Εκλογές 2023

P.W. Atkins ― The Creation

I

Όπως ακούραστα μου επαναλαμβάνει ο mhulot, η τραπ είναι συντριπτικά το δημοφιλέστερο μουσικό είδος στην Ελλάδα. Για παράδειγμα, τα κομμάτια του Sidarta έχουν εκατομμύρια ακροάσεις, με κάποια από αυτά να φτάνουν τις 20.000.000 ακροάσεις μόνο στο Spotify. Επειδή μπλογκ σαν κι αυτό διαβάζουν οι άνθρωποι που δεν ακούνε τραπ μάλλον αναρωτιέστε «Ποιος είναι αυτός; ποιοι τον ακούν;».

Η απάντηση είναι ότι τον ακούνε φτωχοί άνθρωποι και νέοι άνθρωποι, δύο κατηγορίες του ελληνικού λαού που τάχιστα προχωρούν προς πλήρη ταύτιση μεταξύ τους. Κι αν αναρωτηθεί κανείς γιατί δεν ακούγονται αυτά τα κομμάτια στα ραδιόφωνα ή στην τηλεόραση, γιατί στα γερασμένα σοσιαλμήντια τύπου Facebook δεν σκάνε πιτσιρικάδες σαν τον Sidarta σε κάθε τέταρτο στάτους, η απάντηση είναι απλή: η μεν φτώχεια είναι αόρατη γενικώς, ενώ όσοι δεν είμαστε νέοι άνθρωποι εχουμε αποτραβηχτεί μέσα στη φούσκα συγκεκριμένων μέσων κοινωνικής δικτύωσης…

Αφενός λοιπόν η φτώχεια στον δυτικό κόσμο, και ως προς αυτό ανήκουμε φουλ στον δυτικό κόσμο, είναι αόρατη και οφείλει να παραμένει αόρατη. Αυτή είναι ίσως μια βασική διαφορά πλέον με τον λεγόμενο Τρίτο Κόσμο: όχι πια τα ίδια τα ποσοστά φτώχειας παρά κατά πόσο βρίσκεται η φτώχεια σε δημόσια θέα ή όχι. Στην Ελλάδα η φτώχεια είναι κρυμμένη και βεβαίως αποτελεί αντικείμενο περιφρόνησης πολύ πριν τη νεοφιλελεύθερη παραφροσύνη, σύμφωνα με την οποία οι φτωχοί ευθύνονται για τη φτώχεια τους.

Αφετέρου είναι πια φανερό ότι όσοι κινούμαστε στο (ολοένα και πιο άκαμπτο) πλαίσιο μπλογκ-φέισμπουκ-ίνστα είμαστε μιας άλφα ηλικίας, εντός ενός άλφα ηλικιακού εύρους και (τελικά) όχι απελπιστικά φτωχοί. Οι όντως νέοι άνθρωποι δραστηριοποιούνται (γιατί περί δραστηριοποίησης πρόκειται) σε άλλα ΜΚΔ. Όπως οι πολύ ηλικιωμένοι και κάποιοι λιγότερο μορφωμένοι αν και λιγότερο ηλικιωμένοι βρίσκονται στη φούσκα της τηλεόρασης και των ΜΜΕ, εμείς βρισκόμαστε μέσα στην προνομιούχα και κάπως άνετη φούσκα των κυριλέ ΜΚΔ, αφήνοντας τη ζούγκλα του τουίτερ και το πανηγύρι του τικτόκ σε πολύ νεότερες και μάλλον φτωχότερες ομάδες.

ΙΙ

Με δυο λόγια: όσα διαβάζουμε και βλέπουμε εδώ μέσα είναι κάτι σαν Σκάι-Σταρ-Αντέννα για «τον δικό μας κόσμο». Οι μεγάλες πλειοψηφίες, οι πραγματικά νέοι, τα θύματα των Μνημονίων βρίσκονται έξω από εδώ, έξω από αυτή τη σοσιαλμηντιακή φούσκα μπλογκ-φέισμπουκ-ίνστα: δραστηριοποιούνται σε άλλα ΜΚΔ και στον πραγματικό κόσμο, κάποιοι από αυτούς αρκετά φτωχοί ώστε να είναι και αόρατοι και ενδεχομένως χωρίς καθόλου φωνή εκτός από εκείνη που τους προσφέρει η πολύ απεχθής μας μουσική τους.

Όταν το 2019 οι ιδεολογικές και φορολογικές και αισθητικές ανησυχίες όσων εκπροσωπούμαστε εδώ μέσα επέτρεψαν στον Μητσοτάκη και την κλίκα του να κυβερνήσει σίγουρα δεν έλαβαν υπόψη αυτούς τους άλλους που βρίσκονται αλλού.

Κάποιοι βρίσκαμε τον ΣΥΡΙΖΑ μπανάλ ή λιγότερο ριζοσπαστικό από όσο ήταν τον Ιανουάριο του ’15 ― αν και μέχρι τον Σεπτέμβριο του ’15 είχε ολοκληρωθεί ο μετασχηματισμός του σε σοσιαλδημοκρατικό κόμμα που ειδικεύεται σε όσα ειδικεύεται η σοσιαλδημοκρατία: στις μισές δουλειές, στην ατολμία ως τακτική, στη συμμόρφωση με το Κακό (βλέπε Προσφυγικό), στην εργώδη προσπάθεια να προσεταιριστεί αυτούς που δεν θα έπρεπε.

Κάποιοι δεν αντέχαμε να μας φορολογεί ανελέητα για να προσφέρει στους «θεσμούς» πλεόνασμα.

Κάποιοι αποστρεφόμασταν τη χαζοπαπανδρεϊκή αισθητική μιας κυβέρνησης που ούτε κυριλέ ήταν αλλά ούτε πραγματικά λαϊκή μπορούσε να το παίξει.

Κατά συνέπεια είτε δεν ψηφίσαμε τίποτα, είτε το ρίξαμε Μητσοτάκη. Με την ψήφο ή με την αποχή φέραμε έναν λιμασμένο θίασο αγυρτών, κομπογιαννιτών, κλεπτοκρατών και απατεώνων στην εξουσία και τους ρίξαμε μέσα στη μαρμίτα με το δημόσιο χρήμα και τα δημόσια αγαθά. Η κληρονομιά που ήδη έχουν αφήσει πίσω τους είναι ήδη μη αναστρέψιμη: κάποιες ζημιές δεν ξεγίνονται μέσα σε ορίζοντα λίγων ετών. Ας αναλογιστούμε μόνον ότι το 1938 της Βαρκελώνης, το 1944 της Αθήνας, ή το 1973 της Χιλής δεν αποκαταστάθηκαν ακόμα.

Και μαντέψτε ποιοι την πληρώνουν την ιδεολογική και αισθητική καθαρότητα τη δική μας: όσοι δεν ανήκουν στη φούσκα μας.

III

Βλέπω λοιπόν πολλούς και πολλές εδώ μέσα να περηφανεύονται ότι παραμένουν πούροι αναρχικοί ή πούροι μαρξιστές (και μπράβο τους) κι ότι δεν θα πάνε να ψηφίσουν τίποτα, διότι το είπε και η Έμμα η Γκόλντμαν, το είπε και η Ρόζα η Λούξεμπουργκ: αν οι εκλογές άλλαζαν τίποτε θα ήταν παράνομες· επίσης «αστική δημοκρατία»· επίσης αυτοοργάνωση· επίσης ο λαός θα σώσει τον λαό· επίσης τέτοιοι είστε κι είστε όλοι ίδιοι κτλ κτλ κτλ.

Βεβαίως, από την Έμμα και τη Ρόζα μέχρι τον μπάρμπα μου τον Κουκουέ που δεν το ρίχνει πια ούτε ΚΚΕ, η εναλλακτική επιλογή στις εκλογές δεν είναι να επιτρέπουμε στην αντιδραστικότερη Δεξιά μετά το 1953 να ξηλώνει όσα δεν αλώνει, αλλά η επαναστατική δράση. Αλλιώς η αυτοοργάνωση είναι αναιμική φιλανθρωπία ή ασυνάρτητος ακτιβισμός, ενώ η όποια εκλογική απεργία διευκολύνει την ανάρρηση στην εξουσία του κάθε Μητσοτάκη: με άλλα λόγια, όσο δεν υπάρχει επαναστατική ανατροπή έχουμε πολιτικό χρέος να υπερασπιζόμαστε το κακό απέναντι στο χειρότερο.

Και γιατί λοιπόν να μην κάνουμε Επανάσταση; Επειδή επαναστάσεις γίνονται μόνον όταν η κανονικότητα καταντάει πιο θανάσιμη από την επαναστατική βία και τις συνέπειές της.

Απλούστερα ακόμα: αυτοί που έχουνε παιδιά λαχταρούν να τα δουν να μεγαλώνουνε και, αν γίνεται, να έχουνε να φάνε. Δε θέλουν ούτε να τα σφάξουν οι φασίστες σε κανα χαντάκι, ούτε να αποκεφαλιστούν για παραδειγματισμό, ούτε να τα βομβαρδίσει ο λαβωμένος τύραννος μέσα στο σπίτι τους ή σε κανα νοσοκομείο, ούτε — χειρότερα — να πέσουν από ελεύθερους σκοπευτές του LFJ που τους πέρασαν για πεμπτοφαλαγγίτες του JLF επειδή πήγαν να αγοράσουν πράσα με το δελτίο. Και, ίσως, οι επαναστάσεις πετυχαίνουν όταν όσοι έχουνε παιδιά συνειδητοποιούν ότι αν δεν πετύχει η επανάσταση τα παιδιά τους θα τα σφάξουν οι φασίστες σε κανα χαντάκι, ή θα ζήσουνε σα σκλάβοι, ή θα τα λησμονήσει ο γιατρός που λύγισε από υπερκόπωση μέσα σε κανα νοσοκομείο «με ελλείψεις», ή ― χειρότερα ― θα πέσουν νεκρά από νευρικούς ελεύθερους σκοπευτές του Κράτους που τους πέρασαν για τρομοκράτες με σακίδιο στην πλάτη, σαν εκείνο το παιδί που το ξεχάσαμε, τον Βραζιλιάνο που πήγε στο Λονδίνο κι αυτό για να σπουδάσει.

Η Δεξιά του Κυρίου

Μα θα μου πείτε, δεν ισχύει αυτό; Για όσους είμαστε εντός της φούσκας μπλογκ-φέισμπουκ-ίνστα μάλλον όχι, γι’ αυτό άλλωστε κι έχουμε την πολυτέλεια να μην πάμε να ψηφίσουμε, ακόμα και αν δεν έχουν ωριμάσει οι συνθήκες για επαναστατική δράση. Για όσους είναι πάρα πολύ φτωχοί ή απελπιστικά νέοι ή αόρατοι με κάποιον άλλο τρόπο όντως η κανονικότητα η δική μας είναι πιο θανάσιμη από το ενδεχόμενο επαναστατικής βίας. Βεβαίως όσοι είμαστε εντός της φούσκας δεν μπορούμε να το γνωρίζουμε αυτό γιατί δεν τους βλέπουμε, δεν ζούμε με μαύρα 500 ευρώ τον μήνα, δεν ξέρουμε τίποτα για την τραπ εκτός από το ότι είναι σεξιστικά σκουπίδια (…), ενώ ό,τι αφορά αυτούς τους ανθρώπους και τελικά διαπερνάει τα κυτταρικά τοιχώματα της δικής μας φούσκας το αντιμετωπίζουμε με τον γνωστό πατερναλισμό και συναισθηματισμό, όταν δεν μας πιάνει ηθικός πανικός, αριστερός ή δεξιός.

Κατανοούμε τους αόρατους (για εμάς) νέους και φτωχούς τόσο ατελώς και τόσο στρεβλά όσο οι ενοικούντες τη φούσκα των ΜΜΕ, ο γηραιός λαός του Σκάι-Σταρ-Αντέννα, κατανοεί εμάς.

IV

Επαναλαμβάνω: δεν ψηφίζουμε για να επικρατήσει το Καλό κτλ. Στην καλύτερη περίπτωση ψηφίζουμε για να επικρατήσει το μικρότερο Κακό, ιδίως όταν οι εναλλακτικές λύσεις περιλαμβάνουν ένα βρωμερό μπουκέτο από φασίστες και δουλάκια των ισχυρών και αδίστακτων. Και όσο να ‘ναι, βοηθάει και η απλή αναλογική.

Ραββουνί!

Hans Memling ― Το ρετάμπλ του Αγίου Ιωάννη

Η Τατιάνα Γκορίτσεβα έγραφε ότι αγάπη είναι η παραίτηση από τη δύναμη.

Εγώ δεν πιστεύω στην αγάπη ως καραμέλα, ενώ μου προκαλεί δυσφορία η πληθωριστική συνήθεια να αποκαλούμε αγάπη καθετί όμορφο και αληθινό.

Παράλληλα, τίποτε αληθινά όμορφο δεν μπορεί να γίνει αν δεν παραιτηθείς από τη δύναμη και από το προνόμιο· τίποτε ευφρόσυνο κι αληθινό δεν θα «δημιουργήσεις» ή θα «παράξεις» εάν δεν βουτήξεις σε αυτό που φτιάχνεις ώστε αναδυόμενος να το προσφέρεις στους άλλους, σε εκείνους που θέλεις να κάνεις λίγο πιο χαρούμενους ή λίγο σοφότερους (σπανίως και τα δύο).

Ειδικά αν προγυμνάζεις, εκπαιδεύεις, προπονείς ― ή δεν ξέρω τι άλλο ― πρέπει αφού βουτήξεις σε αυτό που κάνεις κατόπιν να νιώσεις την ανάγκη και τον κόπο εκείνων που σε εμπιστεύονται, των οποίων ο βιοπορισμός, τα όνειρα ή και η χαρά εξαρτώνται από εσένα.

Δεν πιστεύω βεβαίως ούτε στη στανική καλοσύνη, άλλωστε τίποτε όμορφο δεν γίνεται χωρίς ιδρώτα, ενώ ελάχιστα γίνονται χωρίς δάκρυα. Δεν υπάρχει όμως κανένας λόγος να είσαι εσύ αυτός που θα προκαλέσει τα δάκρυα, και μάλιστα χωρίς άμεσο παιδαγωγικό (ας πούμε) σκοπό.

Από αυτή την άποψη για τους κατά βάθος ευτυχισμένους ανθρώπους, όποιοι και όσοι αν είναι αυτοί, δεν υπάρχει θεός και δεν χρειάζεται να υπάρχει θεός. Υπάρχει ενδεχομένως ανέκφραστη ή μάλλον άρρητη και ανεκλάλητη, σχεδόν άπιαστη, αίσθηση ευγνωμοσύνης για τη ζωή. Μια αίσθηση που λίγες συμφορές μπορούν να σαρώσουν.

Δεν κάνω προβλέψεις

Ralph Soupault, δεκαετία του ’40: εβραιομασώνοι και γκωλικοί εμποδίζουν τη Γαλλία να μπει στη μεγάλη ευρωπαϊκή οικογένεια.

Η Μάργκαρετ Άτγουντ με σωφροσύνη δήλωσε το παραπάνω στην πρόσφατη ομιλία της στην Αθήνα. Εγώ που ούτε τα βιβλία της έχω γράψει ούτε τη σοφία της διαθέτω, θα αποπειραθώ να κάνω προβλέψεις για το τουριστικό προτεκτοράτο της Ελλάδας (να μια πρώτη πρόβλεψη).

Η αστυνομία θα πυροβολεί στον αέρα και μετά όχι στον αέρα αλλά οι τραυματισμοί και οι φόνοι από τα όπλα της νόμιμης βίας θα αποδίδονται στην ανάγκη της Αριστεράς για νεκρούς και θύματα, άλλωστε ως γνωστόν οι Αλβανοί σκοτώνουν, όχι η ΕΛΑΣ.

Θα κατοικούμε σε ημιυπόγεια και αποθήκες πληρώνοντας ενοίκια ισόποσα των μισθών μας αλλά δεν θα μας πειράζει γιατί επιτέλους θα βάλουμε πλάτη να αναδειχθεί το κέντρο της Αθήνας όπως του αξίζει και όπως το θέλουν οι ιδιοκτήτες του: κάτι κάσες με πόδια που κατοικούν στο Κολωνάκι ή κάτι κληρονόμοι και γόνοι που μετακόμισαν κάπου βόρεια και βεβαίως οι ποιοτικοί μας τουρίστες.

Θα εξαγοράζονται οι οικείοι των θυμάτων της μαζικής ιδιωτικοποίησης των δημόσιων αγαθών, ίδίως των Μέσων Μεταφοράς, της Υγείας, του νερού, της πυρόσβεσης (θα δούμε κι άλλα σε αυτόν τον τομέα), με χαρτιζιλίκια και διορισμούς. Όλα καλά: cost effective διαχείριση.

Δεν θα μαθαίνουμε τίποτε από όλα αυτά, ή τίποτε γενικώς, επειδή ο Τύπος και τα Μέσα Ενημέρωσης ήδη κάνουν τη Zëri i Popullit επί Χότζα να μοιάζει με τους New York Times. Κι όποιος διαφωνεί με τον εγχώριο Τύπο, που αναπαράγει ό,τι λέει η Αστυνομία ή τα ραβασάκια του Μεγάρου Μαξίμου, είναι πράχτορας κι ανθέλληνας και Τούρκος και Εβραίος ― αν και των τελευταίων τις ψήφους τις χρειαζόμαστε.

Από κάποιες εκλογές (το ’23; το ’26; το ’30; θα σας γελάσω) θα προκύψει μια σχεδόν αριστερή κυβέρνηση. Φυσικά, τον 21ο αιώνα «αριστερή» σημαίνει να μην απαρτίζεται αφενός από νεοφιλελεύθερα αρπακτικά και τη συνοδεία τους από εργολάβους και αντρεπρενούρ, αφετέρου από ρατσιστές εθνικιστές χριστοκάπηλους (πρωτο)φασίστες. Θα προσπαθήσει η κυβέρνηση αυτή να μαζέψει το trainwreck ― όπως λένε κι οι Άγγλοι όταν κάτι πάει τραίνο με την ελληνική έννοια. Θα αποτύχει οικτρά και θα τη διαδεχθεί ο Άδωνις / ο Βορίδης / ο Μπακογιάννης / κάποιος άλλος Μητσοτάκης.

Πάντως η κανονικότητα δεν θα διασαλευθεί.