
Προοίμιο
Αν πρέπει να είναι κανείς αυτοβιογραφικός, χούι στο οποίο ενίοτε υποκύπτω, θα πρέπει να το επιδιώκει υπαινικτικά και ετεροχρονισμένα. Κανείς μα κανείς δεν θέλει να μάθει για τη ζωή μας και πολύ περισσότερο για τις γνώμες που εκλύει η εκάστοτε κατάσταση του βίου μας ― εκτός και αν θέλει να πηδηχτεί μαζί μας.
Όπως όμως είναι γνωστό, όταν γράφεις για κάτι για το οποίο ο κόσμος δεν μιλάει, εικάζεται ότι αυτοβιογραφείσαι, έστω και πλαγίως. Όταν έγραψα το Εγκώμιο του χωρισμού, έπαιρνα πολλά συλλυπητήρια ίνμποξ. Πού να ‘ξεραν.
Chewing gum
Μετά τον μοντερνισμό και τον δομισμό (και τον επιβλαβή εκχυδαϊσμό τους από κάτι Γάλλους) έχει τυποποιηθεί κι έχει διαδοθεί το να σκεφτόμαστε με αντιθετικά δίπολα: καλό-κακό, άσπρο-μαύρο. Τόσο πολύ έχουμε εκπέσει σε αυτή την ευκολία, που καμαρώνουμε όταν ανάμεσα στα δύο «άκρα» είμαστε ικανοί να δούμε μια ενδιαμέση περιοχή ή, ακόμα πιο προχωρημένα, κάποιο συνεχές τύπου «ενδιάμεσες αποχρώσεις».
Φυσικά τα αντιθετικά δίπλα προϋπάρχουν του μοντερνισμού, απλώς η σύγχρονη εποχή μάς έχει καλομάθει να αντιλαμβανόμαστε σχεδόν κάθε είδους διαφορά με όρους αντίθεσης, διαμετρικής συνήθως, με πολλά «αντίθετα», «τουναντίον», «καθέτως» και «απεναντίας».
Εκεί όπου δεν είναι εύκολο να δούμε δίπολα, αυτός ο κατά Πίνκερ ψηφιακός τρόπος σκέψης μάς βάζει να προσπαθούμε να κατηγοριοποιούμε και να ταξινομούμε τα πάντα σε σαφείς και διακριτές κατηγορίες. Αυτό κάποτε μάς βοηθάει, συνήθως όχι, αλλά είναι εν πολλοίς αναπόδραστο: η ανθρώπινη νόηση αγαπάει τις κατηγορίες και τις κατατάξεις, ενώ αντιλαμβάνεται τον κόσμο ωσάν να απαρτίζεται από αντικείμενα (κάτι που ο Βιτγκενστάιν μυρίστηκε πόσο λάθος είναι).
Στη σειρά Chewing Gum του Νέτφλιξ, η αδερφή της ηρωίδας ανακράζει κάποια στιγμή «δεν είναι το σεξ κακό, κακό είναι να πληγώνεις τον άλλο». Η σειρά αυτή είναι επιτηδευμένα απλοϊκή και κινείται μεταξύ σλάπστικ και υπαρξιακής αγωνίας, ενώ φαίνεται να προέκυψε μέσα από πολλή και επώδυνη ψυχανάλυση, με την αθώα μεν αλλά ψεύτρα, φτωχή μεν αλλά θαρραλέα και ασχημούλα μεν αλλά καλλίγραμμη πρωταγωνίστρια να λειτουργεί σαν συνοπτικό σχόλιο του τι σημαίνει εργατική τάξη αλλά και σχέσεις τη δεκαετία του ’10. Σε ένα πλήθος σειρών του Νέτφλιξ όπου η ελευθεριότητα παρουσιάζεται αποστρογγυλεμένη, ανώδυνη και χαριτωμένη, το ερώτημα που τίθεται είναι «πληγώνει η ελευθεριότητα»;
ἔχων κεφαλὰς ἑπτὰ καὶ κέρατα δέκα
Όπως έχει ήδη αντιληφθεί ο ψημένος αναγνώστης, η απάντηση δεν μπορεί να δοθεί ούτε μέσα σε δίπολα, ούτε με λεπτές αλλά οριακώς αυθαίρετες κατηγοριοποιήσεις ― όσο και αν ένα σώμα σειρών του Νέτφλιξ προσπαθούν να μας πείσουν για το αντίθετο. Ούτε και το «ναι μεν αλλά» δουλεύει, πάντως. Το ερώτημα είναι αν η ελευθεριότητα πληγώνει. Η απάντηση είναι «συνήθως ναι», εκτός και αν ζούμε στο κωμικό σύμπαν του ζευγαριού στο Easy που και το τρίο του κάνει και τελικά δεν πηδιούνται με την κακομοίρα τρίτη της παρέας παρά μόνο μεταξύ τους κι έτσι όλα παραμένουν wholesome, ξεκάθαρα και τακτοποιημένα ― εκτός από την τρίτη της παρέας που παραμένει απλώς αγάμητη.
Ο ανθρώπινος βίος δεν είναι απλή υπόθεση, πολύ λιγότερο οι ανθρώπινες σχέσεις. Η πολυπλοκότητά τους δεν τιθασεύεται με απόλυτες απαγορεύσεις. Λαχταράμε και πεινάμε και θέλουμε· παράλληλα στέργουμε, νοιαζόμαστε, μεριμνούμε, αγαπάμε. Δεν μπορούν όλα να συμπίπτουν σε έναν άνθρωπο, σε έναν χρόνο, σε έναν τόπο. Η ζωή περνάει, ο πόνος καραδοκεί και ακόμα και στην απουσία του μεγάλου πόνου ο βίος είναι γεμάτος μικρά θλιβερά ζητήματα που ξανά και ξανά κάνουν την καρδιά κάθε ενσυναισθητικού παρατηρητή να σφίγγεται και να ραγίζει λιγάκι. Η χαρά είναι λίγη και χρειάζεται λίχνισμα ωκεανών χρόνου για να μας αποκαλυφθεί κάποιο ψήγμα της.
Μπορεί το κέρατο, εικόνα που παραπέμπει σε σατανικό θηρίο, εικόνα εξουσίας και πόνου και τυραννίας, να μη συνοδεύεται από σκληρότητα και εξευτελισμό; Ναι μεν
όσο κι αν σκούζει το Χόλυγουντ κι αν μινυρίζουν οι παπάδες, κοσμικοί και ένθεοι, η αφοσίωση δεν ταυτίζεται με την ερωτική αποκλειστικότητα.
Ωστόσο, σε κανέναν δεν αξίζει να κερατώνεται χωρίς να το θέλει και κατ’ εξακολούθηση, απροκάλυπτα κι ασυλλόγιστα. Δεν θέλουμε να το παραδεχτούμε λόγω μαξιμαλισμών και αρχών αφηρημένων κι ανεδαφικών, αλλά σε σχέσεις που δεν είναι συναινετικά ανοιχτές το «απροκάλυπτα» και το «φάτσα φόρα» είναι που καθιστούν το κέρατο απεχθές.
Τα πράγματα όμως είναι ακόμα πιο πολύπλοκα. Αν το κέρατο γίνεται βδέλυγμα, και πολλές φορές της ερημώσεως, αυτό δεν οφείλεται τόσο στο ότι είναι απροκάλυπτο ή ασυλλόγιστο αλλά και στο ότι συνοδεύεται από μια γενικευμένη κατάσταση ατιμίας: τη σιωπή και τη διακριτικότητα τις αντικαθιστούν το ψέμα, το παραμύθι και το φούμαρο ― μια τέχνη που οι άρρενες μοιχοί μάλλον κατέχουν καλύτερα και την εφαρμόζουν προς πολλές κατευθύνσεις.
Μέσα σε αυτή τη διάθεση ατιμίας όλοι και όλες (σύντροφοι, σύζυγοι, εραστές, ερωμένες) γίνονται όχι βεβαίως «σκεύη ηδονής» ― πού τέτοια τύχη ― αλλά εργαλεία επιβεβαίωσης της σπουδαιότητας και της μεγαλοσύνης (με σκοπό την αναπλήρωση σε άλλα πεδία ή και όχι) του μοιχού. Το κέρατο γίνεται όπλο που στρέφεται εναντίον της κερατωμένης ή του κερατά ώστε να παραμένει ταπεινωμένος ή ταπεινωμένη και πειθήνιος ή πειθήνια, ή ώστε να καταστεί ψυχιατρική νοσοκόμα ή δεξιοτέχνισσα πόρνη, αν είναι γυναίκα, που πρέπει να «ξανακερδίσει» τον άντρα.
Το βάθος της ατιμίας και η πηχτή κολλώδης θλίψη που λιμνάζει εκεί όπου κατοικεί το θηρίο δύσκολα περιγράφονται. Ενίοτε ο μοιχός γίνεται υπερήφανος, κοκορεύεται και καυχάται, γνωρίζοντας πάρα πολύ καλά ότι «ποτέ δεν εκτίθεσαι και μόνον εκθέτεις» (όπως περιεκτικά το διατύπωσε ο Π. Θεοδωρίδης).
Και το ερώτημα παραμένει: μπορεί να υπάρχει η ελευθεριότητα χωρίς να πληγωθεί κανείς; Μάλλον όχι: εδώ στον αποκλειστικό και αμοιβαίο και τρελό έρωτα και πληγώνεσαι. Μπορείς όμως να προσπαθείς να μην πληγώνεις κανέναν.
Μακριά από διά βίου στερήσεις και ασκητισμούς και μεγάλες ηρωικές αποφάσεις αυτοακρωτηριασμού, μπορείς να είσαι κύριος και να είσαι κυρία. Μπορείς να πασχίζεις να ανταποκρίνεσαι στα καθήκοντά σου και να μην κρεμάς όσους στηρίζονται πάνω σου. Μπορείς να μην είσαι μαλάκας. Μπορείς να μην είσαι άτιμος. Αυτό είναι κάτι, κι είναι κάτι σπουδαίο.