ψυχραιμία κι επιείκεια».

Και όλα αυτά παρότι γνωρίζω καλά ότι «επειδή το σεξ είναι ισχυρό και ασχολούμαστε μαζί του, μπορεί να φορτωθεί (και φορτώνεται) με χίλια μύρια κουκουβίδια, οπότε η ιδιότητά του να μας κάνει να αισθανόμαστε άνθρωποι μπορεί κάλλιστα να επισκιαστεί, ή και να πάει κανονικά για περίπατο: εξουσία, λεφτά, αρρώστια, ηλικία, ανασφάλειες, θρησκεία, άγχος για το ίδιο το σεξ, να μη σ’ αρέσει το σεξ ή το να δείχνεις ότι σ’ αρέσει το σεξ».

Αλλά δεν μπορώ να το αρνηθώ: «Ό,τι νιώθω και ό,τι είμαι μου το έχει διδάξει ο έρωτας» κι έφτασα πια να είμαι αυτός που ήθελα να είμαι χάρη στον έρωτα και σε όσα του επέτρεψα να μου χαρίσει. Δεν είναι μικρή χαρά.

Νιώθω πια ότι η πιο ατόφια ηδονή δεν βρίσκεται στην επιδίωξη και ούτε βεβαίως εκπορεύεται από την κτήση ή την ανάγκη. Η ηδονή και ο γλυκασμός, και κυρίως η χαρά που έρχεται και σκεπάζει την απόγευσή τους, είναι η φευγαλέα στιγμή που διαστέλλεται και μοιάζει να κρατάει για πάντα. Απατηλή και φευγαλέα, αφού όλους απώλειες κι αρρώστειες και θάνατος μάς περιμένει, αλλά χορταστική και αθάνατη. Κι αυτό το ήξερα πάντοτε και το προσδόκησα και το έζησα και το ζω. Και νυν και ξανά.

Κι άλλες σημειώσεις για το Κυπριακό

Ethnographic_distribution_in_Cyprus_1960.jpg
Διαβάζεται μετά από αυτό και από αυτό.

Στρατοί

Ο υπερφίαλος τύραννος Ερντογάν δήλωσε ότι τουρκικός στρατός θα υπάρχει «για πάντα» στην Κύπρο. Υπενθυμίζω ότι «για πάντα» στη διεθνή πολιτική μπορεί να είναι από περίπου 20 έως (μετά βίας) 74 χρόνια. Πάντως έχει δίκιο ο Ερντογάν εν προκειμένω: κάθε σχέδιο λύσης του Κυπριακού προβλέπει παραμονή 900-1000 Ελλήνων στρατιωτών και 600-700 Τούρκων επειδή η Κυπριακή Δημοκρατία θα είναι κατά τα άλλα αποστρατικοποιήμενη.
Ούτως ή άλλως, η παραμονή κάποιας δύναμης άμυνας στο νησί είναι καλή ιδέα για δύο λόγους. Πρώτον, οι σφαγές του παρελθόντος έγιναν με κυνηγετικά όπλα, που βρίσκονται παντού, με εξαίρεση τα ανδραγαθήματα της ΕΛΔΥΚ το 1967 και τα τρόπαια του τουρκικού στρατού εισβολής το 1974. Δεύτερον, η Κύπρος δεν βρίσκεται κάτω δεξιά στον σχολικό χάρτη της Ελλάδας, μεταξύ Ρόδου και Κρήτης, αλλά στην καρδιά της Εγγύς Ανατολής, του Λεβάντε: γεωγραφικώς ανήκει στη Μέση Ανατολή, 22 λεπτά από τη Βυρητό και 38 από το Τελ Αβίβ.
Δηλαδή θα διαλυθεί ο στρατός της Κυπριακής Δημοκρατίας, η Εθνική Φρουρά;
Παρακάμπτοντας το ότι η ύπαρξη της Εθνικής Φρουράς είναι αντισυνταγματική και θεμελιώθηκε νομικώς στο Δίκαιο της Ανάγκης, η Εθνική Φρουρά δεν είναι ο στρατός της Κύπρου: είναι η δύναμη άμυνας της ελληνοκυπριακής κοινότητας. Γι’ αυτό και οι Μαρωνίτες, Αρμένιοι και Λατίνοι Κύπριοι πολίτες δεν πάνε φαντάροι.

Εγγυήσεις και βάσεις

Δηλαδή είστε υπέρ των εγγυήσεων;
Όχι, με τίποτα και ποτέ. Πρόκειται για άθλιο απομεινάρι του αποικιακού παρελθόντος και όργανο νεοαποικιακής ηγεμονίας. Οι εγγυήσεις πρέπει να καταργηθούν οπωσδήποτε. Αλλά αν θέλουμε να είμαστε σωστοί αντιιμπεριαλιστές, επίσης πρέπει να ξηλωθούν οι κυρίαρχες (μετάφραση του sovereign) βρετανικές βάσεις του Ακρωτηρίου και της Δεκέλειας: εδάφη υπό βρετανική διοίκηση όπου ισχύει το αγγλικό δίκαιο: κράτη εν κράτει.
Πάντως η κυρίαρχη Κυπριακή Δημοκρατία φρόντισε πριν δυο-τρία χρόνια να εξασφαλίσει το μέλλον των βάσεων με συμφωνία η οποία συμπεριλαμβάνει και μυστικά άρθρα.

Υποτέλεια;

Πολλοί φοβούνται και ευλόγως ότι στην απίθανη περίπτωση που θα λυθεί το Κυπριακό, το κράτος θα είναι υποτελές στην Τουρκία.
Προφανώς το ότι κατέχεται στρατιωτικά το 38% του κράτους επί 42μισυ χρόνια δεν συνιστά μορφή υποτέλειας στην Τουρκία, και μάλιστα υποτέλειας που έχει ως αποτέλεσμα τον πλήρη εξανδραποδισμό της τουρκοκυπριακής κοινότητας (δεν τα λέω εγώ αυτά, Τουρκοκύπριοι μού τα λένε).
Προφανώς το ότι η Κυπριακή Δημοκρατία είναι κράτος-πελάτης (client state) του Ισραήλ, των απολυταρχιών του Περσικού Κόλπου και μετά το 1991 της Ρωσίας δεν συνιστά μορφή υποτέλειας. Για τις βρετανικές βάσεις τα είπαμε.
Βεβαίως υπάρχει αντίλογος: άλλο η de facto κατοχή, άλλο η de jure «υποτέλεια» και άλλο η εθελοδουλία στο Ισραήλ, στους εμίρηδες και πρίγκηπες, στη Ρωσία. Εγώ πάλι αναρωτιέμαι δύο πράγματα:
  • μέχρι πότε θα κρυβόμαστε πίσω από την αυταπάτη ότι η κατοχή είναι μια προσωρινή και ανώμαλη κατάσταση χωρίς ιστορικές συνέπειες,
  • μέχρι πότε η «απελευθέρωση» και τα «Δεν Ξεχνώ» θα παραμένουν κενή ρητορική για κατανάλωση στα σχολεία ή θα συνιστούν συνθήματα που σφετερίζονται οι φασίστες.

Πενθέκτη

Η Πενθέκτη Σύνοδος, ή η εν Τρούλλω, είναι μια σύνοδος της Ανατολικής Εκκλησίας που εξέδωσε 102 κανόνες. Οι κανόνες αυτοί βασικά ποινικοποιούν το θέατρο, την πορνογραφία, τους μίμους, την ευθυμία και διάφορες άλλες χαρές της ζωής. Επίσης καταπιάνονται με φλέγοντα ζητήματα, π.χ. αν επιτρέπεται οι χριστιανοί να τρώνε γάλα και αυγά τη Σαρακοστή. Η ποινή για τη μη συμμόρφωση είναι σχεδόν παντού ο αφορισμός.

Η Σύνοδος αυτή έγινε το 692, δεν αναγνωρίζεται ως Οικουμενική (γιατί δεν την αναγνωρίζει η Ρώμη) αλλά οι πονηροί Ανατολικοί, εμείς, ισχυριζόμαστε ότι αποτελεί παράρτημα της Πέμπτης και της Έκτης Συνόδου. Άρα μας δεσμεύει.

Η ύπαρξη και ο χαρακτήρας της Πενθέκτης Συνόδου καταδεικνύουν ότι ο μισανθρωπικός, άχαρος, χρηστομαθής και δικανικά ρυθμιστικός των πάντων χαρακτήρας της χριστιανικής πίστης δεν είναι προϊόν ούτε του Καλβινισμού, ούτε του Ακινάτη. Είναι χαρακτήρας σύμφυτος με μια πίστη βαθιά κι ανεπανόρθωτα καχύποπτη απέναντι σε κάθε χαρά της ζωής, σε ό,τι ιμερικό και σε ό,τι γελαστό και ταξιδιάρικο.

Κι όλα αυτά τα σκεφτόμουν απόψε γιατί στο διπλανό τραπέζι καθότανε μια γνωστή μου με την καινούργια γκόμενά της και δυο φίλες της. Ανέδιδαν χαρά και λίγη μέθη ερωτική, γέλαγαν και μοιάζανε μαγεμένες — ιδίως τα δυο κορίτσια τα διακριτικώς ερωτόληπτα. Και σκεφτόμουν ότι δεν υπάρχει απολύτως κανένας λόγος να ξαναπέσουμε στον κόσμο όπου ως ερωτοπραξία και συζυγία υπάρχει μόνον ο σεμνός γάμος αντρός και γυναικός με όλη την υπόλοιπη ανθρώπινη εμπειρία, το φιλέτο της, να κρύβεται στους ίσκιους όπου καταφεύγουμε για να κατουρήσουμε, για να κλέψουμε κανα πορτοφόλι — ή χειρότερα.

Η φαντασίωση της απαρασάλευτης ευταξίας

Απεχθάνομαι την άλογη βία και τα άσκοπα μπάχαλα. Στην εξέγερση του Δεκέμβρη του ’08 αισθάνθηκα να εκτονώνεται οργή κι απελπισία όπως πάρα πολλοί άλλοι· νομίζω ότι δικαιωθήκαμε. Αλλά με ντου σε κρεοπωλεία και σε τρόλεϋ ή με σαχλές ασκήσεις νετσαγιεφικής κατεδάφισης του καθεστώτος δεν μπορώ καν να ασχοληθώ.

Σε προσωπικότερη κλίμακα, δεν είμαι από εκείνους που αισθητικοποιούν τον πόνο ή που του προσδίδουν ιαματικές ιδιότητες. Δεν ηρωοποίησα ποτέ την πρέζα και σε αυτό απλώς ακολουθώ όσους βγήκανε μέσα από την πρέζα. Δεν πιστεύω ότι μαθαίνει μόνον όποιος παθαίνει: μαθαίνεις και μέσα από τη χαρά, κυρίως μέσα από αυτή.

Συνεπώς δεν είμαι της γνώμης ότι «η νεολαία χρειάζεται να αλητέψει και να μπαχαλέψει λιγουλάκι» επειδή π.χ. «είναι στη φύση της». Βεβαίως το πρόβλημα της λεγόμενης νεολαίας είναι επί δεκαετίες ακριβώς το αντίθετο: της έχει απομυζήσει κάθε ικμάδα ο κομφορμισμός, η μεσιανική προσδοκία του γάμου, η προσκύνηση του δανείου και η εργασιακή χίμαιρα εν μέσω άνυδρης ανεργίας· ταυτόχρονα παραμένει δεσμώτρια των γονέων ή ανδράποδο ατυχών συμβιώσεων, μέσα στους οποίους μαραίνεται η χαρά κι η ελευθερία της. Άλλωστε, εν Ελλάδι μόλις κάνεις παιδί εκεί στα 30-κάτι τελειώνει η ζωή σου και αρχίζει η Μεγάλη Τεσσαρακοστή του βίου που καταλήγει στον τάφο και τέλος: νεαρά μποέμ ζευγάρια με παιδάκια βλέπουμε μόνο στις ξένες ταινίες.

Ωστόσο, αυτό που ζούμε τις τελευταίες δυο δεκαετίες πάει πέρα από την στανική προσκόλλησή μας στην κανονικότητα, ή έστω και σε μια χιμαιρική ιδέα της κανονικότητας. Εδώ και δύο δεκαετίες καμωνόμαστε ότι η ευταξία και το business as usual όχι μόνο πρέπει να προστατευθούν πάση θυσία αλλά και ότι δεν υπάρχει τρόπος να θιγούν, εκτός είτε άμα γίνει καμιά παλαβή επανάσταση, είτε άμα μας την πέσει η Τουρκία ή τίποτε στίφη αιμοδιψών αναρχικών. Μοιάζουμε να μην έχουμε καμμία εικόνα ούτε της ευπάθειας του συστήματος (του καπιταλισμού) ούτε της αστάθειας του κόσμου μας: θυμηθείτε όμως την Ιρλανδία, τη Βοσνία, τη Σερβία, τη Συρία, την Τουρκία ή τα μακελειά σε διάφορες ακόμα κανονικότερες χώρες κατά την πρωινή ώρα αιχμής (Ατότσα) ή κατά τη βραδυνή έξοδο (Μπατακλάν).

Προσδοκούμε λοιπόν ότι όλα τα κακά θα συμβούν κάπου αλλού σε κάποιους άλλους, παρότι η κοινωνία μας — ή έστω: τα μεσαία στρώματα — αποσυντίθεται μετά από 6 χρόνια λιτότητας που στην έμπνευση και στην εκτέλεσή της λίγο διαφέρει από τους τεχνητούς λιμούς του Στάλιν. Δεν κάνει κρύο στην Ελλάδα, κρύο δεν έκανε ποτέ: παραμένουμε προσηλωμένοι πιστά και φανατικά στην ύπαρξή μας κατά τις δύο εβδομάδες της παραθαλάσσιας παραθέρισής μας· αυτές οι δύο εβδομάδες είναι η αναφορά και η βάση μας για έναν τάχα ακύμαντο και απαρασάλευτο βίο τις υπόλοιπες πενήντα εβδομάδες.

Προσκυνούμε την ευταξία και τη φανταζόμαστε αΐδιο κι αιώνια. Αυτή είναι η επιταγή μας και αυτή είναι η λαϊκή εντολή μας και με αυτήν πορευόμαστε και με αυτήν ψηφίζουμε και δεν εξεγειρόμαστε.

Για να παραλλάξω μια πασίγνωστη εικόνα: καθώς πέφτουμε κρατάμε στο χέρι μια κανάτα με νερό. Το μέλημά μας δεν είναι ούτε να ανακόψουμε την πτώση μας, ούτε καν να πέσουμε στα μαλακά παρά να μη στάξει ούτε σταγόνα νερό ενόσω διαρκεί η πτώση.

Η εικόνα από το Kippur του Άμος Γκιτάι: ξυπνάς εραστής μέσα στα χρώματα, προγευματίζεις στρατιώτης.

Προνόμιο

Γενικά οι άνθρωποι μού φέρονται καλά.

Η αλήθεια είναι ότι σπάνια μπλέκω σε καβγάδες. Έχω μάθει με τα χρόνια να μη μιλάω αν πρόκειται να προσβάλω κάποιον, εφόσον αυτός δεν ζητάει ανοιχτά τη γνώμη μου. Θυμώνω σπάνια μα πάρα πολύ δυνατά, όμως για λίγο και ποτέ αμετάκλητα: όταν φύγει ο θυμός είτε επανέρχομαι είτε ήδη έχω ξεγράψει όποιον με εξόργισε. Είμαι ψύχραιμος άνθρωπος και κάποιος που δεν προσέχει αρκετά θα μπορούσε και να με περάσει για σοβαρό άτομο.

Τα παραπάνω όμως δεν εξηγούν πώς γίνεται άνθρωποι που φέρονται σκαιά κι απαίσια σε σχεδόν όλους τους άλλους να είναι τουλάχιστον τυπικοί μαζί μου. Τα παραπάνω προτερήματα, ας τα πούμε έτσι για να κυλάει η κουβέντα, δεν θα εγγυώνταν σώνει και καλά τον σεβασμό και τους καλούς τρόπους των άλλων απέναντί μου.

Το συμπέρασμα είναι σχεδόν προφανές: δεν με αφήνουνε στην ησυχία μου λόγω ήπιου χαρακτήρα και καλής διαγωγής, παρά γιατί είμαι οχυρωμένος πολλαπλώς πίσω από προνόμια:

Είμαι λευκός, άντρας και στρέιτ. Και πίσω από αυτές τις τάφρους και τα αναχώματα βρίσκεται το τείχος της δουλειάς μου, η οποία συνεπάγεται κύρος (καλώς ή κακώς).

Έχω προνόμια, αυτά με προστατεύουν από την εύκολη αγένεια, από τις διακρίσεις και από κάθε λογής καφρίλα. Τύποι που φέρονται σε γυναίκες συναδέρφους πατερναλιστικά και τις διακόπτουν εμένα με περιμένουνε με σέβας να τελειώσω ο,τι μαλακία λογοπαίγνιο και αστείο μού κατέβει στις 11 το πρωί. Άνθρωποι που βγάζουνε γλώσσα σε μη συναδέρφους, αν και εξίσου λευκούς, ή και λευκότερους, άντρες στρέιτ, σιωπούν με έστω συγκατάβαση εμπρός σε ό,τι κάνω ή λέω. Η γνώμη μου είναι σοβαρή και όχι παροξυσμοί καταπιεσμένης ή υπερβολικά χειραφετημένης πούστρας. Για την κωλοφαρδία να μην είμαι μαύρος ή και Ινδός ή Άραβας δεν χρειάζεται να πω τίποτα.

Το μόνο προνόμιο που δεν διαθέτω είναι λεφτά. Και πράγματι, μόνο τα λεφτά έχουνε τολμήσει να μου βγάλουνε γλώσσα ή να καμωθούν ότι έχουν υποψία δικαιώματος πάνω μου. Αντίθετα με τόσους άλλους, που τους κουνάνε το δάχτυλο και τους φέρονται χάλια η ετεροκανονικότητα, η πατριαρχία, οι κάθε λογής ελίτ.

Οπότε ναι: πριν συγχαρούμε τον εαυτό μας για την ακεραιότητα, τον χαρακτήρα μας και την ορθόφρονα πολιτεία μας, we need to check our privileges.

Horror vacui

Μία Βελγίδα γλωσσολόγος, άνεργη, φιλάσθενη, λεσβία και ιδιοφυής, προσπάθησε να πείσει τους συναδέρφους της στη διδακτορική διατριβή της ότι στην καρδιά κάθε λέξης υπάρχει ένα κενό. Ένα τίποτα.

Με τρόπο τεχνικό που καταλαβαίνουν οι πολύ θεωρητικοί γλωσσολόγοι, αυτό το τίποτα εξαναγκάζει, λέει, τον γραμματικό μηχανισμό να σπάσει τη συμμετρία και να χτίσει δομή: λέξεις, φράσεις και προτάσεις.

Δυσνόητα πράγματα, τεχνικά, κρυμμένα κάτω από την απλή και άδολη προφάνεια του κόσμου όπως τον αντιλαμβανόμαστε. Μου λένε πως η γλωσσολόγος δεν κατάφερε να τους πείσει τους συναδέρφους της. Άλλωστε, απεχθανόμαστε το κενό: το είπε κι ο ευφυέστερος άνθρωπος που έχει ζήσει ποτέ.

Απεχθανόμαστε το κενό και την ενατένισή του. Θέλουμε να βλέπουμε στερέωμα χάλκινο εκεί όπου δεν υπάρχει τίποτα. Θέλουμε αιώνια επανάληψη εκεί όπου υπάρχει το άπαξ της ευτυχίας και αιώνια ραστώνη εκεί όπου βρίσκεται το μεταθανάτιο κενό.

Όμως το κενό είναι φίλος μας.

Το κάθε λογής μαγκάφιν, άθυρμα κενό νοήματος, μάς δίνει το ωραίο ταξίδι· το κενό κιβώτιο του Άρη Αλεξάνδρου που περιπλανιέται στην Ελλάδα νοηματοδοτεί και την περιπλάνησή του και την ίδια την Ελλάδα — κάπως όπως σουλατσάριζε η Κιβωτός της Διαθήκης σαράντα χρόνια στην έρημο.

Το κενό μνημείο συγκεφαλαιώνει την ελπίδα των χριστιανών: ο Πανάγιος Τάφος είναι άδειος, ξενοδοχείο για μια διανυκτέρευση με late checkout.

Η απόσταση και η απουσία του έρωτα τoν λαξεύουν αναστεναγμό τον αναστεναγμό, αυνανισμό τον αυνανισμό, ανάμνηση την ανάμνηση, προσδοκία την προσδοκία. Το κενό, η απουσία, ο οιονεί χωρισμός ή ο μακροχρόνιος αποχωρισμός τον πλάθουν ασυμπτωτικά τέλειο.

Ανοίγεις λοιπόν την πόρτα και το δωμάτιο είναι άδειο: κενό κιβώτιο, κενό μνημείο, καινός έρωτας αν και παλαιός. Θα το κατοικήσεις εσύ από την αρχή, ξανά, γιατί το θες. Μέχρι το επόμενο κενό.

Η ψωλή μου

Θέλω να έχω την ψωλή μου μόνο για να γαμάω
και για να μου της κάνουν όλα αυτά τα ωραία που κάνουν
στις ψωλές.

Δεν θέλω μ’ αυτήν

ούτε να μιλάω
ούτε να επιβάλλομαι
ούτε να προπορεύομαι
ούτε να κοκορεύομαι
ούτε να κρίνω
ούτε να δείχνομαι
ούτε να ντύνομαι
ούτε να τρώω και να πίνομαι.

Δεν θέλω γι’ αυτήν

ούτε να μιλάω
ούτε να κυβερνάω
ούτε να καμαρώνω (όχι πολύ).

Τα σύμβολα ας παίζουν με τα σύμβολα
οι εξουσίες με την αντίσταση
κι εμείς μεταξύ μας.
Κάπως έτσι.

Μετρημένες προσδοκίες

Κάποιοι ξεκινήσαμε τη ζωή μας με πολύ σοβαρές αλλά τελικά μετρημένες προσδοκίες. Μπορεί να είναι υπόθεση γενιάς, μπορεί να είναι ζήτημα ταξικό, μπορεί να είναι θέμα καταγωγής.

Οι προσδοκίες ήταν απλές, λοιπόν: φιληδονία, βιβλία, μουσικές, ταινίες, δίσκοι, ταξίδια.

Ούτε οι γάμοι μάς απασχολούσαν: αγάπη θέλαμε· ούτε πελώριες καριέρες και λεφτάρες γουστάραμε: μας αρκούσε να κάνουμε μια δουλειά υποφερτή· ούτε τα στεγαστικά δάνεια μάς φτιάχνανε: ένα μικρό διαμερισματάκι δικό μας με κρεβάτι, βιβλιοθήκες κι ηχοσυστηματάκι θέλαμε, να έχει και μπαλκόνι στην κουζίνα ίσως.

Ακούγονται ευτελείς ενδεχομένως αλλά αυτές ήταν οι προσδοκίες μας. Δεν μιλάμε για όνειρα, άλλο τα όνειρα. Και στο κάτω κάτω, ο τυφλοσούρτης που ίσχυε και ισχύει για τα όνειρά μας ήταν και παραμένει το εξόχως αμφίσημο fuck your dreams, this is heaven.