Με αφορμή τις Βάκχες της Κοντούρη

 @ELINA GIOUNANLI / ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ

Διάβασα τις Βάκχες όταν ήμουν 19 χρονών. Δεν είχα καταλάβει πολλά. Το να είσαι 19 χρονών το 1992 δεν ήταν το ίδιο με το να είσαι 19 χρονών σήμερα: ήμασταν στερημένοι από ερεθίσματα τότε, γεμάτοι ιδέες που νομίζαμε πρωτότυπες ενώ τις είχε δουλέψει κόσμος και κοσμάκης παλαιόθεν.

Επί σκηνής τις Βάκχες τις είδα μία φορά τότε με τον Ρουβά, παράσταση στην οποία το κείμενο νικάει κάθε αντιξοότητα και θριαμβεύει, και χτες σε σκηνοθεσία Νικαίτης Κοντούρη, που ήταν όμως ολοκληρωμένος δραματικός θρίαμβος.

Αναρωτιέμαι πώς θα ήταν η Κριτική εάν ο Αριστοτέλης δεν είχε τον Οιδίποδα Τύραννο ως πρότυπο τραγωδίας αλλά τις Βάκχες· πολύ πιο ενδιαφέρουσα ίσως.

Ενδεχομένως να μην έφταιγε που ήμουν 19 χρονών και βλήμα. Πιθανόν να μην είμαστε σε θέση να καταλάβουμε τις Βάκχες και όχι λόγω της απόστασης που έχουμε από τον αρχαίο κόσμο.

Το βασικό πρόβλημα είναι ότι οι Βάκχες αποτελούν παράδειγμα έργου στο οποίο δεν μπορείς να ξέρεις «τι θέλει να πει ο ποιητής». Πρέπει να προσεγγίσεις το κείμενο με nuance και ερμηνευτική αμφιθυμία:

Μας μιλάει για το πόσο τυφλή είναι η εξουσία; μα η τιμωρία του φορέα της, του Πενθέα, είναι δυσανάλογη και βεβαίως η οργή (που μοιάζει με ανθρώπου κι όχι θεού) παίρνει μπάλα αθώους όπως η Αγαύη και ο Κάδμος.

Μας μιλάει για το ότι δεν πρέπει να τα βάζουμε με τους θεούς; Ποιος; Ο Ευριπίδης; Ίσως, αλλά όχι για να μας νουθετήσει παρά για να μας υπενθυμίσει ότι είμαστε αθύρματά τους. Γίνεται πολύς λόγος για δικαιοσύνη στο έργο ― αλλά η φρικτή πτώση της Αγαύης και του Κάδμου;

Πρόκειται λοιπόν για μια απλή ιστορία εκδίκησης; Ίσως να γινόταν στα χέρια του Ταραντίνο.

Ενδεχομένως λοιπόν ο πολιτισμός μας να μην είναι σε θέση να ερμηνεύσει το κείμενο. Μέσα του πάντως βρίσκονται πηγές που θα εκβάλουν στις μεσογειακές θρησκείες αλλά και στην ψυχανάλυση…

Πάντως η Κοντούρη άψογα το σκηνοθέτησε (και στη σωστή μετάφραση: Χειμωνάς). Δεν υπήρχε τίποτα σε όσα έκανε που δεν ήταν θαυμαστό:

Η κίνηση των ηθοποιών, σφαλιάρα στην άκαμπτη κληρονομιά της κυρίας Συνοδινού αλλά και καρποφόρα αξιοποίηση όσων χρόνια έκανε ο Τερζόπουλος. Η χρήση της σκόνης, που μετατρέπεται σε κάτι μεταξύ συμβολικής ταφής και νέφους κόκας. Το σκηνικό και οι φωτισμοί: υποβλητικά χωρίς να γίνονται πασαρέλα για μυστήρια.

Η εκφορά του λόγου, καίρια και οξύστομη, υπόδειγμα για κάποιους αμελείς ή και δύσαρθρους Έλληνες ηθοποιούς.

Τα κουστούμια, που έκλειναν το μάτι χωρίς να κραυγάζουν «αχ δείτε μια αλληγορία για το Χ» ― θα επανέρθω στα γάντια του Πενθέα. Το μακιγιάζ λειτουργικό και σε αρμονία με την υπόλοιπη όψιν.

Η επιλογή της μουσικής των Θραξ Πανκc και η διδασκαλία του Χορού, ο οποίος (επιτέλους) δρούσε.

Η διδασκαλία των ηθοποιών. Ποτέ δεν περίμενα να με πείσει τόσο βαθιά ο Σακελλαρίου για Διόνυσος. Η Παππά ως Τειρεσίας, ο Άγγελος, η Αγαύη: όλες και όλοι. Θαύμα.

Ιδιαίτερη μνεία στον καταπληκτικό Παπασπηλιόπουλο Πενθέα: η Κοντούρη τον στήνει σαν έναν Κυρανάκη που μιλάει σαν Μπογδάνος. Επίσης του έδωσε γάντια τύπου Γκίλντας αλλά από υλικό που τα κάνει κατάλληλα για φιστάρισμα ολκής. Ο Παπασπηλιόπουλος φρόντισε ωστόσο να μη γίνει καρικατούρα ο Πενθέας του, παρά ενσάρκωση της (καθόλου διονυσιακής) μανίας που κουβαλάει μαζί της η επισφαλής εξουσία.

Να πάτε.

Βίοι αμαρτωλών, πολιτεία ηρώων ― και άλλες θεολογίες

Ο Άη Γιώργης, του Petar Meseldzija

Κρίνοντας την πολιτεία ζώντων και νεκρών

Η κριτική της πολιτείας ενός ανθρώπου αποσκοπεί

  • είτε στο να μετανοήσει ο άνθρωπος αυτός (θα σας πει ο Σκλήρης τι είναι μετάνοια, δεν είναι αυτό που νομίζετε)
  • ή στο να προστατεύσει την κοινωνία (και μάλιστα τους αδύνατους και τους μη προνομιούχους, όπως π.χ. τις μειονότητες) από τις συνέπειες της πολιτείας αυτής.

Αν π.χ. επικρίνω την πολιτεία του Κούλη θα το κάνω είτε για να μετανο… άχαχαχαχ είτε για να συμβάλω στην προστασία της κοινωνίας ή κοινωνικών ομάδων που πλήττονται από την πολιτεία του.

Σε αυτόν τον δεύτερο σκοπό, την προστασία των άλλων, εντάσσεται και το να εξηγήσει κανείς μέσω της κριτικής του ότι π.χ. ο Κούλης δίνει, ας πούμε, το κακό παράδειγμα.

Ας υποθέσουμε τώρα ότι αύριο πεθαίνει ο Αρθούρος Ρεμπώ. Επικρίνοντας την άθλια πολιτεία του δεν μπορεί να έχω σκοπό να τον βοηθήσω να μεταμεληθεί, αφού πάει, πέθανε.Μένει ο παιδαγωγικός σκοπός: να προστατεύσω την κοινωνία από την πολιτεία του, που περιελάμβανε δουλεμπόριο κι εμπόριο όπλων κτλ., αν κι εφόσον αυτό είναι εφικτό.

Το σκέλος του κακού παραδείγματος εδώ πάντως δεν εφαρμόζεται: αν κάποιος όντως είναι ταλέντο μεγέθους Ρεμπώ (κι εγωιστής κι υπερφίαλος όσο ο Ρεμπώ), μάλλον δεν θα μας ακούσει.

Με άλλα λόγια, αν πεθάνει ο Ρεμπώ και σπεύδω να τον μπινελικώσω (οι γέροι) ή να τον κριτικάρω (οι μπούμερ) ή να τον κανσελάρω (οι μιλλένιαλ κι οι ζούμερ) για όσα παραβιαστικά έκανε στον δύστυχο τον Βερλαίν, για το ότι σκότωσε έναν άνθρωπο στην Κύπρο και για το ότι μετά πούλαγε σκλάβους και όπλα, άραγε σε ποιον απευθύνομαι; Στους μελλοντικούς Ρεμπώ; Στον εαυτό μου ίσως, που δεν είναι Ρεμπώ; Ποιος ξέρει.

Νεκρολογίες και θεολογισμοί

Έχω ξαναβρεί τον μπελά μου προσπαθώντας να κάνω λεπτές διακρίσεις αλλά ας είναι, αυτή είναι η δουλειά μου, το nuance υπηρετεί (και άλλα, αλλά και το nuance).

Όπως έχει πει ο Νάτσης, οι νεκρολογίες χωρίζονται σε αυτές που λένε πόσο γαμάτος είμαι που με ήξερε ο μακαρίτης και σε αυτές που λένε πόσο γαμάτος ήταν ο μακαρίτης που τον ήξερα.

Τι συμβαίνει όμως άμα δεν τον ήξερες τον μακαρίτη; Αν επιμένεις να τον νεκρολογήσεις (θα επανέρθω σε αυτό) είτε θα αξιολογήσεις το έργο του είτε την πολιτεία του.

Για να το αξιολογήσεις το έργο χωρίς να γελοιοποιηθείς (αν και στο ίντερνετ όλες οι αποψάρες χωράνε) πρέπει να ξέρεις πέντε πράγματα σχετικά· εκτός αν πρόκειται για λογοτεχνία, όπου απλώς αξιολογείς επιφανειακά αυτό που διάβασες (π.χ. «η Λολίτα μιλάει για έναν παιδεραστή») και περνιέσαι και για μάγκας ή μαγκίτισσα.

(Πάντως, επειδή καλλιτέχνες και δημιουργούς έχω κατά νου, εννοείται ότι το έργο πολιτικών και ηγετών μπορούμε άνετα να το αξιολογήσουμε χωρίς να είμαστε «ειδικοί», ιδίως αν επηρεάζει τη ζωή μας. Πάμε παρακάτω.)

Το εύκολο λοιπόν είναι να αξιολογήσεις την πολιτεία του εκλιπόντος. Υπάρχει λοιπόν η ιδέα ότι πρέπει να υπάρχει συνέπεια μεταξύ πολιτείας και καλλιτεχνικού έργου. Εμπειρικά αυτό ποτέ δεν ίσχυσε, αλλά ιδεολογία είναι και να μη θες να ασχοληθείς με τα εμπειρικά δεδομένα.

Αφορμή αυτής της ιδέας είναι το γνωστό εδάφιο 43 στο 6ο κεφάλαιο του κατά Λουκάν: «οὐ γάρ ἐστι δένδρον καλὸν ποιοῦν καρπὸν σαπρόν, οὐδὲ δένδρον σαπρὸν ποιοῦν καρπὸν καλόν». Βεβαίως ο Χριστός (τον λέω έτσι όπως λέω και τον Σιντάρτα Γκαουτάμα Σακιαμούνι «Βούδα», χωρίς να πιστεύω ότι αφυπνίστηκε, νταξ;) δεν μιλάει για τη συνέπεια πολιτείας και καλλιτεχνικού έργου, άλλα Τον απασχολούσαν.

Στην εποχή μας, μια μάλλον αμερικανικής Ευαγγελικής προέλευσης ρηχή θεολογική συνθηματολογία τείνει να αντικαταστήσει τη διαλεκτική και τις μεθόδους του Διαφωτισμού (remember kids: κριτική του Διαφωτισμού μπορεί να γίνει μόνο με τα εργαλεία του).

Η συνθηματολογία αυτή παντρεύεται με την πάγια αλλά επιβλαβή ανάγκη μας για ήρωες και καταλήγει να περάσει κάθε εκλιπόντα από λεπτομερή εξέταση (τελωνισμό τον έλεγαν οι δικοί μας στριφνοί καλόγεροι και γεροντάδες) ώστε με τη χρήση αρετόμετρων, αριστερόμετρων ή και των δύο να καθοριστεί εάν του πρέπει τιμή και προσκύνηση. Ναι, περίπου όπως κάνει το Βατικανό με τους αγίους ― οι δικοί μας οι δεσποτάδες είναι πιο χαλαροί, ιδίως αφού αντιλήφθηκαν πόσο αναγκαίο για την πελατεία τους είναι να μην είναι 1500 ετών οι άγιοι που της προτείνουν να προσκυνήσει.

Η ρηχή αυτή προτεσταντίζουσα θεολογική σκέψη έχει δυστυχώς διαποτίσει και κάθε κίνημα. Γίνονται πια κριτικές της καταπίεσης, της εξουσίας και της αυθεντίας οι οποίες επικαλούνται από συλλογική ευθύνη, μέχρι προπατορικά αμαρτήματα, από αμαρτήματα της διανοίας και του χαρακτήρα (που τόσο ενοχλούσαν τους σταλινικούς κομισάριους) μέχρι α πριόρι ενοχή ή την ιδέα ότι το βίωμα του ενός καθορίζει το βίωμα ολόκληρης της κοινότητάς του κτλ. κτλ. κτλ.

Κι αυτό είναι τελικά πολύ επιβλαβές. Όχι μόνο λάθος, αλλά και επιβλαβές. Για παράδειγμα, αν οι παλινωδίες και η εγωμανία του Μίκη μπαίνουν στην ίδια κατηγορία ανομημάτων με βιασμούς ή συμμετοχή σε γενοκτονία κάποιων άλλων, τι από τα δύο θα ευτελιστεί; Πώς θα βαρύνει το αίτημα για δικαιοσύνη όσων έχουν υποστεί τα δε αν μπαίνει στο ίδιο καλάθι με τα μεν;

Και κάτι τελευταίο: ναι, μπορεί κάποιος να έχει μεγάλο έργο παρότι είναι καθήκι. Αλήθεια. Συμβαίνει από τότε που υπάρχει ανθρωπότητα. Και κάτι ακόμα πιο σημαντικό, που τόνιζε τις προάλλες η Ζωή Μαυρουδή: πολλά έργα είναι συλλογικότερα απ’ όσο θέλουμε να πιστεύουμε.

Σε πρώτη φάση θα ήταν σκόπιμο να ξεκολλήσουμε λίγο από την προσδοκία ο καλλιτέχνης να είναι ήρωας (ή άγιος), πολλώ μάλλον μοναχικός ήρωας. Σε μια δεύτερη φάση θα έπρεπε να προχωρήσουμε σε αυτό που είπε κάποτε ο Τσόμσκι: «We shouldn’t be looking for heroes, we should be looking for good ideas.»

Αρχή Ινδίκτου

Πριν 30-40 χρόνια ούτε οι σούπερ θεούσοι και θεούσες δεν ήξεραν τι είναι η Αρχή της Ινδίκτου. Σήμερα, το 2021, μερικά λαμπρά μυαλά του τιέλ μου (έχω πολλά λαμπρά μυαλά στο τιέλ μου και το λέω δίχως σαρκασμό, γιατί ξέρω πόσο οφ μπορεί να βγει ένα λαμπρό μυαλό) αλληλοεύχονται «καλή χρονιά» και διακηρύσσουν τρυφερά ότι σήμερα είναι η πραγματική πρωτοχρονιά. Ναι, σήμερα είναι αν είσαι ζευγάς ή δάσκαλος, ξέρω γω.

Η επικράτηση της χριστοδουλικής νεορθοδοξίας εδραιώνεται και διαμορφώνει την ελληνική κοινωνία σε κάτι αρκετά πιο κλειστό από ό,τι ήταν π.χ. τη δεκαετία του ’80, σίγουρα πολύ πιο παραδοσιόπληκτο, κάργα άκαμπτο και παραδομένο σε μια ασβεστωμένη και φουλ επανεπινοημένη ελληνορθοδοξία. Έτσι και με τους καλοπαναγιάδες (μιλάμε για ευχή άγνωστη πριν 30-40 χρόνια), έτσι σε λίγο και με τόσα άλλα σαφώς πιο δυσοίωνα και οπωσδήποτε πιο αντιδραστικά.

Μόνο η ευχή «Χριστός Ανέστη» μέχρι πριν της Αναλήψεως δεν θα νεκραναστηθεί, γιατί η χριστοδουλική νεορθοδοξία και οι αριστερές ή οι παρδαλές παραλλαγές της δεν πιστεύουν ούτε στην Ανάσταση ούτε σε τίποτα: μόνο το ιδιοσυστασιακό φολκλόρ της Ορθοδοξίας τις νοιάζει, συνήθως ως αποτροπαϊκό χαϊμαλί απέναντι στον μισοπεθαμένο διεθνισμό και στον αδηφάγο κοσμοπολιτισμό του ύστερου αμερικανισμού.