Σημειώσεις από το Ωνάσειο

Μου αρέσει να ακούω μουσική ζωντανά γιατί απελευθερώνει τη σκέψη μου, λειτουργεί σαν ύπνωση, σαν ήπιο τριπάκι. Είτε είναι η PJ Harvey, είτε οι Cure, είτε ο Μπαχ, είτε η Sugahspank!, είτε (όπως χτες) ο Μέρτενς.

Τον Μέρτενς τον είχα ξαναδεί στο Ηρώδειο το ’17 αλλά δεν ήταν τόσο καλός όσο χτες στην Τεχνόπολη. Χτες με μάγεψε, αν και δεν ήμουν ποτέ φαν του, όχι μέχρι χτες τουλάχιστον. Συνήθως προτιμούσα τον πιο πιασάρικο Νάιμαν ή τον μικρό θεό που λέγεται Γκλας. Για μένα ο Μέρτενς ήταν ταυτισμένος μέχρι πρόσφατα με την Κοιλιά του αρχιτέκτονα: μουσική για κιονοστοιχίες, σπασμένες ή μη, και για υπερφίαλες αρχιτεκτονικές, με τη φωνή μιας άλτο να διαπερνά τις μελωδίες ― ώσπου έμαθα το ’17 ότι επρόκειτο για τη δική του φωνή κόντρα τενόρου.

Χτες χάρηκα βαθιά και με την αδέξια χαρά του επί σκηνής αλλά πολύ περισσότερο την ίδια τη μουσική του: απρόσμενη και παιχνιδιάρα αλλά πάντοτε σοβαρή με έναν τρόπο καθόλου συνοφρυωμένο, σαν καλόκαρδος και λιγάκι μποέμ Χατζιδάκις ακουγόταν. Περισσότερο χάρηκα τον λυρισμό του: στεγνό και καθόλου συναισθηματικό.

*

Το ζήτημα δεν είναι να ξεπεράσεις τις προσδοκίες που έχουν για σένα οι άλλοι· ούτε καν να τις εκπληρώσεις. Οι προσδοκίες των άλλων μπορεί να προέρχονται από τα δικά τους δυσεπίλυτα ζητήματα ή από μια επιπόλαιη εικόνα τους για σένα ή και για τον κόσμο.

Το ζήτημα να είναι στήσεις απέναντι τις δικές σου προσδοκίες για τον εαυτό σου, να τις κοιτάξεις, να σε κοιτάξουν καλά και να δουν ποιος είσαι και σε τι συνθήκες ζεις.

Ένα ακόμα ζήτημα είναι να μην αφήσεις ποτέ τον εαυτό σου να χάψει τη στρεβλή ιδέα ότι υπάρχει έστω και ίχνος ευγένειας ή αξιοσύνης στον πόλεμο που οι προσδοκίες των άλλων κάνουν εναντίον σου. 

*

Κάποιοι διαλέγουν τους φίλους τους και αναθεωρούν τους καταλόγους των φίλων τους με βάση τις κατ’ αυτούς αρετές τους. Μόνον οι ενάρετοι μπορούν να συμμετέχουν στις βίβλους της ζωής. Γι’ αυτούς το φίλος είναι αξιολογική κρίση και μόνο.

Κάποιοι θα στηρίξουν τους φίλους τους ό,τι κι αν κάνουν, όποιοι κι αν είναι ― περίπου όπως οι πατριώτες την πατρίδα. Γι’ αυτούς το φίλος είναι κυρίως μεταφυσική κατηγορία.

Κάποιοι δεν ξέρουμε και το ψάχνουμε και θα το ψάχνουμε. Σαφώς και πάντοτε φιλτέρα η αλήθεια, αλλά ο φίλος θα παραμείνει φίλος. Αν όμως το ζήτημα δεν είναι μόνον η αλήθεια κι ο φίλος προκύψει καθήκι ή (χειρότερα) και ψεύτης και καθήκι, ε εκεί στου πηγαδιού τον πάτο του Δάντη· και ζωή σ’ εμάς.

*

world without sex

«Η μόνη πανανθρώπινη αξία είναι ο ασκητισμός. Ο πόλεμος εναντίον του σεξ. Βρίσκεται παντού, σε βάθος και σε έκταση. Είναι καθολικού χαρακτήρα. Πείτε τον όπως αλλιώς θέλετε αν σας αρέσει η λιτότητα και η αυτοκυριαρχία και η άσκηση. Αλλά ο ασκητισμός ως ο πόλεμος κατά του σεξ (εκτός αν είσαι προνομιούχος, οπότε, δικό σου και το σεξ, όπως όλα τα άλλα) είναι το δηλητήριο της ανθρωπότητας. Από την Ινδία μέχρι τη Σικελία, από τον Αρκτικό Κύκλο μέχρι την Κίνα, από την Κορέα μέχρι τη Δυτική Αφρική.

Στον κόσμο που δεν έχει την επίπλαστη ευκολία και πρόσβασή μας και άρα βολοδέρνει μέχρι τον όποιο γάμο, το σεξ είναι όνειρο και βάσανο κι απωθημένο. Στον δυτικό μας τον κόσμο το ίδιο το σεξ, στην καθαρή και δραστική μορφή του, πουσάρεται ως κάτι έξω από εμάς, κάτι για κάποιους άλλους, ίσως πολύ πιο ωραίους· αν όχι για πιο ωραίους από εμάς, σίγουρα απευθύνεται σε κάποιους εγκιβωτισμένους μέσα σε μια φούσκα που απατηλά τους χαρίζει το ακαταδίωκτο και το ακατολόγιστο, που τους δίνει έναν χώρο προσωρινά προνομιακό και πλανερά προνομιούχο, έναν χώρο που δεν πολυμολύνει κάθε λογής ασκητισμός: ο αγροτοποιμενικός πουριτανισμός, η στεγνή αγριότητα της θρησκευτικής κακογαμίας, η μπαγιάτικη βικτωριανίλα.

Για εμάς το σεξ προορίζεται κυρίως για μπάνισμα και για κουτσομπολιό: ποιος πήρε ποιον, πόσες πήρε ο τάδε, πόσο παίρνεται η δείνα. Κυρίως όμως το σεξ είναι  εύχρηστη μεταφορά («η πούτσα της λιτότητας»), σχήμα λόγου («για τον πούτσο καβάλα») κι όρος σύγκρισης («γκολ σκέτη καύλα»). Και, οπωσδήποτε, θέμα συζήτησης. Κάποτε οι άνθρωποι αναλώνονταν στο να σχολιάζουν τας Γραφάς και τις απολύτως ακατανόητες βουλές του Κυρίου τους, τώρα υπομνηματίζουνε το σεξ. Σελίδες γράφονταν για μισό εδάφιο, τώρα σέρβερ υπερθερμαίνονται κι ανάβουν κάπου μακριά για  περιπτύξεις κάποιων άλλων που ίσως είδαμε κι εμείς ή μάλλον ακούσαμε γι’ αυτές: εμείς και η μισή Αθήνα, ακούγοντας Πάριο, για κάποια μυριοχαύνη ή για κάποιον κατά τα άλλα άγνωστο τετρακισχιλιοβινευτή.

Και το φετίχ; το να έχεις κι εσύ κάποιο φετίχ, έστω κι αν τό έχεις κατά διάνοια.»

2 σκέψεις σχετικά με το “Σημειώσεις από το Ωνάσειο

Σχολιάστε