Ομογενοποίηση

American Gods
Από το American Gods του Neil Gaiman

Πριν κάποια χρόνια ψηνόταν μια σπουδαία φάση να πάρω μια σημαντική δουλειά στο Αμέρικα και να μετακομίσω εκεί.

Επειδή στην Αμερική απρόσωπες και αδιάβλητες διαδικασίες δεν παίζουν και επειδή είναι ικανοί να τις δέσουνε φιόγκο τις διαδικασίες προκειμένου να προσλάβουν «τον καταλληλότερο» με περιέφεραν ως δελφίνο γύρω γύρω για τρεις βδομάδες, από τραπέζωμα σε μπαρ και από συνεστίαση σε informal meeting (τάχα), με κάμποσα τσάγια και καφέδες εντωμεταξύ. Σκοπός της περιοδείας ήτανε να γνωριστώ με τα μέλη του Board αλλά και με όσους θα μπορούσαν να επηρεάσουν την απόφαση του Board.

Για λόγους που δεν μπορώ να εξηγήσω, μέρος του αρραβώνα ήταν επίσης να νταραβερίζομαι σε καθημερινή βάση με την Ομογένεια. Οι μη ομογενείς που οργάνωναν το επαγγελματικό προξενιό μού εξήγησαν ότι ναι μεν τη δουλειά την είχα στην τσέπη (κανονικά όμως) κι ότι δεν θα δούλευα ούτε για την Ομογένεια ούτε με την Ομογένεια, πλην όμως έπρεπε η Ομογένεια να με συμπαθήσει. Εγώ ούτε έγλειψα (μπλιαχ) αλλά ούτε ύψωσα τη μαυροκόκκινη· ίσα ίσα, κάθε φορά που άκουγα για την παραχάραξη της Ιστορίας και τους εκ φύσεως αιμοβόρους Τούρκους, τους το γύριζα ξανά και ξανά στο «εθνικόν είναι το αληθές». Διότι όταν τα χρειαστούμε επικαλούμαστε Κόντε, γνωστά πράγματα.

Είχα λοιπόν την ευκαιρία για τρεις βδομάδες να ζήσω συστηματικά το φαινόμενο ελληνική Ομογένεια. Τι Greek Olympics, τι Κατηχητικά, τι «με πήρε τηλέφωνο ο πάτερ να με ρωτήσει γιατί δεν πήγα εκκλησία», τι «αχ μου λείπει η Ελλάδα but it sucks», τι «οι τεμπέληδες Έλληνες ζούνε στην Ελλάδα», τι παρελάσεις, τι μνημόνια που μας χρειάζονται, τι traditional Greek Orthodox values, τι που είμαστε μαλθακοί και δεν πολεμάμε τον Τούρκο να πάρουμε την Πόλη, τι τσολιάδες και δισκοπότηρα, τι βρωμιάρηδες Εβραίοι και τρισχειρότεροι μαύροι — απ’ όλα.

Μετά από τέσσερις-πέντε εβδομάδες η δουλειά που είχα στην τσέπη μού έπεσε από την τσέπη, όχι επειδή δεν άρεσα στην Ομογένεια αλλά γιατί η Ομογένεια είχε άλλα σχέδια τα οποία δεν με περιελάμβαναν. Ένιωσα ρίγη ανακούφισης. Στο κάτω κάτω, αν θέλω να ζήσω στο Κωσταλέξι δεν χρειάζεται να περάσω τον Ατλαντικό.

Σύντομο σχόλιο στην Γκίτα

bhagavadgita

Διάβασα επιτέλους τη Μπαγκαβάτ Γκίτα. Τέσσερα σχόλια ανερμάτιστα:

Η δομή της Γκίτα είναι:

Γιόγκα γιόγκα γιόγκα.
Μετά: γουάου.
Μετά: γιόγκα γιόγκα γιόγκα.

Tα κεφάλαια 7 μέχρι και 11, δηλαδή τα «γουάου», είναι θεσπέσια. Μιλάμε για υπερπαραγωγή. Εκεί μέσα βρίσκεται η επικότερη και πιο θεοτικά όμορφη εικονογραφία που έχω συναντήσει ποτέ σε ιερά κείμενα. Μιλώντας για τον εαυτό του ο Κρίσνα κάνει τους θριαμβεύοντες θεούς των μονοθεϊστικών γραφών να μοιάζουν με υπερήρωες ινδικών b-movie. Μιλάμε για συγκλονιστικό απόσπασμα.

Με την Γκίτα κατάλαβα κι εγώ ότι οι Ινδοί επινόησαν την ολική θρησκεία: μια θρησκεία που δεν αποσκοπεί στο να γίνει μέρος της κοινωνικής σύμβασης ή και της καθημερινής ζωής παρά αποτελεί το ίδιο το νόημα της ζωής και τον προορισμό της. Η γιόγκα, όπως διδάσκεται από τον Κρίσνα, γίνεται όντως ένωση με το Απόλυτο, είναι όντως υπερβατική.

Επιπλέον κατάλαβα ότι για τους Ινδούς οι τρεις μονοθεϊστικές θρησκείες πιθανότατα μοιάζουνε με τρεις εκδοχές της ίδιας θρησκείας. Μέσα στην Γκίτα ο Κρίσνα τα χώνει δυο-τρεις φορές στις Βέδες γιατί αποτελούν «ατελή σκιά» κτλ., καλή ώρα όπως ο Παύλος τα χώνει στην Τορά και τον μωσαϊκό Νόμο, ενώ ο Ίδιος είναι ο συγγραφέας τους και το πλήρωμά τους και η υπέρβασή τους. Οι μεσογειακοί φτιάξαμε δύο (και τρεις) θρησκείες με αφορμή τις Γραφές και τον ρόλο τους, οι Ινδοί θα τις θεωρούσαν και τις τρεις θρησκείες εκδοχές του Ιουδαϊσμού και δεν βαριέσαι.

Τέλος, η μονοθεϊστική θεολογία έχει απορροφήσει μπόλικη Γκίτα και παριστάνει ότι δεν το ξέρει: οι Ινδοί επινόησαν την υπερβατική θεότητα, η οποία μάλιστα στην Γκίτα συνυπάρχει με 2-3 πάνθεα «κανονικών» θεών. Επίσης, βεβαίως, επινόησαν την ενανθρώπιση και την ένωση με το θείο και την ενατένιση του θείου και τη σημασία της πίστης σε αντίθεση με την προσκόλληση στην τελετουργία ― κ.ο.κ. Μέχρι και Θεοφάνεια περιέχει το κείμενο, τα οποία όμως δεν περιγράφονται…

Η χαρά του έρωτα

49351207_325396214851635_3629325043898515456_n
Φωτογραφία του Antoine d’Agata

Έλεγα πριν λίγους μήνες:

Κάθε σκέψη και κάθε φαντασία λαγνική είναι κίνηση είτε προς ένα μέλλον επιθυμητό, είτε νοσταλγικά προς το παρελθόν. Ως γνωστόν στο γαμήσι, την ώρα εκείνη, δεν σκέφτεσαι ποσώς αλλά υπάρχεις μόνο και, αν σκέφτεσαι, σκέφτεσαι με τον τρόπο της μέθης και στον ρυθμό της περίπτυξης: είτε σε αντιχρονισμό με τον ρυθμό της περίπτυξης είτε με τρόπο σόλο τζαζ ή άριας αν δεν έχει έρθει ακόμα ή ώρα της περίπτυξης. Αλλά το ουσιώδες στο γαμήσι δεν μπορεί να είναι η όποια σκέψη, είναι ότι υπάρχεις. Καθαρή ύπαρξη, που λέμε.

Απόψε σκεφτόμουν για το ίχνος της χαράς που αφήνουν κάποιοι άνθρωπο στη ζωή μας. Τα τραγούδια μάς μαθαίνουν να θυμόμαστε τον πόνο και τον χωρισμό. Αναπόφευκτοι είναι. Εξίσου αναπόφευκτες είναι η στέρηση και η νοσταλγία. Τέλος, πιθανότατα θα ποθήσουμε λάθος ανθρώπους και οπωσδήποτε θα μας ποθήσουν λάθος άνθρωποι. Οι ζημιές και τα τραύματα είναι αναπόφευκτα. Δεν γίνεται όμως να αυτονομούνται όλα αυτά υπό μορφή καψούρας και να παραγνωρίζεται το ίχνος της χαράς. Γιατί κάποιοι άνθρωποι αφήνουν τελικά ίχνος χαράς μέσα μας· ακόμα κι αν έχει λήξει η σχέση τους μαζί μας, προσωρινά ή για πάντα.

Ελπίζοντας ότι ζούμε στην αρχή μιας εποχής στην οποία οι άνθρωποι θα προτιμούν και θα διεκδικούν την ερωτική μοναξιά από μια ανταλλακτική ερωτική σχέση (μέσα σε συμβίωση ή και όχι), νομίζω ότι σιγά σιγά πρέπει να απεκδυόμαστε τις εξιδανικεύσεις. Δεν λέω, πολλές εξιδανικεύσεις γύρω από τον έρωτα ερεθίζουν όπως σε ένα πιο χειροπιαστό επίπεδο ξεσηκώνουν κάποια εσώρουχα. Όμως ίσως πρέπει να μπορούμε να πάμε παραπέρα, να παραμερίσουμε τα στρινγκάκια, να ξεκουμπώσουμε τους κορσέδες, να βγάλουμε τις κάλτσες.

Από την εξιδανίκευση του έρωτα και την αποθέωσή του να προχωρήσουμε προς ένα πιο συναισθητικό τρόπο να λαγνουργούμε και να γαμιόμαστε, άλλωστε την καύλα την πολλαπλασιάζει η καύλα που προκαλούμε: δεν χρειάζεται να κάνεις χατήρια αλλά, άμα σου αρέσει ο άλφα ή ο βήτα τρόπος, είναι ωραίο να καυλώσεις περισσότερο καυλώνοντας τον άλλο ή την άλλη. Ίσως επίσης θα έπρεπε να αποσυνδέσουμε τον έρωτα από την αναζήτηση της αγάπης και της συμβίωσης. Είναι φενάκη η χρήση του έρωτα ως προϋπόθεσης της αγάπης: η αγάπη εμφανίζεται σαν τον κλέφτη μέσα στη νύχτα (που είπε κι ο Άλλος), ούτε καλλιεργείται ούτε ενθαρρύνεται λόγω συμβατότητας χαρακτήρων ή σεξουαλικής συμβατότητας ή δεν ξέρω τι άλλο μάς λένε τα σάιτ και τα περιοδικά και τα εγχειρίδια ευ ζην. Όπως είπε και ο Ίδιος, η αγάπη φυσάει όπου φυσάει και δεν ξέρεις από πού έρχεται και πού πηγαίνει. Η κατάχρηση της «αγάπης» ως ερμηνείας και η στανική προσδοκία της είναι αιτίες βαθειάς και στυγερής δυστυχίας.

Ίσως λοιπόν αν προσπαθούμε να είμαστε τσαχπίνηδες, εργατικοί κι ενσυναισθητικοί εραστές χωρίς να νιώθουμε ότι έχουμε αντίπαλο ή πελάτη από πάνω μας ή από κάτω μας ή σε όποια άλλη θέση και αν πάψουμε να θεωρούμε τον έρωτα ως προθάλαμο άλλων μεγάλων αφηγήσεων και τον ζούμε σαν ένα εκτεταμένο τώρα (όταν και εφόσον), ίσως έτσι να μπορούμε να μάθουμε να δεχόμαστε τη χαρά και να μένουμε σε αυτή. Ίσως έτσι να μπορούμε να αναγνωρίσουμε και να δεχτούμε την αγάπη, που έρχεται απροειδοποίητη φυσώντας προς όπου φυσάει.

Γιατί αν το ίχνος της χαράς από τους άλλους ανθρώπους είναι σαν σφραγίδα και σαν τατουάζ, το ίχνος της αγάπης είναι η ίδια η χαρά που ζει μέσα μας ακμαία ως η χαρά η ίδια, παρά ως ανάμνηση χαράς.

Καρκινικά

P1050418.JPG

Το πρωί πήγα να πάρω καφέ και συνάντησα έναν συνάδερφο που βλέπω μια φορά τον μήνα. Τον σύστησα στη φίλη μου που τυχαία πέρναγε από εκεί αλλά ακόμα και τώρα δεν είμαι σίγουρος ότι ήταν το σωστό όνομα.

Δεν θυμάμαι ονόματα ανθρώπων. Από παιδί. Πολλές φορές αυτό δικαίως παρεξηγείται ως αδιαφορία, αλλά εδώ δεν θυμόμουν ονόματα κοριτσιών που μου άρεσαν. Απεναντίας θυμάμαι ονόματα λογοτεχνικών ηρώων. Θυμαμαι λόγου χάρη τον Χλάντνικ στο Μυστικό θαύμα του Μπόρχες.

Ο Χλάντνικ συνελήφθη από τους ναζί και όσο ήταν έγκλειστος έβαλε τον εαυτό του να σκεφτεί κάθε λογής συμφορά, πεπεισμένος ότι άν σκεφτεί κάτι κακό δεν πρόκειται να του συμβεί: με το να σκεφτείς δυσάρεστα ή φρικτά ενδεχόμενα, με το να τα περιμένεις, τα αποτρέπεις. Αυτή η μαγική μέθοδος οξύμωρα συνυπάρχει μέσα μου με την ασυμβίβαστη δοξασία του «κατά φωνή κι ο διάολος» (ναι, μεταξύ γαϊδάρου και speaking of the devil).

Η μάνα μου κλίνει σαφώς προς τη σχολή του να μην πιάνεις στο στόμα σου το κακό. Από τότε που τη θυμάμαι φοβάται τον καρκίνο. Είναι ογδόντα χρονών, την έχουνε βρει ένα σωρό, τα έχει ξεπεράσει όλα ή τους έχει υποταχτεί (οι αντοχές μας δεν είναι ανεξάντλητες) αλλά από καρκίνο τίποτα προς το παρόν. Στο μεταξύ έχει χάσει δύο αδερφούς από την αρρώστια, χωρίς να υπάρχει σαφής κληρονομική προδιάθεση — έτσι μας λένε.

Έχω κληρονομήσει την καρκινοφοβία της μάνας μου. Στον γιατρό θα τρέξω μόνον αν νομίζω ότι έχω καρκίνο (συνήθως σε περιόδους άγχους ή θλίψης) ή ότι κινδυνεύω να παραμορφωθώ, όλα τα άλλα εντάξει, μια χαρά, είμαι βράχος, είμαι θύελλα, είμαι δέντρο κτλ. Ναι, ξέρω: νευρωσάρα. Και η καρκινοφοβία ξεκίνησε όταν ήμουν μικρός.

Ερχόταν λοιπόν ο παππούς ο Πολίτης στο σπίτι κάθε Κυριακή και μου έλεγε ότι στην Πόλη του 1919 τού έμαθαν δύο καρκινικές επιγραφές. Κλώτσαγα λίγο στο «καρκινικές», ακόμα δεν είχα μάθει τι είναι palindrome. Μου έλεγε λοιπόν ότι η μία επιγραφή είναι η πασίγνωστη

ΝΙΨΟΝΑΝΟΜΗΜΑΤΑΜΗΜΟΝΑΝΟΨΙΝ

που δεν καταλάβαινα και με ζόριζε: τότε με ενοχλούσε να μην καταλαβαίνω κάτι, με το να μην καταλαβαίνω με συμφιλίωσε η ποίηση, πάρα πολύ αργότερα. Ο παππούς μου καθόταν και μου το εξηγούσε αλλά εξακολουθούσα να μην καταλαβαίνω πώς ξεπλένονται τα ανομήματα με νερό.

Η άλλη καρκινική επιγραφή ήτανε χειρότερη:

ΑΝΑΣΤΑΣΚΑΜΠΑΚΣΑΤΣΑΝΑ

«Τι λέει εδώ ρε παππού;»
«Αναστάς καμπάκ σατσάνα.»
«Τι θα πει;»
«Ο Αναστάσης πουλάει κολοκύθια.»
«Σε ποια γλώσσα;»

Κι εδώ άρχιζε το πρόβλημα γιατί ο παππούς ο Πολίτης, όπως πολλοί Πολίτες, ήταν μισότουρκος, και πώς να πει στον εγγονό ότι ήταν τούρκικα; Με τα πολλά τον κατάφερα και τον ρώτησα αν είναι πραγματική καρκινική επιγραφή, αφού τα τούρκικα δεν γράφονται με ελληνικά γράμματα. Η απάντησή του ήταν ότι «ναι, αλλά άμα τη γράψεις με ελληνικά γράμματα, η πρόταση είναι καρκινική».

Κάπου εδώ βρίσκεται κρυμμένη μια μεταφορά για τη μνήμη και το ασυνείδητο. Ίσως.

Άγιο Φως

Illuminated Letter E, Ezekiel's First Vision

Αντιλαμβάνομαι ότι οι αναγνώστες μου είναι πάρα πολύ ορθολογιστές και εντελώς πεφωτισμένοι. Τολμώ όμως να διαπιστώσω ότι καταλαβαίνουν ελάχιστα την ορθόδοξη πίστη και στη θεολογική της διάσταση και στην καθημερινή μπρουτάλ ευλάβειά της.

Ας δούμε πρώτα τι πίστευε μέχρι προχθές ο μέσος πιστός για το Άγιο Φως: ότι βγαίνει από μια ρωγμή μιας από τις κολώνες του Ναού της Αναστάσεως ή ότι πηγάζει από τον Πανάγιο Τάφο· ότι μπαίνει στον Πανάγιο Τάφο ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων φορώντας μόνο ένα αντερί με σκοπό την αφή του· ότι στην πρωτογενή του μορφή, εν τη γενέσει του, το Άγιο Φως είναι ψηλαφητό και σαν ενός είδους δροσιά που μπορείς να την αλείψεις στο πρόσωπό σου, κάτι που το βεβαιώναν είτε εξ ακοής είτε ως αυτόπτες δεκάδες χατζήδες· μετά σταδιακά αυτή η έρση θηλεία μετουσιωνόταν σε φλόγα στα φιτίλια των κεριών και των λαμπάδων.

Θα μου πείτε «ποιος τα πίστευε αυτά τα παραμύθια;» Η απάντηση είναι πιο ενδιαφέρουσα από όσο νομίζουν κάποιοι, ιδιαίτερα στην εποχή μας, εποχή του I want to believe.

Πρώτον, η χριστιανική θρησκεία δεν είναι νεοπλατωνισμός και γνωστικισμός, όχι μόνο καταφάσκει τον υλικό κόσμο και την ανθρώπινη ιστορία αλλά θεμελιώνεται σε αυτά: υποτίθεται ότι το έργο της χριστιανικής σωτηρίας είναι η ανάσταση του σώματος και η θέωση της ύλης, όχι η απόδραση σε πνευματικούς κι άυλους κόσμος. Η ύλη, η ιστορική αλήθεια, τα γεγονότα (θαυμαστά ή μη) είναι κεφαλαιώδους σημασίας για όλα τα χριστιανικά δόγματα: το σαμιώτικο κρασί και το επτάζυμο πρόσφορο είναι το αίμα και το σώμα του «δύο φύσεις και μία υπόσταση» Θεανθρώπου.

Δεν υπάρχει τίποτε συμβολικό και μεταφορικό στη χριστιανική πίστη. Κάθε φορά που η κοινή λογική, η εντελεχής παρατήρηση και η επιστήμη διαψεύδουν χριστιανικές δοξασίες, η χριστιανική πίστη ταμπουρώνεται μέσα στο φρούριο της αλληγορίας αλλά ποτέ δεν οπισθοχωρεί πίσω από το υλικό, το ιστορικό, το πραγματικό: το μάννα μπορεί να ήταν εδώδιμος μύκητας αλλά ήταν πραγματικό και το έκανε ντελίβερυ ο Θεός, ο Χριστός όντως τάισε με πέντε άρτους και δυο ψάρια πλήθος κόσμου, η Παναγία όντως έδιωξε αυτοπροσώπως τους Αβάρους από τα τείχη της Πόλης (όπως παλιότερα το φάσμα Θησέως τους Πέρσες από τη Σαλαμίνα), ο υπερβατικός και απερινόητος Θεός παρίσταται στα μυστήρια κτλ. κτλ. κτλ.

Από αυτή την άποψη, κάθε εμπειρική διάψευση χριστιανικών δοξασιών είναι χρήσιμη και αναγκαία. Οι Ινδουιστές θα σου πούνε ότι, οκέι, ο Σίβα που είναι μπλε γιατί κατάπιε το αρχέγονο φαρμάκι χαλαχάλα ίνα ζήσηται ο κόσμος δεν είναι παρά μια ιδέα ενώ η αρχαία αυτή ιστοριούλα καθαρά συμβολική, άλλωστε δεν βαριέσαι, όλα μάια είναι· οι Χριστιανοί απεναντίας, εκτός από κάτι αφηρημένους Αγγλικανούς, θα σου πουν π.χ. ότι ο Χριστός αναλήφθηκε σωματικώς μετά την ανάστασή του και ζει κάπου στο σύμπαν (ή κάτι τέτοιο) παραμένοντας ατρέπτως Θεάνθρωπος, όχι πάντως ως νεκρό σώμα σε στάση.

Συνεπώς είναι κεφαλαιώδους σημασίας η αποσυναρμολόγηση της χριστιανικής μυθολογίας ακριβώς επειδή η χριστιανική θεολογία έχει εμπειρική βάση, εμπειρική με τον τρόπο της αστρολογίας, της αλχημείας κτλ. Αυτό το γνώριζαν οι αντίχριστοι, οι άθεοι και οι αγνωστικιστές από την πρώτη πεντηκονταετία μ.Χ. και σίγουρα δεν πρόκειται για καινοφανή καμώματα του Ντώκινς, του Χίτσενς και άλλων ιεραποστόλων του νέου αθεϊσμού. Ναι, όντως δεν θα πείσεις ποτέ κανέναν πιστό για τον αλλοπρόσαλλο χαρακτήρα του υπερβατικού σκέλους της πίστης του: ήδη από τον Απόστολο Παύλο είναι εξασφαλισμένο ότι ο πυρήνας της πίστης (ως μωρίας ή σκανδάλου) θα διαφεύγει κάθε έλεγχο του ορθού λόγου και της εμπειρικής βασάνου. Ταυτόχρονα, ο ίδιος όμως είπε ότι η πίστη του είναι μάταιη αν δεν αναστήθηκε ο Κύριος του: έχουν σημασία τα (όποια) γεγονότα.

Επιπλεον, στην εποχή μας η εμπειρική αναίρεση της χριστιανικής δεισιδαιμονίας και του ψεύδους των μονοθεϊσμών είναι ακόμα πιο αναγκαία. Εδώ στην εποχή των θεωριών συνωμοσίας και των «ντοκυμαντέρ» με σενάρια X-Files, μετά τη συλλογική ανοησία των παολοκοελισμών, του Νιου Έιτζ και της ψευδοεπιστήμης ξέρουμε πολύ καλά ότι η δεισιδαιμονία δεν ηττήθηκε ποτέ από τους ψύχραιμους αρχαγγέλους του Διαφωτισμού, απλώς άλλαξε ονόματα κι αντικείμενο. Ο κόσμος μας είναι πια τόσο εξοικειωμένος με παγκόσμιες συνωμοσίες, τόσο δηλητηριασμένος από αντιεμβολιασμούς και από ψιθύρους για διατροφικές γενοκτονίες (εκτός από τη μία και πραγματική της βιομηχανίας ζάχαρης), βλέπει τόσα σήριαλ όπου η ψυχική ασθένεια τελικά είναι δαιμονισμός και καταδεσμοί, ψηφίζει τόσους τσαρλατάνους πνευματιστές ή αποκρυφιστές ή δεν ξέρω τι, που πρέπει να του εξηγήσεις με απλό τρόπο ότι το Άγιο Φως δεν είναι έρση θηλεία, δεν είναι κάτι υπερφυσικό που μπαίνει στον κόσμο μας μέσα από μια χαραμάδα των νόμων της φύσης, παρά στην καλύτερη περίπτωση είναι κάτι σαν τον αγιασμό: προϊόν των νόμων της φύσης πάνω από τον οποίο απαγγέλθηκαν μεγαλοφώνως ή χαμηλοφώνως επικλήσεις, ξόρκια και ευλογίες.

Σαν ανάμνηση

Photo 24-02-2019, 17 10 54

Είμαστε στο αυτοκίνητο, οδηγώ. Πιάνω στο ραδιόφωνο κάτι όμορφο. «Ας το ακούσουμε αυτό, μου αρέσει» λέει. Είναι πράγματι υπέροχο. Προσπαθώ να καταλάβω τι μπορεί να είναι. Έχει τελειώσει η μπαταρία του κινητού και οδηγώ κιόλας, άρα Shazam δεν παίζει. Κοντσέρτο για βιολί είναι, ίσως και για βιόλα. Θυμίζει Μπετόβεν ή και μιμητή του Μπετόβεν· σε κάποια σημεία θυμίζει το κοντσέρτο του Μέντελσον για βιολί, αλλού μου θυμίζει του Τσαϊκόφσκι. Αναρωτιέμαι τι να είναι. Αναρωτιέμαι αν μου θυμίζει κάτι γιατί αναγνωρίζω κλασικές επεξεργασίες και ενορχηστρώσεις ή αν μου θυμίζει κάτι το ίδιο το κομμάτι. Μπορεί φυσικά να μη μου θυμίζει τίποτα, απλώς να μου αρέσει και να μου αρέσει κυρίως γιατί αναγνωρίζω κλασικές επεξεργασίες και ενορχηστρώσεις ή και γιατί είναι υπέροχο. Σίγουρα μετά τον Μότσαρτ, σίγουρα το αργότερο ρομαντικός συνθέτης. Αλλά μου θυμίζει κάτι ή τώρα το ανακαλύπτω και μου αρέσει; Όταν κάτι ή κάποιος μάς αρέσει δεν πείθουμε τον εαυτό μας ότι κάτι μας θυμίζει, ότι αποτελεί ανάμνηση ενός παραδείσου επίγειου ή επουρανίου; Όλη η πλατωνική φρεναπάτη πάνω σε αυτό είναι χτισμένη κι όλη η χριστιανική επίσης.

Φτάνουμε σπίτι και τρέχω να ανοίξω το ραδιόφωνο πριν τελειώσει το κομμάτι. Το προλαβαίνω στο τσακ, όμως ακολουθεί ένα αργό μέρος, άρα σίγουρα κοντσέρτο για βιολί. Το Shazam με τίποτα δεν το αναγνωρίζει. Ηχογραφώ όσο μπορώ, μήπως και ρωτήσω αργότερα κανέναν που ξέρει από μουσική. Το δεύτερο μέρος έχει επεξεργασία που αν δεν είναι Μπετόβεν τότε μάλλον είναι Μπετόβεν. Αλλά δεν ξέρω θεωρία μουσικής, δεν ξέρω αρμονία: δεν εμπιστεύομαι τον εαυτό μου για όσα δεν κατέχω.

Το τρίτο μέρος έχει ένα πασίγνωστο θέμα. Το Shazam παραμένει αδαέστερο από εμένα. Ένα χαρούμενο και απλοϊκό θέμα — άρα Μπετόβεν. Η επεξεργασία είναι επίσης οπωσδήποτε Μπετόβεν. Άρα τόσην ώρα ακούω το Κοντσέρτο για βιολί του Μπετόβεν.

Με το που τελειώνει πέφτει δελτίο ειδήσεων απευθείας. Ψάχνω λοιπόν στο youtube το Κοντσέρτο για βιολί του Μπετόβεν για να δω αν μάντεψα σωστά. Βρίσκω εκτελέσεις με διάφορους θεούς (Όιστραχ, Μενούχιν, Καβάκο…) αλλά διαλέγω να ακούσω προς το τέλος μία ζωντανή με κάποια Hahn.

Αυτό είναι: Κοντσέρτο για βιολί και ορχήστρα του Μπετόβεν, έργο 61. Συγκινούμαι γιατί έχω να το ακούσω δεκαετίες, από τότε που άκουγα την κλασική μουσική του μπαμπά σε κασέτες χρωμίου. Να λοιπόν που η σαγήνη που αισθάνθηκα δεν ήταν παρά μια πολύ παλιά ανάμνηση μουσικής που κοιμόταν μέσα μου.

Ξεκινάω να γράφω αυτό εδώ το κείμενο και στα μισά συνειδητοποιώ ότι ο Πλάτωνας κάνει λάθος: ο πατέρας μου είχε μόνον το Triplo Concerto στη συλλογή του. Το Κοντσέρτο για βιολί του Μπετόβεν το άκουσα για πρώτη φορά σήμερα, όπως και η μικρή. Και το αγάπησα.

Οι μαύροι της ΕΕ

11951558_935719209800329_6554710897793990984_o
Από τις διαμαρτυρίες για την επένδυση-έγκλημα στις Σκουριές

Σκεφτόμουν το απόγευμα ότι η μνημονιακή ρητορική, τα δέκα χρόνια χρηστομάθειας, όλες οι ατέλειωτες σελίδες κατήχησης και που παρήγαν και παράγουν οι γραφιάδες και οι δημοσιογράφοι και κάθε λογής λόγιες περσόνες, μοιάζουν με την κατασταλτική ρητορική που αποσκοπούσε στο να σωφρονίσει τους μαύρους των ΗΠΑ.

Οι μαύροι ήταν ήδη για αιώνες στιγματισμένοι ως νωθροί και τεμπέληδες, μαθημένοι να ζουν με τα έτοιμα και με καμμιά εμπιστοσύνη στους θεσμούς. Αγνώμονες απέναντι στους ευεργέτες τους, φέρονταν λέει σαν παιδιά και νήπια που παρασύρονταν και εξαπατούνταν από επαναστατικές ρητορείες, μεγάλα λόγια και αντιδημοκρατικές συνωμοσίες.

Έπρεπε να ευχαριστούν νυχθημερόν τον Πατέρα τους τον Λίνκολν που τους χειραφέτησε. Ναι μεν στις πολιτείες του Νότου ήταν πολίτες δεύτερης και τρίτης κατηγορίας αλλά έφταιγαν οι ίδιοι γι’ αυτό, και γιατί παρέμεναν προσκολλημένοι στο παρελθόν της δουλείας και γιατί έδειχναν να μη σέβονται ή έστω να μην κατανοούν τις παραδόσεις και τις ιδιαιτερότητες του Νότου.

Αν έπρεπε να διαμαρτύρονται, όφειλαν να διαμαρτύρονται ειρηνικά απέναντι σε ένα υπέρτερο αντίπαλον δέος που τους σκότωνε ή τους έστελνε στο Βιετνάμ να σκοτωθούν· εάν δεν ακολουθούσαν την ειρηνική ατραπό κατηγορούνταν ότι άφηναν «ακραία στοιχεία» να καπελώνουν το κίνημά τους κι έτσι να χάνουν το δίκιο τους.

Κάθε κίνημα καλλιτεχνικό ή πνευματικό που προσπαθούσε να μιλήσει για την πραγματικότητα της καταπίεσης λοιδωρούνταν για αφέλεια, συνθηματολογία, ή και τα δύο. Έπρεπε να δείξουν αίσθημα αυθύνης κι ωριμότητας ως κοινότητα και να συνεργαστούν με τους καταπιεστές τους, αν ήθελαν κι αυτοί να προκόψουν και να εκμεταλλευτούν στο έπακρο τις ευκαιρίες που τους έδινε η μεγάλη αμερικανική δημοκρατία.

Οι παραλληλισμοί είναι προφανείς όσο και δυσάρεστοι.

Νέα Λαπούτα

P1000249

Ας ονομάσουμε Λαπούτα τον τόπο που συνοπτικά θα περιηγηθούμε.

Η Λαπούτα έχει πολύ λίγα δέντρα και αυτά που έχει τα σέβεται και τα τιμά. Εκτός αν πρόκειται για δέντρα μέσα στις πόλεις, οπότε και φυλλορροώντας ρυπαίνουν τσιμεντοστρώσεις και πλακόστρωτες αυλές: εκείνα θα βρουν οι Λαπουταίοι αφορμή να τα υλοτομήσουν. Τον χειμώνα το κρύο περονιάζει, αν και ασθενικό, επειδή τα σπίτια δεν είναι μονωμένα και δεν θερμαίνονται. Η άνοιξη δίνει στο νησί ένα πολύ αραιό διάλυμα σκόνης κι αλατιού σε υγρό ζεστό αέρα, εναιώρημα αέριας λάσπης. Το καλοκαίρι είναι ανελέητο και ατελείωτο αλλά οι εσωτερικοί χώροι κλιματίζονται, συνήθως από υπερσύγχρονα αιρκοντίσιον που αντιρροπούν τις θερμοσυσσωρευτικές ιδιότητες φυμέ τζαμιών, της απουσίας τεντών και παντζουριών και της γενικότερης έλλειψης σκιάς.

Τους πρώτους Λαπουταίους τους γνώρισα πριν πάρα πολλά χρόνια στην πατρίδα μου. Συναναστρέφονταν αποκλειστικά ο ένας τον άλλο και τα ενδιαφέροντά τους έμοιαζαν να περιορίζονται στη σημαιοφορία και την Ορθοδοξία, και μάλιστα σε μια εποχή που η Ορθοδοξία δεν ήταν τόσο αυτονόητα δημοφιλής. Αυτό που αναρωτιόμουν από τότε και για πολλά χρόνια κατόπιν ήταν γιατί έμοιαζαν όλοι τους να είναι βραδύνοες, αμόρφωτοι και με στοιχειώδη αντίληψη του κόσμου γύρω τους — για γενικές γνώσεις δεν το συζητάμε καν. «Είναι δυνατόν ένας τόπος να βγάζει μόνον ηλίθιους;» αναρωτιόμουν τότε με την αντίστοιχη ηλιθιότητα της νιότης.

Χρόνια μετά θα συνειδητοποιούσα επιτέλους ότι οι Λαπουταίοι δεν μαστίζονται από κληρονομική ιδιωτεία ή από κοινωνικά καλλιεργούμενη βλακεία, παρά ότι τους χαρακτηρίζει πλήρης και γενικευμένη αδιαφορία για όσα δεν τους αφορούν άμεσα μα και για όσους δεν θα έχουνε κάποια σχέση δοσοληψίας μαζί τους, κερδοφόρου δοσοληψίας κατά προτίμηση. Γι’ αυτό και οι Λαπουταίοι, όπως έμαθα καλά χρόνια μετά, δεν έχουν απολύτως κανένα πρόβλημα να δώσουν μία οποιαδήποτε απάντηση στις ερωτήσεις που τους θέτεις: τους ενδιαφέρει να πάψεις να ρωτάς, όχι να σε πληροφορήσουν ή να σε πείσουν. Άλλωστε ξέρουν περισσότερα από εσένα γιατί ανήκουν στη Λαπούτα ενώ εσύ κάπου αλλού, σε κάποιον τόπο που τελικά ποσώς τους ενδιαφέρει. Αυτό θα σου το κάνουνε σαφές κάποιοι Λαπουταίοι είτε σε αντιδιανοουμενίστικους τόνους είτε με όλον τον λογιωτατισμό που μπορεί να σηκώσει ο αιωρούμενος τόπος τους.

Με άλλα λόγια οι Λαπουταίοι δεν είναι βλάκες, τουλάχιστον όχι περισσότερο από όσο όλοι εμείς οι υπόλοιποι, αλλά δεν ντρέπονται να επιδεικνύνουν τη βλακεία τους, ασφαλείς μέσα σε μια σφιχτά πλεγμένη κοινωνία που τους δέχεται για αυτό που δεν είναι οι ίδιοι αλλά για τη θέση τους στην κοινωνία αυτή: γιοι, κόρες, νύφες, γαμπροί, συνέταιροι κι υπάλληλοι, αναίμακτοι αδελφοποιτοί, αφεντικά κι αφέντες. Γενικά σκέφτονται, αντιδρούν και ανταποκρίνονται αργά γιατί δεν υπάρχει κανένας λόγος να βιαστούν· κάθε αγχίνοια θα ήταν περιττή αφού δεν έχουνε να δώσουν λογαριασμό σε κανέναν: όλοι έχουνε τη θέση τους στην κοινωνία της Λαπούτας.

Η άρραφη ένταξη και πλήρης ενσωμάτωσή τους στην κοινωνία της Λαπούτας, νησιού που ίπταται όταν δεν μετεωρίζεται και που διαρκώς αιωρείται, τους κάνει να φαίνονται αγενείς προς τους απ’ έξω, να δείχνουν «κακότροποι και κακομαθημένοι». Σέβονται βαθιά τον προνομιούχο ξένο· δεν είναι ποτέ ξενοφοβικοί αλλά είναι ξενηλατικοί, αφού ο ξένος πρέπει να ξεκουμπίζεται όταν πάψει να είναι χρήσιμος σε αυτούς και στη Λαπούτα. Θα προσεγγίσουν λοιπόν αρχικά τον ξένο με ζεστασιά, που διαθέτουν άφθονη, και με φιλόξενες προθέσεις ενώ θα φανούν εγκάρδιοι μέχρι να προσδιορίσουν τη χρήση και τη θέση του ξένου μέσα στη γωνία της Λαπούτας που τους αντιστοιχεί. Αν ο ξένος δεν είναι χρήσιμος, θα παραγκωνιστεί — αν και συνήθως όχι με βίαιο τρόπο. Ελάχιστοι μόνο, δηλαδή οι καλύτεροι ανάμεσά τους, θα ενδιαφερθούν να συσχετιστούν μαζί σου για αυτό που είσαι ακόμα και αν δεν συντρέχει πιθανότητα προσωπικής ωφέλειάς τους ή συμφέροντος. Άλλωστε στη Λαπούτα είναι κοινωνικά αποδεκτό να είσαι ανοιχτά συμφεροντολόγος.

Στις συναυλίες μιλάνε δυνατά ή παρακολουθούν άκεφοι και σιωπηλοί, ενώ στα τραπεζώματα μιλούν μόνον με όσους είναι συμφέρον ή απαραίτητο να μιλούν. Αποφεύγουνε να μαγειρεύουν και αφήνουν αυτή την αγγαρεία στους γηραιότερους ή στους επαγγλεματίες. Επιλέγουν συνήθως να στέκονται εκεί από όπου οι άλλοι προσπαθούν να διαβούν. Δεν συγκρούονται ανοιχτά με κανέναν και δεν βρίζουν: προτιμούν το δηλητήριο από το στιλέτο.

Στη Λαπούτα έχω πολύ καλούς φίλους. Η Λαπούτα μου έδωσε λίγα δώρα και μονάκριβα. Κάποτε το νησί του Μοντεχρήστου, κάποτε το μαγικό Fortress of Solitude, η ιπτάμενη Λαπούτα που ταξιδεύει με χάρισε το ωραίο ταξίδι κουβανώντας με. Άλλωστε ποτέ δεν ξέρεις αύριο που θα αγκυροβολήσει.