Το ρεζουμέ της βαρβαρότητας

Από τη στιγμή που ο κινηματογράφος είχε πια στη διάθεσή του ειδικά εφέ, όσο πρωτόγονα κι αν ήταν, δεν θα μπορούσε παρά να ασχοληθεί με το θέαμα της καταστροφής: από σεισμούς, ναυάγια και μάχες, μέχρι ουρανοξύστες που καίγονται ή απλώς αυτοκίνητα που σμπαραλιάζονται πέφτοντας το ένα πάνω στο άλλο. Παράλληλα ενέσκηπταν κατά καιρούς γιγάντιοι γορίλες δεσμώτες, παραζαλισμένοι γκοτζίλες και μοχθηροί δεινόσαυροι.

Το θέαμα της καταστροφής, που συνήθως συνυφαινόταν σεναριακά με την αξία της αλληλεγγύης, της συντροφικότητας ή και της αυτοθυσίας, έχει χαρακτήρα κάθαρσης με τον πιο απλό τρόπο: δι’ ελέου και φόβου.

Με την Ημέρα Ανεξαρτησίας μπορεί να πει κανείς ότι τυπικά εισάγεται ένα νέο κινηματογραφικό υποείδος: η ταινία συντέλειας. Δεν είναι πλέον αρκετό να πέσει ένα αεροπλάνο, να ναυαγήσει ένα πλοίο, να ερειπωθεί μια πόλη: πρέπει να καταστραφεί ο κόσμος όλος.

Βεβαίως η ιδέα της συντέλειας κάθε άλλο παρά καινούργια ήταν, αλίμονο: από τον Πόλεμο των Κόσμων μέχρι τα ανοικονόμητα κόμικ, ο κόσμος έχει (σχεδόν) καταστραφεί πολλές φορές. Μετά την Ημέρα Ανεξαρτησίας όμως, οι μηχανές της κινηματογραφικής συντέλειας πήρανε φόρα· έκτοτε ο κόσμος δεν έπαψε να καταστρέφεται ξανά και ξανά μαζικά και λεπτομερώς: αστεροειδείς, ζόμπι (πολλά ζόμπι), κλιματική αλλαγή, τεκτονικές αναστατώσεις, εξωγήινοι (ανθρωπόμορφοι και μη) κ.ο.κ.

Το θέαμα της συντέλειας και η αυξανόμενη απήχησή του και ρητορικά και συμβολικά έχει συζητηθεί αρκετά. Δεν μιλάμε πια για κάθαρση ή έστω για πένθος παρά για το κοινότοπο πλέον τσιτάτο ότι «είναι ευκολότερο να φανταστούμε το τέλος του κόσμου παρά την πτώση του καπιταλισμού».

Η πλαισίωση αυτή της μαζικής παραγωγής συντέλειας ενισχύεται από το ότι η σεναριακή παράμετρος της αλληλεγγύης και της αυτοθυσίας ως αξίας έχει εν πολλοίς μεταπέσει στην πολύ αμερικάνικη (ή και αγροτοποιμενική) αξία της οικογένειας. Και φυσικά, το ζητούμενο δεν είναι πλέον η σωτηρία του κόσμου παρά η επιβίωση των δικών μας, της οικογένειας, έστω και σε ημιάγρια κατάσταση. Οι «μεταποκαλυπτικές» ου- και δυσ- και αντιουτοπίες δίνουν και παίρνουν.

Με άλλα λόγια, όπως επισημαίνεται όλο και πιο συχνά, το κοινό των ταινιών συντέλειας δεν πιστεύει πια ότι συλλογικώς θα πάνε καλύτερα τα πράγματα, ότι ο κόσμος θα γίνει καλύτερος. Η χαρά της προόδου τελείωσε με τον 20ο αιώνα περίπου.

Ίσα ίσα ο κόσμος οδεύει προς την άβυσσο και το πολύ πολύ να γλυτώσει η οικογένεια (η δική μας). Μετά το Melancholia του Τρίερ και το Don’t Look Up, δεν προβάλλεται ούτε καν αυτή η άχαρη και μάλλον βαρβαρική φιλοδοξία, την οποία πλέον υποκαθιστά η έσχατη μοιρολατρία: αρκεί να πεθάνουμε μαζί με τους δικούς μας.

Ο όρος βαρβαρική είναι καίριος: εάν πράγματι «είναι ευκολότερο να φανταστούμε το τέλος του κόσμου παρά την πτώση του καπιταλισμού», εάν όντως προτιμούμε να αφανιστούμε από το να επαναστατήσουμε ή έστω να οργανωθούμε, ρε αδερφέ, αυτό δεν έχει να κάνει τόσο με τον έξω κόσμο παρά με τις πεποιθήσεις μας, με αυτό που λέμε ιδεολογία.

Ο Ράσελ στην Ιστορία της Δυτικής Φιλοσοφίας ισχυρίζεται ότι το βαρβαρικό σκότος που επέπεσε στη δυτική Ευρώπη μεταξύ 600 και 900 οφείλεται στο ότι οι μορφωμένοι άνθρωποι ασχολιόντουσαν πια με την εξύμνηση της παρθενίας και με την αθανασία της ψυχής αντί να ψέξουν τους διεφθαρμένους ηγεμόνες και να συγκινηθούν από τη φτώχεια του λαού.

Νομίζω ότι εδώ κάνει λάθος: η εξύμνηση της παρθενίας και η αθανασία της ψυχής (κ.ο.κ.) είναι ενδεχομένως ζητήματα που απασχολούν το είδος μας από τότε που άρχισε το ψιλό λακριντί στην Αιθιοπία, μερικές δεκάδες χιλιάδες χρόνια πριν.

Το πρόβλημα των περίφημων Σκοτεινών Αιώνων ήταν μάλλον ότι οι διεφθαρμένοι ηγεμόνες που έχει κατά νου ο Ράσελ αποφάσισαν να επιβάλουν την ιδεολογία που πλαισίωνε την αμήχανη και ισχνή χριστιανική πίστη με κάθε μέσο, με βία και καταναγκασμό, μετατρέποντάς την, ναι, σε μονόδρομο. Κι αυτή η πρακτική της επιβολής μιας ιδεολογίας και κοινωνικής οργάνωσης άνωθεν και με καταναγκασμό δεν είναι παρά το ρεζουμέ της βαρβαρότητας.

Σήμερα, το αντίστοιχο των ημιάγριων αλλά χριστιανικοτάτων ηγεμόνων του 600-900 είναι οι ελίτ που έχουν γαντζωθεί από τον ύστερο καπιταλισμό όπως ασήμαντοι Φράγκοι, Αλανοί και Γότθοι ηγεμονίσκοι είχαν γαντζωθεί πάνω σε σταυρούς και λάβαρα. Το όραμά τους είναι εξίσου επίγειο: αντί για μια χριστιανική Οικουμένη, ευαγγελίζονται μια σικέ λοταρία συσσώρευσης πλούτου για τους πολλούς και το Καθαρτήριο της επιβίωσης για τους υπόλοιπους.

Κι αν ο υλικός κόσμος ή οι κοινωνίες δεν μπορούν να αντέξουν το όραμά τους, τόσο το χειρότερο για τους αμαρτωλούς κι αιρετικούς ή κι ολιγόπιστους: έρχεται η συντέλεια και από αυτήν δεν έχουν τίποτε να περιμένουν εκτός από ακοίμητο πυρ.

2 σκέψεις σχετικά με το “Το ρεζουμέ της βαρβαρότητας

Σχολιάστε