
Αγάλματα
Μετά το γκρέμισμα του ανδριάντα του δουλέμπορου Κόλστον στο Μπρίστολ ξανάνοιξε μια συζήτηση καίρια και αναγκαία: τι πρέπει να κάνουμε με τα μνημεία της βαρβαρότητας.
Θεσμοί και μη θεσμοί
Μια πρώτη παρατήρηση είναι η εξής: το αυθόρμητο λαϊκό ξέσπασμα που οδήγησε τον φιλάνθρωπο δουλέμπορο στον πάτο του Έιβον ακολούθησε χρονικά την εξαγγελία του κυβερνήτη της Βιρτζίνιας ότι επέκειτο (και επίκειται ακόμα) η αποκαθήλωση του έφιππου ανδριάντα του στρατηγού Λη από το κέντρο του Ρίτσμοντ. Η αυθόρμητη πράξη των Μπριστολιανών οδήγησε τον δήμο της Αμβέρσας να αποφασίσει να μετακινήσει τον ανδριάντα του Λεοπόλδου Β’ από την πλατεία την οποία κοσμούσε στο μουσείο Middelheim. Επίσης, η βίαιη noyade που υπέστη ο ανδριάντας του δουλεμπόρου έδωσε το έναυσμα στον δήμο του Λονδίνου να επανεξετάσει κατά πόσο τα μνημεία της πόλης αποτυπώνουν τον πολυσυλλεκτικό και πολυεθνικό χαρακτήρα της.
Βλέπουμε πώς η νομιμότητα (κυβερνήτης Βιρτζίνιας, δήμοι Αμβέρσας και Λονδίνου) και η αυθόρμητη λαϊκή βούληση (π.χ. των Μπριστολιανών) αλληλεπιδρούν με σύνθετους και περίπλοκους τρόπους.
Η αντίληψη ότι στις δημοκρατίες όλα ξεκινούν θεσμικώς από τους εκλεγμένους αντιπροσώπους και όλα τελειώνουν στην εκλογή αντιπροσώπων και τη θεραπεία των θεσμών είναι ένα υπεραπλουστευτικό σχήμα. Το εν λόγω σχήμα, που συνοψίζεται ως «τίποτε αδιαμεσολάβητο από θεσμούς, καμμία πολιτική πράξη που δεν προέρχεται από εκλεγμένους αντιπροσώπους», ενδεχομένως αποτελεί ιδεώδες κύκλων με ολιγαρχικές βλέψεις και ξέρουμε πλέον πως είναι ιδανικό για να νουθετεί αυστηρώς λαούς χωρών υπό χρεοκρατική ή άλλη κατάληψη· δεν αποτελεί ωστόσο θέσφατο ή αξίωμα.
Γκρέμισμα ή αντίστιξη;
Δεν θα έπρεπε να επαναχωροθετούμε κριτικά τα όποια μνημεία βαρβαροτήτων αντί να τα αποκαθηλώνουμε; Γκρεμίζοντας τα μνημεία δεν καταργούμε τη μνήμη; Εδώ έχω τρία σχόλια.
Το πρώτο σχόλιο: είναι υποκριτικό να τίθενται τέτοια ερωτήματα από όσους χειροκροτούσαν το γκρέμισμα αγαλμάτων του Σαντάμ Χουσεΐν αλλά και του Λένιν.
Το δεύτερο: ο ναζισμός κι ο φασισμός, το δουλεμπόριο και η αποικιοκρατία δεν αποτελούν «αμφιλεγόμενες» περιόδους αλλά μαζικά εγκλήματα που βρίσκονται πέρα από τις ανθρώπινες (πολύ ανθρώπινες) αμαρτίες της τυραννίας ή και της μαζικής σφαγής.
Το ζητούμενο λοιπόν δεν μπορεί να είναι να πάρουμε σβάρνα τα μνημεία σε ανθρώπους που έκαναν «κακά πράγματα»: αφενός δεν θα μείνει κανένα όρθιο, αφετέρου μια τέτοια νηπιακή νοοτροπία ανήκει σε οπαδούς του Τραμπ και σε κάθε λογής συνωμότες της Νέας Αμάθειας .
Ταυτόχρονα, βεβαίως και θα ανατιναχτεί η σβάστικα στη γερμανική Καγκελαρία, βεβαίως ο Κόλστον (έστω και συμβολικά) ανήκει στου ποταμιού τον πάτο, βεβαίως και το μικρό πλην τίμιο Βέλγιο δεν έχει τίποτε να τιμήσει στο πρόσωπο του Λεοπόλδου του Β’. Απεναντίας, όσο και να μισεί κανείς τη Θάτσερ ή τον Ραμσή τον Β’, είναι προτιμότερο χωροταξικά να απαντήσει στα μνημεία τους με άλλα μνημεία, να αφήσει τα ορόσημα της μνήμης να συνδιαλέγονται στον δημόσιο χώρο. Όμως, ισχύει και το
Τρίτο σχόλιο: Ας μη γελιόμαστε πως τα δημόσια μνημεία στήνονται από τις εκάστοτε αρχές για να τονώνουν τη μνήμη και να συνεισφέρουν στον διάλογο για το παρελθόν. Τα μνημεία στήνονται για να διδάσκουν σε ποιους ή σε ποιον πρέπει τιμή και (ενίοτε) προσκύνηση.
Σχεδόν κάθε μνημείο αποσκοπεί στην εργαλειοποίηση αν όχι στην καπήλευση της μνήμης ― μια βόλτα στη Θεσσαλονίκη, στην Αθήνα ή στην κεντρική πλατεία οποιασδήποτε επαρχιακής πόλης αρκεί να μας πείσει. Είναι λοιπόν αφελές να πει κανείς «αφήστε τον Κόλστον στο βάθρο του κι απέναντί του φτιάξτε ένα μνημείο για τους ανθρώπους που πούλαγε σαν δαμάλια κι ενίοτε φουντάριζε για να εισπράξει ασφάλεια». Το άκομψο δημώδες «σκατά στον τάφο του» είναι η κατάλληλη στάση εν προκειμένω.
Μικρές πλην άτιμες αποικιοκρατίες
Πολλοί κοροϊδεύουν τον βρετανικό ιδεασμό (ακόμα και εν έτει 2020) ότι η Αυτοκρατορία τους είχε εκπολιτιστική και γενικότερα φιλάνθρωπη στόχευση και δράση. Οι Γάλλοι και Ισπανοί αποικιοκράτες έχουν ξεφτιλιστεί προ πολλού. Μας ξεφεύγει όμως η ανείπωτη φρίκη του βελγικού Κογκό, προσωπικού φέουδου του Λεοπόλδου Β’ με τον τρόπο που η Σαουδική Αραβία είναι (εν έτει 2020) ιδιοκτησία του οίκου των Σαούντ. Μας ξεφεύγει η ολλανδική βαναυσότητα στην Ινδονησία, όπου οι τάχα πράοι τυροφάγοι έσφαζαν μαζικά και έδωσαν το καλό παράδειγμα για γενοκτονικές υπερπαραγωγές και για κακοδαιμονίες που αποτελούν πραγματικότητα ακόμα και εν έτει 2020.
Κείμενα
Τα κείμενα δεν είναι αγάλματα. Δεν στέκονται στον δημόσιο χώρο για να νουθετούν. Παράλληλα, τα κείμενα αποτυπώνουν την εποχή τους. Ήδη από την αρχαία Ινδία και τους Αλεξανδρινούς και τους κορανικούς φιλολόγους της Βαγδάτης γνωρίζουμε ότι τα κείμενα χρειάζονται υπομνηματισμό. Το υπόμνημα παρέχει το περικείμενο και τα συμφραζόμενα που χρειαζόμαστε για να κατανοήσουμε τα κείμενα και, αν είμαστε τυχεροί, να πάρουμε από αυτά μια ερμηνεία.
Η επιμονή στην Ελλάδα για καθολική διδασκαλία των Αρχαίων Ελληνικών και, εσχάτως, των Λατινικών αποτελεί λοιπόν προσπάθεια να παρακαμφθεί το πραγματικό πρόβλημα: κείμενα κεφαλαιώδη για τον νεοελληνικό και τον ευρωπαϊκό και τον ανθρώπινο πολιτισμό παραμένουν κακομεταφρασμένα στα Νέα Ελληνικά και, ιδίως, μη υπομνηματισμένα. Ακόμα και όσοι μαθαίνουν τελικά Αρχαία στο σχολείο μπορούν μεν να κουτσοδιαβάσουν το καθ’ όλα αδιάφορο Ξενοφώντα αλλά δεν καταλαβαίνουν για τι πράγμα μιλάει ο Ηρόδοτος ή ο Ευριπίδης ή και ο Αριστοφάνης ― ακόμα κι αν περήφανα μπορούν να τους διαβάσουν από το πρωτότυπο (…). Αυτά τα λέει ο Γιώργης Γιατρομανωλάκης εδώ και τριάντα χρόνια.
Τα κείμενα χρειάζονται υπομνήματα, όχι damnatio memoriae. Πρέπει να εξηγήσεις στον αναγνώστη τι είναι η ίζμπα στον Ντοστογιέφσκι, τι είναι η μπουγιότα στον Τσίρκα, τι είναι τα άλφιτα στον Θουκυδίδη, αλλά και τι είναι ο σεξισμός στη Μήδεια του Ευριπίδη και ο ρατσισμός στον Χάκλμπερυ Φιν.