Δεν ξέρω αν όντως ο Μπένιαμιν έγραψε ότι πίσω από κάθε φασισμό κρύβεται μια αποτυχημένη επανάσταση (όπως λέει ο Ζίζεκ), αλλά γίνεται να μας εκπλήσσει η οικειοποίηση κινηματικών τακτικών και δράσεων από τους φασίστες; Αυτή η «καταστολή από τα κάτω» είναι μέρος του ορισμού του τι είναι φασισμός.
Μιλώντας για τακτικές και δράσεις, ας ξεκινήσουμε με τις καταλήψεις που οργανώνουν φασίστες με αφορμή για το Μακεδονικό. Οι καταλήψεις είναι μέσο, καθεαυτές δεν αποτελούν προνόμιο των κοινωνικών κινημάτων. Επίσης, για δεκαετίες γίνονται σοβαρές καταλήψεις, λιγότερο σοβαρές καταλήψεις, γίνονταν και καταλήψεις-βανδαλισμοί. Κανείς «προοδευτικός άνθρωπος» δεν ήτανε πρόθυμος να κριτικάρει τις καταλήψεις-βανδαλισμούς ούτε ήθελε να ζυγίσει και να αξιολογήσει τις καταλήψεις εν γένει με γνώμονα τα αιτήματά τους. Καταλήψεις είναι; Καλές είναι. Ε (και) αυτή η πλάνη μάς τελείωσε.
Η ταραχή κι η φρίκη που προκαλεί η εικόνα σχολείων κατειλημμένων από φασίστες ενισχύεται από το γεγονός ότι είμαστε παιδιά μεγαλωμένα με Ελευθεροτυπία. Αντιλαμβάνομαι ότι η Ελευθεροτυπία είναι αντικείμενο νοσταλγίας ή και στοργής για πολλούς, ενδεχομένως ως μετωνυμία της νιότης τους. Ταυτόχρονα πρέπει να αναγνωρίσουμε όμως ότι η Ελευθεροτυπία αφενός χρησιμοποιούσε το ηθικό πλεονέκτημα της Αριστεράς ως επιχείρημα κι υπενθυμίζω ότι αυτό λέγεται φαρισαϊσμός: «είμαι καλύτερος από εσένα άρα έχω δίκιο», αφετέρου καλλιέργησε μέχρι ναυτίας τη λατρεία της νιότης και τον φετιχισμό των «δεκαεξάρηδων» που έσωζαν την τιμή των κινημάτων με τον αγνό δυναμισμό τους και την ασθενική πολιτικοποίησή τους την εποχή τω μεγάλων σχολικών καταλήψεων. Γιατί αυτό ήθελε η καθ’ ημάς gauche caviar: πολιτικοποίηση αλλά όχι πολύ ταξική, δυναμική αισθητική πολιτικού μάρκετινγκ και ακτιβιστική λάμψη στα μάτια, προσηλυτισμό στη λατρεία της νιότης: «οι δεκαεξάρηδες δεν μπορούν να κάνουνε λάθος». Κι ας γρύλλιζε αποδοκιμαστικά μέσα στη στριφνή κι απάνθρωπη συλλογική σοφία του το γερονταριό του Περισσού.
Η Ελευθεροτυπία όμως είναι το μικρότερο από τα προβλήματά μας. Η προφανής γενίκευση είναι ότι όποιος σπέρνει εθνικισμούς θερίζει φασισμούς. Τελεία. Ο εθνικισμός έπαψε να λειτουργεί ως εργαλείο το 1933, άντε το 1945. Έκτοτε είναι τοξικό απόβλητο, το οποίο τα κράτη που χτίστηκαν με αυτόν πλασάρουνε για λίπασμα. Ταυτόχρονα η πατριωτική Αριστερά, κάτι ανρχορθόδοξοι, κάτι μπααθιστές παλαιοπασόκοι αλλά και το ίδιο το τιμημένο ΚΚΕ, αυταπατώνται ότι ο εθνικισμός μπορεί να ξαναγίνει εργαλείο αποσυναρμολόγησης της ιμπεριαλιστικής παγκοσμιοποίησης — σαν να λέμε ότι θέλουν με ένα ψόφιο μουλάρι στις ράγες να σταματήσουν το τραίνο που έρχεται κατά πάνω τους. Ακόμα και αν δεν έχουν τέτοιες ψευδαισθήσεις, οι πατριωτικώς αριστεροί επιμένουν ότι δεν πρέπει «να αφήσουμε τον πατριωτισμό στους δεξιούς». Σωστά, όπως δεν τους αφήσαμε την Ορθοδοξία με τα νεορθόδοξα ανανεωτικά καμώματα της δεκαετίας του ’80, και τώρα δεν ξέρουμε πού να ανακόψουμε την επέλαση των δεσποτάδων. Με δυο λόγια: δεν μπορούμε να περιχωρήσουμε οτιδήποτε και κάποια πράγματα καλό είναι να τα αφήνουμε σε αυτούς που τους εξυπηρετούν και οι οποίοι παλαιοθεν τα χρησιμοποιούν για να κηδεμονεύουν τον κόσμο.
Κι έτσι έχουμε πια και πορείες και καταλήψεις και μοίρασμα φέιγ βολάν από φασίστες και ναζί (όταν δεν δέρνουνε και δεν σκοτώνουν κόσμο). Γιατί, είπαμε, το αντικίνημα και η «καταστολή από τα κάτω» βρίσκονται στην καρδιά του φασισμού.
Παράλληλα έχουμε τους συνήθεις νηφάλιους και ισαποστασάκηδες που αντί να αναδείξουν τον ρολο σε όλα αυτά του εθνικισμού που μας ταΐζουν τα σχολεία και τα κανάλια, τα βάζουν με την πολιτικοποίηση των νέων. Αυτοί οι εγχώριοι centrists, οι πτωχοί ακροκεντρώοι, ζούνε κι αναπνέουν με το όραμα μιας ιδανικής κοινοβουλευτικής νηνεμίας στην οποία κανείς δεν απεργεί, κανείς δεν διαμαρτύρεται, κανείς δεν συναθροίζεται δημοσία παρά μόνο για να γιορτάσει την πολύχρωμη αγάπη (ανώδυνα, σεμνά και απολίτικα) ή για να τρέξει τον Αυθεντικό Μαραθώνιο. Άπαξ και αναθέσαμε την εξουσία και την ελπίδα και τη ζωή μας σε ένα ατελές αντιπροσωπευτικό σύστημα πρέπει κατ’ αυτούς να αποσυρθούμε από τα κοινά και να συζητάμε πολιτικά πολιτιζμένα με καλούς φίλους τρώγοντας μακαρονάδες και τηγανητές πατάτες, πίνοντας εκλεκτά κρασιά ή γκομενίζοντας όλο έπαρση. Μέχρι εκεί. Δεν είναι τυχαίο ότι κανένας νηφάλιος αφυψηλάτορας δεν φαίνεται να αντιμετωπίζει υλική επισφάλεια στον βίο του.
Οι καταλήψεις από εκκολαπτόμενους εχθρούς της Δημοκρατίας και τους υποκινητές τους είναι εδώ. Η κανονικοποίηση του φασισμού προχωρεί: όχι μόνο έχει σηκώσει κεφάλι αυτό το 20% που μας λερώνει, αλλά είναι το σκοτεινό αντικείμενο του εκλογικού πόθου εκ μέρους μιας βαθιά ανεύθυνης ΝΔ υπό την ηγεσία ενός ολίγιστου κι ασυνάρτητου γόνου που θαρρεί πως το πολιτικό μάρκετινγκ φτιάχνει ηγέτες. Είναι πλεόν σοβαρό το ενδεχόμενο να μας σβερκωθεί και στην Ελλάδα ο νεός φασισμός, που θα δουλεύει μέσω μιας προσχηματικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας: δεν χρειάζεσαι τανκς αν στέλνεις τους φασίστες στη Βουλή να νομοθετήσουν.
Τι μπορούμε να κάνουμε; Ο γερμανικός λαός, αφήστε κατά μέρος την ηγεσία του, μας δείχνει τον δρόμο γιατί και αντιφασιστική κουλτούρα κι εμπειρία διαθέτει και (αντίθετα με εμάς και το απερινόητο μεγαλείο μας) διάθεση αυτοκριτικής και αυτοσαρκασμού: μαζικές αντισυγκεντρώσεις παντού όπου τους βρούμε (και λίγο μπερντάχι πού και πού)· wir sind mehr!