
Λέει ο Πάνος Ντόντης: «Πάνω απ’ όλα με απογοήτευσε και με ξενέρωσε η αμηχανία μας και η άγνοιά μας απέναντι στην ίδια μας την Ιστορία, το ότι ακόμη δεν έχουμε απαντήσει στο ερώτημα «τι είναι ελληνικότητα» και τι σκατά κάναμε αυτά τα 200 χρόνια, ποιοι είμαστε, τι γίναμε και τι θέλουμε να είμαστε τα επόμενα 200.» Έχει ένα δίκιο.
Η κυρία Ευθυμίου αποχώρησε από την επιτροπή για τους εορτασμούς για τα 200 χρόνια της Επανάστασης κατηγορώντας την για «ουδετεροπατρία». Έχει ένα δίκιο.
Η αμηχανία απέναντι στο 1821 είναι δεδομένη. Η ιστορική έρευνα μιλάει για τη δεύτερη τελέσφορη εθνικοαπελευθερωτική επανάσταση στον κόσμο μετά την Αϊτινή (ίσως η τρίτη, αν θεωρήσουμε την Αμερικανική Επανάσταση εθνικοαπελευθερωτική). Μνημονεύουμε μια επανάσταση ανεπιτυχή με γενοκτονικές εξάρσεις (Τριπολιτσά), που βούλιαξε σε δύο εμφυλίους και τελικά καταπνίγηκε από τον Ιμπραήμ αν κι εξανάγκασε τις Μεγάλες Δυνάμεις να δώσουν ανεξάρτητο συγκεντρωτικό κράτος σε έναν λαό που περισσότερο του ταίριαζε (και ίσως ακόμα του ταιριάζει) ένα ομοσπονδιακότερο σύστημα διακυβέρνησης.
Το κράτος αυτό σχεδόν εξαρχής οριοθετήθηκε γεωγραφικά εντός του χώρου που οι Ευρωπαίοι λόγιοι αντιλαμβανόντουσαν τότε ως το «λίκνο» του πολιτισμού τους. Το κράτος αυτό κατόπιν απεργάστηκε στανικώς τη νεκρανάσταση ενός ανιστορικού ελληνικού έθνους, που τάχα έπεσε σε νάρκη το 146 μ.Χ., με εργαλεία τη χαλκευμένη ιστορία, τη γλωσσική ομοιογένεια, τη λαογραφία με τα απίθανα «επιβιώματά» της, την αρχαιολογία. Αυτά αργότερα εμπλουτίστηκαν με την Ορθοδοξία, που στην τοπική εκδοχή της αποσπάστηκε βίαια από το Φανάρι και από τους Σλάβους, καθώς και με τη γενικότερη επαναδιαπραγμάτευση της ελληνικότητας από τη γενιά του ’30.

Τι σχέση έχουν όλα αυτά με τα ασκέρια Ρουμελιωτών, Αρβανιτών, Μωραϊτών και Φιλελλήνων που έκαναν την Επανάσταση; Μικρή αλλά όχι ουσιώδη. Τι σχέση έχουν όλα αυτά με την Ελλάδα του 2021; Πέρα από το φολκλόρ, καμμία.
Κι έχουμε μετά και το ελληνικό κράτος. Ήδη από τις απαρχές του το κράτος το περιφρονούσαν οι πατριώτες γιατί περιέκλειε ένα μίζερο υποσύνολο του Ελληνισμού· το εχθρεύονταν κάποιες ελίτ γιατί βρισκότανε στα χέρια άλλων ελίτ· το αντιμετώπιζαν με καχυποψία τα λαϊκά στρώματα και οι κάθε λογής μειονότητες (από τους Εβραίους, τους Αρβανίτες και τους Βλάχους μέχρι τους ακτήμονες, τις ψυχοκόρες, τους τοιούτους, τις φασονίστριες, τους χωριάτες και τις πουτάνες) γιατί τα παραγκώνιζε όταν δεν τα πολεμούσε ανοιχτά. Το ελληνικό κράτος διαχρονικώς απαντούσε στους μεν πατριώτες με εθνικισμό και πολέμους (θα επανέλθουμε), στις ριγμένες ελίτ με απρόθυμους συμβιβασμούς, στα λαϊκά στρώματα και στις μειονότητες με περισσότερο πόλεμο: πραγματικό πόλεμο αλλά και ρητορικό κι ιδεολογικό, κραδαίνοντας το μορμολύκειο του «Διχασμού» απέναντι σε ό,τι αντιστρατευόταν την αυθαιρεσία του. Τι σχέση έχουν αυτά με την Ελλάδα του 2021; Κεφαλαιώδη: εδώ ακριβώς βρισκόμαστε.
Η Ελλάδα είναι κράτος με μικρό ενδιαφέρον για τις υλικοτεχνικές υποδομές ή την ευημερία των πολιτών του αλλά με λαχτάρα για παιδεία που θα δημιουργεί εθνικά υποκείμενα. Η Ελλάδα είναι θεμελιωμένη και ταγμένη στον πολιτισμό, στις τέχνες και στα γράμματα παρότι για 200 χρόνια διέπρεψε σε ένα πράγμα: στον πόλεμο.
Αυτό αποτυπώνεται εξόφθαλμα στο Μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη: τόσα πεδία μαχών, χωρίς καν αυτοκρατορία ή αποικίες. Επίσης, τόσες μα τόσες ήττες ― σε αυτό συναγωνιζόμαστε το πρότυπό μας, τους Γάλλους (που είχαν και αυτοκρατορία για λίγο και αποικίες για πολύ).
Αυτό το κράτος προέκυψε από μια Επανάσταση που συγκίνησε στην εποχή της και έβαλε στους λαούς ιδέες για άλλες πολλές επαναστάσεις. Την εποχή των εθνικισμών υπήρχαν άλλωστε πολλοί φοίνικες έτοιμοι να αναγεννηθούν. Το κράτος όμως, το προϊόν της, είναι αυτό που είπαμε.
Εξού η ουδετεροπατρία και η αμηχανία. Ποια πατρίδα να εορτάσει και να τιμήσει και να γεράρει η καημένη η Επιτροπή των διακοσίων ετών; Της καταστολής; Της φτώχειας; Των πολέμων, των τυραννιών και της προπαγάνδας; Της μοναρχίας που δεν ξεκουμπιζόταν με τίποτα; Της Δεξιάς που διαφεντεύει και α λα Λαναράδες απομυζά τον πλούτο αυτού του τόπου ή την Πασοκάρα που πάσχισε να πράξει το ίδιο για την πελατεία τη δική της; Των ευρωπαϊκών οραμάτων που αναδιπλώθηκαν στα πρόσωπα και στη διαχείριση των Σόιμπλε, Ντάισελμπλουμ και φον ντερ Λάιεν;
Κι αν όχι το κράτος, τι; Τι να γιορτάσουμε; Τη μικρόψυχη και αδρανή και μισαλλόδοξη ντόπια Ορθοδοξία, που έτσι κι αλλιώς προϋπήρχε ωραιότατα; Την απέραντη ποικιλία και τη βασανιστική ομορφιά ενός τοπίου που κατά τόπους αρμέγεται δίχως αύριο; Τις κυκλικές κουβέντες περί ελληνικότητας, περί «άνω Ελλάδας» και περί μαγικής ιδιοσυστασίας μας οι οποίες δεν έχουν επαφή με τον κόσμο στον οποίο ζούμε; Σε έναν ακόμα πόλεμο, αόρατο ή πολύ πολύ πραγματικό;
Θα μου πείτε και τι να κάνουμε; Το γνωστό σύνθημα τα λέει σχεδόν όλα:
Η Ελλάδα να πεθάνει, να ζήσουμε εμείς
Στον διαόλο η οικογένεια, στον διάολο κι η Πατρίς.
Δεν λέει βεβαίως κανείς να παραδώσουμε τα κλειδιά στον Ερντογάν (άσε που θα μας κόψει το τουίτερ δαύτος) ή να τα εμπιστευτούμε στους Ευρωπαίους εταίρους (που ήδη από το 2012 έχουν τον κλειδαρά δικό τους). Λέω να κάνουμε έξι βήματα πίσω και να αναλογιστούμε πως μάλλον δεν είμαστε οι απόγονοι των όποιων προγόνων οι οποίοι φέρουν γενετικά έναν ανώτερο πολιτισμό που πρέπει να διαδώσουμε στανικώς με τη δύναμη των συμβολικών ή πραγματικών όπλων κτλ.
Εντάξει όλα αυτά, ας μετατρέψουμε την αμηχανία σε κάτι όχι απαραίτητα καινούργιο αλλά σίγουρα σε κάτι δικό μας, κάτι που θα αγκαλιάζει όσο δυνατόν περισσότερους και δεν θα απευθύνεται σε αφαιρέσεις και πρότυπα πλασμένα από φιλολόγους, τον Πέτρο Κωστόπουλο ή τον Γρηγόρη Φαράκο. Ίσως πράγματι υπάρχει αφορμή να υψώσουμε γροθιά και κωλοδάχτυλο σε ό,τι προσπαθεί να καλουπώσει τη ζωή μας όπως γουστάρει χωρίς να μας ρωτάει και (ενίοτε) χωρίς καν να μας δίνει τις ευκαιρίες και τα μέσα εμείς να πλάσουμε ίσως τη ζωή μας όπως εμείς θα θέλαμε. Γιατί όμως βρε καρδούλα μου «η Ελλάδα να πεθάνει»; Γιατί τόση κακία;
Η απάντηση είναι περίπου «αχ, κακούργα κοινωνία». Ας μιλήσω λίγο σαν γκουρού του μάρκετινγκ: αν έχει ένα πανίσχυρο brand name, όπως το «Ελλάδα», όντως δεν το πετάς στα σκουπίδια: δεν πας να βγάλεις μόνος σου τα ματάκια σου. Από την άλλη υπάρχουν δύο θέματα: αφενός ποιος διαχειρίζεται και ιδίως ποιος εκμεταλλεύεται το brand name· αφετέρου, αν το brand name (π.χ. Agfa, Fuji, Kodak) σε βαραίνει τόσο ώστε να συνεχίσεις να ασχολείσαι με ένα πεθαμένο προϊόν, ε τότε ξεφορτώσου το brand name.
Ζητώντας να πεθάνει η Ελλάδα και να πάει στο διάολο η Πατρίς δεν αρνούμαστε ούτε τους τόπους ούτε τους τρόπους ούτε βεβαίως τους ανθρώπους και όλα τα όμορφα παραμύθια τους που μας πλάθουν, που τελικά είναι η πατρίδα μας. Πολύ περισσότερο δεν απαρνούμαστε έναν πολιτισμό που είναι κτήμα της ανθρωπότητας, από τον Παρθενώνα και τον Σοφοκλή μέχρι την Κομνήνεια ζωγραφική και τον Καβάφη: όχι μόνο δεν είναι επιθυμητό αλλά δεν είναι καν εφικτό κάτι τέτοιο.
Όπως όμως ξέρουμε ότι πρέπει να αφήσουμε πίσω μας την αρχαιοελληνική δουλεία, τη βυζαντινή συγκεντρωτική θεοκρατία, τον μισογυνισμό της λαϊκής παράδοσης ή τη Μεγάλη Ιδέα του αίματος και των εθνοκαθάρσεων, άλλο τόσο είναι καιρός να στείλουμε ολόκληρη την «Πατρίς» πακέτο στον διάολο. Από την απόσταση των έξι βημάτων που λέγαμε πριν να της ρίξουμε μια ωραία ελευθεριακή ομοβροντία, το αντίστοιχο του Μπολιβάρ του Εγγονόπουλου. Επανάσταση ξανά.

5 σκέψεις σχετικά με το “Στον διάολο κι η Πατρίς”