In girum imus nocte et consumimur igni ή η ματαιοπονία των σκνιπών

Επίσης έργο του Andrea Galad

Και ετοιμαζότουνα να φωνάξει δυνατά για να δείξει πως δεν επέθανε,

Γυναίκα της Ζάκυθος 7, 14

Είναι συνηθισμένο να τονίζεται η διαφθορά και οι ατασθαλίες και διασπαθίσεις δημοσίου χρήματος στην Ελλάδα. Μεγάλωσα σε έναν τόπο που ο διαβρωτικός θόρυβος τον οποίο πλέον διοχετεύουν τα σοσιαλμήντια διανεμόταν τότε από επιθεωρήσεις και χαρακτηριζόταν από κακόφωνες συγχορδίες όπως «λαμόγια», «ρεμούλα», «λαδώνω», «λοβιτούρα», «φαγοπότι» κτλ. Μετά από τόσα χρόνια γνωρίζω πλέον ότι όλη αυτή η κουβέντα γινόταν επειδή η όποια διανομή του δημοσίου χρήματος είχε επί ΠΑΣΟΚ επεκταθεί από την κλειστή παραδοσιακή μετεμφυλιακή κλίκα αστών, κομματόσκυλων, μαυραγοριτών και δοσιλόγων στην ευρύτερη και μέχρι τότε παραγκωνισμένη κατηγορία των πασόκων και των συναφών φυλών.

Στην πραγματικότητα ούτε τότε ούτε τώρα η ελληνική πραγματικότητα ήταν πολύ διαφορετική από εκείνη που βλέπουμε αλλού. Τώρα που βρισκόμαστε μακριά από τη δεκαετία του ’80 γνωρίζουμε και για τα μεγάλα γερμανικά σκάνδαλα αλλά και το φιάσκο του Big Dig και για άλλα πολλά. Βεβαίως ο ελληνικός εξεψιοναλισμός υπήρξε πάντοτε άριστο εργαλείο στα χέρια και των εθνικιστών και των παιδονόμων του ελληνικού λαού ― όταν δεν ταυτίζονται βεβαίως.

Φυσικά το ότι αίσχη γίνονται κι αλλού δεν μπορεί να αποτελεί παρηγοριά. Από την άλλη, η σύγκριση με άλλους λαούς κι άλλα έθνη κι άλλα κράτη έχει νόημα μόνο σαν άσκηση πρόχειρης συγκριτικής εθνογραφίας ή και ανθρωπολογίας του ποδαριού. Αν αντιλαμβάνεσαι ότι λ.χ. η μεγάλης κλίμακας διαφθορά συντελεί στη φτώχεια σου ή ότι η γενικευμένη αναξιοκρατία σού κόβει τις τύχες, λίγο σε ενδιαφέρει τελικά πώς πορεύονται σε θέματα κατανομής του πλούτου, διαφάνειας και αξιοκρατίας η Ανδόρρα, η Λευκορωσία ή το Τατζικιστάν. Παράλληλα, πάντοτε με εντυπωσίαζε η συλλογική μας ενασχόληση ως λαού με ακριβώς αυτή τη συγκριτική μελέτη: εντατικά μεν αλλά εκ του προχείρου.

Εννοείται πάντως πως η έγνοια μας δεν αφορούσε την Ανδόρρα, τη Λευκορωσία ή το Τατζικιστάν παρά μια χούφτα χώρες που θεωρούμε κανονικά κράτη. Ακόμα και άνθρωποι κατά τεκμήριο ευφυείς και καλλιεργημένοι θα μπούνε στη ματαιόπονη διαδικασία να συγκρίνουν την Αθήνα με το Εδιμβούργο («Αθήνα του Βορρά», για), την Αχαΐα με την Τοσκάνη ή τη Σαλονίκη με το Ζάλτσμπουργκ. Συνήθως θα καταλήξουν στα γνωστά συμπεράσματα:

  • ότι είμαστε γιδότοπος (διαιωνίζοντας την ευαγγελική διάκριση κατά των εριφίων, μια και κανείς π.χ. δεν είπε την Ιρλανδία προβατότοπο ― ή επίσης κανείς δεν είπε την Ολλανδία γελαδότοπο),
  • ότι δεν υπάρχει κράτος
  • ότι δεν έχουμε περάσει Διαφωτισμό / σωστό καπιταλισμό / παπική διαποίμανση κτλ.

Τέτοιες αγωνιώδεις συγκρίσεις απασχολούν και τους νότιους Ιταλούς, και τους Τούρκους και τους Βαλκάνιους. Συνήθως πλαισιώνονται με την αγωνία του πώς μας βλέπουν οι άλλοι, ποια είναι η έξωθεν μαρτυρία για εμάς και βεβαίως τι θα πει ο κόσμος· το πώς και το γιατί το έχω ξαναπιάσει εδώ, ας μην τα ξαναλέω. Όπως επίσης να μην ξαναλέμε τα προφανή, ότι κάθε είδους σύγκριση οφείλει να είναι ιστορικά ρεαλιστική (πρώην αποικιοκρατικές δυνάμεις δεν συγκρίνονται με το προτεκτοράτο που έχουμε υπάρξει) αλλά και με όρους μεγέθους: και η Ισπανία γιδότοπος είναι αλλά είναι μεγάλος γιδότοπος, πολύ μεγάλος μάλιστα. Αν θέλουμε κάπως να κάνουμε συγκρίσεις της προκοπής, ενδεχομένως να ξεχνούσαμε τη Μολδαβία ή το Μαυροβούνιο από τη μια αλλά και την Αγλλογαλλογερμανοϊταλία από την άλλη. Ίσως όντως αν θέλουμε ντε και καλά να συγκρινόμαστε με κάποιες χώρες αυτές να ήταν η Πορτογαλία, ίσως και η Σερβία.

Όοοοολο αυτό το βασανιστικό και (επαναλαμβάνω) ματαιόπονο παιχνίδι είναι στην πραγματικότητα μια εμμονική φυγή από το εδώ και το τώρα. Εξηγούμαι: πρόσφατα έγραφε ο Μανόλης Σαββίδης ότι για την αστική οικογένεια του μεσοπολέμου «η Αθήνα ήταν ουσιαστικά η Πλάκα, ενώ ο κόσμος ήταν η Ευρώπη, και το κέντρο του κόσμου ήταν το Παρίσι». Η ελληνική κοινωνία μέσα στην αυτολύπησή της και στην αυτομεμψία της, τις οποίες καλλιεργεί ο ελληνοκεμαλισμός αδιαλείπτως, εδώ και δεκαετίες ζει εντός μιας παρόμοιας φαντασίωσης. Δυστυχώς η συλλογική φαντασίωσή μας είναι λιγότερο μακάρια και τελικά λιγότερο δημιουργική από της αστικής τάξης του Μεσοπολέμου. Νιώθουμε και φρονούμε ότι θα έπρεπε να είμαστε αλλού και να είμαστε άλλοι και ότι γενικά η ζωή κι ο κανονικός κόσμος βρίσκονται κάπου αλλού κι όχι εδώ που ζούμε και τώρα που μπορούμε να κάνουμε κάτι. Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, ο κόσμος μας παρακολουθεί (νομίζουμε) και μας σχολιάζει (λες κι έχει σημασία).

Είμαστε σκνίπες, είμαστε σκνίπα κι είμαστε του γιατρού.

Σχολιάστε