Πάνω από την καμένη Δαδιά

Φωτογραφία: Σάκης Γιούμπασης

Έγινε η συμφορά συνήθειά μας: εκατοντάδες νεκροί έξω από την Πύλο, εκατοντάδες στρέμματα αναντικατάστατου δάσους στη Δαδιά· όλα αριθμοί και μόνο, θα μπορούσαν να είναι απλώς κατώτατοι μισθοί, θα μπορούσαν να είναι η τιμή βλημάτων για φρεγάτες και αεροσκάφη. Αποβλακωμένοι από συντέλειες υποκατάστατα ξεσηκωμών, νιώθουμε εξοικειωμένοι με το θέαμα αφανισμένων δασών και με το άκουσμα πνιγμένων, χρόνια τώρα. Αλλά τι να κάνεις;

Πάντως βεβαίως κι υπάρχει κράτος: πάντοτε υπήρχε κράτος. Από το 1832 και το 1944 υπάρχει κράτος. Κράτος καταστολής, σωφρονισμού και πειθαρχίας. Κράτος ισοπέδωσης ανθελληνικών φωνών, ντόπιων λαλιών και «αναρχικών» συνειδήσεων. Κράτος από τις ελίτ για τις ελίτ. Αν μελετούσαμε λίγο τον λησμονημένο νεοελληνικό 19ο αιώνα και τις πρώτες τρεις δεκαετίες του 20ου δεν θα μας διέφευγε αυτή η πικρή μικρή αλήθεια, δεν θα αναμασούσαμε σάχλες για έλλειμμα κράτους κτλ. Κράτος υπάρχει και δεν είναι φίλος σας, εκτός κι αν το εξαγοράσετε ή αν το κληρονομήσατε.

Κράτος διαρκούς εξαπάτησης και δόλου: διάβαζα ότι εδώ και χρόνια πέφτουν οι αριθμοί των νεκρών από τροχαία δυστυχήματα. Υπήρχαν κάτι κουβέντες κι ερμηνείες στο γνωστό ύφος σχολάρχη-χωροφύλακα (ναι, μεσιέ Μισέλ Φουκώ, αυτά είναι τα δυο πρόσωπα του Ιανού που σωφρονίζει και τελικά κοιτάζει μακριά από την αλήθεια): τάχα γίναμε «πιο Ευρώπη», τάχα σωφρονιστήκαμε και φρονιμέψαμε κι αποκτήσαμε οδηγική συμπεριφορά. Κανείς δεν θα πει ότι λ.χ. υπάρχει πια η Εγνατία και ότι δεν έχουμε πλέον τον ελεεινό κατσικόδρομο να συνδέει την Αθήνα με την Πάτρα και τα Γιάννενα; Κανείς δεν θα θυμηθεί τι πληρώνει σε διόδια και φόρους (που αποδίδονται σε ιδιώτες όταν δεν εκείνοι κερδοφορούν) ο οδηγός για να μην σκοτώνεται σε δρόμους-ανθρωποπαγίδες;

Κι έτσι η ελληνική κοινωνία παραδίδεται στην πρέζα της παραίτησης ή της ανάθεσης και στην κόκα του αυτάρεσκου προγονόπληκτου εξεψιοναλισμού. Κι αν ενδεχομένως υπάρχουν πολλοί (; ) τρόποι να αντιμετωπιστούν οι μαζικές περιβαλλοντικές καταστροφές, ο δικός μας κοντινός φασισμός ― αυτός που εγκρίνει όσα κάνουν οι τα φαιά φορούντες και που επιχαίρει με νεκρούς πρόσφυγες και μετανάστες ― θα ηττηθεί μόνον αφού αποσυναρμολογηθεί και ηττηθεί η εθνική ιδεολογία του Λίκνου, της αδιάσπαστης Παράδοσης, της Μοναδικότητας, της μαγικής Ιδιοσυστασίας, του περιούσιου Γένους, της Οικογένειας εις βάρος της Κοινότητας κτλ.

Μεγαλωμένη λοιπόν με μια δίαιτα πλούσια σε παραδοσιακό μισάνθρωπο τοπικισμό, η ελληνική κοινωνία προσβλέπει σταθερά με ελπίδα πότε στον μαρμαρωμένο Κωνσταντίνο Παλαιολόγο και πότε στο κοινωνιοπαθές νευρόσπαστο στου οποίου το νευρωσικό πρόσωπο καθρεφτίζονται οι προσδοκίες και το καμάρι της πλατειάς πλειοψηφίας του ελληνικού λαού: η ελπίδα ήρθε κι έφυγε επί ΣΥΡΙΖΑ, ζήτω λοιπόν οι λελογισμένες προσδοκίες για επιδόματα και φοροελαφρύνσεις ώστε να πληρώνει ο «ιδιώτης» το ασθενοφόρο όπως πληρώνει τη νεκροφόρα, να πληρώνει το σχολείο όπως πληρώνει την παραλία. Έτσι. Στο μεταξύ ψόφο στους φτωχούς ξένους, ελάτε ω πλούσιοι ξένοι να σας σερβίρουμε και να σας χτίσουμε υπόσκαφες επαύλεις στα ξερονήσια με τους εξαντλημένους πόρους.

Και γιατί να στραφεί ο λαός στον καθωσπρέπει Φασουλή της Δεξιάς; Γιατί να ακούει τους αυλοκόλακες και τους βαρείς κι ασήκωτους χειροκροτητές του; Μα γιατί η Δεξιά μαθαίνει, η Δεξιά στήνει τον διάλογο όπως επιθυμεί και ορίζει την ατζέντα. Και πώς το καταφέρνει αυτό; Με μάγια και λιτανεύσεις ιερών λειψάνων και «πας μη Έλλην βάρβαρος»; Εν μέρει με αυτά, κι εν μέρει επειδή μαθαίνει. Με τη συντριβή των ιεροκηρύκων της μνημονιακής χρηστοήθειας στο Δημοψήφισμα του 2015, η Δεξιά έμαθε ότι δεν χρειάζεται να παλεύει να ελέγχει πώς θα διαμορφώσει την κοινή γνώμη και πώς θα νουθετήσει το ενοχλητικό αλλά με δικαίωμα ψήφου πόπολο: κατάλαβε ότι πρέπει να στραφεί από τη ροή και την παραμόρφωση της γνώμης στον έλεγχο της ροής της ίδιας της πληροφορίας.

Διότι, αν δεν ξέρεις ότι η φωτιά στον Έβρο καίει εδώ και δύο βδομάδες, πώς θα διαμορφώσεις γνώμη για το θέμα; Δεν υπάρχει θέμα.

Οι δαίμονες της σφαγής

Η ιστορία της ανθρωπότητας είναι ιστορία σφαγής. Όσο και να ολολύζουν οι κάθε λογής κεντρώοι, στη συντριπτική πλειονότητά τους διαχρονικώς οι δράστες της σφαγής δεν είναι τίποτα κολασμένοι κι εξανδραποδισμένοι που εξεγείρονται, παρά οι φορείς της εξουσίας και της δύναμης ― καθώς και της μισανθρωπίας που διαχρονικά τις συνοδεύει.

Θέλουμε κάποιοι (και λιγότερο κάποιες) να πειστούμε ότι υπάρχει ένας χώρος (λιγότερο εκτενής από όσο θέλουμε να νομίζουμε) στον οποίο η σφαγή είναι παρελθόν και η πρόοδος αποτελεί πραγματικότητα. Ωστόσο η σφαγή είναι πάντοτε πολύ κοντά μας, όχι μόνο η σφαγή των άλλων στις θάλασσές μας και στις γείτονες χώρες, αλλά και η δική μας η σφαγή στις ίδιες τις προοδευμένες χώρες μας, όπου η ζωή μας κοστολογείται πολύ χαμηλά π.χ. σε τραίνα και σε νοσοκομεία ή αν τυγχάνουμε φτωχοί ξένοι.

Ταυτόχρονα με τη σφαγή, επικρατεί συντριπτικώς κι ο φασισμός, δηλαδή η λατρεία της σφαγής. Ο φασισμός απλώνεται ξανά παντού και κανονικοποιείται. Παλιότερα τα πεδία αντιπαράθεσης με τους φασίστες ήταν κάτι λέσχες μοντελιστών ή ποδοσφαιρικά σωματεία κι οργανώσεις οπαδών. Σήμερα-αύριο, ο κόσμος όλος είναι το πεδίο μάχης. Κι ενώ η φασιστική σκιά απλώνεται, οι πολέμιοί της καταφεύγουν στις γονυκλισίες ενώπιον της καταστολής και στην προσκύνηση της λογοκρισίας, έχοντας προφανώς χάσει κάθε πίστη σε εξεγερτικές κινήσεις και στην οργάνωση από τα κάτω: εναποθέτουν λοιπόν τις ελπίδες τους για πρόοδο και αντιφασισμό παρά τους πόδας του μπάτσου (που θα εκπαιδευτεί), της δικάστριας (που θα τιμήσει τους όρκους της), του ατόμου που θα αναλάβει να επιβάλει πεφωτισμένη λογοκρισία υπέρ αδυνάτων.

Η ροπή του ανθρώπου μπροστά σε όλα αυτά είναι η απελπισία.

Πρέπει όμως ακόμα και την ώρα της σφαγής κι ενώ σχεδόν κατατονικά παρακολουθούμε τη σκιά να απλώνεται να θυμηθούμε τον στάρετς που τόσο αστόχαστα τσιτάρουν νεορθόδοξες ψυχές: «Κράτα τον νου σου στην Κόλαση και μην απελπίζεσαι». Αν δεν συμπαθούμε τους στάρετς, αρκεί να βλέπουμε τον Αντρέι Ρουμπλιόφ κάθε 5-6 εβδομάδες: εκεί τίθεται το ερώτημα αν γίνεται να αγιογραφούμε και να φτιάχνουμε καμπάνες σε έναν κόσμο άγνοιας και μίσους όπου οι Τάταροι σφάζουν παιδάκια και καίνε χωριά. Η απάντηση είναι αυτή που δίνει ο Ταρκόφσκι.

Αν δεν θέλετε να ακούσετε τον Ταρκόφσκι, σημείο του προϊόντος εκβαρβαρισμού μας ίσως, σχετικά με την απελπισία σας και τη ροπή για μηδενισμό που σας δημιουργεί, αρκεί να θυμηθείτε αυτό το ωραίο που είπε ο Oliver Doherty σήμερα:

«O μηδενισμός και η ηττοπάθεια είναι πολλές φορές ένα καταφύγιο διαθέσιμο μόνο στους προνομιούχους.»

Σύνοψη μπάι τυπολογίας

ή «Choose a side»

Προτού ξεκινήσουμε, κάποιες διευκρινίσεις, ή και τρίκερ γουώρνινξ:

Θα μιλήσω μόνο για μπάι άντρες γιατί φωτιά θα ρίξει η Θεά να με κάψει αν πιάσω τα μανσπλέινιγκ.

Θα χρησιμοποιήσω ορολογία κάπως α λα παλιά. Εντάξει, μην περιμένετε Ηλία Πετρόπουλο με ολίγη από καλιαρντά, ούτε τον εκλεπτυσμένο μισογυνισμό και τη βαρβάτη ομοφοβία του Ταχτσή, αλλά, ε, αν είσθε τεντερκουηράκια μπορεί να βγείτε τραυματισμένα από την ανάγνωση της χονδροειδούς τυπολογίας μου ― και δεν θα το ‘θελα ποτέ, ποτέ, αυτό.

Πάντως, ναι: η πενιχρή τυπολογία μας είναι οργανωμένη γύρω από κάτι που αποτελεί εμμονή του Έλληνα (και όχι μόνον Έλληνα) άντρα: του ποιος ή ποια διεισδύεται. Και βεβαίως, στην περίπτωση των σις αντρών, αυτό μεταφράζεται σε «ποιος μποτομάρει από το κωλαράκι».

Τέλος, αν είστε τίποτε πανεπιστημιακές κάρες ή ανταρτογκέι ή και τα δύο ταυτόχρονα και η ύπαρξη των μπάι αντρών σάς χαώνει, βιδώνει, κουμπώνει, θυμώνει, εξαγριώνει και άλλα εις –ώνει, διαβάστε το The Epistemic Contract of Bisexual Erasure του Kenji Yoshino ή άντε το tl;dr εδώ. Θα σας βοηθήσει. Ίσως. Μπορεί και όχι — δεν ξέρω.

Μπότομ στρέιτ (οι «θέλω να με γαμούν γυναίκες»)

Αυτοί είναι οι πιο καημένοι επειδή τρώνε το πακέτο του bi erasure χωρίς καν να είναι μπάι: γυναίκες γουστάρουν. Ενώ λοιπόν σαφώς δεν είναι μπάι, αφού τους αρέσουν μόνον οι γυναίκες, μέσα στον άτυπο ποινικό κώδικα της ετεροκανονικότητας είναι πολύ πιθανόν να καταλήξουν να τους κράζουν ως πουστάρες — και μάλιστα να τους κράζουν οι γυναίκες, και μάλιστα οι γυναίκες που ποθούν. Γιατί; Μα γιατί τους αρέσει να τους γαμούν, ή για να το πω στα μιλενιαλικά, «να μποτομάρουν». Τους αρέσει να τους βάζουν κάτω τρανς γυναίκες (προς μεγάλη ταλαιπωρία πολλών τρανς γυναικών, αλλά αυτά θα σας τα πουν οι ίδιες) ή να τους βάζουν κάτω σις γυναίκες με εργαλεία που χρονολογούνται από την Εποχή του Χαλκού (πολύ πριν το Tumblr δηλαδή).

Και βεβαίως θα αναρωτηθείτε «και πού ξέρουν ότι δεν τους αρέσουν οι άντρες;» Ε, το ξέρουν. Όλοι ξέρουμε τι μας αρέσει, άλλο τι αφηνόμαστε να παραδεχτούμε. Επιπλέον, πολλοί μπότομ στρέιτ είτε το τσέκαραν στην πράξη είτε σχεδόν το είχαν πάρει απόφαση ότι «είναι πούστηδες» και γι’ αυτό έχουν δοκιμάσει να κάνουν σεξ με άντρες· και ενώ δεν τους χάλασε η χαρά της μιάς τους οπής και του προστάτη, όλο το υπόλοιπο τους φάνηκε λίγο μπλιαχ ή έστω μιεχ (στα ζουμερικά) διότι ούτε η τρίχα ούτε η αποφορά ούτε η απουσία γυναικείων χαρακτηριστικών τους ξετρελαίνει.

Οπότε ναι, αυτοί τρώνε το bi erasure στη μάπα, την πεποίθηση των γκέι αντρών ότι κατά βάθος είναι γκέι ενώ εκείνοι θέλουν να τους βάλει κάτω η Λίζα, η Τασούλα, η Πέπη κτλ.… Στο μεταξύ κάποιες από αυτές δεν τους ζυγώνουν ακριβώς γιατί «είναι πούστηδες»: φάση Τάνταλος στον Άδη (δεν υπάρχει μόνον ο Σίσυφος, παιδιά).

Τοπ μπάι (the artists formerly known as κωλομπαράδες — ή μάλλον καμία σχέση)

Αυτούς εδώ πάλι δεν τους λες και καημένους. Οι γκέι βεβαίως τους θεωρούν στρέιτ και μερικοί τους προτιμούν κιόλας για φάση ή έστω για games (όχι αυτά με τις κονσόλες, τα άλλα με τα μαστραχάλια). Ταυτόχρονα, οι στρέιτ τους λένε κρυφόπουστες ή κωλομπαράδες, ανάλογα με τις περιστάσεις και με το αν βρίσκονται μαζί τους στο κρεβάτι, στο μπαρ, στα αποδυτήρια ή αλλού. Αν είναι κολλητοί τους, οι στρέιτ θα πούνε στους τοπ μπάι ότι μάλλον μπερδεμένοι είναι και ότι περνάνε φάση, σαν αυτή που οι ίδιοι πέρασαν στον στρατό π.χ. όταν είχαν μαλακιστεί (αυτοπαθώς κι αλληλοπαθώς) με τον μισό θάλαμο ενώ ο υπόλοιπος θάλαμος κρυφομπάνιζε.

Μιλάμε λοιπόν για φάση όπου θες να το κάνεις και με άντρες και με γυναίκες και με άλλα φύλα, είτε σις είτε τρανς (ναι παιδιά μου, ο όρος πανσέξουαλ είναι πλεονασμός και πολιτικά ασυνάρτητος, αλλά ρωτήστε καναν ακτιβιστή, όχι εμένα τον σατιρικό καλλιτέχνη) επειδή εκπρόσωποι όλων τους σε καυλώνουν· μια φάση που πάντως κρατάει μάξιμουμ 100 χρόνια, εξ όσων γνωρίζουμε.

Οι γυναίκες τους μπάι τούς βρίσκουν εφευρετικούς και «α τι ωραία που γλείφεις», οι άντρες τούς βρίσκουν αρρενωπούς, άλλα άτομα τους βρίσκουν άλλα. Αυτοί πάλι έχουνε δοκιμάσει να τους το κάνουν από το κωλαράκι και μάλλον δεν τους χάλασε αλλά δεν είναι κι ότι είδαν το χερουβικό άρμα με τον θεό να κατεβαίνει να τους καβαλήσει, οπότε δεν το προτιμούν.

Συνεπώς σκασιλάρα μας για τους μπάι τοπ: σκασιλάρα μας γιατί στην τελική περνιούνται και τους περνάμε για στρέιτ (αφού «γαμούν και δεν γαμιούνται»), οπότε οκέι, αρσενικό προνόμιο, μια χαρά περνάνε κι ακατακρίτως, κομπλέ — και άσε να μαζέψουν τα σπασμένα τους οι ψι τους ή τα παιδιά που κάνουν βάρδιες πίσω από την μπάρα.

Μπότομ μπάι (οι «δεν είμαι ελέφαντας»)

Αυτοί βερς είναι, αλλά όταν δοκίμασαν (γιατί και είχαν πρόγραμμα και το επιδίωξαν) να τους το κάνουν από το κωλαράκι όχι μόνο δεν τους χάλασε αλλά αυτοί το είδαν το χερουβικό άρμα με τον θεό να κατεβαίνει να τους καβαλήσει, τον είδαν τον Κρίσνα εν δόξη κτλ. Αυτούς τους καυλώνει τρελά να τους το κάνουν και όντα χωρίς πέος και όντα με πέος: είπαμε, γι’ αυτό είναι μπάι. Και βεβαίως ρίχνουν κι αυτοί έναν κατά περίσταση, και γιατί όχι;

Όμως οι μπότομ μπάι μαζεύουν όλη τη λάντζα και των μπότομ στρέιτ («ουουουουου, πούστηδες») και των τοπ μπάι («ποια είναι η σχέση σου με τον μπαμπά σου;»). Βρίσκονται παγιδευμένοι στα στενά της Μεσσήνης από τους θεούς που παράγουν ετεροκανονικές ταυτότητες, όπου πότε η Σκύλλα του bi erasure τους τσιμπολογάει και πότε τους ρουφάει (όχι με τον καλό τρόπο, είχε δόντια το μυθικό τέρας) η Χάρυβδη της ψυχολογικοποίησης.

Κάποιοι τελικά παθαίνουν ένα «θα απαρνηθώ τις γυναίκες, στο εξής είμαι γκέι» αλλά αυτή η φάση δεν κρατάει πολύ γιατί, είπαμε, είναι μπάι. Άλλοι το ρίχνουν στην παρενδυσία πλήρη ή μερική, ακόμα κι αν δεν τους φτιάχνει, είτε φορώντας τα σέξι πλην άβολα εσώρουχα και ρούχα που στερεοτυπικά προορίζονται για γυναίκες, είτε χρησιμοποιώντας το αντίστοιχο λεξιλόγιο, για να μπούνε στον ρόλο.

Και καλά κάνουν, βεβαίως: παρενδυσίες ένθεν κι ένθεν υπάρχουν παντού και καρυκεύουν τις φάσεις ακόμα και των πιο στρέιτ γυναικών και αντρών. Το θέμα δεν είναι εκεί αλλά στο ότι οι μπότομ μπάι παντοιοτρόπως εξωθούνται στον ετεροκαθορισμό περισσότερο από κάθε κατηγορία μπάι, ενδεχομένως τόσο όσο κάποιοι τοπ θηλυπρεπείς γκέι ή κάποιες μπότομ μπουτς λεσβίες…

Το αστείο είναι ότι σε τίποτα κοινωνίες ιθαγενών της Βόρειας Αμερικής ή και αλλού οι μπότομ μπάι, ως παντοδότες και πανδέκτες, θα γίνονταν αντιληπτοί ως σχεδόν μυθικά πλάσματα, σαν τους αδιχοτόμητους ακόμα ανθρώπους στον λόγο του Αριστοφάνη στο Συμπόσιο ένα πράμα. Εμείς όμως ζούμε στον κόσμο όπου σημασία έχει να μην τον παίρνεις.

Επίλογος

Η τυπολογία έβγαλε λίγο λυρισμό ελληνικής ταινίας, μια ταλαιπώρια. Δυστυχώς όμως αυτή είναι η μπάι κατάσταση: είτε δεν υπάρχεις είτε πρέπει να υπομείνεις φουλ ετεροκαθορισμό.

Τέσσερα ταλληράκια

Υπάρχουν και χειρότερα, μην αγχώνεστε.

Πρώτο ταλληράκι: Φασίστες

Οι φασίστες (ψηφοφόροι) δεν είναι «υπάνθρωποι», «ούγκανα», «ζώα», «φίδια», αλλά ούτε και παραστρατημένες ψυχούλες ή απολωλότα πρόβατα ή θύματα της προπαγάνδας.

Είναι άνθρωποι που αναγνωρίζουν τις ανεπάρκειες ή τις εσωτερικές αντιφάσεις του πολιτικού και κοινωνικού συστήματος και συνειδητά συντάσσονται με το καθολικό και γενικευμένο μίσος ως πολιτική.

Ενώ το να μιλάει κανείς για τον φασισμό ως εκδοχή ενός αναλυτικά σαθρού «λαϊκισμού» είναι επιεικώς γελοίο, οι φασίστες στην Ελλάδα του 21ου αιώνα είναι (και) μη προνομιούχοι και «μέσα από τα σπλάχνα του λαού».

Γιατί συμβαίνει αυτό; Δεν ξέρω, τόση αριστερή διανόηση παράγουμε. Ίσως έχει να κάνει με την ασυναρτησία και τη δειλία της Αριστεράς.

Δεύτερο ταλληράκι: Cosplay

Κάποιοι του ΚΚΕ νομίζουν ότι είναι το KPD της Ρόζας που τους βρίζει το συριζαϊκό SPD του Ebert· κάποιοι του ΣΥΡΙΖΑ νομίζουν ότι το ΚΚΕ είναι οι σταλίνες μέσα στη Βαρκελώνη που κάνουν εκκαθαρίσεις ενώ ο Φράνκο προελαύνει.

Δεν πειράζει: ολόκληρη η γαμοΕλλάδα ζει μέσα σε ιστορικά cosplay από τον καιρό που θυμάμαι τον εαυτό μου. Τώρα έχουμε και φασιστόμουτρα που φαντασιώνονται πως είναι τα συγκυλιζόμενα ντούκια της Βλακεδαίμονας, παλιά είχαμε πασόκους που νόμιζαν πως είναι αντάρτες κτλ.

Αλλά ρε φιλαράκια, τόση αριστερή διανόηση παράγουμε.

Τρίτο ταλληράκι: δεξιά κατρακύλα

Όπως ο θλιβερός ΣΥΡΙΖΑ του καημένου του Τσίπρα (αμήχανου από τον καιρό που κατέβαινε για δήμαρχος μεν, αλλά μετά για λίγο είπαμε «σκάστε, εδώ μπορεί και να σκάσει κίνημα») έτρεχε από το 2015 πίσω από φανταστικούς κεντροδεξιούς ψηφοφόρους μπασταρδεύοντας κάθε ριζοσπαστική πολιτική πρότασή του, τώρα κι ο Πιθηκαλώπεκας θα πρέπει να τρέχει πίσω από κοινοβουλευτικά εθνίκια, φασίστες, θεούσους κι οργανωσιακούς.

Για να δούμε πώς θα του βγει αυτό…

Τέταρτο ταλληράκι: εθνική ενότητα;

Έχω την ευχέρεια να γράφω αυτά τα πράγματα γιατί προσωπικά δεν ανήκω σε αυτό το 20-τόσο τοις εκατό (κατά τη Eurostat) που βρίσκεται κάτω από το όριο της φτώχειας και που θα υποφέρει και θα πεθάνει πρόωρα με την παράταση της δεξιάς διακυβέρνησης.

Ο εξανδραποδισμός και ο εκφασισμός προχωρούν: όσοι χαριεντίζονται ακόμα με εθνικές ενότητες κι εθνικές ομοψυχίες, απλώς βάζουν τη διαχείριση πάνω από τις ζωές των αδυνάτων.

Και για να το πω όπως θα το καταλαβαίνουν πολλοί ψηφοφόροι (θεουσοδεξιοί αλλά κι αριστερορθόδοξοι): εάν το άλας μωρανθή, εν τίνι αλισθήσεται;

Το ρεζουμέ της βαρβαρότητας

Από τη στιγμή που ο κινηματογράφος είχε πια στη διάθεσή του ειδικά εφέ, όσο πρωτόγονα κι αν ήταν, δεν θα μπορούσε παρά να ασχοληθεί με το θέαμα της καταστροφής: από σεισμούς, ναυάγια και μάχες, μέχρι ουρανοξύστες που καίγονται ή απλώς αυτοκίνητα που σμπαραλιάζονται πέφτοντας το ένα πάνω στο άλλο. Παράλληλα ενέσκηπταν κατά καιρούς γιγάντιοι γορίλες δεσμώτες, παραζαλισμένοι γκοτζίλες και μοχθηροί δεινόσαυροι.

Το θέαμα της καταστροφής, που συνήθως συνυφαινόταν σεναριακά με την αξία της αλληλεγγύης, της συντροφικότητας ή και της αυτοθυσίας, έχει χαρακτήρα κάθαρσης με τον πιο απλό τρόπο: δι’ ελέου και φόβου.

Με την Ημέρα Ανεξαρτησίας μπορεί να πει κανείς ότι τυπικά εισάγεται ένα νέο κινηματογραφικό υποείδος: η ταινία συντέλειας. Δεν είναι πλέον αρκετό να πέσει ένα αεροπλάνο, να ναυαγήσει ένα πλοίο, να ερειπωθεί μια πόλη: πρέπει να καταστραφεί ο κόσμος όλος.

Βεβαίως η ιδέα της συντέλειας κάθε άλλο παρά καινούργια ήταν, αλίμονο: από τον Πόλεμο των Κόσμων μέχρι τα ανοικονόμητα κόμικ, ο κόσμος έχει (σχεδόν) καταστραφεί πολλές φορές. Μετά την Ημέρα Ανεξαρτησίας όμως, οι μηχανές της κινηματογραφικής συντέλειας πήρανε φόρα· έκτοτε ο κόσμος δεν έπαψε να καταστρέφεται ξανά και ξανά μαζικά και λεπτομερώς: αστεροειδείς, ζόμπι (πολλά ζόμπι), κλιματική αλλαγή, τεκτονικές αναστατώσεις, εξωγήινοι (ανθρωπόμορφοι και μη) κ.ο.κ.

Το θέαμα της συντέλειας και η αυξανόμενη απήχησή του και ρητορικά και συμβολικά έχει συζητηθεί αρκετά. Δεν μιλάμε πια για κάθαρση ή έστω για πένθος παρά για το κοινότοπο πλέον τσιτάτο ότι «είναι ευκολότερο να φανταστούμε το τέλος του κόσμου παρά την πτώση του καπιταλισμού».

Η πλαισίωση αυτή της μαζικής παραγωγής συντέλειας ενισχύεται από το ότι η σεναριακή παράμετρος της αλληλεγγύης και της αυτοθυσίας ως αξίας έχει εν πολλοίς μεταπέσει στην πολύ αμερικάνικη (ή και αγροτοποιμενική) αξία της οικογένειας. Και φυσικά, το ζητούμενο δεν είναι πλέον η σωτηρία του κόσμου παρά η επιβίωση των δικών μας, της οικογένειας, έστω και σε ημιάγρια κατάσταση. Οι «μεταποκαλυπτικές» ου- και δυσ- και αντιουτοπίες δίνουν και παίρνουν.

Με άλλα λόγια, όπως επισημαίνεται όλο και πιο συχνά, το κοινό των ταινιών συντέλειας δεν πιστεύει πια ότι συλλογικώς θα πάνε καλύτερα τα πράγματα, ότι ο κόσμος θα γίνει καλύτερος. Η χαρά της προόδου τελείωσε με τον 20ο αιώνα περίπου.

Ίσα ίσα ο κόσμος οδεύει προς την άβυσσο και το πολύ πολύ να γλυτώσει η οικογένεια (η δική μας). Μετά το Melancholia του Τρίερ και το Don’t Look Up, δεν προβάλλεται ούτε καν αυτή η άχαρη και μάλλον βαρβαρική φιλοδοξία, την οποία πλέον υποκαθιστά η έσχατη μοιρολατρία: αρκεί να πεθάνουμε μαζί με τους δικούς μας.

Ο όρος βαρβαρική είναι καίριος: εάν πράγματι «είναι ευκολότερο να φανταστούμε το τέλος του κόσμου παρά την πτώση του καπιταλισμού», εάν όντως προτιμούμε να αφανιστούμε από το να επαναστατήσουμε ή έστω να οργανωθούμε, ρε αδερφέ, αυτό δεν έχει να κάνει τόσο με τον έξω κόσμο παρά με τις πεποιθήσεις μας, με αυτό που λέμε ιδεολογία.

Ο Ράσελ στην Ιστορία της Δυτικής Φιλοσοφίας ισχυρίζεται ότι το βαρβαρικό σκότος που επέπεσε στη δυτική Ευρώπη μεταξύ 600 και 900 οφείλεται στο ότι οι μορφωμένοι άνθρωποι ασχολιόντουσαν πια με την εξύμνηση της παρθενίας και με την αθανασία της ψυχής αντί να ψέξουν τους διεφθαρμένους ηγεμόνες και να συγκινηθούν από τη φτώχεια του λαού.

Νομίζω ότι εδώ κάνει λάθος: η εξύμνηση της παρθενίας και η αθανασία της ψυχής (κ.ο.κ.) είναι ενδεχομένως ζητήματα που απασχολούν το είδος μας από τότε που άρχισε το ψιλό λακριντί στην Αιθιοπία, μερικές δεκάδες χιλιάδες χρόνια πριν.

Το πρόβλημα των περίφημων Σκοτεινών Αιώνων ήταν μάλλον ότι οι διεφθαρμένοι ηγεμόνες που έχει κατά νου ο Ράσελ αποφάσισαν να επιβάλουν την ιδεολογία που πλαισίωνε την αμήχανη και ισχνή χριστιανική πίστη με κάθε μέσο, με βία και καταναγκασμό, μετατρέποντάς την, ναι, σε μονόδρομο. Κι αυτή η πρακτική της επιβολής μιας ιδεολογίας και κοινωνικής οργάνωσης άνωθεν και με καταναγκασμό δεν είναι παρά το ρεζουμέ της βαρβαρότητας.

Σήμερα, το αντίστοιχο των ημιάγριων αλλά χριστιανικοτάτων ηγεμόνων του 600-900 είναι οι ελίτ που έχουν γαντζωθεί από τον ύστερο καπιταλισμό όπως ασήμαντοι Φράγκοι, Αλανοί και Γότθοι ηγεμονίσκοι είχαν γαντζωθεί πάνω σε σταυρούς και λάβαρα. Το όραμά τους είναι εξίσου επίγειο: αντί για μια χριστιανική Οικουμένη, ευαγγελίζονται μια σικέ λοταρία συσσώρευσης πλούτου για τους πολλούς και το Καθαρτήριο της επιβίωσης για τους υπόλοιπους.

Κι αν ο υλικός κόσμος ή οι κοινωνίες δεν μπορούν να αντέξουν το όραμά τους, τόσο το χειρότερο για τους αμαρτωλούς κι αιρετικούς ή κι ολιγόπιστους: έρχεται η συντέλεια και από αυτήν δεν έχουν τίποτε να περιμένουν εκτός από ακοίμητο πυρ.

Διασταυρούμενα βλέμματα

Να τελειώνουμε με τον άγγελο της ιστορίας. Να τελειώνουμε με την κολοβή αυτή φιγούρα του Κλεε, την ακρωτηριασμένη από το παρελθόν και τις αποκρύψεις του, από το παρελθόν και τα ψέματά του, από το παρελθόν και τη λήθη που το σκεπάζει.

Να πάψουμε να προσβλέπουμε και να καταφεύγουμε στην αποβλακωμένη ματιά του που απλανώς αντικρύζει αποσβολωμένη και σαστισμένη το παρελθόν, που παραμένει προσηλωμένη στην Ιστορία των ερειπίων, του πόνου και της σφαγής.

Θέλω να δούμε και να δείξουμε επιτέλους τον άγγελο του μέλλοντος Έστω και στην ακατάληπτη και αποτρόπαια βιβλική του ωραιότητα, έναν άγγελο που θα ατενίζει το μέλλον σε όλη την τρομακτική κι ελπιδοφόρα του ασάφεια.

Εκλογές 2023

P.W. Atkins ― The Creation

I

Όπως ακούραστα μου επαναλαμβάνει ο mhulot, η τραπ είναι συντριπτικά το δημοφιλέστερο μουσικό είδος στην Ελλάδα. Για παράδειγμα, τα κομμάτια του Sidarta έχουν εκατομμύρια ακροάσεις, με κάποια από αυτά να φτάνουν τις 20.000.000 ακροάσεις μόνο στο Spotify. Επειδή μπλογκ σαν κι αυτό διαβάζουν οι άνθρωποι που δεν ακούνε τραπ μάλλον αναρωτιέστε «Ποιος είναι αυτός; ποιοι τον ακούν;».

Η απάντηση είναι ότι τον ακούνε φτωχοί άνθρωποι και νέοι άνθρωποι, δύο κατηγορίες του ελληνικού λαού που τάχιστα προχωρούν προς πλήρη ταύτιση μεταξύ τους. Κι αν αναρωτηθεί κανείς γιατί δεν ακούγονται αυτά τα κομμάτια στα ραδιόφωνα ή στην τηλεόραση, γιατί στα γερασμένα σοσιαλμήντια τύπου Facebook δεν σκάνε πιτσιρικάδες σαν τον Sidarta σε κάθε τέταρτο στάτους, η απάντηση είναι απλή: η μεν φτώχεια είναι αόρατη γενικώς, ενώ όσοι δεν είμαστε νέοι άνθρωποι εχουμε αποτραβηχτεί μέσα στη φούσκα συγκεκριμένων μέσων κοινωνικής δικτύωσης…

Αφενός λοιπόν η φτώχεια στον δυτικό κόσμο, και ως προς αυτό ανήκουμε φουλ στον δυτικό κόσμο, είναι αόρατη και οφείλει να παραμένει αόρατη. Αυτή είναι ίσως μια βασική διαφορά πλέον με τον λεγόμενο Τρίτο Κόσμο: όχι πια τα ίδια τα ποσοστά φτώχειας παρά κατά πόσο βρίσκεται η φτώχεια σε δημόσια θέα ή όχι. Στην Ελλάδα η φτώχεια είναι κρυμμένη και βεβαίως αποτελεί αντικείμενο περιφρόνησης πολύ πριν τη νεοφιλελεύθερη παραφροσύνη, σύμφωνα με την οποία οι φτωχοί ευθύνονται για τη φτώχεια τους.

Αφετέρου είναι πια φανερό ότι όσοι κινούμαστε στο (ολοένα και πιο άκαμπτο) πλαίσιο μπλογκ-φέισμπουκ-ίνστα είμαστε μιας άλφα ηλικίας, εντός ενός άλφα ηλικιακού εύρους και (τελικά) όχι απελπιστικά φτωχοί. Οι όντως νέοι άνθρωποι δραστηριοποιούνται (γιατί περί δραστηριοποίησης πρόκειται) σε άλλα ΜΚΔ. Όπως οι πολύ ηλικιωμένοι και κάποιοι λιγότερο μορφωμένοι αν και λιγότερο ηλικιωμένοι βρίσκονται στη φούσκα της τηλεόρασης και των ΜΜΕ, εμείς βρισκόμαστε μέσα στην προνομιούχα και κάπως άνετη φούσκα των κυριλέ ΜΚΔ, αφήνοντας τη ζούγκλα του τουίτερ και το πανηγύρι του τικτόκ σε πολύ νεότερες και μάλλον φτωχότερες ομάδες.

ΙΙ

Με δυο λόγια: όσα διαβάζουμε και βλέπουμε εδώ μέσα είναι κάτι σαν Σκάι-Σταρ-Αντέννα για «τον δικό μας κόσμο». Οι μεγάλες πλειοψηφίες, οι πραγματικά νέοι, τα θύματα των Μνημονίων βρίσκονται έξω από εδώ, έξω από αυτή τη σοσιαλμηντιακή φούσκα μπλογκ-φέισμπουκ-ίνστα: δραστηριοποιούνται σε άλλα ΜΚΔ και στον πραγματικό κόσμο, κάποιοι από αυτούς αρκετά φτωχοί ώστε να είναι και αόρατοι και ενδεχομένως χωρίς καθόλου φωνή εκτός από εκείνη που τους προσφέρει η πολύ απεχθής μας μουσική τους.

Όταν το 2019 οι ιδεολογικές και φορολογικές και αισθητικές ανησυχίες όσων εκπροσωπούμαστε εδώ μέσα επέτρεψαν στον Μητσοτάκη και την κλίκα του να κυβερνήσει σίγουρα δεν έλαβαν υπόψη αυτούς τους άλλους που βρίσκονται αλλού.

Κάποιοι βρίσκαμε τον ΣΥΡΙΖΑ μπανάλ ή λιγότερο ριζοσπαστικό από όσο ήταν τον Ιανουάριο του ’15 ― αν και μέχρι τον Σεπτέμβριο του ’15 είχε ολοκληρωθεί ο μετασχηματισμός του σε σοσιαλδημοκρατικό κόμμα που ειδικεύεται σε όσα ειδικεύεται η σοσιαλδημοκρατία: στις μισές δουλειές, στην ατολμία ως τακτική, στη συμμόρφωση με το Κακό (βλέπε Προσφυγικό), στην εργώδη προσπάθεια να προσεταιριστεί αυτούς που δεν θα έπρεπε.

Κάποιοι δεν αντέχαμε να μας φορολογεί ανελέητα για να προσφέρει στους «θεσμούς» πλεόνασμα.

Κάποιοι αποστρεφόμασταν τη χαζοπαπανδρεϊκή αισθητική μιας κυβέρνησης που ούτε κυριλέ ήταν αλλά ούτε πραγματικά λαϊκή μπορούσε να το παίξει.

Κατά συνέπεια είτε δεν ψηφίσαμε τίποτα, είτε το ρίξαμε Μητσοτάκη. Με την ψήφο ή με την αποχή φέραμε έναν λιμασμένο θίασο αγυρτών, κομπογιαννιτών, κλεπτοκρατών και απατεώνων στην εξουσία και τους ρίξαμε μέσα στη μαρμίτα με το δημόσιο χρήμα και τα δημόσια αγαθά. Η κληρονομιά που ήδη έχουν αφήσει πίσω τους είναι ήδη μη αναστρέψιμη: κάποιες ζημιές δεν ξεγίνονται μέσα σε ορίζοντα λίγων ετών. Ας αναλογιστούμε μόνον ότι το 1938 της Βαρκελώνης, το 1944 της Αθήνας, ή το 1973 της Χιλής δεν αποκαταστάθηκαν ακόμα.

Και μαντέψτε ποιοι την πληρώνουν την ιδεολογική και αισθητική καθαρότητα τη δική μας: όσοι δεν ανήκουν στη φούσκα μας.

III

Βλέπω λοιπόν πολλούς και πολλές εδώ μέσα να περηφανεύονται ότι παραμένουν πούροι αναρχικοί ή πούροι μαρξιστές (και μπράβο τους) κι ότι δεν θα πάνε να ψηφίσουν τίποτα, διότι το είπε και η Έμμα η Γκόλντμαν, το είπε και η Ρόζα η Λούξεμπουργκ: αν οι εκλογές άλλαζαν τίποτε θα ήταν παράνομες· επίσης «αστική δημοκρατία»· επίσης αυτοοργάνωση· επίσης ο λαός θα σώσει τον λαό· επίσης τέτοιοι είστε κι είστε όλοι ίδιοι κτλ κτλ κτλ.

Βεβαίως, από την Έμμα και τη Ρόζα μέχρι τον μπάρμπα μου τον Κουκουέ που δεν το ρίχνει πια ούτε ΚΚΕ, η εναλλακτική επιλογή στις εκλογές δεν είναι να επιτρέπουμε στην αντιδραστικότερη Δεξιά μετά το 1953 να ξηλώνει όσα δεν αλώνει, αλλά η επαναστατική δράση. Αλλιώς η αυτοοργάνωση είναι αναιμική φιλανθρωπία ή ασυνάρτητος ακτιβισμός, ενώ η όποια εκλογική απεργία διευκολύνει την ανάρρηση στην εξουσία του κάθε Μητσοτάκη: με άλλα λόγια, όσο δεν υπάρχει επαναστατική ανατροπή έχουμε πολιτικό χρέος να υπερασπιζόμαστε το κακό απέναντι στο χειρότερο.

Και γιατί λοιπόν να μην κάνουμε Επανάσταση; Επειδή επαναστάσεις γίνονται μόνον όταν η κανονικότητα καταντάει πιο θανάσιμη από την επαναστατική βία και τις συνέπειές της.

Απλούστερα ακόμα: αυτοί που έχουνε παιδιά λαχταρούν να τα δουν να μεγαλώνουνε και, αν γίνεται, να έχουνε να φάνε. Δε θέλουν ούτε να τα σφάξουν οι φασίστες σε κανα χαντάκι, ούτε να αποκεφαλιστούν για παραδειγματισμό, ούτε να τα βομβαρδίσει ο λαβωμένος τύραννος μέσα στο σπίτι τους ή σε κανα νοσοκομείο, ούτε — χειρότερα — να πέσουν από ελεύθερους σκοπευτές του LFJ που τους πέρασαν για πεμπτοφαλαγγίτες του JLF επειδή πήγαν να αγοράσουν πράσα με το δελτίο. Και, ίσως, οι επαναστάσεις πετυχαίνουν όταν όσοι έχουνε παιδιά συνειδητοποιούν ότι αν δεν πετύχει η επανάσταση τα παιδιά τους θα τα σφάξουν οι φασίστες σε κανα χαντάκι, ή θα ζήσουνε σα σκλάβοι, ή θα τα λησμονήσει ο γιατρός που λύγισε από υπερκόπωση μέσα σε κανα νοσοκομείο «με ελλείψεις», ή ― χειρότερα ― θα πέσουν νεκρά από νευρικούς ελεύθερους σκοπευτές του Κράτους που τους πέρασαν για τρομοκράτες με σακίδιο στην πλάτη, σαν εκείνο το παιδί που το ξεχάσαμε, τον Βραζιλιάνο που πήγε στο Λονδίνο κι αυτό για να σπουδάσει.

Η Δεξιά του Κυρίου

Μα θα μου πείτε, δεν ισχύει αυτό; Για όσους είμαστε εντός της φούσκας μπλογκ-φέισμπουκ-ίνστα μάλλον όχι, γι’ αυτό άλλωστε κι έχουμε την πολυτέλεια να μην πάμε να ψηφίσουμε, ακόμα και αν δεν έχουν ωριμάσει οι συνθήκες για επαναστατική δράση. Για όσους είναι πάρα πολύ φτωχοί ή απελπιστικά νέοι ή αόρατοι με κάποιον άλλο τρόπο όντως η κανονικότητα η δική μας είναι πιο θανάσιμη από το ενδεχόμενο επαναστατικής βίας. Βεβαίως όσοι είμαστε εντός της φούσκας δεν μπορούμε να το γνωρίζουμε αυτό γιατί δεν τους βλέπουμε, δεν ζούμε με μαύρα 500 ευρώ τον μήνα, δεν ξέρουμε τίποτα για την τραπ εκτός από το ότι είναι σεξιστικά σκουπίδια (…), ενώ ό,τι αφορά αυτούς τους ανθρώπους και τελικά διαπερνάει τα κυτταρικά τοιχώματα της δικής μας φούσκας το αντιμετωπίζουμε με τον γνωστό πατερναλισμό και συναισθηματισμό, όταν δεν μας πιάνει ηθικός πανικός, αριστερός ή δεξιός.

Κατανοούμε τους αόρατους (για εμάς) νέους και φτωχούς τόσο ατελώς και τόσο στρεβλά όσο οι ενοικούντες τη φούσκα των ΜΜΕ, ο γηραιός λαός του Σκάι-Σταρ-Αντέννα, κατανοεί εμάς.

IV

Επαναλαμβάνω: δεν ψηφίζουμε για να επικρατήσει το Καλό κτλ. Στην καλύτερη περίπτωση ψηφίζουμε για να επικρατήσει το μικρότερο Κακό, ιδίως όταν οι εναλλακτικές λύσεις περιλαμβάνουν ένα βρωμερό μπουκέτο από φασίστες και δουλάκια των ισχυρών και αδίστακτων. Και όσο να ‘ναι, βοηθάει και η απλή αναλογική.

Ραββουνί!

Hans Memling ― Το ρετάμπλ του Αγίου Ιωάννη

Η Τατιάνα Γκορίτσεβα έγραφε ότι αγάπη είναι η παραίτηση από τη δύναμη.

Εγώ δεν πιστεύω στην αγάπη ως καραμέλα, ενώ μου προκαλεί δυσφορία η πληθωριστική συνήθεια να αποκαλούμε αγάπη καθετί όμορφο και αληθινό.

Παράλληλα, τίποτε αληθινά όμορφο δεν μπορεί να γίνει αν δεν παραιτηθείς από τη δύναμη και από το προνόμιο· τίποτε ευφρόσυνο κι αληθινό δεν θα «δημιουργήσεις» ή θα «παράξεις» εάν δεν βουτήξεις σε αυτό που φτιάχνεις ώστε αναδυόμενος να το προσφέρεις στους άλλους, σε εκείνους που θέλεις να κάνεις λίγο πιο χαρούμενους ή λίγο σοφότερους (σπανίως και τα δύο).

Ειδικά αν προγυμνάζεις, εκπαιδεύεις, προπονείς ― ή δεν ξέρω τι άλλο ― πρέπει αφού βουτήξεις σε αυτό που κάνεις κατόπιν να νιώσεις την ανάγκη και τον κόπο εκείνων που σε εμπιστεύονται, των οποίων ο βιοπορισμός, τα όνειρα ή και η χαρά εξαρτώνται από εσένα.

Δεν πιστεύω βεβαίως ούτε στη στανική καλοσύνη, άλλωστε τίποτε όμορφο δεν γίνεται χωρίς ιδρώτα, ενώ ελάχιστα γίνονται χωρίς δάκρυα. Δεν υπάρχει όμως κανένας λόγος να είσαι εσύ αυτός που θα προκαλέσει τα δάκρυα, και μάλιστα χωρίς άμεσο παιδαγωγικό (ας πούμε) σκοπό.

Από αυτή την άποψη για τους κατά βάθος ευτυχισμένους ανθρώπους, όποιοι και όσοι αν είναι αυτοί, δεν υπάρχει θεός και δεν χρειάζεται να υπάρχει θεός. Υπάρχει ενδεχομένως ανέκφραστη ή μάλλον άρρητη και ανεκλάλητη, σχεδόν άπιαστη, αίσθηση ευγνωμοσύνης για τη ζωή. Μια αίσθηση που λίγες συμφορές μπορούν να σαρώσουν.

Δεν κάνω προβλέψεις

Ralph Soupault, δεκαετία του ’40: εβραιομασώνοι και γκωλικοί εμποδίζουν τη Γαλλία να μπει στη μεγάλη ευρωπαϊκή οικογένεια.

Η Μάργκαρετ Άτγουντ με σωφροσύνη δήλωσε το παραπάνω στην πρόσφατη ομιλία της στην Αθήνα. Εγώ που ούτε τα βιβλία της έχω γράψει ούτε τη σοφία της διαθέτω, θα αποπειραθώ να κάνω προβλέψεις για το τουριστικό προτεκτοράτο της Ελλάδας (να μια πρώτη πρόβλεψη).

Η αστυνομία θα πυροβολεί στον αέρα και μετά όχι στον αέρα αλλά οι τραυματισμοί και οι φόνοι από τα όπλα της νόμιμης βίας θα αποδίδονται στην ανάγκη της Αριστεράς για νεκρούς και θύματα, άλλωστε ως γνωστόν οι Αλβανοί σκοτώνουν, όχι η ΕΛΑΣ.

Θα κατοικούμε σε ημιυπόγεια και αποθήκες πληρώνοντας ενοίκια ισόποσα των μισθών μας αλλά δεν θα μας πειράζει γιατί επιτέλους θα βάλουμε πλάτη να αναδειχθεί το κέντρο της Αθήνας όπως του αξίζει και όπως το θέλουν οι ιδιοκτήτες του: κάτι κάσες με πόδια που κατοικούν στο Κολωνάκι ή κάτι κληρονόμοι και γόνοι που μετακόμισαν κάπου βόρεια και βεβαίως οι ποιοτικοί μας τουρίστες.

Θα εξαγοράζονται οι οικείοι των θυμάτων της μαζικής ιδιωτικοποίησης των δημόσιων αγαθών, ίδίως των Μέσων Μεταφοράς, της Υγείας, του νερού, της πυρόσβεσης (θα δούμε κι άλλα σε αυτόν τον τομέα), με χαρτιζιλίκια και διορισμούς. Όλα καλά: cost effective διαχείριση.

Δεν θα μαθαίνουμε τίποτε από όλα αυτά, ή τίποτε γενικώς, επειδή ο Τύπος και τα Μέσα Ενημέρωσης ήδη κάνουν τη Zëri i Popullit επί Χότζα να μοιάζει με τους New York Times. Κι όποιος διαφωνεί με τον εγχώριο Τύπο, που αναπαράγει ό,τι λέει η Αστυνομία ή τα ραβασάκια του Μεγάρου Μαξίμου, είναι πράχτορας κι ανθέλληνας και Τούρκος και Εβραίος ― αν και των τελευταίων τις ψήφους τις χρειαζόμαστε.

Από κάποιες εκλογές (το ’23; το ’26; το ’30; θα σας γελάσω) θα προκύψει μια σχεδόν αριστερή κυβέρνηση. Φυσικά, τον 21ο αιώνα «αριστερή» σημαίνει να μην απαρτίζεται αφενός από νεοφιλελεύθερα αρπακτικά και τη συνοδεία τους από εργολάβους και αντρεπρενούρ, αφετέρου από ρατσιστές εθνικιστές χριστοκάπηλους (πρωτο)φασίστες. Θα προσπαθήσει η κυβέρνηση αυτή να μαζέψει το trainwreck ― όπως λένε κι οι Άγγλοι όταν κάτι πάει τραίνο με την ελληνική έννοια. Θα αποτύχει οικτρά και θα τη διαδεχθεί ο Άδωνις / ο Βορίδης / ο Μπακογιάννης / κάποιος άλλος Μητσοτάκης.

Πάντως η κανονικότητα δεν θα διασαλευθεί.

Τα δύο άκρα αν δεν τα βρεις, τα φτιάχνεις

Ασχοληθείτε με ό,τι ασχολείστε ενώ ο Άδωνις Γεωργιάδης, μελλοντικός πρωθυπουργός και «μετριοπαθέστερος πάντως από τον Βορίδη», συγκρίνει σε τουίτ τη Μάγδα Φύσσα με τον Χάρη Παπαθανασόπουλο.

Τον αντιφασίστα γιο της Φύσσα τον εκτέλεσε ναζιστική συμμορία, πρωτοδίκως εγκληματική οργάνωση, αλλά βεβαίως την καθυβρίζει και τη λοιδωρεί με κάθε αφορμή όλη η φασιστική μούργα και όλη η ακροκεντρώα λίγδα που έχει μαζέψει ο τόπος. Συνέπεια της δολοφονίας αυτής ήταν πάντως να οδηγηθούν κάποιοι ναζί στη φυλακή.

Την κόρη του Παπαθανασόπουλου την έκαψαν ζωντανή κουκουλοφόροι μάλλον ασφαλίτες μέσα στη Μαρφίν στις 5.5.2010. Πέρα από όσα λέγονται περί πυρασφάλειας κτλ., τη μολότοφ την πέταξε κάποιος που παραμένει ασύλληπτος ― λέτε να μην τον είχαν βρει και καταδικάσει αν δεν ήταν ασφαλίτης; Συνέπεια πάντως της δολοφονίας αυτής ήταν να σπιλωθεί ένα ολόκληρο κίνημα και να αποκτήσει και η Δεξιά καινούργιους μάρτυρες: εντελώς ακούσιους μάρτυρες μεν, μάρτυρες δε.

(Διότι, κύριε Άκη Γαβριηλίδη μου, η νεκροφιλία δεν είναι προνόμιο της ελληνικής Αριστεράς αλλά και κάθε αυθεντίας που επιθυμεί να νομιμοποιείται στα μάτια των αντιπάλων της διά της ιερότητας του πένθους, διά του οίκτου για τους πενθούντες και διά της αυθεντίας του θανάτου. Άλλωστε οι πεθαμένοι της Ρωμιοσύνης του Ρίτσου που κρατάνε της καμπάνας το σχοινί κτλ. τι άλλο είναι παρά λυρική απάντηση στην ελληνική Δεξιά που ανακήρυσσε μαζικά μάρτυρες των εαμοσλαύων και του κομμουνιστοσυμμοριτισμού ήδη από το 1946; )

Τι λέει λοιπόν ο ημιμαθής, καιροσκόπος και κατά τα άλλα «φαιδρός» και «τηλεβιβλιοπώλης» αντιπρόεδρος της ΝΔ και υπουργός; Ότι τον εκλιπόντα κύριο Παπαθανασόπουλο «δεν τον είδαμε σε κανένα κανάλι να ουρλιάζει και να οδύρεται, δεν τον είδαμε να ηγείται πορείας, δεν τον είδαμε να βρίζει και να ασχημονεί, δεν τον είδαμε να αντιδικεί» ― αντίθετα βεβαίως από τη Μάγδα Φύσσα.

Για τον Γεωργιάδη και τη συνοδεία του δεν είναι αρκετή η κατασκύλευση της μνήμης των τριών νεκρών της ΜΑΡΦΙΝ επί 12 ολόκληρα χρόνια, στην οποία κατασκύλευση συνεργός είναι και η Πρόεδρος της Δημοκρατίας με τη χυδαία μαρμαρόπλακα νεκροταφείου που αποκάλυψε πάνω στο πεζοδρόμιο της Σταδίου και η οποία μας καλεί όλους κι όλες να γίνουμε πρόβατα εν ονόματι της εθνικής ομοψυχίας και να μη διχογνωμούμε. Έπρεπε λοιπόν να αναδειχθεί (και μάλιστα μετά θάνατον) ένας χαροκαμένος και ανείπωτα πικραμένος άνθρωπος, ο Χ. Παπαθανασόπουλος, ως μάρτυρας και αυτός της ομοψυχίας και της συμμόρφωσης στο όνομα της μόνης ιδεολογίας που προβλέπεται. Έπρεπε να γίνει κι αυτός καρικατούρα καρτερίας και σεβαστικότητας, ειδωμένος αυθαίρετα ως τάχα ο αντίποδας της Μάγδας Φύσσα. Αν δεν γίνεται αντιληπτό το βάθος της αγυρτείας και η έκταση της τυμβωρυχίας…

Αυτοί οι άνθρωποι κυβερνάνε τέσσερα χρόνια και χάρη στην αποπληκτικώς βαρειά αβελτηρία του νωθρού και αποπροσανατολισμένου ΣΥΡΙΖΑ (που θέλει να γίνει ΠΑΣΟΚ ’85, τρομάρα) θα κυβερνήσουν στάνταρ άλλα τέσσερα χρόνια. Εκεί λοιπόν στο 2027 θα συζητάμε αν επιτρέπεται να διαφωνούμε με την Εθνική Κυβέρνηση, αφού ήδη το 2023 εμπεδώσαμε ότι όταν μας σφάζουν το παιδί ναζί εγκληματίες πρέπει να καθόμαστε σιωπηλές κουκλίτσες, μην τυχόν μας κακολογήσουν τίποτε νοικοκυραίοι, μην τυχόν κατηγορηθούμε ότι είμαστε φορείς «του τυφλού μίσους που γεννά ο διχασμός».