«Θέλουνε να καταργήσουν τον Σαίξπηρ…»

Zoltar
«… και να τον αντικαταστήσουνε με μαύρους, γυναίκες και αδερφές.»
«Θέλουν να μας πάρουν την Ιστορία μας.»

«Μας λογοκρίνουν.»

«Εχθρεύονται τη σάτιρα και τον χαβαλέ.»
«Θα μας φυλακίζουν επειδή λέμε ‘καύλα’ και ‘μουνάρα μου’.»
*
Ας πούμε ότι υπάρχουν οι από πάνω κι ας συμπεριλάβουμε σε αυτούς όλους εμάς που έχουμε προνόμια, πολλά ή λιγότερα. Αρκεί να βρισκόμαστε ένα-δυο σκαλιά ψηλότερα σε κάποια ιεραρχία. Τα προνόμια περιλαμβάνουν να είσαι λευκός, στρέιτ, άντρας, εύπορος, αλλά και μη-άστεγος, χριστιανός, γονέας, μέλος του (όποιου) Κόμματος, απόφοιτος καλού σχολείου, πολίτης της ΕΕ, από σόι, μη-άνεργος κι ένα σωρό άλλες ιδιότητες που συνήθως δεν διακρίνουμε. Εξαρτάται από τον τόπο και από τον χρόνο και από την κοινωνία.
Υπάρχουνε βεβαίως και οι από κάτω. Ενίοτε αρκεί να μην είσαι προνομιούχος σε ένα πράγμα για να χαντακωθείς και τότε ξαφνικά διακρίνεις το προνόμιο του άλλου, ως προς το οποίο είσαι κι εσύ στους από κάτω.
Κάθε φορά που οι από κάτω διαμαρτύρονται για τους μηχανισμούς με τους οποίους οι από πάνω τούς ετεροκαθορίζουν ή που οι από κάτω διαμαρτύρονται για όψεις της γλωσσικής ηγεμονίας των από πάνω, οι από πάνω αντιδρούν. Οι από πάνω, συνήθως υπό το κράτος ηθικού πανικού, τσιρίζουν ότι οι από κάτω πάνε να τους φιμώσουν, να τους κόψουν τη χαρά, να τους αναθεωρήσουν τα όσια κι ιερά τους κτλ. Επιπλέον, οι από πάνω κατηγορούν τους από κάτω ότι όλα αυτά τα αποπειρώνται με τρόπο κακόγουστο.
Οι από πάνω λησμονούν ότι η λογοκρισία, η προπαγάνδα και η κάθε διαστρέβλωση είναι σπορ στο οποίο οι ίδιοι ανέκαθεν επιδίδονται. Έστω και σε εκείνη τη μοναδική (ίσως) παράμετρο που τους καθιστά προνομιούχους.

 

Χαμένες πατρίδες

Α

Σκεφτόμουν τις προάλλες ότι η εθνοκάθαρση, όχι απαραιτήτως γενοκτονικoύ χαρακτήρα, εξ αρχής υπήρξε στρατηγική του ελληνικού κράτους: μια επικράτεια χωροθετημένη για να στεγάσει τους απογόνους των Αρχαίων Ελλήνων και τα ερείπιά τους δεν θα μπορούσε να έχει χώρο για νεήλυδες και αλλοφύλους. Κι ενώ οι Τούρκοι στην Επανάσταση έσφαζαν στη Χίο, στα Ψαρά και αλλού προς παραδειγματισμό, η σφαγή της Τριπολιτσάς (Ντροπολιτσάς τότε) έγινε για να «μη μείνει Τούρκος στον Μοριά μηδέ στον κόσμον όλο».

Οι ελληνικές πολιτικές εθνοκάθαρσης συνεχίστηκαν με την προσάρτηση της Θεσσαλίας, βεβαίως, όταν δια της πλαγίας και με το καλό υποδείχθηκε στους Τούρκους ποιο ήτανε το συμφέρον τους: να αφήσουνε τη Λάρισα και τον Κάμπο και να φύγουν.

Όταν αναλάβαμε τη διοίκηση της ζώνης της Σμύρνης, η πολιτική εκφοβισμού των Τούρκων (θυμηθείτε τον Στεργιάδη) έγινε συστηματική με απώτερο σκοπό να ξεκουμπιστούν ούτως ώστε ο εναπομείνας πληθυσμός στη ζώνη να ψήφιζε υπέρ της ένωσης με την Ελλάδα σε ένα πιθανό μελλοντικό δημοψήφισμα — υπενθυμίζω ότι μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο πολλές περιοχές της Ευρώπης (π.χ. η Άνω Σιλεσία) αποφάσισαν με τοπικά δημοψηφίσματα πού θέλουνε να ανήκουν.

Χαρακτήρα εθνοκάθαρσης είχανε βεβαίως και οι δύο ανταλλαγές πληθυσμών μεταξύ Βουλγαρίας και Ελλάδας, με το πρωτόκολλο Πολίτη-Καλφώφ (1924) και με το σύμφωνο Μόλωφ-Καφαντάρη (1927). Ανταλλαγές που δεν έγιναν εθελοντικώς, εννοείται.

Και φυσικά, η τελευταία απόπειρα εθνοκάθαρσης με εκφοβισμό και σποραδική βία που θα οδηγούσε στη σταδιακή έξοδο των Τουρκοκυπρίων, ήτανε το περίφημο Σχέδιο Ακρίτας που εκπονήθηκε με όρους deniability από Ελληνοκύπριους ηγέτες γύρω στα 1962. Σημειωτέον ότι μέχρι το 2005 πίστευα πως το Σχέδιο Ακρίτας ήτανε παραμύθι μέχρι που έμαθα πολλά χάρη στην αξιοσημείωτα εξομολογητική διάθεση ενός φίλου, που είναι ανιψιός τομεάρχη της ΕΟΚΑ που παρευρέθηκε στη θρυλική συνάντηση στα βουνά της Πάφου.

Δεν έβαλα καν στην κουβέντα τους Τσάμηδες, τις ενδοβλαχικές διαμάχες με αφορμή τα ρουμάνικα σχολεία και το φασιστικό «Πριγκιπάτο της Πίνδου», τη σταδιακή ισοπέδωση της Αρβανίτικης κουλτούρας και γλώσσας, το διαρκές κυνηγητό των Τσιγγάνων, την ανοχή στην εξόντωση των Εβραίων, το κόλπο περί ιθαγένειας που εγκλώβισε χιλιάδες Σλαβομακεδόνες Έλληνες πολίτες εσαεί εκτός συνόρων. Στο κάτω κάτω, όλες αυτές είναι μεμονωμένες ή επιμέρους περιπτώσεις ανθρώπων που δεν έχουνε καμμία απολύτως σημασία ή που έπεσαν θύματα πρακτόρων κι εγκάθετων ξένων δυνάμεων κτλ κτλ κτλ.

Πάντως από μικρός αναρωτιόμουν γιατί ήτανε τόσο άγριο το μένος των Τούρκων στη Σμύρνη το ’22 και στην Κύπρο το ’74. Δεν πιστεύω στην εγγενή αβρότητα κανενός στρατού, ό,τι και αν απελευθερώνει ή καταλαμβάνει, είτε σκλαβώνει είτε λυτρώνει· επίσης απεχθάνομαι τη χυδαία ψευδολογία του ευφημιστικού «συνωστισμού», κορρεκτίλας άνευ αξιοπρέπειας και άνευ περιεχομένου.

Αλλά αναρωτιόμουν «γιατί τόση μανία;». Μας λένε για τα στίφη του Κεμάλ, Τσέτες και Κούρδους· μα γιατί μόνο στη Σμύρνη; Μας λεν ότι «μισούσαν την πολυπολιτισμική Σμύρνη»· μα, οι κεμαλικοί; Τι έπρεπε να κάνουνε τότε στην Πόλη; Μας λεν ότι πολεμούσαν τον ελληνικό στρατό ως στρατό κατοχής — και τότε γιατί να κάψουνε τη Σμύρνη; Η απάντηση δόθηκε σιγά σιγά και με το σταγονόμετρο: μαθαίνοντας τα έργα του ελληνικού στρατού στη ζώνη της Σμύρνης (και όχι σε άλλες περιοχές). Παρόμοιες ιστορίες υπάρχουν από τη δεκαετία Δεκέμβριος 1963- Αύγουστος 1974 στην Κύπρο: για τη ζωή των Τουρκοκυπρίων που ζούσαν αποκλεισμένοι στους θύλακες, για τυχαίους φόνους (μεμονωμένα περιστατικά για τα οποία ευθύνονταν οπλόφοροι και ελεύθεροι σκοπευτές), για τη «δράση ένοπλων ομάδων» Ελληνοκυπρίων κτλ.

Β

Θυμήθηκα προχτές έναν γέροντα που γνώρισα στην Ιερουσαλήμ το 2011. Κάποιοι φίλοι, ένας Ισραηλινός αυστροεβραϊκής καταγωγής κι ένας αγγλοεβραίος που ζει στη Βραζίλία αποφάσισαν να με πάνε στα καλύτερα φαλάφελ της Δυτικής Ιερουσαλήμ. Με πήγανε στο Ben Shalom Falafel (Bar Ilan 15), μια τρούπα. Αφού γανιάσαμε να εξηγήσουμε στον ζοχαδιασμένο φαλαφελτζή ότι δεν είμαι ισραηλινός (γιατί δεν μας μιλάει εβραϊκά το παλληκάρι; ντρέπεται;) πήραμε τα φαγώσιμα τρόπαιά μας και καταλήξαμε σε έναν πεζόδρομο μιας γειτονιάς εκεί δίπλα με χαμηλά σπίτια και ησυχία.

Εκεί που τρώγαμε και έσταζαν τα ταχίνια πάνω στο λιθόστρωτο, εμφανίζεται ένας ψηλός γέροντας που έμοιαζε σαν διασταύρωση Πάνου Θεοδωρίδη και του παππού μου. Εγώ δεν τον πρόσεξα αρχικά γιατί είχα πέσει με τα μούτρα στο φαλάφελ, αλλά μίλησε εβραϊκά με τους άλλους δύο: τους υπέδειξε κάπως αυστηρά να μη λερώνουμε τον τόπο με τα ζουμιά. Μετά μίλησε πορτογαλικά με τον κάτοικο Βραζίλίας και αμέσως μετά με ρώτησε στα ελληνικά από πού είμαι.

Μου έπιασε την κουβέντα, αν και δεν ήθελε να καθήσει, παρά στεκότανε μπροστά μου όρθιος: ήθελε να μάθει αν είχα πρόσφατα πάει στη Σαλονίκη και μετά μου είπε ότι ο πατέρας του φοβήθηκε τόσο πολύ το 1940, που έβαλε όλη την οικογένεια σε βαπόρι ξεπουλώντας τα πάντα και πήγανε στη Βραζιλία σε κάτι θείους, ο ίδιος ήτανε δέκα χρονών τότε. Δεν του άρεσε εκεί. Στο Ισραήλ μετανάστευσε τη δεκαετία του ’70. Τώρα πια του έλειπε και το Ρίο και του έλειπε κι η Σαλονίκη. Μετά θυμήθηκε να με ρωτήσει αν είμαι Εβραίος, του είπα πως μάλλον δεν είμαι και γέλασε.

Μου ευχήθηκε ώρα καλή, αν θυμάμαι καλά, χαιρέτησε και τους άλλους και έφυγε. Τελείωσα ήσυχα το φαλάφελ μου, παρότι οι άλλοι δύο ήθελαν να μάθουν πώς μου φάνηκαν τα ελληνικά του, και σκεφτόμουν ότι καλές είναι οι μεγάλες θεωρίες αλλά να μην προσπαθούμε να τις εφαρμόζουμε στις ανθρώπινες ζωές κι ότι δεν υπάρχουνε πρόσφυγες και σφαγμένοι πρώτης και δευτέρας κατηγορίας.

Μίσος

Με αφορμή τους θανάτους από φόλες, που βρίσκονται σε έξαρση, τις αποκεφαλισμένες χελώνες που ξεβράζονται στη Νάξο και τη φώκια που πυροβόλησαν στην Ίο, θυμήθηκα δύο κείμενά μου από το 2012. Τα παραθέτω με την επιφύλαξη ότι αυτό που αποκαλώ «μίσος» μάλλον συσχετίζεται με τον φασισμό.

Πάντοτε το πίστευα, και το έγραφα: η Ελλάδα που τόσο πονεμένα αγαπάμε, είναι ιστορικό προϊόν από τη μια μοχθηρών πουριτανών αγροτοποιμένων και από την άλλη εντελώς άπονων αστών. Δεν έχουμε άλλη Παιδεία από την υπερφίαλη χωριατιά του τάχα μου πολιτισμικά ανώτερου ελληνορθόδοξου, ενός δόγματος που εδώ και 500 χρόνια ορίζεται αντιστικτικά και εναντιωματικά απέναντι σε μια λαμπρά επιτυχημένη Δύση. Μισαλλοδοξία και περιχαράκωση και κομπλεξική αντιπαράθεση με κάποιον άλλο που μας μισεί αλλά που είναι χειρότερος μας (αλλά συνήθως δυνατότερός μας) είναι το παρελθόν και το παρόν μας.

Αλλά αυτό που ζούμε από το Μακεδονικό και μετά είναι πια εμετός. Αρχικά το μίσος και η μοχθηρία και η μισαλλοδοξία κόχλαζε κάπως ήμερα και οχυρωνόταν πίσω από το περιφραγμένο από δόντια ελληνικό χαμόγελο. Μετά χτύπησε η φτώχεια και έλειψαν τα προσχήματα: αίμα, τιμή, Χρυσή Αυγή. Και πάλι λίγο είναι το 7% τους.

Το μίσος είναι διαρκές και άσβεστο στην ελληνική κοινωνία τουλάχιστον από τον καιρό του Εθνικού Διχασμού. Μιλάω για το μίσος ως πολιτική συμπεριφορά, ως μια αναλυτική κατηγορία την οποία χρησιμοποιούμε (συγκαλυμμένα συνήθως) όταν μιλάμε για τα κοινά στην Ελλάδα. Αυτό που λέω μπορεί να διαβαστεί και σε συνάρτηση, χωρίς όμως να ταυτίζεται, με αυτό που λέει ο Καρασαρίνης εδώ: θεωρώ ότι το ζήτημα δεν είναι ο λόγος για τη βία αλλά η προϋπόθεση του μίσους που ενυπάρχει στον ελληνικό πολιτικό λόγο. O mao θα το ονόμαζε αδυναμία να κοιτάξουμε μπροστά, διαρκή επιστροφή στο παρελθόν όπως το αντιλαμβανόμαστε: στο 1453, στο 1922, στο 1944, στο 1974 κτλ. Δεν είναι όμως μόνον η προγονοπληξία και η ομφαλοσκόπηση, είναι και το μίσος που χρωματίζει αυτή τη διαρκή ενασχόληση με τα φαντάσματα του συλλογικού παρελθόντος: η γενικευμένη απέχθεια, η απρόσωπη αποστροφή, η οργή που καταριέται κι εύχεται θάνατο και συμφορά, η ανάγκη για αίμα, κρεμάλα, απόσπασμα, φωτιά.

Μέχρι το 2008 το μίσος είχε σαφείς αποδέκτες: τον Τούρκο, τον Βούλγαρο, τον (αντι)βενιζελικό, το κουμμούνι / τον αριστερό, τον μοναρχοφασίστα / δεξιό. Υποτίθεται ότι το μίσος καταλάγιασε τη δεκαετία του ’80 (ή έμεινε με μόνον αποδέκτη τον Τούρκο) και το 1991 απέκτησε καινούργιο αποδέκτη: τον Αλβανό / ξένο. Τον Δεκέμβριο του 2008 καταλύθηκαν και αυτά τα στεγανά, το μίσος πλέον διαχυθηκε και διαπότισε ολόκληρη την κοινωνία. Ο καθένας πια μπορεί να μισεί οποιονδήποτε άλλο και για οποιονδήποτε λόγο. Επαναλαμβάνω: μιλάω για το μίσος ως γνώμονα και κίνητρο κοινωνικής συμπεριφοράς και πολιτικής δράσης.

Από αυτή την άποψη, μια εγκληματική ναζιστική οργάνωση που επανιδρύεται ως κόμμα μίσους έχει πολλή δουλειά να κάνει και θα συνεχίσουμε να τη βλέπουμε στις επόμενες Βουλές. Ιδίως τώρα που τα κόμματα-σουπερμάρκετ επιτέλους μάς άφησαν χρόνους.

Sex, drugs & rock ‘n’ roll

στον Κώστα Παντιόρα, που είναι από το Κερατσίνι

Rock ‘n’ roll

Το ροκενρόλ δεν καμώθηκε ποτέ ότι είναι αλήθεια, παρά τον ισχυρισμό «η αλήθεια βρίσκεται στους Σεξ Πίστολς». Ροκενρόλ είναι ό,τι αντιστρατεύεται τις αλήθειες και τις βεβαιότητες, μουσικά και στιχουργικά: ο Στράτος Διονυσίου κι οι Μουσικές Ταξιαρχίες στη σκυθρωπή και καθώς πρέπει Ελλάδα του ’80, οι κατατονικά τρυφεροί και απροσάρμοστοι Στέρεο Νόβα στη χυδαία και θριαμβεύουσα Ελλάδα του ’90 με τα φράγκα, τη μπίζνα και τη χειραφετημένη ψωλή του γιάπη και του κάγκουρα.

Το ροκενρόλ είναι η εντελώς ατομική μας εξέγερση, όχι απαραίτητα συμβολική και μόνο, αν και συνήθως μικρής διάρκειας. Επειδή είναι ατομική εξέγερση και βρίσκεται εκεί όπου απουσιάζει το συλλογικό, οι κάθε λογής κνίτες το μισούνε: τους θυμίζει την ανεπάρκειά τους να πράξουν. Απεναντίας, το ροκενρόλ, ιδίως στις πιο πανκ ενσαρκώσεις του, είναι καθαρή πράξη. Από αυτή την άποψη το ροκενρόλ δεν μπορεί να είναι απολίτικο, ό,τι κι αν μας λένε.

Drugs

Ένα από τα πιο άτιμα ναρκωτικά είναι το αλκοόλ, είτε το δείτε σαν επίδραση, είτε σαν εθισμό, είτε σαν θλιβερές στατιστικές. Όμως το απαρνιέστε;

Από εκεί και πέρα, κάθε ουσία, από τον καφέ μέχρι την κόκα κι από τη φουντίτσα μέχρι τη μεφεδρόνη (bath salts), το e (που τα νέα παιδιά λένε μόλλυ ή και μώλυ) και τις σούπερ μοδάτες κεταμίνες, ό,τι πίνεις κι ό,τι κάνεις σου βγάζει, το καθένα με τον τρόπο του, κάτι από αυτό που έχεις μέσα σου. Είτε μας αρέσει, είτε όχι, τα ναρκωτικά (είπαμε, όλα μέσα) τα χρειαζόμαστε από αρχαιοτάτων χρόνων για να τη βγάζουμε καθαρή: ο Ζέλντιν στο κεφάλαιο 13 του Intimate History of Humanity μάς εξηγεί από πόσο αρχαιοτάτων.

Επίσης, τα ναρκωτικά μάς κάνουνε καλό εκτός από την πρέζα κι εκτός από όταν κρεμόμαστε από πάνω τους και περιμένουμε να μας δώσουνε ζωή ή να μας κάνουν υπεργαμάτους ή, ξέρω γω, να μας μετατρέψουν σε καλλιτέχνες. Άλλωστε, μην ξεχνάτε: τον Μπαλζάκ τον σκότωσε ο καφές.

Sex

Κάποιοι το θέλουν για να καλύψουν κενά, λέει, κάποιοι το θέλουνε γιατί το θέλουν. Κάποιοι το απαρνούνται γιατί έχουνε τραύματα, άλλοι γιατί δεν το θέλουν. Άλλα γουστάρουμε να βλέπουμε, άλλα να φαντασιωνόμαστε, άλλα να κάνουμε — ή και όχι: μπορεί και να ταυτίζονται μεταξύ τους το μπάνισμα, η φαντασίωση και η πράξη, μερικώς ή και πλήρως. Πολλοί έχουν ενοχές κι έτσι το απολαμβάνουν, άλλοι έχουν ενοχές και γι’ αυτό δεν το απολαμβάνουν, άλλοι δεν έχουνε ντιπ ενοχές και γι’ αυτό δεν τους λέει τίποτα το σεξ, άλλοι επειδή δεν έχουν ενοχές διονυσιάζονται ανεμπόδιστα. Κάποιοι είναι μεθοδικοί και εξειδικευμένοι, κάποιοι λιγότερο. Άλλοι ξέρουν κι άλλοι ψάχνονται (ξέρουν δεν ξέρουν ότι ψάχνονται). Μερικοί είναι του δέρματος και μερικοί του νου και κάποιοι και των δύο.

Και ναι, ό,τι κι αν λεν οι τσελεμεντέδες, τέλειο σεξ δεν υπάρχει. Ό,τι άλλο θέλετε, εκτός από «τέλειο». Δεν είναι τυχαίο ότι πάνω και από το «τέλειο» υπάρχει το «γαμάτο», άλλωστε.

Γάμμα Ταυ Πι

Ξεκινάμε από τα βασικά: τα λάικ δεν είναι ψήφοι. Οι αλληλεπιδράσεις στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης είναι μέρος της ζωής αλλά δεν είναι αντιπροσωπευτικές της ζωής: αν και σήμερα 9 Μαρτίου 2017 ασχολιόμασταν στο facebook και στο twitter με την ανταλλαγή απόψεων του πρωθυπουργού και του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης, καθώς και ακόμα κανα δυο ξέμπαρκων, για την μπάλα, είμαι βέβαιος ότι ο κόσμος εκτός μέσων κοινωνικής δικτύωσης ασχολιόταν π.χ. με τους θηριώδεις λογαριασμούς της ΔΕΗ.

Τι βλέπουμε λοιπόν κοιτώντας έξω από το στερέωμα του σοσιαλμηντιακού μικροσύμπαντος;

Βλέπουμε μια πολιτική ηγεσία που είναι χειρότερη από πολλές πολιτικές ηγεσίες του παρελθόντος, και οι πολιτικές ηγεσίες του παρελθόντος δεν ήταν ακριβώς άξιες κι ικανές, τουναντίον. Όταν δεν ήταν ανίκανες, όπως κάθε καραμανλάκας και παπατζής εγγονός και οι συν αυτώ, ήταν δόλιες, όπως κάθε παπατζής υιός που π.χ. επινοούσε γενοκτονίες ομάδων που αλλιώς δεν θα τον ψήφιζαν ούτε και αν απέναντί του βρισκόταν ο Μπαμπαστρούμφ. 

Βλέπουμε μια κυβέρνηση που καμαρώνει επειδή κάνει τα ίδια και χειρότερα από όσα έκανε ο Σαμαράς κι εκείνος ο δοτός, ο αθάνατος, αλλά δεν είναι ούτε ο ένας ούτε ο άλλος, παρά είναι τουπίκλην αριστερή κυβέρνηση υποβασταζόμενη από το καζολίν της άκρας δεξιάς που πρέπει να τη λέμε λαϊκή δεξιά — ευτυχώς γι’ αυτήν έχουμε και ναζιστική συμμορία για τρίτο κόμμα, οπότε δεν στριμώχνεται στην άκρη του φάσματος. Στο μεταξύ κάποιοι άνευ σημασίας, αν και πάρα πολλοί, συνεχίζουν να είναι φτωχοί, άνεργοι, απερίθαλπτοι, πρόωρα νεκροί.

Βλέπουμε έναν δουλοπρεπή και ανειλικρινή γόνο που πουλάει εικόνες των παιδιών του και εκσυγχρονισμό σε βαθιά συγχυσμένους και απελπιστικά ζοχαδιασμένους κρατικοδίαιτους οπαδούς του μικρότερου κράτους, ο οποίος θέλει να γίνει πρωθυπουργός για να κάνει τα ίδια και χειρότερα από όσα κάνει ο Τσίπρας ο γελαστός, αλλά δεν είναι αγραβάτωτος και μπανάλ, παρά εσπρεσσοπότης κι αμερικανοσπουδαγμένος, ένας σοβαρός δεξιός που θα κάνει τους πανέλληνες δημογέροντες να νιώσουν ασφαλείς και θα επιδράσει ως λεξοτανίλ στους παρμένους νεοφιλελεύθερους.

Βλέπουμε και ένα τσίρκο (πασόκες, ποτάμια, λεβέντες κι αλλεπάλληλες κεντροαριστερές πρωτοβουλίες άνευ περιεχομένου, στελεχών ή κοινού) που αξίζει να σχολιαστεί όσο η σκηνοθετική δεινότητα και το βάθος υποκριτικής σε παραστάσεις τσίρκου.

Βλέπουμε την αναδίπλωση της αριστερής σκέψης, που ασχολείται πλέον αποκλειστικά με τον σχολιασμό και την ανθυποκριτική, όταν δεν ξεπουλιέται δώθε κείθε και παραπέρα κατηγορώντας τους πάντες ότι ηθικίζουν, αριστερή σκέψη που ούτε να κλαίει τη Βάρκιζα ή να κουνάει το δάχτυλο δεν έχει πια το κουράγιο. Όλα πια γι’ αυτήν είναι κουλτούρα και την απασχολεί πλέον μόνον η όποια εσωτερική της συνέπεια: κάθε κίνημα τέλειωσε πια. Η αριστερή σκέψη αρκείται στη θεωρητική επανεπεξεργασία του μαρξισμού, στα χνάρια των χειρότερων τάσεων του ’70 και του ’80, σαν να μην έχει πάρει χαμπάρι ότι η θεολογία του παρόντος αιώνος είναι ο νεοφιλελευθερισμός· νοσταλγεί τον σοβιετικό σχηματισμό και αναρτά πορτραίτα του Στάλιν για να ξεδώσει, ενώ ο Πατερούλης της εποχής λέγεται Αγορά και οι φασίστες κυβερνάνε τις ΗΠΑ παίζοντάς το «εναλλακτική δεξιά». Ούτε η αριστερή σκέψη ασχολείται με κάποιους άνευ σημασίας, αν και πάρα πολλούς, που συνεχίζουν να είναι φτωχοί, άνεργοι, απερίθαλπτοι, πρόωρα νεκροί. Είναι πια θεολογία, μια θεολογία της επανάστασης: όπως η θεολογία περιμένει τη Δευτέρα Παρουσία που άργησε για 19 αιώνες, έτσι κι η αριστερή θεολογία υμνεί την επανάσταση και την προσδοκά, σαν μια συντέλεια ανέφικτη, για τη ματαίωση της οποίας πρέπει να έχουμε ενοχές εμείς οι αμαρτωλοί μικροαστούληδες.

Βλέπουμε μια ιεραρχία που βγήκε από το χρονοντούλαπο της ιστορίας. Όταν ο Δημητριάδος τότε Χριστόδουλος και ο Αλεξανδρουπόλεως τότε Άνθιμος βγήκανε το 1987 να υπερασπιστούν τις θέσεις της Ιεραρχίας απέναντι στην τελευταία προσπάθεια να τελειώνουμε στην Ελλάδα με το ψέμα της «συναλληλίας» Κράτους-Εκκλησίας, είχανε παραδεχτεί ότι δεν είχαν ιδέα πώς να απευθυνθούν σε κανονικούς ανθρώπους, πέραν του ποιμνίου τους δηλαδή. Έκτοτε έχουνε γίνει λαλίστατοι οι δεσποτάδες και με επιρροή έξω από τον θαυμαστό μικρόκοσμο των σοσιαλμήντια: αναθεματίζουν τη γιόγκα, συνιστούν αφρόλουτρα αντί για άλατα μπάνιου, ορίζουν πώς να πηδιόμαστε, τι θα γλείφουμε και τι θα τσιμπουκώνουμε και τι θα βάζουμε στον «σωλήνα αφόδευσης» (κάποιοι από αυτούς μιλώντας εκ πείρας), ενώ έχουν επαναφέρει μοναδικές στιγμές μετεμφυλιοπολεμικής χυδαιότητας και θεματικές στυγνής κι απάνθρωπης μισαλλοδοξίας στον δημόσιο λόγο καταδιώκοντας πρόσφυγες και κατατρεγμένους. Παράλληλα κάνουνε σχολική κατήχηση στα παιδιά μας, ενώ θησαυρίζουν από τις γιορτές μας και από τους πεθαμένους συγγενείς μας.

Βλέπουμε αναθεωρητές νεοσυντηρητικούς να κηρύσσουν την εξιλέωση ταγματασφαλιτών, την αθώωση δοσιλόγων, να αναγνωρίζουν ελαφρυντικά στη Χούντα. Εσχάτως ισχυρίζονται ότι τη δεκαετία του ’80 επικρατούσε κουλτούρα ανομίας και του τζάμπα. Δεν πειράζει, εδώ κατάφεραν άλλοι κάποτε να μας πείσουν ότι μάγισσες έκαιγαν επί Μεσαίωνα και όχι επί λαμπρής και αγνής Αναγέννησης, όπου το ανθρώπινο πνεύμα καθολικώς ζούσε την ευδία ανοιξιάτικων ημερών και καλά.
Βλέπουμε να έχουν παραγκωνιστεί οι ανθρωπιστικές σπουδές και τη συστηματική παραχάραξη των όρων (που αρεσκόμαστε να αποκαλούμε «έχουνε χάσει οι λέξεις το νόημά τους» κτλ.). Βλέπουμε λοιπόν τη δουλοπρέπεια να αποκαλείται ευρωπαϊσμός, τις πολιτικές Ιεράς Συμμαχίας να θεωρούνται ορθολογισμός, τον οικονομικό νεοφιλελευθερισμό να αναγορεύεται σε επιστήμη με ό,τι άλλο να αποτελεί δοξασία, να συγχέεται η λογοκρισία κι ο ευφημισμός με την πολιτική ορθότητα, τον φεμινισμό και τον νεοσυντηρητισμό να εναγκαλίζονται θανάσιμα ενώ επιχαίρει η μεγάλη τάξη της πατριαρχίας. Παίζουμε πινγκ πονγκ με προκάτ σχήματα, κυρίως ρητορικά και προτηγανισμένης σκέψης, στην απουσία της κριτικής συζήτησης που προκαλούν και γονιμοποιούν οι ανθρωπιστικές, κοινωνικές και οι πολιτικές επιστήμες. Απεχθανόμαστε την απόκλιση από τη νόρμα και από το κανονικό, τρέμουμε τη σάτιρα. Κάθε υπερβολή και κάθε παραφορά μας αποσυντονίζουν, όπως και θα έπρεπε, αλλά η αντίδρασή μας είναι να τις καταστείλουμε.

Βλέπουμε ναζί να κυκλοφορούν ελεύθεροι και μπάτσους παντού μέσα στις πόλεις. Ναζί, ρε πούστη. Ναζί και μπάτσοι. Κι αν εξαιρέσεις τις στολές, στρατιωτικής πια εμπνεύσεως κι εκτέλεσης, δεν ξέρεις συνήθως ποιοι είναι ποιοι.

Κυρίως, τέλος, βλέπουμε έναν ολόκληρο λαό που εθίζεται στη σκληρότητα και στη σκατοψυχιά. Έναν κόσμο που αντιδρά κι εκτονώνεται μισώντας τζάμπα και βερεσέ. Μετά από εφτά χρόνια κρίσης θα μπορούσαμε να έχουμε στήσει ακόμα πιο εκτενείς δομές αλληλεγγύης ή, τουλάχιστον, να εκτονωνόμαστε με μουσική και σεξ και ναρκωτικά. Δυστυχώς επιλέξαμε να προσκυνάμε τους θεούς του Σώρρα ή τιμιόξυλα και κάρες, να βρίζουμε τους δυνατούς ξένους και να κυνηγάμε τους εξαθλιωμένους ξένους.

Ευτυχώς έχουμε την τηλεόραση και τα σοσιαλμήντια, δηλαδή.

Η φωτογραφία είναιμιμίδιο από τη χρυσή εποχή TUMURIKI — πριν κανα χρόνο, δύο, δηλαδή: ένας χρόνος του φέισμπουκ είναι εφτά ανθρώπινα.

«Είχατε και στο χωριό σας;»

Μαθαίνω προχτές ότι ο κύριος με το κολωνάτο ποτήρι σπριτς στη συγκέντρωση των Μένουμε Ευρώπη είπε ότι έχει ζήσει χρόνια στην Ιταλία και ότι εκεί είναι συνηθισμένο να κατεβαίνεις σε πορείες και συγκεντρώσεις με ποτό στο χέρι.
Αν είχε ζήσει στην Ινδία θα έβρισκε εύλογο να παραβιάζει φωτεινούς σηματοδότες; Όχι, ενδεχομένως γιατί δεν θα θεωρούσε την Ινδία πολιτισμένη χώρα. Είπα να πω κάτι για το πώς μας θεωρούν εμάς οι βραχμάνες Ινδοί, με τέσσερις χιλιετίες κυρίλα και προνόμιο στην πλάτη τους, αλλά είπα το εξής:
Αν είχε ζήσει χρόνια στη Βαρκελώνη, όπου τα πατώματα των xampanyeria είναι ανοιχτές χωματερές στις οποίες ρίχνεις ανέμελα ψίχουλα, χαρτοπετσέτες, αποφάγια, ψαροκόκκαλα, αποδείξεις, κουκούτσια κτλ., θα έκανε το ίδιο και στα Μπακαλιαράκια, λ.χ.; Και αν παρ’ ελπίδα ναι, θα έλεγε «έτσι κάνουμε στη Μπαρσελόνα»;
Σήμερα πάλι διάβασα για ένα «αγγλικό πρωινό» που απαρτίζεται από τα εξής (βρείτε τα λάθη):
δεν αντιστάθηκα στον πειρασμό ενός full English breakfast – με αυγά σκραμπλ σε τοστ, μπέικον, λουκάνικο και φασόλια – συνοδευόμενου από τσάι Earl Grey με μέλι
Ηθικό δίδαγμα; Επαρχιωτισμός είναι και να μην ξέρεις πού βρίσκεσαι· επίσης, να επικαλείσαι πασαλείμματα παρεπιδημίας ως διαπίστευση κοσμοπολιτισμού.

Δεν υπάρχουν οδηγίες και δεν χρειάζονται

Είτε μας αρέσει είτε όχι, μερικοί άνθρωποι δεν θα βγούνε ποτέ από μια νοοτροπία κανονιστική του βίου. Είτε στα ίσα είτε έμμεσα συνεχώς θα ψάχνουν κάποιον να τους πει πώς να μιλάνε, τι να τρώνε, τι να σκέφτονται, πώς να πηδιούνται και πώς να ζούνε. Μου το έλεγαν φίλοι μου παπάδες, μου το έχει πει φίλος κλινικός ψυχολόγος: αυτή είναι η πιο δύσκολη κατηγορία εξομολογουμένων και ασθενών, άνθρωποι που αγκιστρώνονται πάνω σου και περιμένουνε να τους πεις τι να πράξουνε και πώς να ζήσουν· «περιδεείς» τούς έλεγαν οι παπάδες.

Οι περιδεείς άνθρωποι επιπλέον βλέπουνε παντού παγίδες, απάτη κι απαγορεύσεις. Ο κόσμος τους είναι γεμάτος από ανθρώπους έτοιμους να τους κατακρίνουν, ενώ εκείνοι αναζητούν κάποιον να τους πει πώς να ζούνε — χωρίς να τους κριτικάρει όμως. Προσπαθούν να εντάξουν βιώματα, ιδέες, πράξεις, γεγονότα σε απλούς κανόνες και αντιλαμβάνονται νομικίστικα το παν. Δεν έχει σημασία ποιο δίκαιο θα επιλέξουν: τη δική σου γνώμη, τον μαρξισμό, τι θα πει ο κόσμος, τη θρησκεία, την αισθητική (τους) ή ό,τι άλλο. Σημασία έχει ότι τα πάντα ζυγίζονται και αξιολογούνται με βάση αυτό το δίκαιο.

Ταυτόχρονα οι περιδεείς εναποθέτουν τις αποφάσεις για το τι είναι σωστό και τι δεν είναι εντάξει στους άλλους, όχι στις αρχές τους όπως τις ερμηνεύουν οι ίδιοι. Δεν θέλουν τίποτε να ερμηνεύουν, θέλουν οι άλλοι να τους ερμηνεύσουν και να τους ερμηνεύσουν ευνοϊκά. Μέχρι να τους τραβήξει η ζωή απ’ τα μαλλιά, απότομα και δυνατά σαν μαθητριούλα που εξανέστη.

Γιατί, όχι, δεν λέει κανείς να γίνουμε Βέρθεροι και μπουκοφσκικοί, ούτε καν ντοστογιεφσκικοί. Αλλά δεν επιλύονται όλα με κανόνα και γνώμονα. Δεν θα πάμε να καταστραφούμε για τον έρωτα και την επανάσταση όλοι, εντάξει, να μη γίνουμε αλκοολικοί και πρεζόνια, να μην κλείνουνε σπίτια (κάτι που στην εποχή μας έχει γίνει πιο σημαντικό από ποτέ) με μοιχείες και μοναχισμούς και οράματα Τσε και Σβάιτσερ, να βρίσκονται όλα σε μια σειρά τακτοποιημένα. Εντάξει, οκέι: όσο απορρυθμίζεται η κανονικότητα γύρω μας, τόσο την αποζητούμε στον ιδιωτικό βίο, κατανοητό και αυτό.

Αλλά δεν γίνεται να θες να σβήνεις ό,τι σε ταράζει και σε μετακινεί και σε αναγκάζει να τραυλίσεις. Κι όχι, δεν μιλάω μόνο για έρωτα εδώ, αν και έχω και τον έρωτα υπόψη, μιλάω και για ό,τι μας αναγκάζει να μετεωριστούμε, να υπάρξουμε σε συνθήκες ελεύθερης πτώσης: να ξαναεξετάσουμε τα δεδομένα μας και τις παραδοχές μας.

Γιατί «δεν υπάρχει κράτος»;

Από μαθητής ακούω ότι δεν υπάρχει κράτος, ελληνικό βεβαίως, και ότι δεν είμαστε λαός αλλά μάλλον πρόβατα ή τσακάλια — κοπάδι ή αγέλη πάντως.
Οι ερμηνείες του φαινομένου αυτού συζητιόντουσαν αρχικά στις εκθέσεις ιδεών, στα καφενεία και στο Ζάππειο· κατόπιν αναλύονταν διεξοδικά στα μπλογκ και την τελευταία επταετία στα κανάλια, στον Τύπο και στα σοσιαλμήντια. Οι ερμηνείες περιελάμβαναν τις εξής:
  • Τετρακόσια χρόνια Οθωμανοί (των οποίων το κράτος δεν ήτανε λιγότερο κράτος από την Αυστρο-Ουγγαρία, όμως laisse tomber).
  • Βυζαντινισμός και Ορθοδοξία (όπως η Ρωσία και, πιο κοντά στη δική μας κλίμακα, η Ρουμανία;).
  • Μεσογειακή ραστώνη (όπως Ισραήλ, Καταλονία κτλ;).
  • Κουλτούρα ανομίας και του τζάμπα, μεταπολιτευτικός σοβιετισμός (δοξασία ανθρώπων που προφανώς διακτινίστηκαν στην Ελλάδα το 2004).
Δεν λέω ότι οι παραπάνω ερμηνείες είναι εντελώς για τα μπάζα. Μιλώντας για μπάζα, η απόρριψή τους όπου να ‘ναι, όπως και τα αυθαίρετα, η απουσία κτηματολογίου ή το διαρκές κάζο με τους ΧΥΤΑ, είναι μέρος πολιτικής του κράτους ή, καλύτερα, πολιτικής διαδοχικών κυβερνήσεων: η μυθική «διάχυτη ανομία» ποτέ δεν επεκτάθηκε λ.χ. στη δημιουργία σοβαρού οργανωμένου εγκλήματος, στη συστηματική κλοπή ηλεκτρικού ρεύματος κτλ. Επειδή «διάχυτη ανομία» δεν υπήρξε ποτέ: το ελληνικό κράτος ξέρει και να επιβάλλεται και να επεμβαίνει και να αστυνομεύει και να σωφρονίζει (ακόμα και να εισπράττει) όταν αυτό συμφέρει το πολιτικό προσωπικό του και τις ελίτ του — όπως και κάθε κανονικό κράτος.
Οι παραπάνω ερμηνείες δεν είναι λοιπόν εντελώς για τα μπάζα. Αλλά αναρωτιέμαι γιατί ποτέ δεν άκουσα τις κάτωθι ερμηνείες περί το γιατί δεν υπάρχει κράτος:
  • Σύμπηξη κράτους υπό την καθοδήγηση Βαυαρών (…) ευγενών σε έναν χώρο πολύμορφο πολιτισμικά και όλο γεωγραφικούς θύλακες: κράτος οθνείο και εσωτερικά αποικιοκρατικό.
  • Μεταρρύθμιση του κράτους πολλάκις κατά τα πρότυπα του γαλλικού εθνικού κράτους, πάντοτε συγκεντρωτικού, μονόγλωσσου και εθνοκεντρικού: κράτος μακρινό και μονολιθικό.
  • Πόλεμος μεταξύ του κράτους και μεγάλου μέρους του πληθυσμού μεταξύ 1944 και 1974: κράτος μητριά και ενίοτε ανοιχτά εχθρικό.
Δεν λέω ότι οι αυτές οι παράμετροι ερμηνεύουνε τα πάντα. Αλλά αναρωτιέμαι πώς θα ήταν ο δημόσιος διάλογος όχι μόνον αν ξεχνάγαμε λίγο τους αφελείς επαρχιωτισμούς, αλλά αν λαβαίναμε υπόψη και αυτά τα τρία σημεία.