Κυνισμός κι υποκρισία

22008250_10155154845394542_7681958257798366405_n

Πριν μερικούς μήνες συζητούσα με μια γεωργιανή συνάδελφο που ζει επί δεκαετίες στη Γαλλία, μάλλον τυπική εκπρόσωπο της Gauche caviar: αμήχανη και σε πλήρη απορία σχετικά με το τι συμβαίνει στον κόσμο. Προτού προχωρήσω, ας δηλώσω το προφανές, ότι είναι προτιμότερο να απορείς και να αισθάνεσαι αμήχανος και ματαιωμένος παραμένοντας ωστόσο στο πλευρό των αδύνατων, παρά να καταντάς είτε κομματόσκυλο είτε πρώην αριστερός που ανακαλύπτει τα θέλγητρα του νεοφιλελευθερισμού ή κάποιας πτυχής του κρατισμού όπως η καταστολή.

Η φίλη μου η Νίνα (ας την πούμε έτσι) είναι και αυτή της άποψης ότι ο σταλινισμός και ο ναζισμός είναι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος, όπως είθισται να υποστηρίζεται στη στερημένη από σοβαρή κριτική σκέψη εποχή μας των ισοσκελισμών και των ισαπεχουσών τομών.

«Μα δεν γίνεται να βάζεις στο ίδιο τσουβάλι μια ιδεολογία της οποίας οι προθέσεις θεμελιώνονται στον ρατσισμό, στον μιλιταρισμό, στο μίσος και στον θάνατο με μία της οποίας θεμελιώνονται στη δικαιοσύνη, στην ισότητα, στην αλληλεγγύη και στον διεθνισμό», της είπα.

«Με παρόμοια αποτελέσματα και εξίσου αυταρχικές στην πράξη», μου είπε. «Προτιμάς την υποκρισία [του σταλινισμού] από τον κυνισμό [του ναζισμού].»

Δεν είμαι σε θέση να αξιολογήσω συγκριτικά την ποιότητα των δύο ολοκληρωτισμών, το έχουνε πράξει άλλοι, όσο για τα αποτελέσματά τους δεν μπορώ να δεχτώ ότι μπορεί να υπάρξει οποιαδήποτε συζήτηση μεταξύ πολιτισμένων ανθρώπων η οποία θα ευτέλιζε το Ολοκαύτωμα έστω και διά της πλαγίας.

Κατά τ’ άλλα, θα παρακαλούσα τον καλό θεό να μην χρειαστεί ποτέ στη ζωή μου όντως να πρέπει να διαλέξω μεταξύ κυνισμού και υποκρισίας, γιατί σε κάθε περίπτωση θα διάλεγα την υποκρισία, την οποία απεχθάνομαι. Θα τη διάλεγα πάντως γνωρίζοντας πως επιλέγω το Κακό απέναντι στο Χειρότερο.

Καθαρίζοντας τα Εξάρχεια;

68856768_10218045042351925_896394953536569344_n

Κυβέρνηση, προεκλογικώς: «Θα καθαρίσουμε τα Εξάρχεια»

Η ΕΛ.ΑΣ. κάνει χτες Δευτέρα 26 Αυγούστου μεγάλο μπλόκο στα Εξάρχεια, κατεβάζει διμοιρίες και τελικά μαζεύει οικογένειες από δύο καταλήψεις. Μετά οι καταλήψεις βανδαλίζονται για να φαίνεται στα κανάλια ότι οι πρόσφυγες ζούσαν «σε άθλιες συνθήκες».

Προβάλλεται κατόπιν το θέμα στα Μέσα με καμάρι, ενώ η φιλελεύθερη πτέρυγα της καθεστωτικής σκέψης επιχαίρει γιατί οι πρόσφυγες παραδίδονται στις στοργικές και υπεύθυνες αγκάλες του κράτους (με τη Μόρια ένα γκέτο… και σκέψεις να επιστρέψουμε σε κλειστά στρατόπεδα προσφύγων όπως η Αμυγδαλέζα).

Ταυτόχρονα, κάποιοι πιστοί του Κούλη (κουλιανοί ή κουλίτες ή κουλόπιστοι), σε πλήρη διάσταση με τον χαρακτήρα και τον χρονο της επιχείρησης, διαμαρτύρονται: «Ποιος σας είπε ότι οι εκκενώσεις των καταλήψεων ήταν στο πλαίσιο του ξεβρωμίσματος των Εξαρχείων;»

Αυτά ενώ θλιβερός μπατσάκος λέει στον αέρα: «Τώρα η ΕΛ.ΑΣ. είναι νέας τεχνολογίας αθόρυβη ηλεκτρική σκούπα που θα μαζέψει τα σκουπίδια.» Ακροδεξιοί νοικοκυραίοι, που έχουν υποστεί επί δεκαετίες πλύση εγκεφάλου με τρομολαγνικά δελτία ειδήσεων, επιχαίρουν.

Στο μεταξύ, κάποιοι εντελώς αριστεροί και άσπιλα μαρξισταί επιλέγουν τη συγκυρία για να μας υπενθυμίσουν ότι «Καταλήψεις έσπαγε και ο ΣΥΡΙΖΑ» ― κάτι που πάντως όλοι πλην των Συριζαίων κράζαμε αρκούντως τότε.

Οι Συριζαίοι απαντούν: «Ναι, αλλά δεν σπάγαμε καταλήψεις στο πλαίσιο εκκαθάρισης των Εξαρχείων»  ― άρα όλα κομπλέ, ξέρω γω: αρκεί να μην «είμαστε σαν κι αυτούς», όπως ο φαρισαίος της παραβολής

Δείτε λοιπόν πώς:

  • Το μάζεμα γυναικοπαίδων από καταλήψεις προβάλλεται ως νοικοκύρεμα και καθάρισμα της Πλατείας Εξαρχείων (στην οποία εξακολουθούν να αλωνίζουν κανονικά οι συμμορίες), κανονικοποιώντας ένα από τα πιο βασικά προ-φασιστικά αντανακλαστικά.
  • Χάρη στις θεολογίζουσες τάσεις των αριστερών, και στις κουτοπόνηρες στεψοδικίες των δεξιών, και την υποκρισία όλων, η συζήτηση για το θέμα εκτρέπεται προς  κατευθλυνσεις είτε ατελέσφορες είτε επικίνδυνες.

Ψωμί, κρασί και όχι

tumblr_l8ks132x2Z1qbwvxbo1_540

Το ψωμί που τρως και το κρασί που πίνεις.

Σκέψου όμως ότι το μεγαλύτερο μέρος της ανθρωπότητας δεν τρώει ψωμί. Εδώ πετάει το ψωμί και δεν το τρώει το μέρος της ανθρωπότητας που τρώει ψωμί. Άσε που το ωραίο ζυμωτό ψωμί της Μεσογείου και της Μεσευρώπης, με το προζύμι ή τη μαγιά του, δυαδικό μεταξύ τραγανής κόρας και πορώδους ψίχας, δεν είναι καν αυτό που λένε «ψωμί» κάτι λαοί κατά τι αρχαιότεροι από αυτούς και επίσης ψωμοφάγοι. Εκείνοι τρώνε άζυμες πίτες. Όπως και οι καλαμποκοφάγοι της Νότιας Αμερικής, για να μην πούμε για τα ψωμιά που βγαίνουν στα δέντρα ή ριζώνουν στη γη της Αφρικής, καρποί που κάνουν την επίσης πανανθρώπινη πατάτα μας να μοιάζει άνοστη και προφανής. Την πατάτα μας, που μας ήρθε από την Αμερική και ρίζωσε μέχρι και την Ινδία. Για το ρύζι δεν μιλάμε καν: για την πλειονότητα των ανθρώπων, το ρύζι είναι ψωμί.

Και το κρασί. Το κρασί των Κινέζων είναι το τσάι. Λες «θέλω τσάι» και σε κοιτάζουν σαν να πας σε σομμελιέ και του ζητήσεις «κρασί»: είσαι κωμικά γενικόλογος. Το κρασί είναι για άλλους ξινισμένοι χυμοί. Για άλλους είναι το αίμα θεών· είναι αρώματα που προορίζονται για πόση. Αλλά αυτό το τελευταίο στην πραγματικότητα είναι το τσάι, θα απαντήσουν οι Κινέζοι.

Κάθε φορά που με ζαλίζουν οι λεπτές διακρίσεις της ινδικής θεολογίας, των κινέζικων τρόπων ή των λίγων που σώζονται από τις κοινωνικές συμβάσεις των λαών χωρίς γραφή, υπενθυμίζω στον εαυτό μου: το μεγαλύτερο μέρος της γραμματείας του δικού μας πολιτισμού ασχολείται με μύθους και ερμηνείες γύρω από μύθους: άλλοτε παραδέχεται ότι οι μύθοι του είναι απλώς σύμβολα κι αλληγορίες για κάτι άλλο, πολλές φορές εξίσου σκιώδες, άλλοτε καμώνεται ότι εξετάζει γεγονότα. Και δεν έχω μόνο τις θρησκείες κατά νου αλλά τις λεπτές διακρίσεις των φιλοσοφικών κειμένων (που παριστάνουν τον στοχασμό), των ανά τους αιώνες ταξικών ευπρεπειών ή τις εκατοντάδες χιλιάδες ώρες χαμένων προφορικών αφηγήσεων που αποσκοπούν στο να σωφρονίσουν και να τρομοκρατήσουν παιδιά κι ανηλίκους.

Και για τις τελετουργίες και τις διακοσμήσεις, κοσμικές και μη, δεν θα πω τίποτα.

Τρίκλινο στη Μύκονο

summer
Αυτό δεν έγινε στη Μύκονο

Η ανάμνηση αυτή ανασύρθηκε χάρη σε κείμενο της Χρύσας Οικονομοπούλου.

Το 1992 ήμουν πρωτοετής φοιτητής Φιλολογίας. Εντάξει, ντροπή είναι αλλά τι να γίνει. Πρέπει εδώ να προειδοποιήσω ότι εκτός από πρωτοετής Φιλολογίας ήμουν αφενός μαλάκας ξερόλας που πήγαινε ντουγρού να καταντήσει έμμισθο δοκησίσοφο πολυμαθές θρασίμι στη ζωή του, σαν αυτά που μπαίνουν στη Βουλή, αφετέρου περιδεής φλώρος που δεν άντεχε και δεν έστεργε να είναι ο εαυτός του. Το Λονδίνο και ο πατέρας μου με γλύτωσαν από το πρώτο, ενώ τη φλωριά και τη φοβικότητα τις πολέμησα μόνος with a little help from a friend.

Το 1992 η Φιλολογία θα πήγαινε εκδρομή στη Μύκονο τον Μάιο. Όπως εξηγεί και η Χρύσα, η Μύκονος ήταν το προσκύνημα κάθε νέου που διάβαζε Κλικ, δηλαδή της συντριπτικής πλειονότητας των νέων, ό,τι και αν σας λέμε τον 21ο αιώνα. Από την άλλη, δεδομένου ότι ήμουν φοιτητής με πολύ περιορισμένο χαρτζηλίκι που δεν τον εμπιστεύονταν ακόμα για ιδιαίτερα μαθήματα, το οικονομικό ζήτημα ήτανε σοβαρό ― θα επανέρθουμε σε αυτό.

Πριν ξεκινήσουμε για τη Μύκονο, να διευκρινίσω ότι δεν προέκυψε σεξ εκείνες τις πέντε μέρες, οπότε αν περιμένετε τίποτα λεπτομέρειες για το πώς το κάναμε τον περασμένο αιώνα, καλύτερα διαβάστε κάτι άλλο.

Ξεκινάμε λοιπόν να συμμετάσχουμε στη μη κομματική εκδρομή τρεις φίλοι. Τότε δεν διοργάνωνε ακόμα εκδρομές η ΔΑΠ Φιλοσοφικής, αρκούνταν στο να πουλάει σημειώσεις στους φοιτητές και εκδούλευση στους καθηγητές ή να στρατολογεί γαλάζια παιδιά· μεσουρανούσε κι ο Μητσοτάκης τότε.

Εδώ αρχίζει το κομπλικέ μέρος. Για οικονομικούς λόγους το τρίκλινο θα το μοιραζόμασταν εγώ, μια συμμαθήτρια από το φροντιστήριο με την οποία περάσαμε μαζί στη Φιλολογία, ας την ονομάσουμε Κλαράκι, και η θεάρα κολλητή της και επίσης συμφοιτήτριά μας, αυτήν ας την πούμε White Musk.

Μπαίνουμε στο πλοίο, φτάνουμε στη Μύκονο. Τον Μάιο είναι ακόμα πιο όμορφη. Πραγματικά κατάλαβα γιατί ο Λε Κορμπυζιέ μπλα μπλα μπλα, και το έλεγα στα κορίτσια, κι εκείνα παραδόξως έδειχναν ενδιαφέρον ή και κατανόηση. Το ξενοδοχείο μας ήταν πάνω σε μια ανηφόρα, δίπλα στο παράρτημα της Καλών Τεχνών κι εγώ σκεφτόμουν, αλλά δεν έλεγα, πόσο καταπληκτικό πρέπει να είναι να σπουδάζεις στη Μύκονο, έστω και μερικές βδομάδες τον χρόνο.

Το δωμάτιό μας το τρίκλινο ήταν μπαγκαλόου, το πιο απομακρυσμένο του συγκροτήματος, και λεγόταν Ίρις. Το ξενοδοχείο δεν θυμάμαι πώς το έλεγαν. Σήμερα όταν σκέφτομαι απομακρυσμένο τρίκλινο μπαγκαλόου με το Κλαράκι και τη White Musk, στο μυαλό μου έρχονται πολλά. Άλλωστε υπήρχε προϊστορία, που προσπαθούσα να μη βάλω ανάμεσά μας με τη γνωστή βοοειδή ψυχραιμία μου.

Έτσι, το μεν Κλαράκι με ήθελε και το ήθελα αλλά δεν το είχα πάρει χαμπάρι, παρότι είχαμε ήδη φιλήθεί μεθυσμένοι και μετά βγήκαμε για καφέ όπου μου είπε ότι είχε σχέση και εγώ, αιωνίως κύριος και μαλάκας, είπα «εντάξει, αφού το λέει εγώ δεν πιέζω», αλλά ήτανε παγίδα, πάντα είναι παγίδα: να με εξωθήσει ήθελε.

Όσο για τη White Musk, την ήθελα πάρα πολύ και το είχα πάρει μια χαρά χαμπάρι αλλά είχαμε βγει τον προηγούμενο χειμώνα ένα αποτυχημένο, μελαγχολικό και cringeworthy ραντεβού.

Οπότε απλώς ήμασταν τρεις φίλοι που θα μοιραζόντουσαν ένα δωμάτιο και μάλιστα είχαμε συμφωνήσει πώς θα γίνει η διευθέτηση αν κάποιο μέλος της παρέας «έκανε φάση» (συγγνώμη για την αρχαϊκή έκφραση).

Η Μύκονος δεν ήταν ακόμα το απόλυτο τρελοκομείο που γινόταν τους καλοκαιρινούς μήνες, δηλαδή όχι μόνο δεν τρώγαμε πόρτα αλλά βρίσκαμε να καθήσουμε στα μπαρ και στα κλαμπ. Φυσικά κάναμε παρέα μόνο μεταξύ μας γιατί απλούστατα κανείς δεν μας έδινε την παραμικρή σημασία: το Κλαράκι ήτανε κλαράκι, εγώ ήμουν ασ’ τα να πάνε με το μαλλί αφάνα, η  White Musk ήτανε γυναίκα που τη συνοδεύαμε εμείς. Επιπλέον πίναμε μπύρες και βότκα πορτοκάλι, ήμασταν δηλαδή ανθυπομπασκλάς και εντελώς uncool.

Για δυο βραδιές πήγε έτσι. Ουρά για το μπάνιο του τρίκλινου, σάντουιτς και μπαρ και ελάχιστος χορός. Για το τρίτο βράδυ εγώ ήθελα να πάμε να χορέψουμε, το Κλαράκι ήθελε να πιούμε και η White Musk είχε κανονίσει να έρθει ένας τύπος από την Αθήνα που της την έπεφτε, μπας και σπονσοράριζε εκείνος την υπόλοιπη παραμονή μας στη Μύκονο ― ναι, είχαμε σχεδόν ξεμείνει από τα ήδη λίγα λεφτά μας. Και πάλι εσείς φαντάζεστε παρτούζες αλλά περισσότερο προς το σουγκαρνταντιλίκι (με benefits για τους friends της) το πήγαινε η White Musk. Αθώα πράματα, του Φιλολογικού των νάιντιζ.

Έρχεται λοιπόν ο τύπος αεροπορικώς από την Αθήνα και πιάνει δωμάτιο σε ξενοδοχείο. Ας τον πούμε Μπάμπη. Ο Μπάμπης ήτανε σαν από τον Δαλιανίδη και φόραγε μπουφάν Top Gun αν και Μάη μήνα στη Μύκονο δεν το χρειάζεσαι. Ο Μπάμπης μας εντυπωσίασε με την οικονομική ευχέρεια με την οποία έκλεισε στο επιτόπου εισιτήριο α-ε-ρο-πο-ρικό και βεβαίως αυτά περί αθώων φιλολογικών πραγμάτων δεν τα γνώριζε, μηχανικός ήταν κι ερχόταν να γαμήσει ο άνθρωπος.

Με το που καταφθάνει ο Μπάμπης, καλεί τη White Musk να πάνε για καφέ (πήγαν) και μετά να πάνε στο δωμάτιό του. Δεν πήγαν αλλά ήρθαν και μπλαστρώθηκαν (έτσι λέγαμε «κατσικώθηκαν» τότε) στο δικό μας, το τρίκλινο. Η μεν White Musk τού έλεγε να βγούμε όλοι μαζί, και οι τέσσερις, ενώ εγώ τον κοίταζα με μισό μάτι, που θα μου έτρωγε το γκομενάκι που ήδη με είχε ταΐσει χυλόπιτα. Ο Μπάμπης δεν ήθελε παρά να μείνει μόνος μαζί με τη White Musk.

Καταλήξαμε να μαθαίνει πρέφα σε εμένα και στο Κλαράκι ενώ η άλλη πρέπει να πέρασε γύρω στα 100 λεπτά στο μπάνιο. Τελικά βγήκαν μόνοι τους και βγήκα με το Κλαράκι. Το Κλαράκι κοίταζε εμένα, εγώ κοίταζα κάτι μοναχικά πεντακοσάρικα στην τσέπη μου και σκεφτόμουν πολύ τσαντισμένος ότι ο Μπάμπης πηδιέται με τη White Musk. Επιστρέψαμε νυσταγμένοι στο Ίρις, το τρίκλινο, και πετύχαμε στην είσοδο την τρίτη της παρέας, η οποία μας ενημέρωσε ότι δεν του έκατσε του Μπάμπη κι ότι εκείνος θα επέστρεφε αεροπορικώς στην Αθήνα το πρωί. Κοιμήθηκα ικανοποιημένος, με την κακή και ελλιπή έννοια της λέξης.

Το επόμενο βράδυ, το τέταρτο και τελευταίο, αποφασίσαμε να σκοτώσουμε ό,τι λεφτά είχαμε οι τρεις μας. Βάλαμε κάτω ό,τι μας είχε μείνει και ήπιαμε μέχρι τελικής πτώσεως, βοήθησε και το ότι ήμασταν θεονήστικοι. Κάποια στιγμή μέσα στο κλαμπ αρχίζει να φωνάζει το Κλαράκι ότι θέλει παρτούζα. Εμείς το χειριστήκαμε άψογα και φιλολογικά: «τι εννοείς;», «με ποιους;», «γιατί;» κτλ. Οι απαντήσεις μας σόκαραν (δεν ήμουν μόνον εγώ χαϊβάνι): ήθελε να πάμε στο δωμάτιο να κάνουμε τρίο μέχρι εξόντωσης η ίδια, εγώ (μα εγώ; ) και η White Musk.

Μετά από λίγο το κουβαλήσαμε ημιλιπόθυμο στην ανηφόρα, ενώ το Κλαράκι συνέχιζε να παραμιλάει και να διαμαρτύρεται και να επιφωνεί πόσο μας θέλει εν μέσω βογκητών όπως «ζαλίζομαι» και «θα ξεράσωωω». Φτασαμε στο δωμάτιο, την ξέντυσε η White Musk, διότι εγώ κύριος περίμενα στο μπάνιο για να μη βλέπω, την έβαλε για ύπνο, καληνυχτιστήκαμε σαν καλή οικογένεια Γουώλτον και την επόμενη μέρα σηκωθήκαμε, φτιάξαμε βαλίτσες (άθλος) και κατεβήκαμε στο λιμάνι.

Ακόμη μια δεκαετία στα σοσιαλμήντια

12651037_1731566183741083_6423660787156273463_n

Στην αρχή της δεκαετίας και καθώς έχαναν σε δημοτικότητα τα μπλογκ, η κοινή γνώμη φαινόταν γενικά ενθουσιασμένη με τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, ιδίως τα τότε δημοφιλή μέσα. Ακόμα και οι πολιτικά συνειδητοποιημένοι, παρά την ξινίλα και την καχυποψία υποβάθρου που τους διακρίνουν, πίστευαν ότι η δυνατότητα να έχεις σοσιαλμήντια στο κινητό σου θα μεταμόρφωνε την πολιτική δράση στον 21ο αιώνα. Πολλοί μίλαγαν με θαυμασμό για το πώς οργανώνονταν πορείες, συγκεντρώσεις και συλλαλητήρια μέσω τουίτερ κατά τη λεγόμενη Αραβική Άνοιξη, αν τη θυμάται κανείς. Άλλοι μίλαγαν ενθουσιασμένοι για τη χαραυγή της δημοσιογραφίας των πολιτών.

Προτού προχωρήσω, να προκαταλάβω τη συζήτηση. Η δυνατότητα βιντεοσκόπησης που προσφέρουν τα κινητά μεταμόρφωσε και θα μεταμορφώσει την ενημέρωση και την καταγραφή μαρτυριών. Όμως το θέμα δεν ήταν η καταγραφή αλλά η διάδοση.

Έτσι λοιπόν πίστεψαν πολλοί ότι το τουίτερ θα χρησιμοποιείται για την οργάνωση και τον συντονισμό κινηματικών δράσεων, όταν δεν θα λειτουργεί σαν βήμα του απλού πολίτη όπου θα διατυπώνει την κριτική του στους φορείς κάθε εξουσίας και αυθεντίας. Επίσης το φέισμπουκ χαιρετίστηκε ως ακριβώς εκείνη η πλατφόρμα στην οποία θα κοινοποιούνται και θα διακινούνται γνώμες αλλά και ντοκουμέντα όπως φωτογραφίες ή βίντεο.

Στο τέλος της δεύτερης δεκαετίας του 21ου αιώνα το μεν τουίτερ είναι ένα χαοτικό φόρουμ ατάκας, κουραδομαγκιάς και αλληλομπινελικώματος· το όποιο πολιτικό του ενδιαφέρον εξαντλείται στο ότι χρησιμοποιείται για λακωνικές εξαγγελίες και διαγγέλματα από αυτές ακριβώς τις φιγούρες που φέρουν εξουσία και αυθεντία, με πολύ θόρυβο από κάτω.

Το δε φέισμπουκ είναι πλεόν ένα εξόχως λογοκριτικό και διακριτικά ελεγχόμενο φόρουμ αυτοέκθεσης ή αυτοπροβολής μέσα στα όρια στενών κύκλων, όπως τα φόρουμ στα τέλη του περασμένου αιώνα αλλά με εικόνες (χωρίς ρώγες) και βίντεο· το φέισμπουκ δεν διαθέτει τον δημόσιο χαρακτήρα ή την «επιδραστικότητα» που ευαγγελιζόταν. Σε αυτό το δεύτερο είναι απλώς φτωχός συγγενής του ίνστα, ο μπάρμπας που θα ήθελε να κάτσει με τη νεολαία.

Με άλλα λόγια, οι πλατφόρμες κάθε άλλο παρά ουδέτερες είναι. Επιπλέον, επειδή ζουν από τη διαφήμιση και η διαφήμιση στοχεύει πολλάκις σε φοβικές ή σε συντηρητικές πλειοψηφίες, τα μέσα ελέγχουν το περιεχόμενο που διακινείται σε αυτές: δεν είναι τυχαία που η ανοχή σε ακροδεξιές απόψεις είναι ευθέως ανάλογη με το πόσο δημοφιλείς είναι οι απόψεις αυτές μεταξύ των χρηστών.

Φτασαμε λοιπόν στην τζάμπα εκτόνωση, μακριά από την οργάνωση εξεγέρσεων.

Κλιματική αλλαγή και η κανονικότητα του μέλλοντός μας

bladerunner2049_photo17

Κερδίζει έδαφος κι όχι αδικαιολόγητα η ιδέα ότι η τρομακτική κλιματική κρίση θα φέρει το τέλος του κόσμου ή τη συντέλεια της ανθρωπότητας ή έστω του πολιτισμού όπως τον ξέρουμε. Αυτή η σκέψη παρηγορεί κάποιους, φρικάρει κάποιους άλλους, ενώ πολλούς τους κάνει να συντάσσονται με έναν μαξιμαλισμό λίγο κνίτικων προδιαγραφών κατά τον οποίο ο αγώνας κατά της κλιματικής αλλαγής είναι το μόνο «επίδικο», αφού αν καταστραφεί ολοσχερώς ο πλανήτης δεν θα μείνει και τίποτε άλλο για το οποίο να μπορούμε να αγωνιστούμε.

Η κλιματική αλλαγή όμως δεν θα φέρει το τέλος του κόσμου. Ενδεχομένως τελικά να επιφέρει το τέλος του καπιταλισμού όπως τον ξερουμε, αλλά όχι με καλό τρόπο. Γενικά τίποτε δεν τελειώνει με καλό τρόπο: ούτε η απολυταρχία, ούτε η αποικιοκρατία, ούτε η δουλεία, ούτε ο γερμανικός ναζισμός, ούτε καν η φεουδαρχία δεν έληξαν με καλό τρόπο.

Η κλιματική αλλαγή φαντάζει ως η απόλυτη συντέλεια, ως το ιδανικό σενάριο ολικής καταστροφής που θα αφυπνίσει τα πλήθη. Κι όμως όχι. Η κλιματική αλλαγή θα εξοντώσει αδιανόητα πολλούς, θα δημιουργήσει θηριώδεις προσφυγιές, θα πυροδοτήσει πολέμους και θα εξανδραποδίσει δισεκατομμύρια ανθρώπους. Για την καταστροφή του περιβάλλοντος δεν χρειάζεται να πούμε και πολλά: ξεκίνησε πριν δεκαετίες και θα επιταχυνθεί.

Πολλοί όμως θα συνεχίσουν να ζουν ωραιότατα και κανονικά, μέσα σε ελεγχόμενα περιβάλλοντα και πίσω από κυματοθραύστες και φράγματα, προστατευμένοι θεράποντες των ελίτ ή πλήθη «κανονικών» ανθρώπων που θα συνεχίσουν την κανονικότητα του ύστερου 20ου και πρώιμου 21ου αιώνα. Θυμηθείτε το Children of Men και το Blade Runner 2049, αν όχι το Elysium. Η ζωή θα συνεχίζεται μια χαρά, απλώς για πολύ πολύ λιγότερους.

Μικρογραφία του μέλλοντος κάποιων από εμας είναι ήδη το Κατάρ: χλίδη μέσα σε ένα τοπίο μισό βάλτος μισό έρημος, στο οποίο αντιστοιχούν 6 αναλώσιμοι ξένοι εργάτες σε κάθε υπήκοο (δεν θα είμαστε για πολύ ακόμα πολίτες). Η κανονικότητα βασιλεύει για τους 313.000 υπηκόους και για κάποιους ξένους Α’ Κατηγορίας. Τα 2 εκατομμύρια Ασιατών μπορούν κάλλιστα να μένουν στον τόπο χτίζοντας και σκάβοντας ― ας έμεναν στον τόπο τους. Μου έλεγε ένας φίλος σχετικά ότι οι Καταριανοί φροντίζουν να κηδέψουν σωστά τους Μουσουλμάνους ξένους, π.χ. από το Πακιστάν, ενώ τους υπόλοιπους τους ξεφορτώνονται, αφού οι οικογένειές τους στο Νεπάλ δεν έχουνε χρήματα για επαναπατρισμούς σορών. Αναλώσιμοι στη ζωή και στον θάνατο, όπως ό,τι δεν ανήκει στις ελίτ ή δεν τις υπηρετεί με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο: αυτός είναι ο κόσμος των +4 και των +6 βαθμών Κελσίου.

Θυμηθείτε πότε άλλοτε το μέγεθος της επερχόμενης καταστροφής μάς έκανε να πιστέψουμε πως είτε θα αλλάξουμε ριζικά (πολλοί νομίζαμε ότι θα το πράξουμε μέσα από κινήματα και εξεγέρσεις) είτε θα αφανιστούμε. Ναι, στην Ελλάδα των αρχών της Μνημονιοκρατίας. Η αδιανόητη καταστροφή σίγουρα δεν θα πέρναγε έτσι, δεν ήταν δυνατόν. Και όντως η καταστροφή ήταν αδιανόητη και όσον αφορά τους αριθμούς και όσον αφορά τους θεσμούς και όσον αφορά τους ανθρώπους χωρίς φωνή, το 25% κάτω από το όριο της φτώχειας, δηλαδή τα ανδράποδα που έχασαν σπίτια, ευκαιρίες, την υγεία ή και τη ζωή τους και για τα οποία πειστήκαμε ότι υπήρξαν μόνο στην «εργαλειοποίησή» τους από τον Σύριζα ― λες και μέχρι το 2012 ήξερε τι του γινόταν ο Σύριζα. Οι ζημιές στην υγεία και στο κοινωνικό κράτος είναι ανυπολόγιστες, μέχρι και το ΔΝΤ το παραδέχεται, and we haven’t seen the last of it yet.

Όμως στο τέλος η κανονικότητα βασίλεψε και βασιλεύει. Και φυσικά φταίγαμε εμείς που ήμασταν λαμόγια πασοκάριοι ή κομματικοί αργόμισθοι πράσινοι και γαλάζιοι, ακόμα και όσοι δεν ήμασταν κι εργαζόμασταν σκληρά. Βεβαίως επίσης φταίγαμε εμείς που δεν αγκαλιάσαμε αναγκαίες μεταρρυθμίσεις, που δεν ήμασταν Ευρώπη και που είχαμε μεγάλο κράτος. Όπως και μετά την κλιματική καταστροφή θα φταίμε όλοι που πίναμε καφέ με καλαμάκι, που δεν σβήναμε τον υπολογιστή τη νύχτα, που αφήναμε τη βρύση ανοιχτή και που τρώγαμε χοιρινό αντί για μονο φακές.

Οι άπληστες ελίτ δεν φταίνε ποτέ, ούτε τα μεγάλα οικονομικά συμφέροντα· άλλωστε ο τρόπος ζωής μας είναι ― τάχα ― αδιανόητος χωρίς την αδηφαγία τους. Λες και μέχρι το 1980 δεν προόδευε ο κόσμος. Κι όμως αρκεί να πείσεις το κοινό σου ότι αυτό ευθύνεται για τον κλονισμό της κανονικότητάς του ― ή κάποιοι ξένοι, π.χ.

Αυτό λοιπόν το Ordnung herrscht in Berlin! αποδείχτηκε διαχρονικότερο από όσο νομίζαμε: η ανάγκη για κανονικότητα εις βάρος των πολλών, όσοι και να ‘ναι. Ελπίζω και η σχετική κατακλείδα να αποδειχτεί σύντομα καίρια, επίσης. Ελπίζω, δεν νομίζω.