Δε θα σας πω για τους κακόμοιρους τους Πιραχά (Pirahã) και τη γλώσσα τους, το έκανε ήδη ο Old Boy με τον δικό του λυρικοσαρκαστικό τρόπο εδώ.
Θα ξεκινήσω από κάποιες σκέψεις και θα πάω σε κάποιες διαπιστώσεις.
Το ελληνικό κράτος (από τον καιρό που ήταν κυκλαδορουμελομοριάς) λειτουργεί (και) ως σύμβολο. Εκπροσωπεί, ενσαρκώνει ή και υποστασιάζει — αν προτιμάτε, την παρουσία του Ελληνικού πνεύματος στον σύγχρονο δυτικό κόσμο με χειροπιαστό τρόπο και εκτός και εντός των εκάστοτε ελληνικών συνόρων: με τα τοπωνύμιά του, με την ιστορία του, με τη γλώσσα του, με τα ερείπιά του, με χίλια-δυο τόσα άλλα. Αυτό ήτανε πολύ σημαντικό για τον 19ο αιώνα που την είχε ψωνίσει με την Ελλάδα, τον ελληνισμό, τα κλασικά γράμματα και την κλασική τέχνη. Με άλλα λόγια, το ελληνικό κράτος δε στήθηκε για να στεγάσει τους καλοκάγαθους Κεντρο-Σλάβους των νοτίων Άλπεων (Σλοβένους), ούτε τους απογόνους Κελτών, Πικτών και Βρετανών (Σκωτσέζων), ούτε τα ορεινά περισσέματα του φιλέτου της Ευρώπης (Ελβετία) αλλά τους οιονεί απογόνους του Ur-πολιτισμού στο κέντρο του Δυτικού Πολιτισμού και τα μνημεία αυτού του πολιτισμού, από τα ανύπαρκτα ερείπια της Σπάρτης έως τα στενά της Σαλαμίνας. Από ιδεαλιστική και ιδεολογική άποψη, μόνον ένα λόγου χάρη εβραϊκό κράτος θα ήτανε πιο σημαντικό (όμως οι Εβραίοι είναι κακοί και δόλιοι άνθρωποι, γι’ αυτό και άργησε να υλοποιηθεί το συγκεκριμένο σενάριο — άσε που, αντίθετα με τους Έλληνες, ήταν όλο διχόνοιες και δεν έλεγαν με τίποτε να πάνε ούτε στην Ουγκάντα ούτε στην Ουρουγουάη).
Άρα, εφόσον το ελληνικό κράτος θεσμίστηκε ως κράτος-έμβλημα του Δυτικού Πολιτισμού, ως η κολοβή Ντίσνεϋλαντ της κλασικής εποχής, ως ένα απέραντο μουσείο, τελικά καταλήγω να θεωρώ λογικό που το δέρνει ο μαύρος εθνικισμός, η άκρατη σπουδαιοφάνεια, ο επεκτατισμός, η συλλογική οίηση, ποικίλοι μεγαλοϊδεατισμοί και καταλήγω να το θεωρώ φυσικό που την πήρε τελικά και την Ολυμπιάδα (το Ολυμπιακό Ιδεώδες δεν εμφορείται από πανανθρώπινα ιδανικά, μια μαξιμαλιστική έκφραση πανδυτικισμού είναι — η ελευθερία και τα ανθρώπινα δικαιώματα είναι πανανθρώπινα).
Τι κάνει λοιπόν το ελληνικό κράτος ως κράτος-έμβλημα του Δυτικού Πολιτισμού, ως η κολοβή Ντίσνεϋλαντ της κλασικής εποχής, ως ένα απέραντο μουσείο που θέλει να είναι πιστό στη θέσμισή του, ως ένα κράτος που θέλει (όπως καλή ώρα η Γαλλία) να δικαιολογεί στη διεθνή κοινότητα τον εθνικισμό του, τις αντιμεταναστευτικές πολιτικές του, τον ντεκαφεϊνέ θρησκομιλιταρισμό του (ποιος τολμάει να σατιρίσει με δριμύτητα Στρατό και Εκκλησία;), τις εκλεκτικές συγγένειές του, τη διεκδίκηση τοπωνυμίων, τη σταδιακή σύνθλιψη του χαρακτήρα εθνογλωσσοθρησκευτικών μειονοτήτων; «Με το να θεραπεύει τις επιστήμες, τον πολιτισμό, τα γράμματα, τις τέχνες.» Αυτό εν ολίγοις ήτανε και το πνεύμα πίσω από την ένταξη της Ελλάδας στην ΕΟΚ: ούτε ελεημοσύνη θέλανε (τότε) να μας δώσουν (όπως στους δέκα νεήλυδες), ούτε τα λεφτά μας ζητούσαν (όπως στο κύμα Νορβηγία-Σουηδία-Φινλανδία-Αυστρία): εμείς εκπροσωπούμε το Geist, το (ευρωπαϊκό) πνεύμα!
Αντί να κλαυτώ γενικώς για το ότι ούτε την (ιδεο-φαντασιακή) θέσμισή του δεν τιμάει το Ελληνικό, θα επικεντρωθώ στην εκκωφαντική απουσία μιας πτυχής της: την αποπνικτική έλλειψη μουσικής παιδείας στην Ελλάδα.
Μουσική παιδεία δεν είναι να ακούς Μπαχ στο πούλμαν, Φίλιπ Γκλας στο τρόλεϋ, Παγκανίνι στη φάμπρικα και ‘sensual classics 7’ στο κωλάδικο, δεν είναι να γνωρίζεις πότε πέθανε ο Μότσαρτ και εάν ο Σούμαν είχε σύφιλη, δεν είναι να θεωρείς τον Ραχμάνινοφ χαλαρωτική μουσική και τον Μπετόβεν πηγή έμπνευσης, δεν είναι να αναγνωρίζεις ότι η παράφωνη κόρνα του ταρίφα μπροστά σου παίζει μια δευτέρα. Επίσης, έλλειψη μουσικής παιδείας δεν είναι η ύπαρξη Βέρας Λάμπρου και Μπέλας Μπούλα, δεν είναι η μυθική προβολή των ντενεκέδων του σκυλοπόπ, δεν είναι ο ισχυρισμός πως το Παγκάκι (Πεγκάκι, μπαρδόν) έχει σωστή φωνή (έχει, αλλά τι τραγουδάει). Για μένα η πιο μπανάλ έκφανση έλλειψης μουσικής παιδείας με βρήκε κατακέφαλα στο Île St. Louis, τρώγοντας παγωτό Μπερτιγιόν σε ένα καφέ με τη Missa Solemnis χαλάκι / ηχητικό μπακγκράουντ.
Τελικά μουσική παιδεία είναι (ανάμεσα σε άλλα) να μπορεί ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού να εκτιμάει και να απολαμβάνει τη μουσική, να κουτσοδιαβάζει μουσική και να κουτσοτραγουδάει και να κουτσοπαίζει και κανα όργανο. Να ξέρει με ποια μουσική θα κάνει έρωτα, με ποιες θα χορέψει, με ποια θα ξεδώσει, με ποια θα βρει ανάταση, με ποια θα χαλαρώσει — και να του έχουνε δοθεί από την κοινωνία τα εργαλεία για να διαμορφώσει τις δικές του προτιμήσεις ο καθένας αναλόγως. Όπως είμαστε τώρα, μουσικά μοιάζουμε με μια αγράμματη κι αδιάβαστη κοινωνία όπου ψαγμένα και μερακλίδικα άτομα, μοναχικές μονάδες, ψάχνουνε και βρίσκουν και βασανίζουνε τη μουσική, είτε ως εκτελεστές είτε ως ακροατές, κι αυτή τους ανταμείβει.
Αφού σκοπεύουμε να βαραίνουμε τον κόσμο, τους ξένους μας (εμείς, οι κάποτε κατ’ εξοχήν ξένοι) και τους γείτονές μας με την εθνική μας έπαρση, με την μάλλον αμερικανικής εμπνεύσεως ριγέ σημαία μας και με τις αρχαίες πέτρες που φυτρώνουν στα ζηλευτά ξερονήσια και τις κατσικοπλαγιές μας, με το ότι μας έπεσε το λαχείο να έχουμε στην κορφή της πρωτεύουσάς μας το τοτέμ της Δύσης και όχι κανένα φρούριο, ας δικαιολογήσουμε επιτέλους την ξιπασιά και τη βία που παράγουμε (κι έχουμε παραγάγει) δίνοντας πίσω κάτι, δικαιολογώντας λίγο την ύπαρξή μας: κάνοντας πολιτισμό, ίσως και μουσική.